ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ η κινηματογραφική του πλευρά
Είχαμε αναφερθεί στον Ντίνο Ηλιόπουλο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το Θανάση Βέγγο. Το τραγικό και το κωμικό συνυπάρχουν στον ηθοποιό. Γεννήθηκε το 1927 στο Φάληρο. Ξεκίνησε σαν τεχνικός σε κινηματογραφικές παραγωγές και έπαιξε ένα πολύ μικρό ρόλο στην ταινία «Μαγική πόλις» (1954), σε σκηνοθεσία του Νίκου Κούνδουρου και σε σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Δεν ξεκίνησε από το θέατρο για να πάει στον κινηματογράφο, αλλά κατευθείαν από τον κινηματογράφο.
Ήταν λογικό, λοιπόν, να μην υπάρχει μέσα του τίποτε το θεατρικό. Στο Βέγγο υπήρχε μέσα του ο Καραγκιόζης, από τη μια μεριά, και ο Σαρλώ, από την άλλη. Συγχρόνως, όμως, υπήρχε και η ελληνική ιστορία και η λαϊκή λεβεντιά, έτσι όπως μπορεί να τη βρει κανείς μόνο σε τύπους που δεν ερμηνεύουν αλλά εκφράζουν τη ζωή. Αυτός ο δυϊσμός ήταν δύσκολα να ανιχνευθεί τόσο από το κοινό όσο και από τους κριτικούς της εποχής. Ακόμη και οι σκηνοθέτες δεν μπόρεσαν να διακρίνουν αυτές τις ποιότητες που συναντούμε σε ταλέντα, τα χαρακτηριστικά της αρχαίας τραγωδίας μέσα από το ελάχιστο που, φαινομενικά, βλέπαμε. Η απάντηση στο ερώτημα: «Τι ήταν αυτό που μας έκανε να γελάμε στο Βέγγο;», θα έρθει πολλά χρόνια αργότερα.
Μετά από δύο εισπρακτικά αποτυχημένες ταινίες, τη «Μαγική πόλη» και το «Δράκο», έκανε δικές του παραγωγές. Λέγεται ότι ο Ντίνος Κατσουρίδης τον παρότρυνε να κάνει κωμωδίες πιο απλές, πιο εύπεπτες για το κοινό. Πολύ λίγοι είδαν τις δυνατότητες του Βέγγου στο «Δράκο», την ποιότητα ενός κορυφαίου του χορού που μπορούσε να σταθεί απέναντι στον Ηλιόπουλο, κρατώντας μια ισορροπία κάτω από την ομπρέλα του Γιάννη Αργύρη. Ο σύνδεσμος του εκλεπτυσμένου αρχηγού με τη συμμορία δεν ήταν άλλος από το Βέγγο. Ο Αργύρης τακτοποιούσε τα πράγματα. Από αυτή την ταινία φάνηκε η δυνατότητά του να εκφράζει, σωματικά, τη μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. Ο άνθρωπος που τρέχει, που θέλει όλα να είναι τακτοποιημένα, να μην υπάρχει σκόνη, να αποκατασταθεί η αρχοντιά, έστω με τα απλά και φτωχά μέσα που διαθέτει.
Είναι ο νησιώτης που βάφει το σπίτι του άσπρο, καθαρίζει το δρόμο, ο χωρικός που καθαρίζει το πάτωμα του σπιτιού του, ακόμα και αν είναι από χώμα. Μέσα στη βίαια υποταγή, την προδοσία από όλους, η λαχτάρα είναι να κερδίσουμε κάτι από την ελληνική αρχοντιά που χάσαμε με τόσους πολέμους και εμφυλίους, να διατηρήσουμε την ελληνικότητά μας.
Μέσα από αυτό περνάει, πολύ υπόγεια, μια εύστοχη κριτική. Η θεία που δεν μπορεί να παντρέψει, οι αδελφές που περιμένουν να τις παντρέψει, για να παντρευτεί και αυτός, τελικά. Και η κοπέλα του να τον πιέζει διότι την πιέζουν οι αδελφοί της. Μα είναι αυτό δυνατό; Μα είναι λογικές οι πατριαρχικές αυτές δομές της ελληνικής κωμωδίας; Ούτε ο Βέγγος ούτε κανένας άλλος στην ταινία θα το πει. Το συμπέρασμα, η απάντηση θα δοθεί μόνη της, υπόγεια, στο θεατή που θα ανακαλύψει ότι και αυτός το ίδιο πράγμα πιστεύει.
Τι βλέπει, λοιπόν, ο θεατής στην οθόνη; Φυσικά τον εαυτό του, κάτι παρόμοιο με το Σαρλώ ή με τον Καραγκιόζη. Δεν υπάρχει κάτι το ψεύτικο εδώ, το «artistique», το πραγματικό αποδίδεται με όρους πραγματικού. Και όλα αυτά για να είναι κωμωδία θα πρέπει να κάνει μια ταινία μπουρλέσκ, όπου όλα μεγεθύνονται γίνονται υπερφυσικά, υπερ-ρεαλιστικά, με αυτή την έννοια ο Βέγγος είναι ο πρώτος που φέρνει τον υπερ-ρεαλισμό στην Ελλάδα, σε μια πρωτόγονη μορφή του.
Τα σύμβολά του είναι αδύναμα, ο μύθος που ο Βέγγος θεμελιώνει στις ταινίες του δεν έχει μια φαινομενική ανάλυση σε βάθος. Ο χαρακτήρας του δεν ανταποκρίνεται άμεσα με τον αρχαίο πρόγονο. Όμως οι «Αχαρνείς» δεν είχαν ένα τέτοιο «τσαρλατάνο» για να τους τα λέει; Θα μπορούσε ο κωμικός να κάνει μια ευθεία κριτική στα κακώς κείμενα της κοινωνίας; Θα ήταν αυτό κωμωδία; Ούτε τέχνη δεν μπορεί να ήταν! Η κωμωδία κριτικάρει, σατιρίζει. Και εδώ σατιρίζει, πρώτα από όλα, το ίδιο το πλήθος. Το καλεί να γελάσει με τον ίδιο τον εαυτό του, να διώξει, με αυτό τον τρόπο, το κακό από μέσα του και να βγει από αυτή τη διαδικασία πιο καθαρός και πιο δυνατός. Ότι ακριβώς γινόταν στην αρχαία ελληνική κωμωδία, στον Αριστοφάνη. Όμως, τα αρχαία θέατρα από καιρό είχαν ουσιαστικά σιγήσει και το μαντείο τους είχε διώξει τη Πυθία τους. Ποιος θα μπορούσε να αναστήσει μια εποχή, τόσο μακρινή, τόσο ανώδυνη, αλλά και τόσο επικίνδυνη, αν αποφασίσουμε να βάλουμε αυτές τις αξίες μέσα στη ζωή μας;
Αν βέβαια, μέσα σε όλο αυτό, βάλουμε την ελληνική κοινωνία που μόλις έχει βγει από έναν πόλεμο και έναν Εμφύλιο, που δε βλέπει φως, αλλά αλληλοσπαραγμούς, τη βία από την κρατική εξουσία και τα παράνομα παρακλάδια της, τα οποία νομιμοποιούνται με πλάγιο τρόπο, η σάτιρα δεν είναι τόσο εύκολο να βγει ούτε να γίνει αποδεκτή. Το γέλιο γίνεται ανατροπή και αυτό είναι απαγορευμένο. Όμως το θέαμα του Βέγγου περνά από όλες τις λογοκρισίες επειδή είναι «σαχλό», «αφελές» και «ανάξιο λόγου»! Αν αληθεύει ότι οι λογοκριτές είναι ανίκανοι να δουν το νόημα σε βάθος και δε λογοκρίνουν αυτό που πρέπει, εδώ έχουμε και την ανικανότητα του κοινού: την ανικανότητα αντίληψης. Και όχι μόνο του κοινού, αλλά και ενός πολύ μεγάλου μέρους της Αριστεράς που στο Βέγγο είδε έναν εχθρό. Δεν μπόρεσαν να αποκωδικοποιήσουν τα σύμβολα και να τους δώσουν μια αξία κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική. Το προοδευτικό κίνημα θα μπορούσε να εξάγει από το ειδικό το γενικό και να χτυπήσει αποτελεσματικά την οπισθοδρομική σκέψη, αλλά δεν τα κατάφερε…
Έπρεπε να δούμε το Βέγγο να παίζει αρχαία τραγωδία για να πειστούμε. Ή μάλλον για να πειστούμε για την τραγωδία μας. Θα δούμε αργότερα ότι τελικά σε δύο μόνο κινηματογραφικές παραγωγές, αρκετά χρόνια αργότερα, μπόρεσε αυτού του είδους η κωμωδία να αποδοθεί με όρους πολιτικούς και να λειτουργήσει.
Γιάννης Φραγκούλης