Ντίνος Ηλιόπουλος ΕΝΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος γεννήθηκε το 1915 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο πατέρας του ήταν Πελοποννήσιος, μεγαλέμπορος, και η μητέρα του Ελληνίδα από την Υεμένη. Μετά από την οικονομική κρίση του 1929, όλη η οικογένεια μεταναστεύει στη Μασσαλία, όπου ο Ντίνος τελειώνει το Γυμνάσιο. Το 1935 επιστρέφουν στην Αθήνα. Ο νεαρός Ηλιόπουλος δίνει εξετάσεις στο τότε Βασιλικό Θέατρο, απορρίπτεται και μπαίνει στη Σχολή Γιαννούλη Σαραντίδη για να σπουδάσει θέατρο. Είχε κάνει ένα πέρασμα από τη σχολή Saint Charles, στη Μασσαλία. Στη Σχολή του Σαραντίδη οι εισαγωγικές εξετάσεις κράτησαν τρεις μήνες για να γίνει το τελικό κοσκίνισμα, πέρασε και για τα τρία επόμενα χρόνια μάθαινε κινηματογράφο από τους Βακαλό, Καστανάκη, Καραγάτση, Θεοτοκά, Σιδέρη και Γιαννίδη. Με την αποφοίτησή του θα ενδιαφερθούν πολλοί θιασάρχες για να δουλέψει μαζί τους.
Οι θίασοι της Κατερίνας, της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Δημήτρη Χορν και της Μαίρης Αρώνη ήταν οι πρώτοι που συνεργάστηκε για να κάνει, μαζί με το Μίμη Φωτόπουλο, το 1954, το δικό τους θίασο, ενώ από το 1957 μέχρι το 1969 είχε το δικό του θίασο. Η πρώτη παράσταση του ήταν στο θερινό θέατρο της Κατερίνας Ανδρεάδη (ή απλά Κατερίνα, όπως ήταν γνωστή), στο έργο «Κυρία, σας αγαπώ», το 1944, πριν να τελειώσει καλά-καλά η Κατοχή. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο με την ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες», σε σκηνοθεσία Αλέκου Λειβαδίτη και σε σενάριο του Νίκου Τσιφόρου. Μια κωμωδία που αναφέρεται στην πολιορκία μιας κοπέλας από έναν προικοθήρα την οποία θεωρεί ότι είναι κληρονόμος ενός θησαυρού. Το 1951 θα σκηνοθετήσει, μαζί με το Μίμη Φωτόπουλο, το «Προπαντός ψυχραιμία», και το 1966 θα σκηνοθετήσει τη δεύτερη και τελευταία ταινία του, αυτή τη φορά μαζί με τον Παύλο Φιλίππου, «Ότι λάμπει είναι χρυσός», μια ακόμη κωμωδία.
Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε ότι ο Ντίνος Ηλιόπουλος ξεχωρίζει επειδή κάνει κινηματογράφο, δεν έχει μια απόλυτη τυποποίηση, έχει παίξει το ίδιο καλά στην κωμωδία όσο και στην τραγωδία. Ο ερωτευμένος καθηγητής, στη «Διαγωγή μηδέν» (1949), των Μιχάλη Γαζιάδη και Γιάννη Φιλίππου, και στην «Οικογένεια Παπαδοπούλου» (1960), του Ροβήρου Μανθούλη, ο ξένοιαστος τυχοδιώκτης, στο «Προπαντός ψυχραιμία» (1951), του ίδιου και του Φωτόπουλου, ο τίμιος και εργατικός, αλλά θύμα και φουκαράς υπαλληλάκος, στο «Κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), του Γιάννη Δαλιανίδη, όπως και στο «Φωνάζει ο κλέφτης» (1965), του Γιάννη Δαλιανίδη πάλι, ο καταφερτζής και ταλαντούχος μικροαπατεώνας, στο «Ζητείται ψεύτης» (1961), του Γιάννη Δαλιανίδη, στον «Πιο καλό μαθητή» (1968), του Κώστα Ανδρίτσου, και στο «Δόλωμα» (1964), του Αλέκου Σακελλάριου, ο άτυχος νέος που δεν του δίνουν σημασία οι γυναίκες, στο «Εκατό χιλιάδες λίρες» (1948), του Αλέκου Λειβαδίτη, στους «Απάχηδες των Αθηνών» (1950), του Ηλία Παρασκευά, στην «Εύα» (1953), της Μαρίας Πλυτά, ο περιζήτητος γόης, στο «Κάθε εμπόδιο για καλό» (1958), του Χρήστου Αποστόλου, στο «Τέσσερεις νύφες κι ένας γαμπρός» (1958), του Τζανή Αλιφέρη, στο «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1962), του Γιάννη Δαλιανίδη.
Διαφορετικοί τύποι μέσα στην κωμωδία δεν είναι και εύκολο πράγμα για τον ελληνικό κωμικό χώρο. Αν σε όλα αυτά αναφέρουμε το ρόλο του στο «Δράκο» (1956), του Νίκου Κούνδουρου, ίσως η ταινία που διαφοροποίησε τον Ηλιόπουλου και με την οποία το πρόσωπό του έχει προβληθεί σε όλο τον κόσμο, διότι είναι ανάμεσα στις 100 καλύτερες ταινίες παγκοσμίως, αλλά και στις ταινίες «Νυχτερινή περιπέτεια» (1954), του Άγγελου Τερζάκη, «Τζο ο τρομερός» (1955), του Ντίνου Δημόπουλου, «Καλημέρα Αθήνα» (1960), του Γρηγόρη Γρηγορίου, τότε θα δούμε ότι ο Ηλιόπουλος δε δημιουργεί κανένα τύπο.
Θα ήταν επίσης ενδιαφέρον να δούμε δύο καλλιτεχνικά ζευγάρια που είχε φτιάξει ο Ηλιόπουλος. Το ένα από αυτά ήταν Ηλιόπουλος-Φωτόπουλος και το άλλο Ηλιόπουλος-Βέγγος. Από το κάθε ζευγάρι βγαίνει ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Από το πρώτο η αντίθεση του ευγενικού τύπου (Ηλιόπουλος) με το βαρύμαγκα (Φωτόπουλος), ενώ από το δεύτερο ο εστέτ, ευγενικός, αρχοντικός τύπος (Ηλιόπουλος) με τον αυθόρμητο, απρόσεχτο και λαϊκό (Βέγγο). Πάντως για τον Ηλιόπουλο θα πρέπει να ισχύει ότι «ήρθε πολύ νωρίς στον ελληνικό κινηματογράφο, σε μια εποχή όπου επικρατούσε η ηθογραφική κωμωδία, ο διάλογος και το καλαμπούρι. Κι αυτός ήταν πολύ πιο πέρα από αυτά. Δυστυχώς, όμως, επειδή δεν μπόρεσε να τραβήξει τον ελληνικό κινηματογράφο στις δικές του δυνατότητες και επειδή η βιοπάλη ήταν σκληρή, κατέβηκε αυτός. Είχε πολλές επιτυχίες, έγινε πρωταγωνιστής, αλλά πιστεύω ότι γεννήθηκε σε λάθος χώρα και απευθύνθηκε σε λάθος κοινό.» (Γρηγορίου 1996). Όντως έφυγε, πήγε στην Αμερική και έκανε μια δεύτερη και πιο λαμπρή καριέρα.
Κατά τη Γιαννίκη, «ο ήρωας που ενσαρκώνει τις περισσότερες φορές ο Ηλιόπουλος έχει τα χαρακτηριστικά του απλού, καθημερινού, καλοπροαίρετου ανθρώπου, που μπλέκει σε περίεργες καταστάσεις. Γενικά συμπεριφέρεται αδέξια, είναι δειλός, ντροπαλός και κυριαρχείται από έντονο φόβο, τον οποίο όμως δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει. Αντίθετα, εκθέτει την αδυναμία του να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και να αντιδράσει αποφασιστικά. Ο συνήθης ήρωας, δηλαδή, του Ηλιόπουλου δεν έχει κάτι το ηρωικό να επιδείξει. Κάθε άλλο μάλιστα. Θα λέγαμε ότι πρόκειται μάλλον για έναν αντιήρωα… Ο Ηλιόπουλος όμως δεν ενσαρκώνει μόνο τη μια πλευρά της κινηματογραφικής του εικόνας. Από την άλλη έχουμε τη μεταμόρφωση αυτού του φαινομενικά δειλού ανθρώπου, του αντιήρωα, σε εξαιρετικά δυναμικό άτομο, δηλαδή, σε έναν «ηρωικό» χαρακτήρα, που δεν έχει πλέον τα χαρακτηριστικά του αντιήρωα, αλλά άλλες θετικές και κοινωνικά αναγνωρίσιμες ποιότητες.» (Γιαννίκη 1999). Πραγματικά, αν δούμε τον Ηλιόπουλο στο «Κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), σε σκηνοθεσία και σενάριο Γιάννη Δαλιανίδη, ή στο «Δράκο» (1956), σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου και σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη, αυτή η μεταμόρφωση είναι εμφανής.
Και στις δύο ταινίες χτίζεται αυτός ο τύπος που κουβαλά μαζί του ο Ηλιόπουλος, αλλά προοδευτικά χάνει αυτό το ένδυμα για να μεταμορφωθεί τελικά όλη η ταινία και να ανατραπεί το σενάριο. Αυτή την ανατροπή την κάνει μόνος του ο Ηλιόπουλος με την Καρέζη να κρατά ένα ίσο τόνο, για να φανεί αυτή η ανατροπή, στην πρώτη ταινία, και όλη η παρέα, με αρχηγό τον Γιάννη Αργύρη, στη δεύτερη ταινία. Αξίζει να κάνουμε μια μικρή ανάλυση στη δεύτερη ταινία, για να δούμε το εύρος του ηθοποιού, όταν περνά από την κωμωδία στο δράμα.
Στο «Δράκο» έχουμε έναν καθημερινό άνθρωπο, μια σκιά του εαυτού του, ένα περίγελος της κοινωνίας. Αυτός όμως θέλει να ξεφύγει από αυτή τη μετριότητα και η ομοιότητά του με το δράκο, ο οποίος καταζητείται, είναι η ευκαιρία να ανέβει. Πλάθει ένα δικό του κόσμο και η συμπεριφορά του αλλάζει, τόσο όσο να μας δείξει ότι είναι άλλος αλλά και να μας υπενθυμίσει από πού ξεκίνησε, αφού μέσα στο νέο πρόσωπό του συνυπάρχει το παλιό και το καινούργιο. Στη σκηνή της αποκάλυψης έχουμε την προετοιμασία της συμμορίας, όπου, σαν αρχαίο δράμα, εικονίζεται ο υπόκοσμος σαν ένα τμήμα της κοινωνίας με τους δικούς του νόμους, με την ηθική του, όχι σαν περιθώριο. Ο χορός, η θυσία, το κρασί που χύνουν, οι προσδοκίες, το λάφυρο (η «μικρή» που την αφήνει στον Αργύρη), η ανατροπή, με τη φράση «ποιος είσαι;», από τον Αργύρη, η απαγόρευση να το πει στα παιδιά, η αποκάλυψη τελικά και το μαχαίρωμα από ένα παιδί της συμμορίας, η αντρίκια και ηρωική έξοδός του, φεύγει από το μπαρ, τον ακολουθούν και τελικά πεθαίνει, αρνείται τη βοήθεια, θέλει να κρατήσουν αυτή την εικόνα του, του αρχηγού που πεθαίνει σαν ήρωας, το πτώμα του βαδίζει προς την αιωνιότητα στην πόρτα της καρότσας ενός φορτηγού.
Μπορεί να δει κανείς εύκολα πως ο Ηλιόπουλος μπορεί να χειριστεί την κίνηση, χέρια, κεφάλι, όλο το σώμα, έτσι ώστε το ίδιο το σώμα να είναι ένα κείμενο, όπως θα αναλύαμε σε μία σημειωτική ανάλυση του μύθου, ένα κείμενο που αλλάζει για να φτάσουμε στη λύση της τραγωδίας, βαδίζοντας, ωστόσο, στο ρεαλισμό ή πιο σωστά στον ποιητικό ρεαλισμό.
Γιάννης Φραγκούλης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γιαννίκη Κατερίνα, «Ο κινηματογραφικός Ντίνος Ηλιόπουλος», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 1999. Γρηγορίου Γρηγόρης, «Μνήμες σε άσπρο και σε μαύρο», τ. Α΄ και Β΄, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1996.
Για τον θεατρικό Ντίνο Ηλιόπουλο, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα στο theaterinfo
ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ