32ο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας
Η ΣΟΔΕΙΑ ΑΠΟ ΕΞΩ
Το 32ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας και, συγχρόνως, το 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, μαζί με το digi2009 ξεκίνησαν τις εργασίες τους στις 21 και τις τέλειωσαν στις 26 Σεπτεμβρίου 2009. Οργανώνεται από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Δήμο Δράμας και υποστηρίζεται από αρκετούς φορείς: την ΕΡΤ, το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, το Maremetraggio, την EFA, το Media Desk Hellas, τη Fnac, το TV5Monde, το ΙΟΜ, την Kodak, την Αυστριακή Πρεσβεία στην Αθήνα, τη Graal, το Γαλλικό Ινστιτούτο, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, το Culturefrance, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, τον Ντίνο Κατσουρίδη, τη Sixpack Film, το Νίκο Καβουκίδη, την Οργάνωση για τη Διαφορετικότητα κατά των Διακρίσεων, το Cosmos93.6, το Δεύτερο Πρόγραμμα, το Τρίτο Πρόγραμμα, την ΕΡΤ3, το 9.58FM και το goculture.gr.
ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ
Οι Έλληνες σκηνοθέτες έχουν κάθε χρόνο την ευκαιρία να συναντηθούν με τους ξένους συναδέλφους τους. Αυτή η επαφή είναι αυτό που θα δώσει μια νέα ώθηση στη νεότερη ελληνική κινηματογραφία. Οι απόψεις που εκφράζονται είτε μέσα από τις ταινίες είτε μέσα από τις συζητήσεις που γίνονται κάθε μεσημέρι μπροστά από τα γραφεία του Φεστιβάλ, δημιουργούν ένα άτυπο φόρουμ ανταλλαγής απόψεων όπου μπορεί να προταθούν νέες δομές στο νόημα και στη φόρμα.
Δυστυχώς όμως αυτές οι συζητήσεις, ανάμεσα στους σκηνοθέτες, γίνονται όλο και πιο σπάνια. Χάνεται έτσι μια ευκαιρία για να αναπτυχθεί ουσιαστικά η ελληνική κινηματογραφία. Στο διεθνές τμήμα είδαμε κάποια διαμάντια που αξίζει να αναφερθούμε και να δείξουμε, μέσα από αυτά, το καινούργιο και πως αυτό φαίνεται, μέσα από διαφορετικά περιβάλλοντα, από διαφορετικές κινηματογραφίες.
Αυτή η επαφή υπήρχε και μέσα από τα αφιερώματα που προβλήθηκαν στο Φεστιβάλ, όπου μπορούσε κάποιος πολύ εύκολα να δει την εξέλιξη του κινηματογράφου ή να κάνει μια συγκριτική μελέτη του νέου με το παλιό. Στα Φεστιβάλ αυτά τα αφιερώματα μας γεμίζουν την αποθήκη των γνώσεων. Αυτό που θα έπρεπε να τονίσουμε είναι ότι η προβολή ταινιών από το παρελθόν μας δίνει μια ιδέα για το πώς θα πρέπει να δουλεύουμε στον κινηματογράφο, με την ψηφιακή παραγωγή.
ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Αν θα θέλαμε να αναφερθούμε, με δύο λέξεις, στο διεθνές αγωνιστικό τμήμα, θα λέγαμε ότι υπήρχαν τα αριστουργήματα, οι καλές ταινίες και οι κακές. Με άλλα λόγια, η παγκόσμια κινηματογραφία δεν έχει πλέον να μας δείξει αριστουργήματα σε μεγάλη αφθονία, όπως είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν. Θα αναφερθούμε σε κάποιες ταινίες, για να δώσουμε μια εικόνα του κλίματος που επικρατούσε στο Φεστιβάλ της Δράμας.
Η ταινία «Τσουνάμι («Cunami»), Αλβανία (7΄, 2008), του Shakir Veseli, δεν μπόρεσε να μπει βαθιά μέσα στο θέμα και να μας δείξει τις αιτίες που παρήγαγαν αυτό το φυσικό φαινόμενο, ακόμη περισσότερο τις συμφορές που φέρνει στους ανθρώπους. Αυτή την επιφανειακή σεναριακή ανάλυση θα δούμε και στην ταινία της Marie Kreuzer, από την Αυστρία, «Χριστουγεννιάτικο παντς» («Punsch Noel»), 10΄, 2008. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε την απομόνωση του ατόμου, σε ψυχολογικό επίπεδο, που οδηγεί στην αλλοτρίωση. Η Τερέζα επιστρέφει στο σπίτι της με απώτερο σκοπό να συναντήσει τον αδελφό της, δε θα τα καταφέρει γιατί αυτός δεν ήταν εκεί. Η σκηνοθέτιδα δεν προσπάθησε να κάνει αυτό που έχουμε στην ουμανιστική αφήγηση, να μπει μέσα στον πυρήνα του χαρακτήρα της και να βρει την αιτία του, για να δομήσει τελικά, μια αφήγηση που θα είναι παγκόσμια.
Αυτό όμως συμβαίνει στην ταινία του Sinisa Vidovic, «Φάτα Μοργκάνα» («Father Morgana»), 15΄, Αυστρία. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε τον πατέρα και το γιο. Ο πρώτος παίζει σκάκι, υπαίθρια, μαζί με άλλους συνταξιούχους. Εκεί έχει βρει τη γαλήνη και μια παρέα. Σε αυτό το κοινωνικό σύνολο θα πλησιάσει την απομακρυσμένη πατρίδα του. Είναι μετανάστης και πλήρως αποδεκτός σε αυτό το κοινωνικό σύστημα, το οποίο είναι στο περιθώριο της κοινωνίας. Ο γιος του θα έρθει να τον πάρει για να ζήσει μαζί με την οικογένειά του. Σε αυτό ακριβώς το σημείο θα έρθει η σύγκρουση. Στον ψυχικό κόσμο στον ηλικιωμένο θα συγκρουστεί το φαντασιακό (η χαμένη πατρίδα, οι φίλοι, η αποδοχή του ξένου, το ενιαίο κοινωνικό σύνολο) με το πραγματικό (η οικογένεια του γιου του, η απομάκρυνση του γιου από τον πατέρα) για να μας δώσει τελικά την έννοια της αλλοτρίωσης, της επιθυμίας για επανένωση, η οποία θα μείνει ανεκπλήρωτη.
Στο επίπεδο του ονειρικού και στη μετάφραση του πραγματικού κινείται η ταινία της Anna Kalus, «Η αφοσίωση του θαλασσόλυκου» («Sea dog’s devotion»), Αυστρία-Γερμανία, 11΄. Εδώ έχουμε ένα ναυτικό που έχει χάσει τη γυναίκα του, την οποία αγαπούσε. Προσπαθεί να αποθανατίσει την ψυχή της, αυτή όμως αντιστέκεται και δραπετεύει για να πετάξει προς τον ουρανό. Με καταπληκτική σύνθεση, αυτό το ανιμέισιον εικονοποιεί το λαϊκό παραμύθι, με πολύ όμορφο μοντάζ, τέτοιο που αρθρώνει το λόγο και δομεί τους χαρακτήρες.
ΟΝΕΙΡΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Από τη Βραζιλία, η ταινία της Renata Pinheiro, «ΣούπερΜπαρόκο» («SuperBarroco»), 17΄, μπερδεύει το όνειρο με την πραγματικότητα. Έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που μπορεί να είναι άστεγος ή ρακοσυλλέκτης. Κατόπιν το βλέπουμε στο σπίτι του να ζει και να το τακτοποιεί. Ζει μόνος του, οι κινήσεις του έχουν μόνο αποδέκτη τον ίδιο τον εαυτό του. Από μια στιγμή και έπειτα ο ίδιος ζει σε ένα φανταστικό κόσμο, στο όνειρό του. Το ερώτημα που θέτει το σενάριο είναι αν από την αρχή είχαμε να κάνουμε με ένα όνειρο ή με μια πραγματική κατάσταση. Σε αυτό δε θα μπορέσουμε να δώσουμε μια ορθολογιστική απάντηση, αλλά μπορούμε να αφήσουμε τη φαντασία μας να δημιουργήσει μια αναπαράσταση της πραγματικότητας.
Ο Lauri Timonen κάνει την ταινία «Ιωάννα της Λωραίνης» («Jeanne d’Arc»), Φινλανδία, 22΄, στην οποία η γνωστή ιστορία της απελευθερώτριας της Γαλλίας, εδώ μεταφέρεται σε ένα πιο σύγχρονο μπακράουντ. Η σύγχρονή μας Ιωάννα είναι μια κοπέλα που βρίσκει δουλειά σε ένα μπαρ. Θα μπει μέσα σε ένα κύκλο παράξενων ανθρώπων, θα είναι αυτή που διαφέρει και που θα προσπαθήσει να τους βγάλει από τη μιζέρια τους. Θα την θυσιάσουν, αφού θέλουν να παραμείνουν συντηρητικοί και να μην προχωρήσουν παραπέρα. Ο σκηνοθέτης με χιούμορ αποδομεί την ιστορία του, δίνοντας διεξόδους και άλλων ερμηνειών, όπου το περιθωριακό άτομο, η σερβιτόρα, εθισμένη στα ναρκωτικά, είναι το όχημα που θα μπορούσε να έσπαγε τους τοίχους και τα ταμπού. Μια ιστορία που θα μπορούσε να συνέβαινε οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε μέρος της γης, άρα η ταινία κερδίζει σε παγκοσμιότητα. Εξαιρετική η δομή της, το μοντάζ και ο τρόπος που το χιούμορ λειτουργεί ειρωνικά. Η σκηνοθεσία άψογη, φτιάχνει μια μεγάλη ταινία.
Μέσα στην πραγματικότητα είναι βουτηγμένη η ταινία «Το κορίτσι» («Girl»), του Hong Sunghoon (Κορέα, 17΄). Ένα κορίτσι που θα έρθει σε επαφή με ένα μεσήλικα, πατέρα του εραστή της, ο οποίος την έχει αφήσει έγκυο. Θα του ζητήσει λεφτά. Όλη η δομή της ταινίας μας θυμίζει πολύ τις ταινίες του Κιμ Κι Ντουκ και των άλλων μεγάλων Κορεατών σκηνοθετών, η πραγματικότητα αιωρείται ανάμεσα στο επιθυμητό και στο βίαιο, ανάμεσα στην ευτυχία και την καταστροφή. Η βία ελλοχεύει παντού και είναι ο συνδετικός κρίκος με την υπόλοιπη κορεάτικη κοινωνία.
Από την Ολλανδία μας έρχεται η ταινία «Απούσα» («Missing»), του Jochem de Vries (12΄). Εδώ έχουμε μια μονογονεϊκή οικογένεια. Η μάνα μένει με την κόρη της και την πάει στο σχολείο κάθε μέρα. Παρακολουθούμε αυτή την προετοιμασία σα μια τελετουργία. Στο τέλος θα δούμε ότι έχουν χάσει το λεωφορείο της εκδρομής, το κοριτσάκι θα βγάλει από μέσα του την απώλεια της επαφής του πατέρα, γράφοντας τα σχετικά λόγια στην άχλη του παραθύρου. Ο σκηνοθέτης με βιωματικό τρόπο, αργό μοντάζ όταν πρέπει να δομήσει τους χαρακτήρες του, θα φτιάξει έναν κόσμο που αναπαριστά ένα μικρό κομμάτι της ολλανδικής κοινωνίας.
Ο ΜΑΚΡΥΣ ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Μια ποιητική ταινία θα μας έρθει από την Πορτογαλία. Ο Rodrigo Areias θα κάνει την ταινία «Ροή» («Flow»), 15΄, όπου με ποιητικό τρόπο θα αναπαραστήσει την αλλοτρίωση του εργάτη στη βιομηχανική αλυσίδα παραγωγής. Η αλλοτρίωση είναι τα δεσμά, η αλυσίδα που το δένει με τη βιομηχανία. Στην απέλπιδη προσπάθειά του, να πλυθεί στα νερά του ποταμού, ψάχνοντας την κάθαρση, δε θα καταφέρει παρά να βρει ένα ακόμα αδιέξοδο, αυτή τη φορά πιο οδυνηρό, αφού θα ηττηθεί από τον ίδιο του τον εαυτό που δε θέλει να βγει από αυτό το απάνθρωπο σύστημα. Το όνειρο μας δίνει επιθυμητό, η μουσική είναι το νήμα που θα μας συνδέσει με την πραγματικότητα, αφού κουβαλά μέσα της το τραχύ ρυθμό της πραγματικής ζωής, ο οποίος δεν έχει τίποτε κοινό με το βιωματικό. Η ταινία είναι μια αλληγορία για την πάλη των τάξεων, μια καλή ευκαιρία να κάνουμε μια κουβέντα πολιτική.
Μια παρόμοια πολιτική κουβέντα θα μπορούσε να γίνει με αφορμή την ταινία «Ο μακρύς δρόμος του γυρισμού» («The long way home»), της Anamaria Chioveanu (Ρουμανία, 20΄). Εδώ έχουμε μια Ρουμάνα που δεν μπορεί να πάει στο σπίτι της εύκολα, από το σημείο που είναι. Η πορεία που ακολουθεί είναι καθαρά βιωματική, μέσα όμως από αυτή την πορεία βλέπουμε τη σημερινή Ρουμανία, τις αντιθέσεις της και πως αυτή εισπράττει αυτή την κατάσταση. Μια ταινία που μας θύμιζε πολύ ταινίες μεγάλου μήκους που μας έδωσε πρόσφατα ο ρουμάνικος κινηματογράφος, ένας καθαρός ποιητικός ρεαλισμός.
Να τελειώσουμε με δύο ταινίες. Η μία από αυτές, η «Φαντασμαγορία 2008» («Fantasmagorie 2008»), του Rastko Ciric, από τη Σερβία (8΄), μας δείχνει το πώς ένα καθαρά τεχνικό μέσο μπορεί να αποκτήσει αισθητική αξία, άρα και αφηγηματική, παραλλάσσοντας διαφορετικούς τρόπους καταγραφής ενός οπτικοακουστικού υλικού. Η άλλη, «Στη χώρα του μικρού πρίγκιπα» («In the land of the little prince»), του Blagoje Lupa, πάλι από τη Σερβία (12΄), μας εντυπωσιάζει με τον απόλυτο σεβασμό στα παιδιά με ειδικές ανάγκες, τα οποία κινηματογραφούνται όταν κάνουν ένα κινούμενο σχέδιο, στο σχολείο τους.
Κάπως έτσι θα σκιαγραφούσαμε μια εικόνα του παγκόσμιου κινηματογράφου, έτσι όπως φαίνεται μέσα από την ταινία μικρού μήκους και έτσι όπως την είδαμε στο 32ο Φεστιβάλ Δράμας, το Σεπτέμβρη του 2009.
ΟΝΕΙΡΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ
Ένας δεκαπεντάχρονος και ένας τριανταδυάχρονος σε ένα σπίτι προσπαθούν να συμβιώσουν. Μια σχέση που ζει ισορροπημένα και προσπαθεί να μεγαλώσει ένα τρίχρονο που καλοβλέπει τους νέους τρόπους έκφρασης. Και σιγά-σιγά το μικρό μεγαλώνει και θέλει περισσότερη προσοχή. Του τη δίνουν με το σταγονόμετρο. Ασφυκτιά, αλλά κάνει υπομονή. Κατάσταση αγάπης και πάθους που εδώ και λίγα χρόνια υπάρχει στο Φεστιβάλ Δράμας. Και όμως δεν πρόκειται για χάσματα γενεών. Είναι οι διαφορετικές αντιλήψεις που διοικούν και κανονίζουν το τι θα γίνει σε αυτό το θεσμό που, κανονικά, είναι η ζωοδόχος δύναμη του ελληνικού κινηματογράφου.
Για να το πούμε καλύτερα, κανονικά θα έπρεπε να ήταν αυτή η δύναμη που θα έδινε μια νέα πνοή στον ελληνικό κινηματογράφο, το πεδίο που θα παρουσιάζονταν οι νέες τάσεις που αργότερα θα κυριαρχήσουν στην ελληνική κινηματογραφία. Τουλάχιστον έτσι ξεκίνησε αυτό το Φεστιβάλ, αυτές τις δύσκολες χρονιές που οι νέοι κινηματογραφιστές ήταν στο περιθώριο της εθνικής μας κινηματογραφίας, όπου επικρατούσαν οι νέες απόψεις, αυτές που είχαν φέρει οι σπουδαγμένοι ή οι μέτοικοι (λόγω χούντας) στην Εσπερία.
Αυτή ήταν η ζωντάνια αυτού του θεσμού που ξεκίνησε πολύ δυναμικά, ήταν ζωντανός και απεδείκνυε πάντα ότι μπορεί να αναπτύξει τα αντισώματα αυτά που θα κλείσουν τις πληγές, θα βρουν λύσεις, θα προετοιμάσουν το έδαφος για ένα νέο ξεκίνημα, ένα πιθανόν άλμα προς τα εμπρός. Τι απέμεινε από αυτή τη νεανική ορμή; Και μη μου πείτε ότι ο τότε νεαρός μεγάλωσε, γιατί ένας τριανταδυάχρονος έχει τη ζωή μπροστά του, βράζει το αίμα του και ψάχνει το καινούργιο, μπορώντας να διακρίνει την ποιότητα από την ποσότητα, τελικά να κρατήσει αυτά που πρέπει να κρατήσει για να έχει μια ανάπτυξη.
Το Φεστιβάλ της Δράμας ψάχνει αυτά τα πράγματα; Ή, για να λέμε την αλήθεια και να μη «μασάμε τα λόγια μας», διακρίνει ή μπορεί να διακρίνει την πραγματικότητα; Χρόνο με το χρόνο πιστοποιούμε ότι γυρνά την πλάτη στο νέο, στις νέες μορφές έκφρασης, αντί να κάνει τιτάνιες προσπάθειες να τις μπολιάσει με τη σοφία του παλιού. Ξεχνά, ή θέλει να ξεχνά, ότι όλες πλέον οι ταινίες μικρού μήκους γυρίζονται με ψηφιακό τρόπο. Γυρνά την πλάτη σε αυτό τον τρόπο παραγωγής, όχι μόνο σε αυτό το τρίχρονο, το digi, αντί να δει με τη δύναμη και τη σοφία του ώριμου νέου τις παγίδες που κρύβει ο νέος τρόπος παραγωγής, να προτείνει τελικά να δούμε την αισθητική που μας έχει δώσει ο κινηματογράφος, από τη γέννησή του μέχρι σήμερα, και να την προσαρμόσουμε στο νέο τρόπο παραγωγής, δημιουργώντας ένα νέο τρόπο έκφρασης.
Πράγματι, όλα είναι διαφορετικά πλέον με τον ψηφιακό τρόπο παραγωγής: η ευκολία να κάνει κάποιος ταινία, τα προβλήματα του ήχου, η εικόνα που χάνει τη μέγιστη ευκρίνειά της, αυτή που είχε κατακτήσει το σελιλόιντ, το μοντάζ που πολλές φορές δεν ξέρει το ρυθμό, το βάθος πεδίου που δεν υπάρχει, χάνοντας έτσι την ψευδαίσθηση του τρισδιάστατου, και άλλα πολλά, αυτά που θα ήταν το αντικείμενο μιας μελέτης που θα βοήθαγε πολύ τους νέους κινηματογραφιστές. Και όμως, το Φεστιβάλ της Δράμας δεν έχει μπει στον κόπο να κάνει μια τέτοια ολοκληρωμένη κουβέντα, φέρνοντας σε επαφή τους νέους με τους παλιούς κινηματογραφιστές.
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα, άλλα Φεστιβάλ αναπτύσσονται και προβάλλουν ταινίες με ψηφιακό τρόπο προσπαθώντας να καλύψουν αυτό το κενό που αφήνει το θεσμικό, πλέον, Φεστιβάλ της Δράμας. Προχωράει μπροστά, κοιτάζοντας πάντα πίσω, ξεχνά το Φεστιβάλ που γίνεται στη Δράμα ότι υπάρχει κίνδυνος να σκοντάψει. Ευτυχώς ακόμα κρατιέται στα πόδια του και τα κάποια παραπατήματά του δεν του έχουν δημιουργήσει ακόμα σοβαρά προβλήματα. Ελπίζουμε ότι ο χρόνος θα βάλλει τα πράγματα στη θέση τους και αυτή η διοργάνωση θα ξανακερδίσει την παλιά της αίγλη.
Γιάννης Φραγκούλης
32ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ