ΠΙΣΩ
|
Ο Κυνόδοντας
«Ο Κυνόδοντας»: Ενας προαναγγελόμενος ολοκληρωτισμός
H Eβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στο ΕΛΛΗ που οργάνωσαν οι «Σκηνοθέτες στην Ομίχλη» έκλεισε με την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου
«Ο Κυνόδοντας», που προβλήθηκε στο πρόγραμμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών και προκάλεσε συζητήσεις και ευνοϊκές κριτικές.
Στο τέλος της ταινίας, όπως συνηθίζεται, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές εμφανίστηκαν στην αίθουσα για να δεχτούν ερωτήσεις και να απαντήσουν σ αυτές.
Δύο ήταν οι ερωτήσεις που κυριάρχησαν: «Τι θέλετε να πείτε μ αυτή την ταινία» και «γιατί χρησιμοποίησε ο σκηνοθέτης τόση πολλή βία και τόσο πολύ σέξ».
Τα παιδιά, είναι αλήθεια, έδειχναν εντελώς αμήχανα. Στην πρώτη ερώτηση, έπειτα από πολύ δισταγμό, η απάντηση ήταν, σε γενικότητες, ότι η ταινία κριτικάρει την οικογένεια. Στη δεύτερη, η πρωταγωνίστρια είπε απλά «δεν ξέρω» και για να ξεπεράσει την υπερβολική αμηχανία της πέρασε στην επίθεση λέγοντας «οι σκηνές σας πείραξαν?»
«Όχι», απάντησε η κυρία που έκανε την ερώτηση «δεν με πείραξαν οι σκηνές», αλλά «γιατί?». Ο νεαρός απάντησε «γιατί δηλαδή να μην είχαν χρησιμοποιηθεί?»
(εννοείται η πολλη βία και το πολύ σέξ) οπότε μπορούσε ν αρχίσει το παιχνίδι της κολοκυθιάς και αφού δεν υπήρχαν σαφείς απαντήσεις και η κυρία δεν έδωσε συνέχεια.
Το κοινο πάντως έδειχνε παγωμένο και κάποτε-κάποτε γελούσε στη διάρκεια της προβολής, χωρις το έργο να είναι κωμωδία.
Το στόρυ αφορά σε μια αστική οικογένεια που κατοικεί σε μια απομονωμένη βίλλα μ ένα ψηλό φράχτη που τη διαχωρίζει από τον έξω κόσμο, με πισίνες, με γήπεδα κ.α. και τα παιδιά, που δεν έχουν απομακρυνθεί ποτέ απ αυτήν ούτε έχουν πάει σχολείο, βιώνουν μια διαστρεβλωμένη πραγματικότητα, έτσι όπως τους την παρουσιάζουν οι γονείς τους.
Για να δείξει τη διαστρέβλωση της αλήθειας ο κ. Λάνθιμος αλλάζει τις λέξεις και η αλατιέρα π.χ. βαφτίζεται από τους γονείς τηλέφωνο, τα αεροπλάνα που πετούν στον ουρανό είναι παιχνίδια, τα ζόμπι είναι κίτρινα λουλουδάκια κ.α.
Ο μόνος «ξένος» που έχει το δικαίωμα να εισέρχεται στο σπίτι είναι μία κοπέλλα σεκιούριτι από το εργοστάσιο του πατέρα, για να δίνει λύση στις σεξουαλικές ανάγκες του γιού, αλλά και η αιμομιξία μεταξύ των αδελφών και του πατέρα είναι καθημερινή υπόθεση.
Με ολ αυτά τα σημεία και τέρατα που συμβαίνουν, ο σκηνοθέτης καταγγέλλει την υποκρισία και τη διαστρέβλωση της αληθειας από την οποιαδήποτε εξουσία, που ξεκινάει από τον μικρότερο πυρήνα της, την οικογένεια με τον πάτερ φαμίλια, με σκοπό να κατασκευάσει ανθρώπους ανδρίκελα, άβουλους και υποταγμένους, ανίσχυρους να χρησιμοποιήσουν τη δική τους σκέψη.
Ένα άλλο υπαινικτικό εύρημα του σκηνοθέτη είναι η προσπάθεια της σεκιούριτι
(η οποία ζεί στον έξω κόσμο), να ξεγελάσει και να εκμεταλλευτεί σεξουαλικά το ανύποπτο κορίτσι προσφέροντάς του ένα ευτελές στολίδι, ενώ την ίδια τη χρησιμοποιεί το αφεντικό για διπλές υπηρεσίες (σεκιούριτι και σεξ).
Ταινίες που καταγγέλλουν τον κίνδυνο ενός ολοκληρωτικού συστήματος χρησιμοποιόντας τη βία, την υποκρισία, τη διαφθορά και την υποδούλωση της ανθρώπινης σκέψης έχουμε δεί αρκετές, μερικές μάλιστα αριστουργηματικές. Στο νού μας έρχονται αυθόρμητα «Το κουρδιστό πορτοκάλι» του Στάνλεϋ Κιούμπρικ, το «Σαλό» του Πιερ Πάολο Παζολίνι και «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» του Λουϊς Μπουνιουέλ. Παρόμοια πράγματα θέλει να πεί και ο δικός μας, ο Γιώργος Λάνθιμος, και τα λέει με πολύ πρωτοτυπία αλλά , δυστυχώς, επαναλλειπτικά και μονότονα με τη συνεχή παράθεση ομοιόμορφων εικονων (στη βία υπάρχει ποικιλία (!), σε βαθμό που ο θεατής βαριέται και αρχίζει να αμφισβητεί τις καλές προθέσεις του.
Εν ολίγοις, βρισκόμαστε για μία φορά ακόμη μπροστά στην αδυναμία του σεναρίου που ταλανίζει τον ελληνικό κινηματογράφο. Οπως στο θέατρο, έτσι και στον κινηματογράφο, «εν αρχή ήν ο λόγος». Όταν λείπει ο λόγος λείπει η ραχοκοκκαλιά στην οποία θα στηριχτούν τα μέλη. Bέβαια, εν προκειμένω, το στιλιζάρισμα στη φωτογραφία εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό το σενάριο και αποστασιοποιεί την ταινία από κάτι συνηθισμένο και μέτριο, όμως η βία με σκηνές επαναλαμβανόμενες σε όλες τις εκδοχές της, όπως και η υπερβολή στις σεξουαλικές σκηνές σε συνδυασμό με την ελαχιστοποίηση του λόγου, την καθιστούν βαρετή και μονότονη.
Κάτι άλλο που κάνει εντύπωση είναι η ασχετοσύνη που έδειξαν οι ηθοποιοί όταν τους ζητήθηκε να πούν δυό λόγια στο τέλος της προβολής. Δεν ήξεραν ούτε τι υπονοεί η ταινία, ούτε γιατί γυρίστηκε. Δουλέψανε επι μήνες, παγώσανε μέσα στη γύμνια τους και δεν κατάλαβαν «γιατί».
Της Ξένης Μουχίμογλου
Ο ΚΥΝΟΔΟΝΤΑΣ
|
|