ΠΙΣΩ
|
Μέχρι το πλοίο
ερευνώντας το διωγμό
Το 1965 είναι μια χρονιά της δεκαετίας που έχει αυξηθεί το μεταναστευτικό κύμα, η Ελλάδα έχει αδειάσει από εργασιακό δυναμικό που δε βρίσκει ευκαιρίες να απασχοληθεί στη χώρα του, ενώ βρίσκει πολλές ευκαιρίες σε χώρες που ήδη έχουν αναπτυχθεί, ανήκουν στο λεγόμενο «Νέο Κόσμο», πρώην αποικίες, που έχουν μεταναστευτική πολιτική και μπορούν να δεχτούν εργαζόμενους χωρίς να διαταράξουν συθέμελα την κοινωνική τους συνοχή. Η ταινία αυτή του Αλέξη Δαμιανού αναφέρεται σε αυτό το θέμα.
Δεδομένο επίσης είναι ότι ο σκηνοθέτης της έχει περάσει από μια τυραννική διαδικασία, στην προσπάθειά του να βρει το δρόμο της δημιουργίας που του ταίριαζε, σαν άτομο. Η τυραννία εδώ δεν έχει να κάνει μόνο με το αυταρχικό κράτος της Δεξιάς, το οποίο είχε εγκαθιδρύσει μια ιδιότυπη δικτατορία, αλλά και με τον καθημερινό φασισμό των καλλιτεχνών, οι οποίοι εμπόδιζαν τους νέους να εκφρασθούν όπως ήθελαν. Ένα τελευταίο δεδομένο είναι ότι το παρακράτος της αυλής του βασιλιά ή της κυβέρνησης εμπόδιζε την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, με αποτέλεσμα ένα ανήσυχο πνεύμα να πνίγεται και να θέλει, εναγωνίως, να βρει διεξόδους.
Η ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Στην Ελλάδα υπήρχαν πολλοί κινηματογραφιστές που ήταν ανήσυχα πνεύματα: Πρώτα στο κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, όπως ο Λάκης Παπαστάθης, ο Ροβήρος Μανθούλης, ο Θόδωρος Αδαμόπουλος, ο Λέοντας Λοΐσιος, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος κ.ά. Μετά στην ταινία μυθοπλασίας, όπως ο Γρηγόρης Γρηγορίου και ο Τάκης Κανελλόπουλος. Ο τελευταίος, από αυτούς του δύο, είχε ήδη κάνει μια ταινία-ντοκιμαντέρ, το «Μακεδονικό γάμο». Το 1962 ο Κανελλόπουλος σκηνοθετεί τον «Ουρανό» και το 1951 ο Γρηγόρης Γρηγορίου σκηνοθετεί το «Πικρό ψωμί». Έχουν προλειάνει το έδαφος.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος θα κάνει την «Αναπαράσταση», το 1970, και ο Αλέξης Δαμιανός το «Μέχρι το πλοίο», το 1966. Αυτές οι δύο ταινίες θεωρούνται ότι έδειξαν τη μεγάλη στροφή του ελληνικού κινηματογράφου, έτσι ώστε να μιλάμε πλέον για διάκριση μεταξύ του Παλιού και του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Εδώ θα ασχοληθούμε μόνο με την ταινία του Αλέξη Δαμιανού. Θα προσπαθήσουμε να ερευνήσουμε τα δομικά της στοιχεία, για να δούμε την αφήγησή της, μέσα από τη δομική ανάλυση.
ΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Η αφήγηση της ταινίας ξεκινά από την επαρχιακή Ελλάδα. Ο Δαμιανός ξέρει πολύ καλά την επαρχία, την έχει γνωρίσει στα χρόνια της Κατοχής και ξέρει τους τρόπους συμπεριφοράς των Ελλήνων της επαρχίας. Μπορεί λοιπόν να ηθογραφήσει σε αυτούς. Ήρωάς του είναι ένας νεαρός επαρχιώτης, βοσκός, που έχει μια ερωτική περιπέτεια. Θέλει να φύγει, το έχει αποφασίσει, να πάει στην Αυστραλία. Η χώρα του το διώχνει, δεν μπορεί να ζήσει πλέον σε αυτή, ψάχνει μια άλλη πατρίδα. Το ταξίδι αυτό θα είναι βιωματικό.
Το βλέπουμε να πίνει μόνος του εκεί όπου ζει και να μονολογεί για το μελλοντικό του ταξίδι. Η σκηνή αυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία αφού μας δείχνει το χαρακτήρα του ανθρώπου, το ψυχικό του δράμα και την ουσιαστική άρνησή του να ταξιδέψει, αφού πηγαίνει στη ξενιτιά από ανάγκη. Ήδη, από αυτή τη σκηνή, προλέγει τι θα συμβεί στην ταινία.
Ξεκινά ένα βιωματικό ταξίδι. Μέχρι να πάει στον Πειραιά θα γνωρίσει τα διαφορετικά πρόσωπα της Ελλάδας. Όλο και πιο πολύ θα φεύγει, πριν να φτάσει καν στο λιμάνι που θα είναι το τελευταίο ελληνικό έδαφος στο οποίο θα μείνει. Οι άσχημες συμπεριφορές, οι τρομερές κοινωνικές ανισότητες και η καταπίεση είναι οι καταλύτες για τη φυγή του. Ο σκηνοθέτης μας περιγράφει με λεπτομέρειες τη σκηνή του αντρόγυνου, όπου θα μείνει για να περάσει το τελευταίο του βράδυ στην Ελλάδα, όπου η γυναίκα είναι ουσιαστικά ένα αντικείμενο σεξουαλικής και άλλης καταπίεσης από τον άντρα-αφέντη.
ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ
Η ταινία είναι γεμάτη από σύμβολα που χαρακτηρίζουν περιοχές της Ελλάδας, έχουμε να κάνουμε με τις συμπεριφορές των κατοίκων τους. Από την επαρχιακή έως την αστική περιοχή, ο σκηνικός χώρος προσδιορίζεται από τα σύμβολα του που είναι περισσότερο οι ίδιες συμπεριφορές των ανθρώπων, παρά τα χωρικά του σύμβολα, το τοπίο, τα κτήρια κ.λπ.
Ο κεντρικός του χαρακτήρας είναι χαρακτηριστικός. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης τον υποδύεται. Τόσο από την ενδυμασία του όσο και από τη συμπεριφορά του, μας πηγαίνει τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στη σύγχρονή του. Το σώμα του είναι ένα σύμβολο που έχει πλέον μπει σε μια σημασιοδότηση του αγαθού και φιλειρηνικού πολίτη. Πάνω του είτε εξασκείται είτε υπονοείται η βία. Ακόμα και όταν δε βλέπουμε τη βία, παρατηρούμε ότι αναπαριστάνεται στο σώμα αυτού του ανθρώπου, ο οποίος συμπάσχει με τα θύματά της.
Η τελευταία σκηνή είναι συγκλονιστική. Είναι μπροστά στο πλοίο και κάθεται στη σκιά, στο λιμάνι όπως καθόταν στο χωριό του. Φτάνει η ώρα να φύγουν. Από αυτή τη στιγμή και έπειτα θα είναι ο κορυφαίος του χορού. Αυτός οδηγεί το χορό, δηλαδή την εκκλησία, το λαό, σε μια σειρά από αντιδράσεις που δείχνουν το ανθρώπινο δράμα σε όλο του το μεγαλείο. Αυτοί που ανεβαίνουν στο πλοίο, από τη μια μεριά, και αυτοί που τους ξεπροδίζουν, από την άλλη. Οι πρώτοι είναι συγκινημένοι και χαρούμενοι, οι δεύτεροι λυπημένοι που χάνουν αγαπημένα πρόσωπα και που δεν μπορούν και αυτοί να φύγουν, τα κάγκελα τους εμποδίζουν για ένα τελευταίο αγκάλιασμα.
«Κάνε το σταυρό σου, έτσι για γούρι» και άλλες κουβέντες που ακούγονται, πρόσωπα κλαμένα και σκαμμένα από την εργασία, είναι ένα ανάγλυφο της Ελλάδας. Της Ελλάδας που μένει και διώχνει την άλλη Ελλάδα που θα είναι από εδώ και πέρα ένα μέρος του ελληνικού έθνους, ίσως το πιο δυναμικό. Ο φακός εστιάζει στο πλοίο. Στην πλώρη του. «Πατρίς», γράφεται σε αυτό. Είναι ίδια η Πατρίδα που διώχνει τα παιδιά της. Κάτι σαν ένα θηλυκός Κρόνος.
Πως αλλιώς να παραστήσεις πιο ανάγλυφα τη διασπορά, το δράμα του αποχωρισμού, το παράλογο της μετανάστευσης από έναν τόπο που δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί, τον ολοκληρωτισμό της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους; Η ταινία είναι βαθιά πολιτική, βαθιά ανθρώπινη, τραγική και ρεαλιστική συγχρόνως. Βάζει νέα ζητήματα αισθητικής και περιεχομένου, θέλει μια ανθρωποκεντρική ματιά, ανοίγει ένα πεδίο στο οποίο θα τοποθετηθούν οι Έλληνες σκηνοθέτες, σε μεγάλο βαθμό, μετά την πτώση της χούντας. Η δεύτερη ταινία του θα πει τα πράγματα πιο αρχαιοελληνικά και πιο σύγχρονα. Η «Ευδοκία» θα μας μαγέψει προσγειώνοντάς μας στην Ελλάδα.
Γιάννης Φραγκούλης
|
|