ΡΙΖΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ Ε.Κ.Κ.
Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (Ε.Κ.Κ.), σύμφωνα με την απαίτηση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, υπάγεται πλέον στο καθεστώς των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών (Δ.Ε.Κ.Ο.), πράγμα που σημαίνει ότι πολλά πράγματα ίσως θα αλλάξουν όσον αφορά στη λειτουργία ή στον κανονισμό του. Το θέμα είναι πολύ περίπλοκο και θα πρέπει κανείς να το αναλύσει πολύ προσεκτικά. Εμείς θα προσπαθήσουμε να κάνουμε αυτή την ανάλυση, όσο μπορούμε πιο καλά, θα παραθέσουμε όμως όλα τα στοιχεία που θα δώσουν στον αναγνώστη πλήρη και αντικειμενική ενημέρωση.
ΠΩΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ
Μέχρι τώρα το Ε.Κ.Κ. υπαγόταν στο Υπουργείο Πολιτισμού και η χρηματοδότηση που έπαιρνε ήταν κατόπιν απόφασης του υπουργού Πολιτισμού και κατόπιν έγκρισης του Λογιστηρίου του Κράτους. Τώρα η χρηματοδότηση θα εγκρίνεται από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας κατευθείαν. Τίθεται το ερώτημα: Με ποια κριτήρια θα εγκρίνεται το ύψος του ποσού της επιχορήγησης, από το Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας; Μέχρι τώρα το Υπουργείο Πολιτισμού ήξερε την πολιτική που επέβαλε να δοθεί ένα συγκεκριμένο ποσό, για λόγους ανταγωνισμού κυρίως με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Το θέμα που τίθεται είναι αν θέλουμε ο ελληνικός κινηματογράφος να είναι ανταγωνιστικός έναντι των άλλων εθνικών κινηματογραφιών και, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, δε βλέπουμε σαν ανταγωνιστές τους Γάλλους τόσο όσο τους Ιρλανδούς, τους Δανούς και τους Γερμανούς. Ο γαλλικός κινηματογράφος είναι μια πολύ καλά δομημένη βιομηχανία η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί με την αθεμέλιωτη εθνική μας κινηματογραφία. Βέβαια, το Υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει κάνει ακόμα, από τότε που ανέλαβε υπό την εποπτεία του τον κινηματογράφο, κάποια σχετική έρευνα που θα κατέληγε σε κάποια σχετικά συμπεράσματα που θα μας οδηγούσαν στη σύνταξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής. Με αυτή την έννοια, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτή η εξέλιξη δε βλάπτει πολύ ή καθόλου την εξέλιξη του κινηματογράφου στη χώρα μας.
Αν συμφωνούσαμε με αυτή την άποψη, τότε θα παραδεχόμαστε ότι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ κάτι που θα αφορά την εθνική μας κινηματογραφία. Αυτό όμως δε λύνει κανένα πρόβλημα, αντίθετα δημιουργεί ένα πρόσθετο, αυτό της διατήρησης μιας νοσηρής κατάστασης και την επιβολή της αδιαφορίας ως κυρίαρχη πολιτική αντίληψη στον εθνικό κινηματογραφικό χώρο. Εμείς δε συμφωνούμε με αυτή τη λογική πρακτικής και αντίληψης των πεπραγμένων και προσπαθούμε να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, δείχνοντας το πρόβλημα, πιθανόν μια ενδεχόμενη λύση, οπωσδήποτε όμως ένα δρόμο τον οποίο κανείς μπορεί να το διαβεί για να φτάσει στη λύση του προβλήματος.
Οι διαδικασίες και οι πρακτικές που θα πρέπει να υιοθετηθούν δεν μπορεί να υπαγορευτούν από ένα άτομο ή από ένα site ή από ένα περιοδικό. Θα πρέπει να είναι το προϊόν ενός γόνιμου διαλόγου μεταξύ των φορέων που δραστηριοποιούνται στον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο. Το κομβικό σημείο του προβλήματος είναι, χωρίς αμφιβολία, το Ε.Κ.Κ., με δεδομένο ότι αυτό υλοποιεί τις όποιες πολιτικές, παράγει τις περισσότερες ταινίες, μικρού ή μεγάλου μήκους και διαφορετικών ειδών, συνεργάζεται με άλλους Οργανισμούς, όπως η ΕΡΤ, και ιδιώτες και παρουσιάζει τις ελληνικές ταινίες τόσο στα τρία θεσμοθετημένα Φεστιβάλ στη χώρα μας, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο Φεστιβάλ Δράμας και στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όσο και στα μεγάλα Φεστιβάλ στο εξωτερικό όπου λειτουργούν αγορές.
Το αν κάνει καλά ή όχι τη δουλειά του, αυτό είναι ένα άλλο θέμα, δεν μπορεί όμως μια θεώρηση των αδυναμιών λειτουργίας του να μας οδηγήσει σε μια απαξιωτική διαπίστωση, όσο αφορά στο Ε.Κ.Κ. Δε θα πρέπει να λειτουργούμε με σκοπό τη διάλυση, αλλά με τη θεραπεία του προβλήματος. Κατά συνέπεια, μια απαξιωτική αντίληψη που λέει, δεν πειράζει, τι έγινε κ.λπ., για εμάς δεν έχει κανένα νόημα.
Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
Στο πόρισμα που συνέταξε, στις 30-1-07, ο δικηγόρος Διονύσης Πρωτοπαπάς αναφέρει μεταξύ άλλων:
«…Με τα δεδομένα αυτά η σύμβαση μεταξύ Ε.Κ.Κ. και παραγωγού κινηματογραφικής ταινίας, με την οποία συμφωνείται η παροχή χρματοδοτήσεως από το Ε.Κ.Κ. για την παραγωγή δεν αποτελεί αμφοτεροβαρή σύμβαση. Διότι ναι μεν στη σύμβαση αυτή μπορεί να προβλέπεται, ότι ο λήπτης της χρηματοδοτήσεως οφείλει να αποδώσει μέρος των ενδεχόμενων εσόδων από την εκμετάλλευση της ταινίας και άρα υπάρχει κατ΄αρχήν αμοιβαία υπόσχεση παροχών μεταξύ των συμβαλλομένων, η υπόσχεση, όμως, εκ μέρους του παραγωγού για απόδοση μέρους των εσόδων δεν δίδεται ως αντάλλαγμα της χρηματοδοτήσεως και άρα λείπει το κρίσιμο εννοιολογικό στοιχείο των αμφοτεροβαρών συμβάσεων, το οποίο συνίσταται στο να συμφωνούνται οι εκατέρωθεν παροχές των συμβαλλομένων ως αντάλλαγμα η μία της άλλης.
Υπό τις συνθήκες αυτές ορθό είναι να θεωρηθεί, ότι η παραπομπή που γίνεται από το Π.Δ. 113/1998 στη νομοθεσία των ανώνυμων εταιριών δεν εκδηλώνει βούληση του νομοθέτη να εφαρμόζεται κατ΄αρχήν στο Ε.Κ.Κ. κυρίως η νομοθεσία αυτή, αλλά η βούληση να έχει η νομοθεσία αυτή συμπληρωματική μόνο εφαρμογή, περιοριζόμενη σε όσα θέματα δε ρυθμίζονται ρητά με το εν λόγω διάταγμα.
Με τον 3429/2005 «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)» (Α΄ 314) θεσπίστηκαν νέες, ενιαίες για όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις, διατάξεις οργάνωσης και λειτουργίας. Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, σκοπός της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, είναι: (α) Η αποτελεσματική διαδικασία χάραξης και παρακολούθησης της εταιρικής στρατηγικής και του επιχειρησιακού σχεδιασμού, (β) Η ευθυγράμμιση με την υφιστάμενη εταιρική νομοθεσία, η διαφάνεια στη λειτουργία της διοίκησης τους και στην παρακολούθηση των οικονομικών τους στοιχείων και (γ) Η αποκατάσταση στρεβλώσεων σε θέματα προσωπικού. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 αυτού «Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, ως «δημόσια επιχείρηση» νοείται κάθε ανώνυμη εταιρία, στην οποία το ελληνικό δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του ή των κανόνων που τη διέπουν». Μεταξύ των προβλεπόμενων στην επόμενη παρ. 2 του ίδιου άρθρου περιπτώσεων, στις οποίες τεκμαίρεται η άσκηση τέτοιας επιρροής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, είναι και εκείνη της χρηματοδοτήσεως της ετήσιας δραστηριότητας της επιχειρήσεως σε ποσοστό άνω του 50%.
Το Ε.Κ.Κ., όμως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω δεν αποτελεί, τελικώς, ανώνυμη εταιρεία. Συνεπώς, ασχέτως του αν το Ε.Κ.Κ. χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Δημόσιο σε ποσοστό άνω του 50% σε ετήσια βάση, δεν έχει εφαρμογή σε αυτό ο ν. 3429/2005, ο οποίος εκ του γράμματος αλλά και του σκοπού του, μπορεί να βρει έδαφος εφαρμογής μόνο επί νομικών προσώπων που έχουν τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας κατά νομική κυριολεξία και οι οποίες αναπτύσσουν οικονομική-επιχειρησιακή λειτουργία.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, στην περίπτωση του Ε.Κ.Κ. σκόπιμο είναι να γίνει χρήση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 19 εδ. β΄ του νόμου 3429/2005 που ορίζει ότι «Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του εποπτεύοντος Υπουργού δύνανται να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής όλων ή ορισμένων διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ του παρόντος και άλλες δημόσιες επιχειρήσεις». Με τη διάταξη αυτή παρέχεται στους Υπουργούς ευρεία διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν τις δημόσιες επιχειρήσεις, στις οποίες δεν είναι σκόπιμο να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του ν. 3429/2005, χρήση δε της ευχέρειας αυτής έχει ήδη γίνει επανειλημμένα, σε ικανή έκταση και αναφορικά με δημόσιες επιχειρήσεις διαφορετικών μεταξύ τους σκοπών.».
Ο ΝΟΜΟΣ
Ο νόμος 3429/2005 αναφέρει στην οργάνωση, τη λειτουργία και τη διοίκηση της επιχείρησης ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις οργανώνονται, λειτουργούν και διοικούνται σύμφωνα με το νόμο αυτόν, τις διατάξεις που διέπουν τις ανώνυμες εταιρείες και τυχόν ειδικές διατάξεις που αφορούν καθεμία από αυτές, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Ακόμη, όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις υποχρεούνται να προσαρμοστούν το καταστατικό τους προς τις διατάξεις του νόμου αυτού, μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τη θέση του νόμου αυτού, μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τη θέση του νόμου αυτού σε ισχύ.
Βάσει του παραπάνω νόμου ορίζεται ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας και εσωτερικός έλεγχος των Δ.Ε.Κ.Ο., όπως και ο τρόπος πρόσληψης του διευθύνοντος συμβούλου. Επίσης, βάσει του ίδιου νόμου είναι δεσμευτικό για τις Δ.Ε.Κ.Ο. να καταρτίζουν και να υποβάλλουν στρατηγικό σχέδιο στη Διυπουργική Επιτροπή Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών, βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών.
ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ
Το Ε.Κ.Κ. φαίνεται ότι είχε δει όλα αυτά τα προβλήματα και για αυτό ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλός του έστειλε επιστολή (8/5/2006) στον υπουργό Πολιτισμού, κ. Γεώργιο Βουλγαράκη, αναφέροντας όλα τα προβλήματα που πρόκειται να προκύψουν εάν το Ε.Κ.Κ. υπαχθεί στο νόμο περί ανωνύμων εταιρειών. Τα ίδια ακριβώς προβλήματα θα υπάρχουν με την υπαγωγή του στις Δ.Ε.Κ.Ο. Πολύ συνοπτικά, θα είναι δύσκολο, αναφέρεται να συνεχισθεί ο ίδιος ο χαρακτήρας του, όσον αφορά στις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες.
Η Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης Οπτικοακουστικού Τομέα (Ε.Τ.Ε.Κ.Τ.-Ο.Τ.) εξέδωσε διαμαρτυρία για την υπαγωγή του Ε.Κ.Κ. στις Δ.Ε.Κ.Ο. Την Τρίτη 6 Φεβρουαρίου η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών (Ε.Ε.Σ.) έδωσε Συνέντευξη Τύπου για αυτό το θέμα. Αναφέρθηκαν αυτά τα προβλήματα, τα μηδαμινά ποσά που το Κράτος δίνει για την Τέχνη και τον Πολιτισμό. Αναφέρεται το άρθρο 16 του Συντάγματος, για την ελευθερία της τέχνης, στην οποία δημιουργούνται εμπόδια εάν ο Ε.Κ.Κ. λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Αυτό πρόκειται να γίνει επειδή ένα από τα ζητούμενα στις Δ.Ε.Κ.Ο. είναι να έχουν κέρδος.
Πιστεύουμε ότι το Ε.Κ.Κ. θα πρέπει όχι μόνο να μην ενταχθεί σε καθεστώς των Δ.Ε.Κ.Ο., αλλά να επανεξετασθεί ο χαρακτήρας, η λειτουργία και ο σκοπός του, σύμφωνα με αυτά που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Από ότι φαίνεται θα συνεχισθούν οι διαμαρτυρίες αυτών των Σωματείων. Δεν έχουμε ακόμα πληροφορίες για αντίδραση και άλλων Σωματείων του κινηματογραφικού χώρου. Αυτό που μας ανησυχεί είναι με ποια κριτήρια θα γίνονται πλέον οι χρηματοδοτήσεις των ταινιών, οι συνεργασίες με άλλους Οργανισμούς, οι καλλιτεχνικές δραστηριότητές του. Το σίγουρο είναι ότι αλλοιώνεται εξολοκλήρου ο χαρακτήρας του Ε.Κ.Κ., όπως είχε σχεδιασθεί το 1981, καταργώντας τον κοινωνικό και αυστηρά καλλιτεχνικό χαρακτήρα του.
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ Ε.Κ.Κ.
Προσπαθήσαμε να βρούμε τις θέσεις του Υπουργείου Πολιτισμού και του Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Οπότε παραθέτουμε μόνο τις θέσεις του Ε.Κ.Κ.
Επειδή υπάρχει κάποια ανησυχία αναφορικά με την υπαγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου στο νόμο 3429/2005 περί Δ.Ε.Κ.Ο., (Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί) παρά τη συνεχή, από πλευράς Διοίκησης του Κέντρου ενημέρωση του κινηματογραφικού χώρου, αλλά και του Δ.Σ. του ΕΚΚ στο οποίο μετέχουν εκπρόσωποι των κινηματογραφικών σωματείων για τις εξελίξεις πάνω στο θέμα, θέλουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
Ο ν. 3429/2005- Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.) αποσκοπεί στον εξορθολογισμό της λειτουργίας των Δημοσίων Επιχειρήσεων με τη διοικητική αναδιάρθρωση, τον τακτικό και στρατηγικό σχεδιασμό της δράση τους, τη συγκεκριμενοποίηση της σχέσεως κόστους-οφέλους, τη χρήση των διεθνών λογιστικών προτύπων κ.λπ.
Οι ρυθμίσεις αυτές καθιστούν εφικτό τον έλεγχο των επιχειρήσεων αυτών και μετρήσιμη την απόδοσή τους, έτσι ώστε να μη χρησιμοποιείται η «κοινωνική προσφορά» ως άλλοθι της ζημιογόνου δράσης που αποτελεί αποτέλεσμα κακοδιοίκησης.
Η συμπερίληψη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου στις Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς που υποβάλλονται στις ρυθμίσεις του ν. 3429/2005, προκάλεσε κατ΄ αρχήν ανησυχία:
Επειδή το προϊόν που παράγει το Ε.Κ.Κ., δεν είναι οικονομικό (υλικό) αγαθό ή υπηρεσία, αλλά προϊόν Τέχνης (καλλιτεχνικό προϊόν), με αβέβαιο οικονομικό αποτέλεσμα, ακόμα και όταν επιτυγχάνεται η καλλιτεχνική στόχευση του δημιουργού.
Επειδή στη διοίκηση του Ε.Κ.Κ. είναι θεσμοθετημένη η αποτελεσματική παρουσία των εκπροσώπων των δημιουργών του κινηματογράφου.
Τις ανησυχίες μας αυτές καταστήσαμε γνωστές και στο εποπτεύον Υπουργείο Πολιτισμού και στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, ζητώντας την πλήρη εξαίρεσή μας από το πεδίο εφαρμογής όλων των διατάξεων του νόμου αυτού.
Σε απάντηση, το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών μας διαβεβαίωσε ότι καθόλου δεν αμφισβητείται ο λόγος υπάρξεως του Ε.Κ.Κ. που είναι η ενίσχυση της εθνικής κινηματογραφίας και η ελεύθερη κινηματογραφική δημιουργία.
Έτσι ο Ειδικός Γραμματέας Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών δεσμεύτηκε να εισηγηθεί στην Διυπουργική Επιτροπή Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών, την εξαίρεσή μας από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 3 του ν. 3429/2005, ώστε να παραμείνει αλώβητος ο τρόπος συγκρότησης του Δ.Σ. του Ε.Κ.Κ. ο οποίος είναι μοναδικός στον χώρο των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών και βεβαίως τον υπερασπιστήκαμε.
Όσον αφορά την χρηματοδότησή μας, αυτή θα κρίνετε από τη Διυπουργική Επιτροπή Δημόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισμών. Μέσα στο νέο νομικό πλαίσιο θα αντιμετωπίζεται η χρηματοδότηση όλων των Οργανισμών.
Γιατί η χρηματοδότηση του Ε.Κ.Κ. θα είναι καλύτερη εάν απομονωθεί από τη διαδικασία κατανομής των κονδυλίων που θα προορίζονται κεντρικά για όλους τους Οργανισμούς; Η δημιουργία κωδικού του Ε.Κ.Κ. και των υπολοίπων Οργανισμών φαίνεται αναπόφευκτη. Εν πάση περιπτώσει το Ε.Κ.Κ. θα μπορεί επιτέλους να προγραμματίζει.
Διαφορετικά από πού το Ε.Κ.Κ. και το ΥΠ.ΠΟ. θα επαιτεί την χρηματοδότηση του κινηματογράφου; Γιατί να φοβηθούμε την κεντρική κυβερνητική ευθύνη απέναντι στην Τέχνη; Εμείς πιστεύουμε ότι κάθε Διυπουργική Επιτροπή κάθε κυβέρνησης θα θέλει να αποδεικνύει την ευαισθησία της απέναντι στον κινηματογράφο και θα μας χρηματοδοτεί αποτελεσματικότερα απ’ ό,τι μέχρι σήμερα.
Άλλωστε με εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθρου 3 του νόμου, μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού και η άλλη «δημόσια επιχείρηση» το «Φεστιβάλ Αθηνών Α.Ε.». Σημειώνουμε ότι μετά την εκ μέρους του Υπουργού Πολιτισμού ανακοίνωση της δημιουργίας του Εθνικού Κέντρου Θεάτρου, κανένας καλόπιστος άνθρωπος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι «πάει για κλείσιμο το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου», επειδή η «Τέχνη δεν βγάζει χρήματα».
Με δεδομένα τα ανωτέρω δεν συντρέχει κανένας λόγος να αρνηθούμε τη βελτίωση της λειτουργίας του Ε.Κ.Κ., τον εξορθολογισμό και τον εκσυγχρονισμό του που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν οι υπόλοιπες διατάξεις του ν. 3429/2005.
Γιάννης Φραγκούλης