Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΕΙΝΑΙ ΡΙΣΚΟ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΤΑΚΗΣ
Συναντήσαμε το Νίκο Παπατάκη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 2007, το Νοέμβριο. Ήταν ιδιαίτερη τιμή μας να συνομιλήσουμε με τον άνθρωπο που έκανε δυνατές, σαν παραγωγός, μιας σειρά από καλλιτεχνικές δουλειές τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Ο Νίκος Παπατάκης, εκτός από παραγωγός, είναι και σκηνοθέτης πολύ σημαντικών ταινιών. Η «Φωτογραφία» είναι η πιο γνωστή στην Ελλάδα, στην πατρίδα του. Όμως στον «Ισορροπιστή» μπορούμε να βρούμε στοιχεία του ποιητικού κινηματογράφου, όπως το βλέπουμε στις ταινίες πριν το Νέο Κύμα, στη Γαλλία. Στους «Βοσκούς» θα δούμε αυτή τη νατουραλιστική ματιά που μεταλλάσσεται σε ποιητική όσο η αφήγηση αναπτύσσεται. Μας μίλησε για τον ποιοτικό κινηματογράφο, αλλά και για τις παγίδες του νέου τρόπου παραγωγής ταινιών, του ψηφιακού κινηματογράφου, και ανάγνωσής τους, του διαδικτύου.
Είσαστε παραγωγός καλλιτεχνικών ταινιών, όπως λέμε, ανάμεσα σε αυτές και σε ταινίες του Κασσαβέτη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είστε «υπεύθυνος» για αυτόν τον κινηματογράφο που είναι καλλιτεχνικός και συγχρόνως εμπορικός. Θα ήθελα να μας λέγατε δύο λόγια για τις ελληνικές ταινίες που έχετε δει.
Πιστεύω ότι οι ελληνικές ταινίες υπακούουν στην ίδια λογική. Δηλαδή, υπάρχουν ταινίες αυτών που θέλουν να κάνουν τέχνη στον κινηματογράφο, που είναι το επάγγελμά τους, ως παραγωγοί, σκηνοθέτες, και στην αντίθετη λογική είναι ο εμπορικός κινηματογράφος, ο οποίος είναι ίδιος παντού σε όλο τον κόσμο. Είναι αυτός ο κινηματογράφος που καλύπτει το 99% της παραγωγής, είτε στην Ελλάδα είτε στην Ινδία είτε στην Κίνα, παντού. Είναι ο κινηματογράφος που στηρίζεται στην τηλεόραση και πρακτικά γίνεται για αυτή, γενικά. Διότι μια ταινία που δεν μπορεί να σταθεί στην τηλεόραση, δεν βγαίνει στις αίθουσες. Λοιπόν, οι οικονομικές προϋποθέσεις έχουν να κάνουν με την τηλεόραση, στο μεγαλύτερο μέρος τους.
Όσον αφορά στην παραγωγή του κινηματογράφου, θα πρέπει να είναι ένας κινηματογράφος προσιτός, που μπορεί να διανεμηθεί και να ιδωθεί σε όλο τον κόσμο. Δίπλα σε αυτόν υπάρχει η μετάβαση. Πριν χρόνια υπήρχε ο Κασσαβέτης, που αναφέρατε, και πολλοί άλλοι, που ήταν οι δημιουργοί ενός διαφορετικού κινηματογράφου. Η ομάδα, μερικές φορές έτσι τους λέγαμε, είχε καταφέρει να κάνει κινηματογράφο, έξω από κανόνες, και να σημαδέψει τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Είναι όλο και πιο δύσκολο να εξηγήσουμε αυτό το φαινόμενο. Μπορούμε να αναφέρουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι, για προσωπικούς λόγους, πήραν στα χέρια τους τον κινηματογράφο που ήταν ακόμη στο ξεκίνημά του. Ήταν οι ξερές χρονιές, όπως λέμε, οι στενάχωρες, λοιπόν, ο κινηματογράφος για τους νέους, για αυτούς που κάνουν κάτι τέτοιο, είναι πολύ δύσκολος. Πρέπει, κατ΄αρχήν, να τα βγάλεις πέρα στη ζωή σου, να έχεις φαντασία, το κυριότερο να υπάρχουν επιρροές.
Είστε επίσης σκηνοθέτης. Στην Θεσσαλονίκη είχατε έρθει με μια ταινία, τη «Φωτογραφία», η οποία έκανε πολύ θόρυβο. Ίσως ήταν ο νεοαφιχθείς, ίσως ότι αυτή η ταινία αναφερόταν στη μετανάστευση. Μετά από τόσα χρόνια πως βλέπετε το νέο ελληνικό κινηματογράφο;
Δεν έχω δει πρόσφατα ελληνικές ταινίες, αλλά έχω δει πριν αυτή τη δεκαετία. Κατ΄αρχήν έχει αναπτυχθεί η τεχνική, αλλά η θέληση να κάνουμε ποιοτικές ταινίες υπήρχε εδώ και αρκετό καιρό. Ποιοτικές ταινίες που είναι και εμπορικές. Αμφιβάλω ότι η ποιότητα δεν ενδιέφερε, όπως και το προϊόν, αυτό καθ΄αυτό. Αυτό συμβαίνει, όπως έλεγα πριν, σε όλο τον κόσμο, είναι το ίδιο. Είναι οι ίδιες ανάγκες, οι αντιθέσεις που θέτουν οι εταιρείες παραγωγής και η τηλεόραση.
Μένετε μόνιμα στη Γαλλία, στο Παρίσι. Τι σκέφτεστε για το σύγχρονο γαλλικό κινηματογράφο;
Νομίζω, όπως στο παγκόσμιο κινηματογράφο, δεν είναι πολύ ενδιαφέρον, μάλλον λιγότερο ενδιαφέρον, όπως έλεγα προηγουμένως. Ανταποκρίνεται στα ίδια κριτήρια και συνθήκες, όπως ο υπόλοιπος παγκόσμιος κινηματογράφος. Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι αυτά τα έργα, των αρχών της δεκαετίας του 1950, αυτό το γούστο, ο νέος κινηματογράφος του Γκοντάρ, αυτός ο κινηματογράφος, αυτοί οι άνθρωποι δεν υπάρχουν πλέον, επειδή οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες είναι διαφορετικές.
Πάντως, βλέπουμε κάποιες ταινίες γαλλικές που θέλουν να μοιάσουν στον αμερικάνικο κινηματογράφο. Πιστεύετε ότι αυτές είναι ένας κίνδυνος για το γαλλικό κινηματογράφο;
Δε νομίζω ότι είναι ένας κίνδυνος διότι δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου αυτός ο κινηματογράφος που ο Γκοντάρ και οι άλλοι είχαν φέρει. Εδώ και 50 χρόνια γίνονται ταινίες που μοιάζουν με τις αμερικάνικες, τόσο το καλύτερο για αυτόν που τις κάνει γιατί θέλει να κερδίσει λεφτά. Δυστυχώς, όσο οι ταινίες μοιάζουν με τις αμερικάνικες τόσο περισσότερα λεφτά κερδίζουν, τελικά ευτυχώς για τους Αμερικάνους. Για τους Αμερικάνους, του Γάλλους, τους γερμανούς είναι το ίδιο πράγμα.
Βλέπουμε, στα Φεστιβάλ, κάποιες καλλιτεχνικές ταινίες που έρχονται από τη Γαλλία. Δεν μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι υπάρχουν εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα;
Ναι, οι Γάλλοι μιμούνται τους Αμερικάνους. Κατά καιρούς, υπάρχουν ταινίες ιδιαίτερες που είναι κατασκευασμένες, μοναδικές ταινίες, διαφορετικές από τις άλλες, όμως όλο και πιο δύσκολα βρίσκουμε σήμερα ταινίες όπως αυτές της περασμένης εποχής. Διότι τότε υπήρχε ένα ρεύμα, η ίδια η τέχνη ήταν μια περιπέτεια, πολύ πιο ενδιαφέρουσα και καλή. Τώρα φτιάχνουμε προϊόντα, με τον ίδιο κίνδυνο. Στην αβάν γκαρντ έκαναν τη φόρμα, ήταν πολύ περισσότερο μέσα σε αυτό.
Θα έλεγε κανείς ότι είστε απογοητευμένος, γενικά, με τον κινηματογράφο.
Όχι απογοητευμένος. Τόσο το χειρότερο για αυτόν που θέλει να κάνει κινηματογράφο σαν τον αμερικάνικο. Αυτές οι οικονομικές συνθήκες δεν με ενδιαφέρουν.
Στη Γαλλία το κοινό βλέπει ταινίες αμερικάνικες ή καλλιτεχνικές;
Υπάρχουν πολύ λίγες καλλιτεχνικές ταινίες στη Γαλλία. Στις καλλιτεχνικές ταινίες κυριαρχεί η εμπορική τάση, άρα δεν είναι καλλιτεχνικές. Πιστεύω επίσης ότι υπάρχει ένα νέο φαινόμενο, αυτό του διαδικτύου. Οι άνθρωποι βγαίνουν λιγότερο τώρα, παίζουν με το διαδίκτυο, βρίσκουν τη διασκέδαση σε τέτοιο βαθμό όσο και ο κινηματογράφος μπορεί να τους τη δώσει. Άρα υπάρχει αυτό το πέρασμα. Εάν υπάρχει ένας κίνδυνος για τον κινηματογράφο γενικότερα, για το θέαμα είναι το διαδίκτυο. Γιατί οι άνθρωποι μένουν όλο και περισσότερο σπίτι τους, βγαίνουν όλο και λιγότερο, πηγαίνουν όλο και λιγότερο στο θέατρο, έχουν την εντύπωση ότι συμμετέχουν στα γεγονότα του κόσμου, επειδή βλέπουν αυτά τα πράγματα που δεν είναι ορατά αλλού.
Υπάρχει και η λεγόμενη ψηφιακή παραγωγή. Πιστεύετε ότι σήμερα είναι πιο εύκολο να παραχθεί μια ταινία;
Ακούστε. Στη Γαλλία, πριν λίγο καιρό, έντεκα μήνες, υπάρχουν κάποιοι, δεκαπέντε ή δεκαοκτώ χρονών, με μια μικρή κάμερα. Με αυτές τις μικρές κάμερες, μια φημισμένη ομάδα κινηματογράφησε τη συλλογική βία. Με αφορμή αυτό μπορούμε να αναρωτηθούμε που πάει ο κινηματογράφος.
Θα μπορούσαμε να δώσουμε ένα παράδειγμα: Όλοι ξέρουμε το διάσημο Έλληνα σκηνοθέτη, τον Κώστα Γαβρά. Ο γιος του και η κόρη του έκαναν ταινίες, πολύ διαφορετικές από αυτές του πατέρα τους, με ψηφιακό τρόπο, οι οποίες είχαν και εμπορική επιτυχία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ψηφιακή παραγωγή είναι ένας άλλος τρόπος να διηγηθούμε μια ιστορία, να πούμε κάποια πράγματα;
Πιστεύω ότι ο κινηματογραφικός λόγος αναθεωρείται. Υπάρχει ένας νέος τρόπος να κάνεις κινηματογράφο, να φτιάχνεις εικόνες, να έχεις ένα πιο γρήγορο ρυθμό, μπορούμε να παίξουμε με τα χρώματα και με το κάδρο κ.λπ. Αλλά αυτό έχει ένα όριο. Όταν ένας δεκαπεντάχρονος κάνει κινηματογράφο και έχει επιτυχία τόσο γρήγορα, είναι θεαματικό, είναι ένα θαύμα, λυπάμαι, θα πω ότι αυτό το απεχθάνομαι. Όσον αφορά σε μένα, όταν έκανα την πρώτη ταινία ήμουν μεγαλύτερος από 40 χρονών και εννοώ ότι ένα παιδί 15 χρόνων θα πρέπει να ξέρει τις κινηματογραφικές τεχνικές για να κάνει μια ταινία.
Βλέπετε ταινίες που έχουν παραχθεί με ψηφιακό τρόπο;
Όχι. Γιατί ο ψηφιακός τρόπος παραγωγής δε με ενδιαφέρει πολύ. Μου αρέσει ο καλοφτιαγμένος κινηματογράφος, με κάδρα πολύ σφιχτά, πολύ ακριβή, μου αρέσει ο κινηματογράφος με αυστηρή φόρμα, διάλογους και εικόνα. Μου αρέσει η αυστηρότητα στον κινηματογράφο. Δε μου αρέσει ο κινηματογράφος που είναι στο όριο, είναι αυθόρμητος.
Παρόλα αυτά υπάρχουν νέα δεδομένα. Όλο και περισσότερο οι νέοι, όχι μόνο αυτοί, βλέπουν ταινίες από το διαδίκτυο, μικρού ή μεγάλου μήκους. Αυτός θα είναι ένας διαφορετικός τρόπος να βλέπουμε τις κινηματογραφικές εικόνες;
Ναι, γιατί είναι εύκολος. Μένεις σπίτι σου, τις βλέπεις σπίτι σου. Δεν ενδιαφέρεται να δει μια ιστορία, μια τεχνική, είναι δύσκολο η τεχνική του κινηματογράφου να περάσει στο διαδίκτυο, να δεις εκεί κινηματογράφο. Πάντως, είναι φυσιολογικό.
Πάντως υπάρχει ένα πρόβλημα, και θεωρητικό: στην εποχή των Λυμιέρ άνθρωποι μαζί σε μια αίθουσα, το κοινό, έβλεπαν μια ταινία. Σήμερα μπορεί να δει κάποιος την ίδια ταινία από το Λονδίνο, από την Αθήνα κ.λπ. Αυτός δεν είναι ένας διαφορετικός τρόπος να προσδιορίσουμε το κινηματογραφικό κοινό;
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο. Για να απαντήσω στην ερώτησή σας, στο Παρίσι υπάρχουν μικρές αίθουσες τέχνης, υπάρχουν πολλές. Κλείνουν η μία μετά την άλλη. Οι μεγάλες αίθουσες δουλεύουν πάντα, λιγότερο από πριν. Μήπως αυτό έχει σχέση με το διαδίκτυο, με τον τρόπο να βλέπει κανείς ταινίες σπίτι του;
Τι έχετε να πείτε για τους νέους, αυτούς που ξεκινούν να κάνουν κινηματογράφο;
Τελικά, όσοι ξεκινούν να κάνουν κινηματογράφο, να μην αποθαρρύνονται. Θα δουν κάποια μέρα το πραγματικό πρόσωπο του κινηματογράφου. Όσα είπα δεν είναι για να τους αποθαρρύνω, αντίθετα είναι για να τους ενθαρρύνω, αλλά προσοχή σε ότι βλέπουν στο διαδίκτυο. Αν θέλουν να κάνουν μια ταινία, να την κάνουν, να πάρουν το ρίσκο και να την κάνουν, να είναι ικανοί να πείσουν τους παραγωγούς για να δώσουν λεφτά να την κάνουν.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΤΑΚΗΣ