ΠΙΣΩ
|
ένα τελευταίο βλέμμα στην ιστορία
Δεν ξέρω αν ήξερε ο Αλέξης Δαμιανός ότι αυτή η ταινία θα ήταν η τελευταία του, αφού το βίαιο κόψιμο του νήματος της ζωής του τον ανάγκασε να διακόψει τη δημιουργία του. Σε 29 χρόνια, από το 1966 μέχρι το 1995, τρεις μόνο ταινίες είναι πολύ λίγες, αν τις κρίνει κανείς ποσοτικά, πολλές, αν τις κρίνει ποιοτικά. Το λέω αυτό γιατί η ποιότητα των ταινιών του στιγμάτισε, όσο καμία άλλη φιλμογραφία, τον ελληνικό κινηματογράφο.
Στην τρίτη του και τελευταία ταινία έχουμε μια ματιά που εστιάζει στην χρονική περίοδο από την Κατοχή μέχρι τις μέρες μας. Η ιστορία εδώ είναι ιδωμένη μέσα από μια κριτική ματιά. Ακόμη μια φορά έχουμε νύξεις που μας αναγκάζουν να πάμε, νοητά, στην αρχαία ελληνική ιστορία. Αυτή η «εμμονή» του Δαμιανού για την αρχαία Ελλάδα δεν υπάρχει λόγω κάποιων εθνικιστικών ή ελληνοκεντρικών αντιλήψεων. Περισσότερο έχουμε να κάνουμε με μια συγκριτική μελέτη. Ο άνθρωπος για να μπορέσει να κρίνει το παρόν έχει ανάγκη να κάνει μια σύγκριση. Η σύγκριση αυτή μοιραία θα γίνει με το παρελθόν του. Άρα το παρόν θα συγκριθεί με το παρελθόν και από εκεί θα βρούμε τα σημεία για να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε το μέλλον.
Ο Αλέξης Δαμιανός δεν κάνει τίποτε άλλο από αυτό που θα έκανε ένας καλός ιστορικός ή ένας ανθρωπολόγος. Μιλά τη γλώσσα του κινηματογράφου, αυτή είναι η μόνη διαφορά του από έναν καλό ιστορικό μελετητή που έχει εκδώσει ένα βιβλίο για αυτό το θέμα. Αυτή τη μελέτη και την έρευνα τη βάζει μέσα στην κινηματογραφική αφήγησή του. Ακόμη, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτή η έρευνα είναι κυρίως βιωματική και κατά δεύτερο λόγο ακαδημαϊκή.
Μια κουβέντα μαζί του, σε μια συνέντευξη που του είχα πάρει μετά την προβολή στις αίθουσες της ταινίας «Ηνίοχος», μου έδειξε έναν άνθρωπο εξαιρετικά απλό και λαϊκά σοφό. Η μελέτη του ήταν πάνω σε πράγματα εντελώς ευκολονόητα για όλους μας. Ο Αλέξης Δαμιανός όμως έμπαινε βαθιά μέσα στην ουσία των πραγμάτων και ανακάλυπτε τις συνδέσεις τους με αξίες αρχέγονες και σύγχρονες. Για παράδειγμα, «θα πρέπει να ακούμε τον ήχο της πέτρας», μου είχε πει, αυτό δύσκολα μπορούσε να το αντιληφθεί ακόμα και ένας έμπειρος ηχολήπτης. Ποιος είναι ο ήχος της πέτρας; Τι έβλεπε μέσα από αυτή τη θεώρηση; Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις ήταν ένας πολύ γόνιμος διάλογος. Για αυτό το λόγο τόσο η συνέντευξη που έκανα όσο και η συνεργασία του με τους συντελεστές της ταινίας του ήταν ουσιαστικά ένα ταχύρυθμο σεμινάριο, μια χρυσή ευκαιρία για να μάθει κάποιος κάτι παραπάνω από αυτά που ψελλίζουν συνήθως στους κινηματογραφικούς κύκλους ή στις σχολές κινηματογράφου. Μετά από αυτή τη συνέντευξη μια ουσιαστική φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ του Αλέξη Δαμιανού και εμένα, μια φιλία που με τιμά και που λειτουργεί ακόμα και σήμερα σα μια γλυκιά ανάμνηση.
Για να έρθουμε στην ταινία και να τη δούμε πλέον με αυτή τη ματιά, θα πρέπει να βρούμε την αφηγηματική της ραχοκοκαλιά. Έχουμε τον Ηνίοχο. Είναι ο Ηνίοχος, αρχαία ελληνική φιγούρα, ένα σύμβολο που περνά όλη αυτή την ιστορική περίοδο, από την Κατοχή μέχρι τη δεκαετία του 1990. Είναι φορτισμένη με τα νοήματα και τους συμβολισμούς που η μυθολογία την έχει φορτώσει. Οδηγεί το άρμα με καλπασμό, στο άγαλμα που βλέπει ο πρωταγωνιστής. Το παρατηρεί και το μελετά. Από εκεί και πέρα αυτός είναι πλέον ο Ηνίοχος.
Φυσικά αλλάζει μορφές ανάλογα σε ποια χρονική περίοδο βρισκόμαστε. Κάνει όλο αυτό το ταξίδι και αφήνει το στίγμα του. Το χνάρι του είναι ο δρόμος που διασχίζει ο ελληνισμός μέσα από αυτές τις δεκαετίες. Συγχρόνως όμως είναι και ο δρόμος που έχει διασχίσει σε όλους τους αιώνες της ύπαρξής του. Θυμόμαστε ότι στη «Ρώσικη κιβωτό», του Αλεξάντερ Σακούροφ, στην τελευταία σκηνή λέει ο αφηγητής ότι η ρώσικη ψυχή είναι καταδικασμένη να επιπλέει, ενώ βλέπουμε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Αν ο Σακούροφ εννοεί την ψυχή που έχει τις ρίζες της στην αυτοκρατορία, στο έργο του Δαμιανού, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, εννοείται το μεγαλειώδες και η τρομερή σπουδαιότητα του ελληνικού πνεύματος, σαν πνεύμα και σαν ύλη συγχρόνως.
Το πνεύμα είναι το βλέμμα, οι πράξεις, τα λόγια, οι κινήσεις του Ηνίοχου. Οι συμπεριφορές του, ακόμη, με τους συντρόφους του, στην Αντίσταση, στον Εμφύλιο, στις μεταπολεμικές περιπέτειες του ελληνισμού, σήμερα.
Η ύλη είναι το κουφάρι του Ηνίοχου που δεν είναι παρά το όχημα που χρησιμοποιεί το πνεύμα για να εκδηλωθεί. Και είναι απαραίτητη για το πνεύμα γιατί χωρίς αυτή, το πνεύμα δε θα έβρισκε τρόπο να εκδηλωθεί και να φανεί. Αυτή η θεώρηση του Δαμιανού είναι πιστή στη διαλεκτική του Χέγκελ και του Μαρξ, αλλά και στη φιλοσοφία του Ηράκλειτου.
Βλέπουμε την κατάπτωση του ελληνισμού και την απώλεια της φιλανθρωπίας, της ευγένειας, του φιλότιμου, της αγάπης για την πατρίδα, του ενδιαφέροντος για τον άλλον και της κοινοκτημοσύνης όλο και περισσότερο μέχρι τη δεκαετία του 1990 όπου όλη αυτή η διαδρομή οδηγεί σε αυτοκαταστροφικές τάσεις, οι οποίες εδώ αναπαριστώνται με τα ναρκωτικά.
Κάπου εκεί υπάρχει η εμφάνιση του Ανώνυμου Έλληνα που μπορεί να πει αυτά που δεν τολμά να εκφράσει κανείς. Φυλακισμένος της ιταλικές φυλακές του Πύργου, πεθαίνει από τα βασανιστήρια. Η κηδεία του θα είναι κάτι σαν τον Επιτάφιο και θα δώσει τη θέση του στην Ανάσταση, η οποία εδώ θα είναι η φυγή προς το βουνό και η Αντίσταση εναντίον του κατακτητή. Υπάρχει ακόμη η φιγούρα του προδότη που πεθαίνει όπως πρέπει να πεθάνει ένα παλικάρι, κρατώντας τις αριστοτελικές διδαχές, αφού είναι πρωτεργάτης έστω μιας ανθελληνικής δράσης, αλλά πρέπει να τιμωρηθεί όπως ένας αρχηγός.
Ο Ηνίοχος εμφανίζεται στη δεκαετία του 1990 να ζει μια «κανονική» ζωή. Είναι ενταγμένος στο σύστημα, έχει αποδεχτεί την κατρακύλα, είναι θλιμμένος και περπατά με σκυμμένο το κεφάλι από το βάρος των τύψεων και των δεινών που αυτός και η γενιά του έχει υποστεί. Έχει χάσει κάθε επαφή με το παρελθόν του και είναι ένας ενταγμένος δυτικός άνθρωπος, ανίκανος να δει το μέλλον του, αν και αυτό υπάρχει και περιμένει να το ανασύρει από την αφάνεια.
Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι αυτή η ταινία ήταν η παρακαταθήκη του Δαμιανού τόσο για τη γενιά του όσο και για τη γενιά των Ελλήνων που ζούσαν τη δεκαετία του 1990. Άλλωστε το δήλωσε, στην εν λόγω συνέντευξη, ρητά ότι πιστεύει στη νέα γενιά, δίνοντας ένα ελπιδοφόρο μήνυμα ότι ακόμα το ελληνικό πνεύμα δεν έχει πεθάνει. Οι νεότεροι κινηματογραφιστές και όσοι ασχολούνται με οποιοδήποτε τρόπο με τον κινηματογράφο θα έπρεπε να κρατήσουν σαν παρακαταθήκη και τις τρεις ταινίες του Αλέξη Δαμιανού. Ελάχιστοι όμως μπήκαν στον κόπο να καταλάβουν αυτή την τελευταία του ταινία, να κοινωνήσουν το μήνυμά του.
Γιάννης Φραγκούλης
|
|