Ευδοκία
Η βία του έρωτα
Στη δεύτερη ταινία του Αλέξη Δαμιανού μένουμε στην Ελλάδα και εστιάζουμε σε ένα ερωτικό σημείο του χάρτη των σημείων των συμπεριφορών της. Μια γυναίκα και ένας άντρας είναι οι ουσιαστικοί πρωταγωνιστές της. Θα δούμε όμως ότι αυτοί δεν είναι παρά τα σύμβολα των γυναικών και των αντρών της Ελλάδας.
Ας κάνουμε μια ανάλυση των χαρακτήρων των δύο πρωταγωνιστών. Ας πάρουμε τη γυναίκα. Αυτή είναι πόρνη, ζει και εργάζεται κοντά σε ένα στρατόπεδο. Κάνει έρωτα επαγγελματικά, κατά συνέπεια δεν μπορεί να ερωτευτεί, σύμφωνα με την αντίληψη ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Κάνει το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο και ανήκει στο κατακάθι της ελληνικής κοινωνίας, δεν χαίρει καμιάς εκτίμησης από τους άλλους. Ο Δαμιανός θέλει αυτές τις ψευδείς πεποιθήσεις να τις ανατρέψει.
Ο άντρας υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία. Είναι λοχίας και έχει υπό τις διαταγές του κάποιους άντρες. Τον διατάσσουν και διατάζει. Έχει υποστεί την καταπίεση και την εξασκεί. Είναι παλικάρι και ο έρωτας είναι το κυριότερο σημείο αναφοράς του, όσον αφορά στη συμπεριφορά. Θέλει να επιδεικνύεται και, πολύ περισσότερο, να δείχνει την εξουσία που ασκεί. Θέλει να δείχνει το καινούργιο του απόκτημα, τη γυναίκα που έχει ερωτευτεί, την πόρνη, με ότι συνεπάγεται αυτό. Δε νοιάζεται για τις αντιδράσεις των άλλων, ούτε αν ενοχλεί κάποιους που έχουν έννομο συμφέρον πάνω της.
Οι παράπλευροι χαρακτήρες είναι η γυναίκα που βοηθά την πόρνη, ο νταβατζής της και οι φαντάροι που είναι κολλητοί με το λοχία. Αυτοί ακολουθούν και πράττουν αυτά που οφείλουν σύμφωνα με τις συνηθισμένες συμπεριφορές. Η πόρνη και ο λοχίας ξεχωρίζουν από τη συμπεριφορά τους κατακτούν, με αυτό τον τρόπο, μια θέση στο πάνθεο των χαρακτήρων, μας μεταφέρουν από τη μια εποχή στην άλλη.
Η πόρνη έχει ερωτευτεί το λοχία. Δε φοβάται να πάει στο στρατόπεδο και να τον δει στις ασκήσεις. Αυτός της επιδεικνύει τη δύναμή του. Τότε η ερωτική συνεύρεση γίνεται για πρώτη φορά, όχι όμως σε σαρκικό πεδίο, απλά σε πνευματικό. Είναι η αρχή ενός έρωτα που θα είναι το όχημα για να διασχίσουμε πολύ γρήγορα την ελληνική ιστορία, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Ο Αλέξης Δαμιανός ξέρει ότι μια πόρνη είναι ιέρεια. Έτσι τη βλέπει, σα να είναι ιέρεια σε έναν αρχαίο ελληνικό ναό. Αυτή καλεί το ταίρι της, έως σε αυτό το σημείο είναι κυρίαρχη του παιχνιδιού. Μετά παραδίδεται, αφού είναι αφοσιωμένη σε ένα θεό. Έτσι και εδώ καλεί αυτόν που αγαπά και μετά παραδίδεται στην δύναμή και στην παλικαροσύνη του. Λόγω του ότι είναι ιερό πρόσωπο εκτελεί μια ιερή τελετή: τον έρωτα. Ο Δαμιανός ξέρει πολύ καλά ότι ο έρωτας είναι ιερός και για αυτό δε δείχνει ποτέ με λεπτομέρειες την ερωτική πράξη, αφήνει να εννοηθεί, η γυναίκα που συμμετέχει στην ερωτική πράξη θα πρέπει να μείνει αμόλυντη από το βλέμμα, ενός ηδονοβλεψία, και από τα χέρια, άλλων προσώπων. Ότι είναι ιερό βρίσκεται στο πεδίο του θυμικού και όχι του πραγματικού. Κατά δεύτερο λόγο, συμβολίζει αυτή την ερωτική συνεύρεση με διάφορα σημεία, όπως ο χορός, το βλέμμα, η βόλτα στη θάλασσα.
Επανερχόμαστε, λοιπόν, σε αυτή τη θεώρηση. Η πόρνη και ο λοχίας αφού συμμετέχουν σε μια ιερή, ερωτική πράξη έχουν εξαγνισθεί. Σα σώματα μας μεταφέρουν στον αρχαιοελληνικό κόσμο, όταν ο έρωτας δεν ήταν ταμπού, το γυμνό σώμα δεν ήταν ντροπή, η αγάπη ήταν ιερή. Ζουν αυτή ακριβώς τη διαδικασία και η σχέση διαπερνά την ελληνική ιστορία για να φτάσει στο σήμερα.
Στο παρόντα χρόνο τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Έχει χαθεί αυτό το ιερό του έρωτα, η γυναίκα ανήκει ολοκληρωτικά σε έναν άντρα και, μαζί με αυτή, και τα αισθήματά της. Δεν έχει δικαίωμα να ερωτεύεται και να εκδηλώνει αυτό το συναίσθημα. Ο άντρας ανήκει και αυτός σε μια κάστα που του επιβάλλει κανόνες συμπεριφοράς. Δεν μπορεί να κάνει ότι του επιτάσσει η καρδιά του αφού παραβαίνει τους νέους κανόνες της κοινωνίας. Πρέπει να τιμωρηθεί. Αυτή η σωματική και η ιδεολογική καταπίεση οδηγούν σε παράλογες κοινωνικές συμπεριφορές.
Ο Αλέξης Δαμιανός το δείχνει πολύ καλά στη σκηνή της ταβέρνας. Οι δύο εραστές χορεύουν και, με αυτό το χορό, επικοινωνούν με το θεό ή με την πνευματική τους υπόσταση. Αυτή η τελετή έχει ακριβώς τα ίδια τα χαρακτηριστικά με την ερωτική. Η διακοπή της είναι ανεπίτρεπτη. Όμως σε μια κοινωνία όπου η καταπίεση είναι ο κανόνας, επιβάλλεται να σταματήσει και να επανέλθουν αυτά τα δύο άτομα στο «σωστό» δρόμο, έστω με τη βία. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε τους κορυφαίους του χορού και το χορό, όπως σε μια αρχαιοελληνική τραγωδία, όπως και στη σκηνή του στρατοπέδου, όπου ο λοχίας εξασκεί τους στρατιώτες του.
Ο χορός διακόπτεται με τη βία από το νταβατζή, από αυτόν που έχει «έννομο» συμφέρον στη γυναίκα που του ανήκει, ψυχή και σώματι. Ο νταβατζής κάνει ότι ακριβώς κάνει και ο στρατός: εξασκεί εξουσία πρώτα σωματική και ακολούθως ιδεολογική. Υποτάσσει το άτομο και είναι ο θεματοφύλακας μιας σειράς κανόνων συμπεριφοράς που εξυπηρετούν και επιβάλλουν ένα κοινωνικό σύστημα.
Έχουμε μπει, λοιπόν, στον πολιτικό χαρακτήρα της ταινίας. Ο σκηνοθέτης δυναμιτίζει την έννοια του ανθρωπισμού στο καπιταλιστικό σύστημα και επαναφέρει τον ανθρωπισμό των παγανιστικών θρησκειών, βλέποντας ανθρωποκεντρικά το θέμα του. Επαναφέρει τη σπουδαιότητα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, σαν ιδεολογία και όχι σαν πρακτική θρησκευτικής τελετής. Ζητά τον ανθρωποκεντρισμό στις σχέσεις των ανθρώπων και, σε αυτό το σημείο, η ταινία είναι επαναστατική γιατί αμφισβητεί τα θεμέλια του νέου κοινωνικού συστήματος, ενώ ζητά τη μετατροπή του σε ένα πιο δημοκρατικό.
Ο Τζέιμς Πάρις είδε πολύ σωστά αυτά τα σημεία και, σαν καλός υπηρέτης του μηχανισμού καταστολής, της χούντας δηλαδή, κατήγγειλε τον Αλέξη Δαμιανό γιατί διέσυρε τον ελληνικό στρατό. Ο Δαμιανός πέρασε έξι μήνες στις φυλακές, ενώ ανακρινόταν συνέχεια
Είδαμε λοιπόν πως μια καθαρά ερωτική ταινία, χρησιμοποιώντας θεωρήσεις και φιλοσοφικές έρευνες πάνω στην ιστορία, μπορεί να γίνει πολιτική, μερικές φορές επαναστατική, μπορεί να μιλήσει πιο άμεσα στον άνθρωπο και να μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου. Αυτή η ταινία του Αλέξη Δαμιανού έμεινε στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού και για ένα άλλο λόγο: για το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, γραμμένο από το Μάνο Λοΐζο (αν και αυτός έλεγε ότι δεν μπορεί να γράψει λαϊκά τραγούδια!).
Γιάννης Φραγκούλης