|
|
ΔΕΛΤΙΟ ΟΜΙΧΛΗΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ Η ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΥΜΝΟΣ ΜΟΝΟ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ
|
ΠΙΣΩ
|
Δελτίο ομίχλης στον κινηματογράφο ή όταν δεν είναι γυμνός μόνο ο βασιλιάς
Έχουμε γράψει ξανά για τις προβολές των ταινιών που απείχαν από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2009, για αυτές που έγιναν στην Αθήνα, στον κινηματογράφο Έλλη, επίσης έχουμε γράψει ξανά για αυτούς που διοργανώνουν αυτές τις προβολές, για τους «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη». Θα επανέλθουμε σε αυτό το σημείωμα στις διαμαρτυρίες τους, διερευνώντας αυτή την πρωτόγνωρη αντίδρασή τους που τάραξε, ομολογουμένως, τα πολύ στάσιμα ύδατα του ελληνικού κινηματογράφου. Τέλος, αυτό το σημείωμα θα είναι το εισαγωγικό για μια σειρά κειμένων που θα αναφερθούν σε αυτό το νέο πεδίο που έχει ανοιχθεί στο ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το Φεβρουάριο του 2009 ξεκίνησαν για πρώτη φορά τις διαμαρτυρίες τους οι Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη. Όπως συνηθίζεται, η πρώτη αντίδραση ήταν μια παράσταση στον υπουργό Πολιτισμού, τον κ. Λιάπη. Τι ήθελαν; Πολύ απλά, ένα νέο νόμο που να κανονίζει το «παιχνίδι» του κινηματογράφου στην Ελλάδα, με άλλα λόγια, τη θεσμοθέτηση κανόνων που να αφορούν στις χρηματοδοτήσεις, στα κονδύλια που μοιράζει το υπουργείο Πολιτισμού στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, στα διάφορα Φεστιβάλ και στις Κινηματογραφικές Λέσχες.
Δεν εισακούσθηκαν. Ο υπουργός άλλαξε και ο επόμενος, ο νυν Πρόεδρος της Ν.Δ., φρόντισε να φέρει στη δημοσιότητα, τέλη Αυγούστου, ένα Σχέδιο Νόμου, ενώ οι Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη είχαν ήδη ξεκινήσει, τον Ιούνιο, τη νέα σειρά των διαμαρτυριών τους. Είχαν δρομολογήσει ήδη τις αντιδράσεις τους αφού είδαν ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου δεν ενδιαφερόταν να κάνει μία στοιχειώδη οριοθέτηση των κανόνων, επιμένοντας στην πολιτική του χάους, όπως αυτή επικρατεί μετά την ψήφιση του νόμου της Μελίνας Μερκούρη, παρά την ψήφιση του νόμου του Βενιζέλου, το γνωστό ως πολυνομοσχέδιο για τον πολιτισμό, στο οποίο ο τότε υπουργός του Πα.Σο.Κ. προσπάθησε να βολέψει όλα για τον πολιτισμό και τον κινηματογράφο, χωρίς κανένα σοβαρό σχεδιασμό.
Θα δούμε, στα επόμενα δημοσιεύματα, ότι ένας νόμος θα πρέπει, σύμφωνα με την κοινή λογική, να προβλέπει με ακρίβεια όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει κάποιος επαγγελματίας σήμερα, αλλά και να έχει διερευνήσει αυτά που θα παρουσιαστούν στο προσεχές μέλλον. Το σημαντικό ήταν ότι οι κινηματογραφιστές ενώ είχαν εξαγγείλει τις αποφάσεις τους να αντιδράσουν δυναμικά, το σχέδιο νόμου ήρθε να ρίξει στάχτη στα μάτια τους, ξέροντας, οι πολιτικοί παράγοντες του υπουργείου, ότι σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα θα είχαμε τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη των εκλογών. Η κοροϊδία της πολιτείας ήταν διπλή: ο υπουργός Πολιτισμού ενώ ήξερε ότι θα γίνουν εκλογές, άφησε να φανεί ότι οι διεκδικήσεις των κινηματογραφιστών είναι παράλογες, παράλληλα πέταξε το μπαλάκι στην επόμενη κυβέρνηση για να βγάλει το «φίδι από την τρύπα».
ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
Οι σκηνοθέτες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να απέχουν από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ήταν ο μόνος τρόπος να γίνει γνωστό στο κινηματογραφόφιλο κοινό το σύνολο των αιτημάτων τους και να ασκηθεί πίεση στο υπουργείο Πολιτισμού για να δρομολογηθεί μία λύση. Το Νοέμβριο του 2009 η κυβέρνηση είχε αλλάξει και ο υπουργός Πολιτισμού αν και είχε αλλάξει, επανήλθαμε στη λογική του μπίζνεσμαν, όπως στην περίπτωση του Βουλγαράκη, που, επίσης και σε αυτή την περίπτωση, απουσιάζει η συγκροτημένη πολιτική για την τέχνη.
Ερχόμαστε στο κομβικό σημείο: Η τέχνη είναι ένα «προϊόν» πολυτελείας ή ανάγκη για κάποιον που ανήκει στο ελληνικό έθνος; Αν δεχτούμε ότι είναι μία δραστηριότητα, η οποία εξυπηρετεί μια πολυτέλεια, τότε έρχεται σε δεύτερη ή τρίτη προτεραιότητα. Αν, αντίθετα, θεωρήσουμε ότι είναι ανάγκη για τον καθένα χωριστά και για το ελληνικό έθνος συνολικά, τότε φτάνουμε στη λογική της απόλυτης προτεραιότητας για την ανάπτυξη των καλλιτεχνικών δημιουργιών.
Η μέχρι σήμερα πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων θεωρεί ότι η τέχνη -και ειδικά ο κινηματογράφος- είναι σε τρίτη προτεραιότητα και δεν αφορά στον άμεσο σχεδιασμό του υπουργείου Πολιτισμού. Θα εξαιρούσαμε το νόμο της Μελίνας Μερκούρη, στον οποίο η τέχνη εθεωρείτο ως άμεση προτεραιότητα. Η δικιά μας άποψη είναι ότι η τέχνη είναι απόλυτη ανάγκη για τον άνθρωπο. Αυτή τη θέση μας θα αναπτύξουμε για να διερευνήσουμε την πολιτική δράση των Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι αυτή η θέση μας ταυτίζεται με αυτή των Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη. Οι κινηματογραφιστές που ανήκουν σε αυτή την τάση θα πρέπει να πιστεύουν ότι ο κινηματογράφος έχει μια διπλή ιδιότητα: είναι λαϊκή τέχνη και είναι ένας τρόπος καταγραφής της πραγματικότητας, έτσι όπως εξελίσσεται σε ενεστώτα χρόνο, αλλά και της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του ελληνικού έθνους. Αν οι διεκδικήσεις τους είχαν αποκλειστικά σα στόχο τη βιοποριστική τους δραστηριότητα, τότε θα προσέγγιζαν τη διαφήμιση και τις τηλεοπτικές παραγωγές, σχεδόν κατά αποκλειστικότητα, αφήνοντας αυτή την καταγραφή είτε σε κάποιους πιονιέρους του κινηματογράφου είτε λειτουργώντας, ως προς αυτή την κατεύθυνση, στο περιθώριο των δραστηριοτήτων τους.
Κατά συνέπεια, οι διαμαρτυρίες τους ήταν καθαρά μια πολιτική πράξη. Σαν τέτοια εγγράφεται σε αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που αφορά στον κινηματογράφο. Θα ήταν λάθος να δούμε παραπολιτικές σκέψεις, συντεχνιακές λογικές ή μικροπολιτικά συμφέροντα στις διαμαρτυρίες τους. Θα πρέπει, αντίθετα, να στρέψουμε την προσοχή μας στη στρατηγική και την τακτική της πολιτικής τους δραστηριότητας. Εκεί μπορούμε να δούμε αν υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις, λάθος στόχοι και λανθασμένες τακτικές. Η αποχή από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Νοέμβριο του 2009, ήταν μια έντονη -και εν πολλοίς απελπισμένη- διαμαρτυρία που έβλεπε λιγότερο στην αποδυνάμωση του Φεστιβάλ, περισσότερο στην ανάδειξη του προβλήματος όπως αυτό υπάρχει και αναπτύσσεται στις μέρες μας.
Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Σε αυτό ακριβώς το σημείο παρατηρείται η σύγκρουση δύο διαφορετικών λογικών.
Η πρώτη δέχεται τη διατήρηση του συνδικαλιστικού τοπίου, στον ελληνικό κινηματογράφο, όπως έχει, με τις διεκδικήσεις που βλέπουν σε πολύ μικρό ορίζοντα, σε καμιά περίπτωση δε βλέπουν τη ριζική λύση του προβλήματος. Σε αυτή τη λογική εντάσσονται και πολιτικές μικροπολιτικές, από κάποια στελέχη της αριστεράς, που ακυρώνουν την αριστερή τους σκέψη αφού δε βλέπουν την ανάπτυξη του προβλήματος πέρα και έξω από το ήδη δοκιμασμένο και αποτυχημένο κομματικό μηχανισμό και τη διερεύνηση του προβλήματος, με στόχο να βρεθεί μια άλλη προοπτική, η οποία θα υπακούει σε μια προοδευτική και αριστερή πολιτική στρατηγική.
Η δεύτερη λογική είναι αυτή της ρήξης με όλους τους οργανισμούς που συνεργάζονται στενά με τον κρατικό μηχανισμό και με τους φορείς που, σύμφωνα με αυτή την άποψη, εκπροσωπούν τη συντεχνιακή λογική.
Είναι πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς ότι αυτή η αντιπαράθεση μας οδηγεί στα εξής σημεία:
Κατ’αρχήν, ο συνδικαλιστικός ελληνικός κινηματογραφικός χώρος χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα. Μεταξύ τους υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή που λειτουργεί σαν ένα τοίχος που δεν αφήνει χώρο στο διάλογο και δημιουργεί στεγανά.
Κατά δεύτερο λόγο, στο λόγο των μεν και των δε δεν υπάρχει ένα βάθος ανάλυσης που θα μας οδηγούσε σε μια ουσιαστική πρόταση, η οποία θα μπορούσε να τεθεί στο τραπέζι της συζήτησης με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, θέτοντας τις βάσεις για ένα διάλογο που θα μπορούσε να διαμορφώσει αυτές τις θέσεις, οι οποίες θα ξεκίναγαν από ένα κοινωνικό διάλογο και θα οδηγούσαν σε ένα Σχέδιο Νόμου που θα έβλεπε το παρόν και το μέλλον.
Τελικά, το Υπουργείο Πολιτισμού, πιο συγκεκριμένα η πολιτική του ηγεσία, κατάφερε να χωρίσει τους διεκδικούντες σε δύο μεγάλα στρατόπεδα και, με τη μέθοδο του διαίρει και βασίλευε, να κυριαρχήσει στον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο, χωρίς να έχει εκφράσει έστω και μια πολιτική θέση, μη έχοντας την πολιτική βούληση να δώσει μια λύση στο πρόβλημα.
Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Πως θα μπορούσαμε να οριοθετήσουμε το πρόβλημα και να δούμε τις διαστάσεις που αυτό έχει, με δεδομένο τον κοινό ευρωπαϊκό τόπο αποφάσεων και πολιτικών, στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Μια πρώτη οριοθέτηση θα έθετε το πρόβλημα σε μια βάση προσδιορισμού του ελληνικού κινηματογράφο στον κοινό ευρωπαϊκό χώρο. Με αυτή τη λογική η οικονομική διάσταση των κινηματογραφικών εργασιών στην Ελλάδα θα πρέπει έχει άμεση σχέση με τη χρηματοδότηση και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και με τη συμπαραγωγή με τους Ευρωπαίους εταίρους.
Ο κινηματογράφος θα πρέπει να ειδωθεί με τις δύο αλληλένδετες πλευρές του: την καλλιτεχνική και την οικονομική. Δεν είναι, κατά συνέπεια, ένα εμπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα, αλλά έχει μέσα του ένα καλλιτεχνικό φορτίο στο οποίο η καταγραφή της τρέχουσας πραγματικότητας και της παράδοσης, η ελεύθερη απόδοση της ιστορίας, μέσα από το πνευματικό φίλτρο του καλλιτέχνη-δημιουργού, η δημιουργία ενός σύμπαντος και, τελικά, η πρόταση για έναν τρόπο ζωής συνυπάρχουν μέσα σε αυτό το πνευματικό έργο που προσφέρεται στο κινηματογραφόφιλο κοινό, στον πολίτη αυτής της χώρας.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο κινηματογράφος είναι μια παρακαταθήκη για όλο το ελληνικό έθνος, ένα προϊόν στο οποίο η πολιτική και η εκπαιδευτική στάση συνυπάρχουν. Μέσα από αυτό το είδος τέχνης περνά μια πρόταση για έναν τρόπο ζωής, για τη γενιά που δραστηριοποιείται στην ελληνική κοινωνία σήμερα και για αυτές τις γενιές που θα έρθουν αργότερα. Η ευθύνη, λοιπόν, για το πόσο αυτή η πρόταση θα είναι δημιουργική, εποικοδομητική και ουσιαστική είναι κοινή, των δημιουργών και του κράτους. Η στήριξη της πολιτείας είναι ουσιαστική.
Αυτό, από την άλλη, δε σημαίνει ότι αυτή η στήριξη θα μετατραπεί σε έναν ασφυκτικό έλεγχο που θα πνίγει την ελεύθερη έκφραση στη δημιουργία. Η πολυφωνία είναι το ουσιαστικό χαρακτηριστικό σε έναν ουσιαστικό και δημοκρατικό καλλιτεχνικό χώρο. Η έλλειψη της πολυφωνίας σηματοδοτεί το θάνατο της συλλογικής δημιουργίας και φράζει το δρόμο προς τη δημιουργία του κοινού συνειδητού ή ασυνείδητου, τελικά στη διαμόρφωση μιας συλλογικής εθνικής συνείδησης.
Τελικά, η διαμόρφωση μιας οποιασδήποτε πολιτικής θα πρέπει να δει αυτό το τελικό προϊόν, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τις συντεταγμένες του, αυτούς που ενεργοποιούνται για τη διαμόρφωσή του, τις παραγωγικές σχέσεις που είναι οι κινητήριες δυνάμεις του και ορίζουν την ανάπτυξή του. Όταν μιλάμε για παραγωγικές σχέσεις σαφέστατα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις προκλήσεις, ιδεολογικές και τεχνικές, οι οποίες βρίσκονται σε άμεση αλληλεπίδραση και με την εξέλιξη της κοινωνίας αλλάζουν συνέχεια, εμφανίζονται δε σαν εξωγενείς παράγοντες. Μόνο έτσι μπορούμε να δούμε το μέλλον και να προβλέψουμε τις πρωταρχικές και δευτερεύουσες αντιθέσεις που πιθανόν θα διαμορφώσουν στο άμεσο ή μακρινό μέλλον το κινηματογραφικό τοπίο και στην Ελλάδα.
Μια στιβαρή πολιτική πρόταση θα πρέπει να λάβει υπόψη της όλα αυτά τα στοιχεία και να θέσει τα περιθώρια, του κοινωνικά και ηθικά δίκαιου, στα οποία θα κινηθεί μια κινηματογραφική δημιουργική πρόταση, σήμερα και αύριο. Είμαστε σε ένα σταυροδρόμι και θα πρέπει να πάρουμε μια απόφαση η οποία θα είναι καθοριστική, να απαντήσουμε στο ερώτημα: «Ποιόν κινηματογράφο θέλουμε;». Η αδυναμία της διαμόρφωσης μιας απόφασης είναι πιο καταστροφική από μια άστοχη πολιτικά θέση. Η κοινωνική και πολιτική αδράνεια οδηγεί στον κλινικό θάνατο του ελληνικού κινηματογράφου, άρα στην καταστροφή ενός μέρους της ιστορικής, εθνικής μνήμης.
Στα κείμενα που θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε αυτά τα σημεία και να διαμορφώσουμε τις δικές μας πολιτικές θέσεις.
Γιάννης Φραγκούλης
ΔΕΛΤΙΟ ΟΜΙΧΛΗΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ Η ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΥΜΝΟΣ ΜΟΝΟ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ
|
|