Νίκος Νικολαΐδης: «Μια στεκιά στο μάτι του μάτι του Μοντεζούμα», εκδ. greekwords.com, Νέα Υόρκη, 2008.
«Όλες οι βλεννόρροιες θεραπεύονται εκτός από την πρώτη. Ήταν η εποχή που είχαμε άφθονο ροκ εντ ρολλ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά. Παρόλα αυτά νομίζω ότι δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα. Κατέβαινα κουτρουβαλώντας τη μεγάλη χωμάτινη κατηφόρα πλάι στα Τουρκοβούνια και πίσω μου λαχάνιαζε η Μπέττυ και γκρεμοτσακιζότανε πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της γκρι σουρί σουέτ. Μόλις είχα ρίξει μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα και χρυσαφένιος κ’ελαφρύς σαν τον Ντον ντε λ’Όρσο με βίτσιζε στο πρόσωπο το τέλος του Νοέμβρη και όλα αυτά γιατί μόλις είχα ρίξει ένα γερό γαμήσι στην Μπέττυ που έβριζε πίσω μου γιατί είχε μπλεχτεί σε κάτι πικραγγουριές δίπλα στο ρέμα. Αφήσαμε στο πλάι τα παραπήγματα του Πολυγώνου και πήραμε τον μαλακό δρόμο για το λοφάκι του Γκύζη να πέσουμε έτσι στην αλάνα δίπλα στο πάρκο απ’την παράγκα της Λήθης τέσσερα αναχώματα μετά κι΄έξω απ’τη μικρή αυλή της Μόλλυ.»
Αυτός ήταν ο Νίκος Νικολαΐδης. Δεν πρόσεχε τα λόγια του, όσον αφορά στην ευπρέπεια του «καλού κόσμου», τα πρόσεχε όμως πολύ όσον αφορά στην ουσία τους. Από νεαρός ασχολήθηκε με δύο πράγματα. Με τις αφηγήσεις και με τις εικονικές αναπαραστάσεις.
Με τις αφηγήσεις γιατί διάβαζε και μετά έγραφε μικρά αφηγηματικά πονήματα. Τα διάβαζε στους φίλους του και όλοι μαζί μιλάγανε για αυτά, τα ζούσαν, με κάποιο τρόπο. Η ζωή τους ήταν βουτηγμένη μέσα στον αφηγηματικό κόσμο που προσπαθούσε να μιλήσει, με διαφορετικό τρόπο, για την πραγματικότητα που ζούσαν. Η Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν σα μεγάλα «εργαστήρια» όπου ο προφορικός και ο γραπτός λόγος δοκιμαζόταν, διαμορφωνόταν για να βγει τελικά ένα έργο, από κάποιον, που θα αντιπροσώπευε την παρέα. Η εποχή κατά την οποία η συλλογικότητα παρήγαγε, δεν ήταν μόνο μια προσπάθεια συνάθροισης ατόμων. Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν ένας από αυτούς που συν-εργάζονταν με το Νικολαΐδη. Το αναφέρει άλλωστε ξεκάθαρα στο επίμετρό του, σε αυτό το βιβλίο.
Με τις εικονικές αναπαραστάσεις ασχολήθηκε ο Νικολαΐδης σαν καλλιτέχνης, γραφίστας θα λέγαμε σήμερα, προσπαθώντας να εικονοποιήσει αυτό το κατακάθι από τη ζωή που ζούσε και μοιραζόταν με τους άλλους, αλλά και ότι βρισκόταν στο φανταστικό χώρο του μυαλού του. Και κάπου εκεί έρχεται και ο ρυθμός. Η ζωή επιβάλει το ρυθμό της. Οι νεαροί καλλιτέχνες παρασύρονται από αυτόν και εθίζονται σε μια αέναη πορεία που τους βγάζει από την πραγματικότητα και τους μπάζει σε αυτή, μπερδεύοντάς τους, πολλές φορές.
Κάπως έτσι έρχεται και ο κινηματογράφος. Εδώ που τα λέμε, δε χρειαζόταν και τίποτε άλλο για να κάνει ταινίες. Τα είχε όλα. Και έκανε τις ταινίες που ήθελε αυτός και όχι αυτές που του επέβαλε το σύστημα. Για τον κινηματογραφικό Νικολαΐδη μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει τόσο το βιογραφικό του, την αναφορά του σε αυτόν, το ρέκβιεμ που έχει γράψει ο Μίμης Τσακωνιάτης, σε αυτό το site. Γενικά για αυτό που άφησε ο Νικολαΐδης μπορεί να διαβάσει το κείμενο που έγραψα παρορμητικά, με αφορμή την εκδήλωση που έγινε για την παρουσίαση αυτού του βιβλίου και προς τιμή του στο Gagarin.
Το βιβλίο αυτό το διαβάζει κάποιος και όλο και πιο πολύ το βιώνει. Μπερδεύεται, δεν ξέρει αν είναι αυτοβιογραφικό ή απλά περιγράφει αυτή την εποχή και δίνει κάποιες προεκτάσεις στο σήμερα. Δεν τον νοιάζει, άλλωστε. Είναι σα να ακούει το Νικολαΐδη να μιλάει και αυτό το συναρπάζει ακόμη περισσότερο. Όμως, η αφήγηση των γεγονότων(;) σε αυτό μοιάζει πολύ με την κινηματογραφική αφήγηση στις ταινίες του. Εικόνες βγαίνουν από τις σελίδες που έτσι αποκτούν ζωή και γίνεται μια περίεργη αλληλόδραση του βιβλίου με τον αναγνώστη, έτσι ώστε αυτός πλέον μεταμορφώνεται σε ένα χρήστη από ένα παθητικό δέκτη μηνυμάτων. Η ατμόσφαιρα που υπάρχει σε κάθε γραμμή είναι σαν αυτή που υπήρχε σε κάθε πλάνο από τις ταινίες του. Γοητεύεσαι και δε θέλεις να σταματήσεις.
«Γιατί έφυγες τόσο νωρίς;», του λες. Αλλά αυτή η ερώτηση, φυσικά δεν έχει απάντηση. Ούτε θα μπορούσε να σου απαντήσει. Ήταν το στιλ του να αφήνει κενά για να τα συμπληρώσεις εσύ. Να συν-δημιουργείς. Το πολύ-πολύ να σε κοίταζε χαμογελώντας, λίγο στραβά, να σε κοίταζε στα μάτια, να φύσαγε το καπνό του και με μια αδιόρατη κίνηση του χεριού του να τα έλεγε όλα. Έτσι δεν εκφράζεται ένας κινηματογραφιστής; Για αυτό λέμε ότι ήταν ποιητής και όχι απλά ένας σκηνοθέτης. Όλες κι όλες 440 σελίδες που σου πηδάνε το μυαλό, λες και σου κάνουν έρωτα ένα τσούρμο γκέισες.
Βγαίνεις άλλος άνθρωπος, είσαι έτοιμος, έχεις τα εργαλεία να αντιμετωπίσεις πλέον τη ζωή διαφορετικά. Να δεις στο στίγμα σου στο σήμερα και να φανταστείς την πορεία σου στο αύριο. Να δεις τα λάθη σου και να προσπαθήσεις να τα διορθώσεις. Να περάσεις τελικά τη θάλασσα, αυτή που δεν μπόρεσαν να την περάσουν στο «The zero years». Τουλάχιστον να προσπαθήσεις να την περάσεις. Ακόμα και αν δε διαβάζετε λογοτεχνία, αυτό το βιβλίο θα το αγαπήσετε.
Γιάννης Φραγκούλης
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ - ΜΙΑ ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΖΟΥΜΑ