ΟΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ LAURENT VAN LANCKER
Συναντήσαμε το σκηνοθέτη Laurent Van Lancker στο Φεστιβάλ Ecofilms, στη Ρόδο, τον Ιούνιο του 2007, όταν έφερε την ταινία του «Surya, from eloquence to dawn». Η ταινία μου φάνηκε ενδιαφέρουσα, για την έρευνα που έκανα στο μεταπτυχιακό μου, αλλά αυτό που ήταν το πιο ενδιαφέρον, ήταν ότι πλησίαζε πάρα πολύ τα όρια της Παράστασης (Performance), η οποία είναι ένα από τα κομβικά σημεία της έρευνάς μου. Η κουβέντα ήταν ευχάριστη και από αυτή μπορεί να καταλάβει κάποιος ότι ο σκηνοθέτης έκανε ευχάριστα τη δουλειά του, την αγάπη του για την έρευνά του πολύ εύκολα τη μετάδιδε στο κοινό του, τόσο στους θεατές που είδαν την ταινία και σε εμένα με τον φιλικό τρόπο της προσέγγισής του (οι σημειώσεις στο κείμενο είναι δικές μου).
Θα ήθελε να μιλήσουμε για το μύθο που υπάρχει στην ταινία σας. Υπάρχει ένας μύθος ο οποίος ταξιδεύει από το Βέλγιο στο Βιετνάμ, κομμάτια του οποίου βλέπουμε σε διαφορετικές χώρες να διαμορφώνονται σχεδόν ανεξάρτητα.
Το ενδιαφέρον που βρήκα στην ιστορία, η οποία κάθε φορά συνεχιζόταν, ήταν δύο πράγματα: η ιστορία συνεχιζόταν, υπήρχαν οι αφηγητές που τη συνέχιζαν, κάθε φορά υπήρχε μια μικρή και μια μεγάλη ιστορία[1]. Ήταν πολύ ενδιαφέρον αυτό που προσέθεταν στην ιστορία, αυτό που μιλούσε και για τη χώρα τους. Κάθε φορά πετύχαιναν να θέτουν στοιχεία από τον πολιτισμό της χώρας τους, συνεχίζοντας την ιστορία και τοποθετώντας τα σε αυτή. Με αυτό τον τρόπο εξέλισσαν την ιστορία.
Μέσα στην ιστορία υπήρχαν ο χορός, η μουσική, η λογοτεχνία, η ποίηση, αυτά που ήταν ιδιαίτερα για την κάθε χώρα, έτσι δεν είναι;
Έχεις να επιλέξεις, διότι υπάρχουν διαφορετικοί τύποι της προφορικής Τέχνης[2], άλλοι είναι πιο μουσικοί, άλλοι έχουν μόνο ομιλία, άλλοι πιο οπτικοί. Διαφέρουν ακόμη μέσα σε μια χώρα. Στην Ινδία, για παράδειγμα, δεν υπάρχει μόνο ένας τύπος αφήγησης, το κάθε μέρος έχει το δικό του. Ήταν μια ευκαιρία να έχω διαφορετικούς τύπους αφηγήσεων, με την ομιλία, με τη μουσική, με τα τραγούδια κ.λπ. Επίσης η ποίηση. Για παράδειγμα, στην Ινδία τους αρέσει να αναμειγνύουν τα διαφορετικά είδη, σταματάνε τη μουσική και χρησιμοποιούν την ποίηση, μετά αρχίζει ξανά η μουσική. Στο Ιράν επίσης, ο κύριος με το πέπλο χρησιμοποιεί ένα ποίημα, μετά επιστρέφει στο παραμύθι, κάνει και τα δύο, τραγουδά και αφηγείται, τραγουδά και αφηγείται.
Βρίσκετε ότι σε όλους αυτούς του μύθους, σε όλες αυτές τις ιστορίες, στο Βέλγιο, στην Ινδία, στο Βιετνάμ κ.λπ., υπάρχουν κοινά σημεία;
Το κοινό είναι ότι υπάρχει τώρα ένα ολοκληρωμένο σώμα. Είναι ένα απίστευτο σχέδιο, όχι μόνο για την ταινία, αλλά το σχέδιο να έχουμε μια ολοκληρωμένη ιστορία, η οποία δεν υπήρχε πριν, την οποία κάναμε μαζί. Θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα βιβλίο… Έχουμε έναν πρωτότυπο μύθο και έναν αρχετυπικό που χρησιμοποιεί θέματα και σύμβολα που είναι κοινά σε πολλές χώρες3, αυτό ήταν ενδιαφέρον, ότι είχαν θέματα και σύμβολα που άλλοι είχαν χρησιμοποιήσει, αυτό ήταν πραγματικά ενδιαφέρον.
Πριν να κάνετε την ταινία, ερευνήσατε τους διαφορετικούς μύθους, σε αυτές τις χώρες;
Για δέκα μήνες έκανα αυτή την έρευνα. Έχω σπουδάσει, είμαι ειδικός στην παραδοσιακή προφορική αφήγηση, ήξερα λοιπόν τους τύπους αυτής που υπήρχαν σε κάθε χώρα, είχα επισκεφτεί αρκετές χώρες, ήξερα αυτές τις περιοχές, όμως έκανα πολλές έρευνες, τηλεφωνώντας, ερχόμενος σε επαφή με ανθρώπους, με Πανεπιστήμια, βρίσκοντας κάποια site στο διαδίκτυο που μιλούσαν για διαφορετικούς μύθους, για διαφορετικούς τύπους.
Τόσο στην ανθρωπολογία όσο και στον ανθρωπολογικό κινηματογράφο, για παράδειγμα σε αυτό του Jean Rouch, αναφέρεται ότι η Αφρική είναι το λίκνο των μύθων. Εσείς κάνατε μια ταινία ξεκινώντας από την Ευρώπη και καταλήγοντας στην Ασία, χωρίς να περάσετε από την Αφρική. Γιατί το κάνατε αυτό;
Ξεκινώντας από το Βέλγιο και καταλήγοντας στο Βιετνάμ, είναι η πιο μακρινή διαδρομή που μπορεί να κάνει κανείς χωρίς να πάρει το αεροπλάνο ή το πλοίο, ταξιδεύοντας μόνο στην ξηρά4. Είχα κάνει την προηγούμενη ταινία μου, για την προφορική παράδοση, που αφορούσε στη Αφρική. Δεν ήθελα να κάνω ένα ταξίδι στην Αφρική για να πω ότι ήμουν στην Αφρική!! Αλλά υπάρχουν κάποιοι, σε μια Επιτροπή, στην οποία ζητούσα χρηματοδότηση για να κάνω την ταινία, δεν μου την έδωσαν διότι είπαν ότι αφού δεν πηγαίνω στην Αφρική, δεν είναι νορμάλ, η προφορική παράδοση είναι στην Αφρική5… Πάντως ήταν ένας τρόπος να ανακαλύψω την Ασία…
Η παράδοση των μύθων υπάρχει ακόμα στην Ασία;
Πολύ! Είναι ακόμα ζωντανή. Ακόμη και με τρόπους που δε σκεφτόμαστε, με μοντέρνους τρόπους. Στην ταινία έχω αφηγητές που χρησιμοποιούν τη ραπ, επειδή πιστεύω ότι η ραπ, στην Ασία, στην Ευρώπη, παντού, είναι ο μοντέρνος τρόπος αφήγησης μιας ιστορίας, τόσο με ποιητικό τρόπο όσο και με αφηγηματικό. Αυτό ήταν σημαντικό για εμένα και για αυτούς στην ταινία μου.
Βλέπουμε ότι στην Ασία, στη Ρωσία υπάρχει ακόμα η παράδοση των μύθων. Όταν φτάνουμε όμως στο Βιετνάμ, τότε ο μύθος, στη γενική του μορφή, πεθαίνει…
Αυτό συμβαίνει επειδή, γενικά, στο Βιετνάμ δεν υπάρχουν αφηγητές. Υπήρχε μια χορεύτρια. Αυτό όμως που είναι ενδιαφέρον, είναι ότι μένει ζωντανή η παράδοση στο Βιετνάμ αυτών που νανουρίζουν, κάτι που είναι σημαντικό για την ταινία. Δεν υπάρχουν πλέον παραδοσιακοί αφηγητές, δεν υπάρχει πλέον παραδοσιακή αφήγηση, όμως υπάρχουν παντού οι γυναίκες που νανουρίζουν, όλα τα βράδια, είναι κάτι σημαντικό για το Βιετνάμ, ήθελα να υπάρχει μια τέτοια γυναίκα στην ταινία μου. Αλλά, για να επανέλθουμε στους μύθους, εκεί όπου χρησιμοποιούν περισσότερο τους μύθους, περισσότερο και από την Αφρική, είναι στην Ινδία, υπάρχουν αφηγητές, είναι πολύ σημαντικοί, σε κάθε χωριό είναι σαν τον κινηματογράφο.
Πιστεύετε ότι στο Δυτικό πολιτισμό ο μύθος και η προφορική παράδοση πεθαίνουν;
Βεβαίως, χωρίς αμφιβολία! Στην ταινία μου ήθελα να δώσω και μια γεύση του μύθου στην Ευρώπη, πόσο είναι όμορφος, όπως και ο τρόπος να τον «επενδύσουμε» με εικόνες, για να δείξουμε το φανταστικό, το οπτικό μέρος, και, κατά συνέπεια, πόσο είναι κρίμα να χάσουμε την προφορική παράδοση!
Στην ταινία υπάρχει ο χορός, η μουσική, η ποίηση κ.λπ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι με αυτό τον τρόπο συναντιούνται οι διαφορετικές Τέχνες και ο λόγος περνά μέσα από αυτές, φτάνοντας στην Παράσταση;
Έτσι είναι. Όταν έκανα αυτή την ταινία, σκεφτόμουν τον Jean Rouch, να κάνω κάτι σαν την Παράσταση, αυτός είναι ο τύπος ντοκιμαντέρ που προτιμώ να κάνω. Έχω επηρεαστεί επίσης από την ανθρωπολογία, αυτό που ονομάζεται «μορφή και τεχνογραφία», βλέπω την ταινία σαν μια Παράσταση, σαν ένα μεγάλο καλλιτεχνικό παιχνίδι, και, όταν κινηματογραφούσα τους αφηγητές, ήμουν, εγώ ο ίδιος, σε μια κατάσταση Παράστασης. Το πιο απλό παράδειγμα είναι στην Τουρκία, με τα άτομα στο πλοίο. Επενδύω στην εικόνα, στην Ινδία, για παράδειγμα, είναι μια εικόνα σταθερή και μια που κινείται και εγώ κινούμαι μαζί της, γιατί θέλω να είμαι σε μια κατάσταση Παράστασης.
Εκτός από την εικόνα, νομίζω ότι κινείται και η ψυχή. Μιλάω για το θεατή, για τις ορμές (pulsions) του που έρχονται από την εικόνα.
Ο θεατής της ταινίας για εμένα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Θα πρέπει να αφήσουμε ανοιχτό το χώρο. Απεχθάνομαι τις ταινίες που τα δίνουν όλα στο θεατή, όπως στην τηλεόραση. Για εμένα, είναι σημαντικό, με τους μύθους, τις αφηγήσεις, ο θεατής πρέπει να φανταστεί τις εικόνες, πρέπει να γοητευτεί ενεργητικά. Δεν είναι εύκολο. Πως θα γίνει αυτό αφού, κανονικά, στους μύθους υπάρχει μια άμεση σχέση ανάμεσα στον αφηγητή και στο θεατή; Αυτό είναι το δυνατό σημείο! Όμως αυτό θα πρέπει να περάσει από τον κινηματογράφο. Για εμένα είναι σημαντικό να φτιάχνω εικόνες που θα είναι τόσο συμβολικές, που δε θα μιλούν με ευθύ λόγο για αυτό που βλέπουμε. Κατά συνέπεια, ο θεατής θα έχει μια άλλη σχέση με τον κινηματογράφο: θα ψάχνει, θα ερευνά και αυτό θα ξεκινά από την εικόνα.
Πιστεύετε ότι αυτή η ταινία σας είναι ένα ντοκιμαντέρ ή κινηματογράφος[6];
Είναι μια πολύ καλή ερώτηση, όμως για εμένα δεν είναι καν ένα θέμα. Όταν κάνω μια ταινία, για εμένα η ταινία είναι ταινία, το βίντεο είναι βίντεο. Δε προβληματίζομαι όσον αφορά στο ντοκιμαντέρ ή τη μυθοπλασία. Η ταινία ισορροπεί ανάμεσα στα δύο, αν έπρεπε να το χαρακτηρίσω θα έλεγα ότι είναι ένα «δημιουργικό ντοκιμαντέρ» ή ένα «ντοκιμαντέρ φαντασιακό». Θέλω να χρησιμοποιώ τον όρο «ντοκιμαντέρ» διότι πολλοί βλέπουν στο ντοκιμαντέρ ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ και για εμένα αυτό είναι το ντοκιμαντέρ: να χρησιμοποιήσεις και να έχεις ένα άλλο βλέμμα για τον κόσμο και να τους δώσουμε την ευκαιρία να τον δουν διαφορετικά. Ένα ντοκιμαντέρ για εμένα θα πρέπει να είναι καλλιτεχνικό και όχι μόνο πληροφοριακό.
Το επόμενο σχέδιό σας;
Το επόμενο σχέδιό μου ήταν μια ταινία για την Κίνα. Όμως δε θα τη κάνω διότι θα έπρεπε για ένα χρόνο να ασχοληθώ να μάθω κινέζικα πολύ καλά, για αυτό το λόγο το έχω αφήσει. Ας το κάνει κάποιος άλλος! Το επόμενο σχέδιο είναι μια δουλειά για τους μετανάστες, θα συνεργαστώ με τη γυναίκα μου, η οποία είναι φωτογράφος και τραβά τις περισσότερες φωτογραφίες, ενδιαφερόμαστε για τους μετανάστες που για κάποιο λόγο έχουν πάει να δουλέψουν σε διάφορα μέρη του κόσμου και, τελικά, έχουν επιστρέψει. Θα είναι ένα ντοκιμαντέρ για την επιστροφή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Η μικρή ιστορία είναι η διήγηση που ο κάθε αφηγητής επιχειρεί, η οποία είναι ένα μικρό κομμάτι της συνολικής, δηλαδή της μεγάλης, ιστορίας, η οποία είναι αυτή του Νέμο.
2.Μιλά για την «προφορική Τέχνη», μέσα σε αυτό το πολύ γενικό πεδίο εντάσσει τους παραμυθάδες (story tellers), στους οποίους αναφέρεται αυτή η ταινία.
3.Αυτή η διαπίστωση αναφέρεται και στο Levi Strauss 1974, εκτεταμένα σε όλο το βιβλίο, ειδικά, σε ότι αφορά στην Τέχνη: σ.σ. 279-321. Πολλά παραδείγματα, όμως, μπορεί κανείς να βρει στο Levi Strauss 1964, τα οποία είναι επικεντρωμένα, σε όλο το βιβλίο, μόνο στους ιθαγενείς (Ινδιάνους) της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής.
4.Βλέποντας την ταινία, παρατηρούμε ότι χρησιμοποιεί το πλοίο μόνο για να περάσει από την ευρωπαϊκή στην ασιατική Τουρκία. Μέσα στο πλοίο, εξάλλου, γίνεται ένα μέρος της αφήγησης. Με αυτό τον τρόπο, η αφήγηση δε διακόπτεται και το γεωγραφικό ταξίδι ταυτίζεται με το φιλμικό, χωρίς να υπάρχει μια ουσιαστική διακοπή, εξαιρώντας, βέβαια, αυτά τα κοψίματα που ήταν αναγκαία για να γίνει το μοντάζ. Εκτός αυτού, η αντίληψη για την Αφρική, ως λίκνο των μύθων, είναι λανθασμένη, μπορεί κανείς να δει το πλήθος της βιβλιογραφίας στα βιβλία του Levi Strauss που αναφέρεται στην Αμερική, στην Αυστραλία και στην Ασία.
5.Από ότι είπε ο σκηνοθέτης, προλογίζοντας την ταινία του, το κόστος της παραγωγής ήταν περίπου 3.000 ευρώ, ταξίδευε με το τραίνο, τραβούσε μόνος με ψηφιακή βιντεοκάμερα ή με super 8mm, η γυναίκα του έκανε τις φωτογραφίες (εργάζεται ως επαγγελματίας φωτογράφος), η ταινία στοίχισε όσο «ένας μήνας στη Ρόδο»!
6.Πρόκειται για ένα ψευδοπρόβλημα που ξεχωρίζει το ντοκιμαντέρ από τον κινηματογράφο, γενικά. Θεωρώ ότι αυτός ο διαχωρισμός είναι αδικαιολόγητος και καταστρεπτικός για το ντοκιμαντέρ, σαν ένα τμήμα του κινηματογράφου, ψάχνω όμως και τη γνώμη του σκηνοθέτη.
ΟΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ LAURENT VAN LANCKER