Η Warner Bros. Pictures παρουσιάζει σε συνεργασία με τα Legendary Pictures και Virtual Studios, μία παραγωγή των Mark Canton / Gianni Nunnari
300
Οι συντελεστές
ΤΖΕΡΑΡΝΤ ΜΠΑΤΛΕΡ ΛΕΝΑ ΧΙΝΤΕΪ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΓΟΥΕΝΧΑΜ ΝΤΟΜΙΝΙΚ ΓΟΥΕΣΤ
Σκηνοθεσία ΖΑΚ ΣΝΑΪΝΤΕΡ Σενάριο ΖΑΚ ΣΝΑΪΝΤΕΡ, ΚΟΥΡΤ ΤΖΟΝΣΤΑΝΤ, ΜΑΪΚΛ ΓΚΟΡΝΤΟΝ Βασισμένο στο εικονογραφημένο κόμικ του Φρανκ Μίλερ και της Λιν Βάρλεϊ Παραγωγή ΤΖΙΑΝΙ ΝΟΥΝΑΡΙ, ΜΑΡΚ ΚΑΝΤΟΝ, ΜΠΕΡΝΙ ΓΚΟΛΝΤΜΑΝ, ΤΖΕΦΡΙ ΣΙΛΒΕΡ Φωτογραφία ΛΑΡΙ ΦΟΝΓΚ Μουσική ΤΑΪΛΕΡ ΜΠΕΪΤΣ Μοντάζ ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΧΟΪ Ενδυματολόγος ΜΑΪΚΛ ΓΟΥΙΛΚΙΝΣΟΝ Οπτικά Εφέ ΚΡΙΣ ΓΟΥΑΤΣ Διάρκεια 117’
Πρώτη Προβολή 8 Μαρτίου Διανομή Village Films
Η υπόθεση
Η ταινία 300 είναι μία δυναμική αναπαράσταση της αρχαίας μάχης στις Θερμοπύλες, στην οποία ο βασιλιάς Λεωνίδας (Τζέραρντ Μπάτλερ) και τριακόσιοι Σπαρτιάτες πολέμησαν μέχρι θανάτου ενάντια στο βασιλιά Ξέρξη και τον αναρίθμητο περσικό στρατό του. Αν και αντιμετώπισαν ανυπέρβλητα εμπόδια, η ανδρεία και η θυσία τους έδωσαν αφορμή να ενωθεί όλη η Ελλάδα ενάντια στους Πέρσες, θέτοντας τις βάσεις για τη Δημοκρατία. Εμπνευσμένη από το ομότιτλο εικονογραφημένο κόμικ του Φρανκ Μίλερ, δημιουργού του Sin City, η ταινία 300 είναι μία επική περιπέτεια για το πάθος, το κουράγιο, την ελευθερία και τη θυσία, αρετές που διέθεταν οι Σπαρτιάτες μαχητές, οι οποίοι πολέμησαν σε μία απ’ τις μεγαλύτερες μάχες της παγκόσμιας ιστορίας. Σκηνοθετημένη από τον Ζακ Σνάιντερ (Dawn of the Dead),, ο οποίος συνεργάστηκε και στο σενάριο, η ταινία ζωντανεύει στην οθόνη το περίφημο κόμικ του Μίλερ, συνδυάζοντας τη δράση αληθινών ηθοποιών με ψηφιακά σκηνικά, τα οποία αποδίδουν πιστά το εντυπωσιακό καλλιτεχνικό όραμα του εικονογράφου-δημιουργού για τη συγκεκριμένη ιστορία.
ΕΔΩ ΘΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ: ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΖΩΗ ΣΤΟ ΚΟΜΙΚ
Μυστηριώδεις. Άγριοι. Τρομεροί. Οι Σπαρτιάτες συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πιο αινιγματικούς πολιτισμούς της παγκόσμιας ιστορίας. Διδασκόμενοι από παιδιά ποτέ να μην υποχωρούν, ποτέ να μην παραδίδονται, αποτελούν το είδος του τέλειου πολεμιστή. «Οι Σπαρτιάτες παραμένουν ένα μυστήριο για τον καθένα,» λέει ο Φρανκ Μίλερ, ο οποίος έγραψε το κόμικ ‘300’, που αποτέλεσε την έμπνευση για το ομώνυμο φιλμ. «Εύλογα είναι μοναδικοί, στο γεγονός ότι ασπάζονταν έναν πολιτισμό κυρίως πολεμικό, ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι στη διεξαγωγή πολέμων. Είχαν έναν κώδικα ηθικής σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι Σπαρτιάτης, και σύμφωνα με αυτόν δημιουργείτο μία τάξη ηρώων, τέτοια που παρόμοιά της δεν έχει ξαναδεί ο κόσμος ολόκληρος.» Ο συν-σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ζακ Σνάιντερ προσθέτει, «Οι Σπαρτιάτες ζουν για τη μάχη. Τη λατρεύουν!», λέει. «Πολεμούν σαν ένας, δημιουργώντας μία φάλαγγα, στην οποία η ασπίδα του κάθε στρατιώτη προστατεύει αυτόν που πολεμά στο πλάι του. Είναι μια πολεμική τακτική που εμπνέει δέος και τρόμο, ακόμη και στις στρατιές των Περσών. Αν και οι Σπαρτιάτες έρχονται αντιμέτωποι με αξεπέραστα εμπόδια, σε επίπεδο αριθμού εχθρών, ένας αληθινός στρατιώτης Σπαρτιάτης είναι πάντα πρόθυμος να πεθάνει για την ελευθερία –τον αποκαλούν ‘ένδοξο θάνατο’»-, ενώ οι ίδιοι θεωρούν ως ξεχωριστό χαρακτηριστικό τους τη θυσία για την ελευθερία.» Ο Φρανκ Μίλερ πρωτογνώρισε τους Σπαρτιάτες όταν, μικρό παιδί, είδε την ταινία The 300 Spartans. Όπως θυμάται ο ίδιος, «Ένιωσα να συγκλονίζομαι και να εμπνέομαι, γιατί η ταινία μού δίδαξε ότι ήρωες δεν είναι αναγκαστικά αυτοί που κερδίζουν κάποιο μετάλλιο στο τέλος, ότι ήρωες είναι αυτοί που κάνουν αυτό που είναι σωστό επειδή είναι σωστό, φτάνοντας ακόμη και στην ύψιστη θυσία για να το καταφέρουν. Σ’ όλη μου τη ζωή ήθελα να αφηγηθώ αυτή την ιστορία, γιατί είναι η συναρπαστικότερη που άκουσα ποτέ μου. Και κάποτε κατέκτησα τις ικανότητες ενός εικονογράφου, σε τέτοιο σημείο ώστε πλέον θεώρησα ότι θα μπορούσα να χειριστώ καλά το θέμα.» Για να εικονογραφήσει τους ‘300’, ο Μίλερ συνδύασε την πλούσια προσωπική του έρευνα –η οποία τον έφερε ως τους λόφους των ίδιων των Θερμοπυλών- μαζί με το ξεχωριστό του στιλ, που αποτύπωσε σε θρυλικά κόμικ του όπως τα, Sin City και The Dark Knight Returns. Ελάφρυνε, τη σπαρτιατική στολή κρατώντας τα πιο ουσιώδη, συμβολικά στοιχεία της, και ‘στόλισε’ την ιστορία της θρυλικής μάχης των Θερμοπυλών, του 480 π.χ., με στοιχεία από προηγούμενες και επόμενες πολεμικές συμπλοκές ανάμεσα στον Ξέρξη και τους Έλληνες. «Ο Φρανκ πήρε ένα αληθινό γεγονός και το μετέτρεψε σε μυθολογία, σε αντίθεση με το σύνηθες που είναι να παίρνουν ένα μυθολογικό γεγονός και να το μεταφέρουν στην πραγματικότητα,» λέει ο Σνάιντερ, ο οποίος ένωσε το θαρραλέο όραμα του Μίλερ με το δικό του για να φτιάξει αυτή τη μεγάλου μήκους ταινία. «’Ήταν κάτι που έδωσε νέα πνοή. Ήθελε να φτάσει στην ουσία του τι είναι ένας Σπαρτιάτης, ακόμη και κόντρα στην ιστορική πραγματικότητα. Αν πας στις Θερμοπύλες, το άγαλμα του Λεωνίδα είναι γυμνό. Κρατά μια ασπίδα, ένα δόρυ και φορά μια περικεφαλαία κι αυτό είν’ όλο. Ο Φρανκ πήγε στις Θερμοπύλες κι είμαι σίγουρος ότι όταν είδε το άγαλμα είπε, ‘Μάλιστα, τόσο απλό και θαρραλέο θα πρέπει να το κάνουμε κι εμείς.»
Ο περίπατος στις Θερμοπύλες είχε μία ολοφάνερη επίδραση στο Μίλερ. «Είναι ένας τόπος όπου μεγάλα και δοξασμένα πράγματα συνέβησαν,» περιγράφει. «Εννοώ ότι εκεί είναι το κύριο σημείο, το επίκεντρο μιας μάχης στην οποία οφείλουμε οτιδήποτε έχουμε, όλα αυτά που αποτελούν σήμερα το δυτικό μας πολιτισμό. Υπάρχει κάποιος λόγος που απολαμβάνουμε τέτοια ελευθερία, και μεγάλο μέρος αυτού του γεγονότος ξεκινά από την ιστορία 300 αντρών, οι οποίοι κράτησαν ένα πολύ στενό πέρασμα για τόσο ώστε να εμπνεύσουν και την υπόλοιπη Ελλάδα να συμμετάσχει στον πόλεμο.» Το ‘300’ έγινε μπεστ-σέλερ, και χάρισε στον Μίλερ πάρα πολλά βραβεία. «Η ιστορία πουλούσε από μόνη της,» σχολιάζει. «Εγώ έκανα ό,τι καλύτερο για να τιμήσω δεόντως μια μεγάλη στιγμή της ιστορίας. Ήταν πολύ σημαντικό να βελτιώσω την εμφάνιση των χαρακτήρων, να τους κάνω πιο δυναμικούς και να αφήσω στην άκρη την αίσθηση ότι πρόκειται για μια παλιά ιστορία. Δεν είναι μια παλιά ιστορία, είναι μια αιώνια ιστορία.» Το κόμικ κέρδισε μία στρατιά φανατικών θαυμαστών, ανάμεσά τους το συνσεναριογράφο και τους παραγωγούς της μεγάλου μήκους ταινίας. «Το όμορφο στο κόμικ του Φρανκ, όπως και σ’ οποιαδήποτε δουλειά του Φρανκ, είναι ο πεζός λόγος που συνοδεύει τα σκίτσα του,» τονίζει ο Σνάιντερ. «Δεν είναι μια απλή εικονογράφηση, υπάρχει μια ποίηση! Για μένα, ο τρόπος με τον οποίο δομεί το λόγο είναι εξίσου σημαντικός με τα σκίτσα του. Ήθελα να βρω έναν τρόπο να κρατήσω και να τιμήσω το κείμενό του, όσο και τις εικόνες του στην ταινία μας.» Πριν πέντε χρόνια, ο παραγωγός Τζιάνι Νουνάρι και ο Σνάιντερ συζητούσαν για μελλοντικές συνεργασίες, όταν ο Σνάιντερ πρόσεξε ότι πάνω στο γραφείο του Νουνάρι υπήρχε ένα αντίγραφο του κόμικ. Ο Νουνάρι πάλεψε για το project μόνος του, για αρκετά χρόνια. Κατάφερε να συναντήσει και να πείσει τον παραγωγό Μαρκ Κάντον να συνεργαστεί μαζί του και να υποστηρίξει ένθερμα την ανάπτυξη του project, με τον Σνάιντερ ως σκηνοθέτη και συν-σεναριογράφο. «Το 300 είναι μία απίστευτη δουλειά και ο Ζακ ήρθε σ’ αυτό το project με απίστευτη αγάπη για το ίδιο το υλικό,» λέει με ενθουσιασμό ο Κάντον. «Επιπλέον, έφερε ένα τόσο ξεχωριστό όραμα για το πώς θα μπορούσε να γίνει το κόμικ ταινία, ώστε όλοι ενθουσιαστήκαμε για τις δυνατότητες που ανοίγονταν μπροστά μας.» Ο Νουνάρι προσθέτει, «Το ίδιο το υλικό είναι που διεύρυνε τη φαντασία του Σνάιντερ. Είδε κάθε συστατικό στοιχείο ξεκάθαρα –από την οπτικοποίηση των μαχών μέχρι το ζωντάνεμα των χαρακτήρων. Καταλάβαμε ότι αυτό που ήθελε να κάνει θα ήταν μια πολύ δημιουργική ταινία.» «Η επιμονή του Τζιάνι και η αφοσίωση του Μαρκ σ’ αυτό το project έπεισε κι εμένα,» θυμάται ο Μίλερ. «Πρώτα ο Τζιάνι και μετά ο Μαρκ, ήταν τόσο αποφασιστικοί και πίστεψαν τόσο στην όλη υπόθεση, που νίκησαν τις όποιες αντιρρήσεις μου. Ο Ζακ ήθελε πάρα πολύ να κάνει αυτή την ταινία. Είναι, στ’ αλήθεια, πολύ πειστικός και ήταν τόσο ολοκληρωτικά εστιασμένος σ’ αυτό το project, που μου ήταν πολύ δύσκολο να πω όχι… κι έτσι είπα ναι!» Ο Σνάιντερ ανακάλυψε ότι η διαδικασία της διανοητικής σύλληψης της ταινίας ήταν παρόμοια μ’ αυτήν που είχε βιώσει ο Μίλερ για το κόμικ. Ήθελε να αποφύγει τους κανόνες της ρεαλιστικής κινηματογράφησης και στη θέση τους να βρει έναν τρόπο να «το κάνει να ζωντανέψει στην οθόνη,» όπως εξηγεί. «Δεν ήθελα να κάνω μία ταινία που να μοιάζει με ‘φωτογραφική απεικόνιση’ αλλά, κυρίως, να μπάσω το θεατή μέσα στον κόσμο που ο Φρανκ είχε δημιουργήσει στο κόμικ του. Δεν πρόκειται για ιστορικό δράμα. Δεν είναι μια γραμμική ιστορία. Ούτε επιδιώξαμε να είναι παντού ιστορικά ακριβής. Σκοπός μας ήταν να δημιουργήσουμε μία κινηματογραφική εμπειρία που παρόμοιά της δε θα έχετε ξαναδεί ως τώρα.» Μια σημαντική ομάδα δημιουργών συναθροίστηκε γύρω από τους 300, από τη στιγμή που ξεκαθάρισε το τοπίο δουλειάς. Οι παραγωγοί Κάντον, Νουνάρι και Μπέρνι Γκόλντμαν είχαν συγκλονιστεί από την όλη ιστορία. «Ο Ζακ ήταν τόσο ξεκάθαρος για το πώς ήθελε να είναι αυτή η ταινία και τι αίσθηση να αναδίδει,» σχολιάζει ο Γκόλντμαν, «και καθώς το project άρχισε να παίρνει μορφή, νιώσαμε μεγάλη ικανοποίηση ξέροντας ότι ο Ζακ θα μπορούσε να ζωντανέψει αυτή την ιστορία με έναν τρόπο που οι θεατές δε θα είχαν ξαναδεί ποτέ τους.» Στο μεταξύ ο Σνάιντερ έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το Dawn of the Dead και κατόπιν επέστρεψε αμέσως σ’ αυτό το project, δουλεύοντας την προσαρμογή του σεναρίου μαζί με τον Κουρτ Γιόνσταντ, εμπλουτίζοντας την ιστορία με προσθήκες που πήγαζαν, με φυσικό τρόπο, από την καθαρότητα που είχε το αρχικό όραμα του Μίλερ (ο Μάικλ Μπ. Γκόρντον είχε γράψει ένα προηγούμενο προσχέδιο του σεναρίου). Ο παραγωγός Τζέφρι Σίλβερ μπήκε στην ομάδα για να δουλέψει στενά με το υπόλοιπο team τόσο κατά την παραγωγή της ταινίας όσο και αργότερα στα οπτικά εφέ.
«Από την αρχή, όλοι σ’ αυτή την ταινία, από το στούντιο ως τους παραγωγούς, τους εκτελεστές παραγωγής, τους ηθοποιούς και την ομάδα παραγωγής, υπήρξαν εξαιρετικά υποστηρικτικοί σ’ αυτό που θέλαμε να κάνουμε με τους 300,» λέει ο Σνάιντερ. «Όλοι αντιλήφθηκαν το κοινό όραμα τόσο καλά και υπήρξαν τόσο καλοί συνεργάτες, που η όλη ταινία κατέληξε σε μια ξεχωριστή εμπειρία.» Η απόφαση του Σνάιντερ να μεταφέρει το κόμικ στην οθόνη είχε πρωτόγνωρες επιπτώσεις στη συνολική εμφάνιση της ταινίας. «Η διαδικασία του τελικού ύφους της ταινίας απασχόλησε ένα μεγάλο μέρος της όλης παραγωγής,» συνεχίζει ο Σνάιντερ. «Πηγαίνεις στο σινεμά επειδή θες να βιώσεις κάτι το διαφορετικό. Αυτό είναι που προσπαθήσαμε να κάνουμε με τους 300. Είτε πρόκειται για τοπία ή για μάχες ή για δράση ή για αρχιτεκτονική, το κάθε καρέ στην ταινία είναι σαν οπτικό εφέ!» Ο Σνάιντερ αρχικά έκανε ο ίδιος το storyboard της ταινίας, και τελικά, αυτός μαζί με τη συνεταίρο του στην παραγωγή και σύζυγό του, την εκτελέστρια παραγωγής Ντέμπορα Σνάιντερ, και το συνεργάτη παραγωγής Γουέσλι Κόλερ έφτιαξαν μαζί ένα ‘φάκελο ανάπτυξης της παραγωγής’ για να συνοψίσουν το όραμα που είχε ο σκηνοθέτης για την ταινία. Η παρουσία του Φρανκ Μίλερ, ο οποίος δούλεψε στην ταινία και ως εκτελεστής παραγωγής, μπορεί να φαίνεται λογικό ότι έφερε κάποιο φόβο στο σκηνοθέτη, αλλά ο Γκόλντμαν αντιπαραθέτει, «Ο Φρανκ ήταν τόσο καλός και βοήθησε πάρα πολύ. Όποτε ο Ζακ έψαχνε τη συμβουλή ή την έγκρισή του, αυτός έλεγε, «Συνέχισε, είναι υπέροχο. Μ’ αρέσει πολύ αυτό που κάνεις.» Αγκάλιασε την ταινία και όλους όσοι συμμετείχαν στη δημιουργία της.» Μια σειρά από τεστ έγιναν πάνω σε κάθε τομέα της ταινίας, από το φωτισμό και τα κοστούμια μέχρι την υφή των σκηνικών. Ένα από τα στοιχεία που οι δημιουργοί ήθελαν πολύ να καθορίσουν ήταν η αισθητική της φωτογραφίας της ταινίας. Ο Σνάιντερ είχε την ιδέα να ρυθμίσουν τη χρωματική ισορροπία της εικόνας μέσα από μία διαδικασία η οποία τελικά πήρε το παρατσούκλι "η συμπίεση." «Ο Ζακ ανέπτυξε μία μέθοδο όπου μπορείς να αλλοιώσεις (συμπιέσεις) το επίπεδο του μαύρου χρώματος που υπάρχει στην εικόνα, ώστε να ενισχυθεί η πυκνότητα των υπόλοιπων χρωμάτων και να αλλάξει το κόντραστ (αντίθεση των χρωμάτων),» εξηγεί ο Τζέφρι Σίλβερ. «Το κάθε καρέ σ’ αυτή την ταινία πέρασε από επεξεργασία εικόνας. Η ‘συμπίεση’ όμως είναι που δίνει στην ταινία ένα πολύ ιδιαίτερο ύφος και αίσθηση.» «Δεν ήθελα κανένας να πει, «Α, αυτό μοιάζει με την Ελλάδα ή εκείνο μοιάζει με τον Καναδά,» εξηγεί ο Σνάιντερ. «Θέλω από την αρχή ως το τέλος ο θεατής να μπει απερίσπαστος μέσα σ’ αυτή την εμπειρία.» «Σκεφτόμασταν όλοι με δέος το μέγεθος αυτού που ο Ζακ ήθελε να κάνει μ’ αυτή την πολύ-επίπεδη διαδικασία των εφέ,» εξηγεί ο Κάντον. «Η επεξεργασία και εξέλιξη του κινηματογραφημένου υλικού, από τα σκηνικά μέχρι την τελική παραγωγή, πηγαίνει αυτή την ιστορία σ’ ένα άλλο βασίλειο,» λέει ο Νουνάρι. Ο Τζέραρντ Μπάτλερ, ο οποίος πρωταγωνιστεί στο ρόλο του Λεωνίδα, δηλώνει, «Είναι σχεδόν λες και κάποιος που βρισκόταν εκεί και είδε από κοντά τη μάχη να πήγε να κοιμηθεί και να ονειρεύτηκε ξανά την όλη ιστορία, γιατί ένα μεγάλο μέρος της ταινίας είναι εξαιρετικά περιγραφικό, κι ένα μεγάλο μέρος υπάρχει στη φαντασία, οπότε αυτό μας επιτρέπει να πάμε την ιστορία πολύ πιο πέρα. Είναι ένα απίστευτο συμβάν, που αποτέλεσε μεγάλη έμπνευση για πάρα πολλούς ανθρώπους στη διάρκεια της παγκόσμιας ιστορίας, αλλά σίγουρα δεν είναι ντοκιμαντέρ. Είναι μία εκπληκτική ιστορία γεμάτη πάθος και πολιτική ίντριγκα και βιαιότητα και πολλά περισσότερα πράγματα, που υπάρχουν σ’ αυτόν τον υπερ-ρεαλιστικό, όμορφο, γεμάτο συναίσθημα, κόσμο.»
«ΤΟΤΕ ΘΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΣΤΗ ΣΚΙΑ!»: ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΕ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ
Ολόκληρη η ομάδα των πρωταγωνιστών ηθοποιών βυθίστηκε στην έρευνα της σπαρτιατικής ιστορίας και κουλτούρας για να προετοιμάσουν τους ρόλους τους αρχικά σε επίπεδο γνώσεων. Αλλά ο Σνάιντερ ήθελε επίσης να δείχνουν πιστευτοί και να δένουν πολύ μεταξύ τους, ώστε να μοιάζουν με την πολεμική μηχανή που εκπροσωπούν οι στρατιώτες της Σπάρτης. Για να τους προετοιμάσει σωματικά για τη σκληρότητα των απαιτητικών σκηνών μάχης, ο Σνάιντερ επιστράτευσε δύο ανθρώπους με τους οποίους είχε εκπαιδευτεί για χρόνια: τον Μαρκ Τουάιτ, έναν πρώην παγκόσμιο ρέκορντμαν στην επαγγελματική ορειβασία, ώστε ηθοποιοί και κασκαντέρ να έχουν καλή φυσική κατάσταση και το βετεράνο συντονιστή κασκαντέρ, τον Ντέιμον Κάρο, για να τους προετοιμάσει για τις σκηνές της μάχης. Έχοντας εκπαιδεύσει στο παρελθόν στρατιωτικό προσωπικό ειδικών αποστολών, cage fighters [παλαιστές μέσα σε χώρο περιφραγμένο με συρματόπλεγμα], πυροσβέστες, τραυματιοφορείς νοσοκόμους και ορειβάτες, η προσέγγιση του Τουάιτ περιλάμβανε ένα αυστηρό διατροφικό πλάνο, συνδυασμένο με αγωγή τιμωρίας/επιβράβευσης όσον αφορά τη φυσική δραστηριότητα. «Είναι ισότιμο με έναν αγώνα σπριντ –μικρή απόσταση, πάρα πολύ μεγάλη ένταση κι ένα πρόγραμμα διατροφής, για να υποστηρίξει καλύτερα την όλη αυτή προσπάθεια,» περιγράφει ο Τουάιτ. Για οκτώ εβδομάδες πριν την έναρξη των γυρισμάτων, ο Τουάιτ προκάλεσε τους ηθοποιούς να υπερβούν τα φυσικά τους όρια. Στην εκπαίδευση για καλύτερη προετοιμασία των σκηνών μάχης, η έμφαση δόθηκε στη φυσική εξάσκηση, μέσα από ένα συνδυασμό σύνθετων ασκήσεων γυμναστικής, άρσης βαρών και ρίψης ακοντίου. Χρησιμοποιήθηκαν πρωτόγονα όργανα -μπάλες εκγύμνασης, βάρη, κρίκοι– αντί για σύγχρονα μηχανήματα. Το κάθε πρόγραμμα εκγύμνασης είχε ανταγωνιστικό χαρακτήρα, με ένα σύστημα τιμωρίας/επιβράβευσης ανάλογα με την απόδοση του καθενός, ενώ τα αποτελέσματα ανακοινώνονταν καθημερινά για να τα ξέρουν όλοι. «Όταν, για κάποια χρονική περίοδο, περνάς τις ίδιες δοκιμασίες μαζί με άλλα άτομα, όπου ο ένας ανταγωνίζεται τον άλλον, αυτό που βγαίνει τελικά στην οθόνη είναι μία μαχητική δύναμη, η οποία γίνεται αληθοφανής και πιστευτή στο θεατή. Αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο κινούνται ατομικά αλλά και το πώς συμπεριφέρονται ως ενιαία ομάδα,» λέει ο Τουάιτ. Κάποιοι από τους άντρες ήταν απαραίτητο να χάσουν βάρος, ενώ κάποιοι άλλοι έπρεπε να βάλουν κιλά, οπότε ο καθένας ακολούθησε την ανάλογη δίαιτα. Ο Φασμπέντερ ήταν ένας από τους τυχερούς. «Ήμουν αρκετά τυχερός γιατί δε χρειάστηκε να τρώω μόνο ανάλατο κότατζ-τσιζ και γκρέιπ φρουτ,» λέει, «μιας και ο ήρωας που ερμήνευα έπρεπε να προσθέσει στη σιλουέτα του μερικά παραπάνω κιλά.» Ο Βίνσεντ Ρίγκαν υπέστη ίσως την πιο εκπληκτική μεταμόρφωση. «Ο Μαρκ μού έστειλε ένα DVD με οδηγίες εκγύμνασης κι εγώ σκεφτόμουν, «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, αποκλείεται να πετύχω το άλλο…» Εν τούτοις, με τη βοήθεια ενός εκπαιδευτή, σύντομα σκαρφάλωνε σε απόκρημνους λόφους και έκανε μποξ, ανάμεσα σε διάφορες άλλες δραστηριότητες. Το ότι εκπαιδεύτηκαν όλοι μαζί αυτό βοήθησε εξαιρετικά. «Επειδή όλοι οι ηθοποιοί γυμνάζονταν μαζί, υπήρχε μία ομαδική αίσθηση ότι προσπαθούσαμε ένα φτάσουμε έναν κοινό σκοπό,» θυμάται ο Ρίγκαν. Με μία ομάδα δέκα ηθοποιών, καθώς και κασκαντέρ από Λος Άντζελες, Βανκούβερ, Τορόντο και Μόντρεαλ, ο Ντέιμον Κάρο και ο βοηθός συντονιστής Τσαντ Σταχέλσκι ξεκίνησαν μία παράλληλη φυσική αγωγή, σε συνεργασία με τα προγράμματα φυσικής κατάστασης του Τουάιτ. «Ήταν μεγάλη βοήθεια όσον αφορά στην πρόληψη τραυματισμών, την αντοχή και τη συνολική εστίαση στον τελικό στόχο,» λέει ο Κάρο. «Στη χορογράφηση πολεμικών σκηνών, ποτέ δεν είναι αρκετός ο χρόνος για σωματική εκγύμναση, γιατί πολύ συχνά οι ασκήσεις δεν εναρμονίζονται με τις συγκεκριμένες κινήσεις που θα πρέπει να γίνουν στο γύρισμα. Αυτό που ο Μαρκ πρόσφερε στους ηθοποιούς της ταινίας ήταν μια γενικότερη σωματική δύναμη που να μπορεί να αξιοποιηθεί με κάθε τρόπο, κι όχι απλά σμιλεμένους δικέφαλους ή γραμμωμένους κοιλιακούς.» Οι Κάρο και Σταχέλσκι χορογράφησαν τις εντυπωσιακές σκηνές ξιφομαχίας και των σχηματισμών της μάχης. Ο Σίλβερ τονίζει ότι ο Σνάιντερ ήθελε οι σεκάνς μάχης να έχουν ένα πολύ ξεχωριστό στιλ. «Όταν ο Ζακ μάς είπε αρχικά για το πώς σκεφτόταν τις σκηνές μάχης, έλεγε, ‘Δε θέλω το σύνηθες χάος μιας μάχης ειδωμένο μέσα από αδιευκρίνιστα μακρινά πλάνα. Θέλω να είναι ‘τακτοποιημένο’, σαν μπαλέτο!» Ήθελε και η παραμικρή κίνηση μέσα στη μάχη να είναι προσεκτικά χορογραφημένη, υιοθετώντας τακτικές και κινήσεις πολεμικών τεχνών.» Για να υπηρετήσει επαρκώς το όραμα του σκηνοθέτη, ο Κάρο, ο οποίος είναι εξπέρ των πολεμικών τεχνών, αποφάσισε να ενσωματώσει στις χορογραφίες των μαχών, κινήσεις και τεχνικές από διάφορες πολεμικές τέχνες. Η επιμονή των Κάρο και Σταχέλσκι στη λεπτομέρεια, διευκόλυνε τους ηθοποιούς να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. «Οι Ντέιμον και Τσαντ είναι απίστευτα ταλαντούχοι,» λέει ο Μπάτλερ. «Όλοι μαζί μαθαίναμε και βελτιωνόμασταν ταυτόχρονα, μέχρι που γίναμε μία αδιάσπαστη ομάδα. Η δράση που βλέπεις στην ταινία είναι κάτι το απίστευτο, κι αυτό οφείλεται κυρίως σ’ αυτούς τους δυο.» «Βασικά μας εκπαίδευσαν από το μηδέν,» προσθέτει ο Ντέιβιντ Γουένχαμ. «Μας δίδαξαν πώς να πολεμάμε και μας έκαναν γυμνάσια κάθε μέρα! Οπότε δεν ήταν το θέμα να μάθουμε συγκεκριμένες κινήσεις, αλλά να κινούμαστε με βάση το πολεμικό ένστικτό μας.» Οκτώ εβδομάδες εκπαίδευσης προηγήθηκαν των γυρισμάτων, μα η εκπαίδευση συνεχίστηκε και σε όλη τη διάρκεια της παραγωγής μέχρι και τη μέρα που έπρεπε να γυριστεί η κάθε σκηνή. Η διαρκής εκγύμναση και οι ατέλειωτες πρόβες όμως, είχαν αποτέλεσμα. «Όταν φτάναμε στη στιγμή της δράσης, τα παιδιά λειτουργούσαν εξαιρετικά καλά,» διαβεβαιώνει ο Κάρο. «Υπάρχουν πολλές σκηνές μάχης που απαιτούν περίπλοκες χορογραφικές κινήσεις, και μετά από όλες αυτές τις εβδομάδες κοινής δουλειάς και εκγύμνασης, υπήρχε μία σχεδόν τηλεπαθητική επικοινωνία ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους κασκαντέρ.» Πράγματι, η ολοκληρωτική αφοσίωση τόσο από τους εκπαιδευτές όσο και από τους ηθοποιούς είχε ως αποτέλεσμα ότι οι σεκάνς δράσης γυρίστηκαν με τον πιο ικανοποιητικό και αποδοτικό, από άποψη χρόνου, τρόπο. «Θα περίμενε κανείς ότι οι σκηνές δράσης θα χρειάζονταν πολύ περισσότερο χρόνο, αλλά η κάθε κίνηση ήταν με τόση ακρίβεια σχεδιασμένη που αν και δεν το περίμενε κανείς, τελειώσαμε τα γυρίσματα νωρίτερα,» δηλώνει ο Σίλβερ.
ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΣΠΑΡΤΗ: ΚΑΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΣΙΝΕ*
* μηχάνημα που μετατρέπει το κιν/φικό φιλμ σε βίντεο.
Για να μεταφέρει το επικό δράμα του στη μεγάλη οθόνη, ο Ζακ Σνάιντερ συγκέντρωσε γύρω του μία ποικιλόμορφη ομάδα συνεργατών, ανάμεσά τους το διευθυντή φωτογραφίας Λάρι Φονγκ, τον υποψήφιο για Όσκαρ σκηνογράφο Τζέιμς Μπίσελ (Good Night, and Good Luck), το μοντέρ Γουίλιαμ Χόι, τον ενδυματολόγο Μάικλ Γουίλκινσον, τον υπεύθυνο οπτικών εφέ Κρις Γουάτς, και τους υπεύθυνους μακιγιάζ και εφέ ομοιωμάτων Σόουν Σμιθ και Μαρκ Ράπαπορτ. Για τον Τζέιμς Μπίσελ, οι 300 απαιτούσαν μία θαρραλέα, νέα προσέγγιση στον τομέα της σκηνογραφίας εξαιτίας της ψηφιακής φύσης των σκηνικών και της απόφασης για πιστή απόδοση του οπτικού στιλ που δημιούργησε ο Μίλερ στο κόμικ του. «Ανήκει πιο πολύ στον κόσμο της όπερας παρά στον πραγματικό,» διευκρινίζει. Χρησιμοποιώντας τα storyboards του Ζακ Σνάιντερ ως σημείο εκκίνησης, ο Μπίσελ και η ομάδα του δημιούργησαν τρισδιάστατους χώρους και αφηρημένες απεικονίσεις της Σπάρτης, της ελληνικής γης και των Θερμοπυλών, του μέρους όπου έλαβε χώρα η επική μάχη. Μετά, οι Σνάιντερ, Μπίσελ και Γουάτς ξαναείδαν τις απεικονίσεις. Ο Μπίσελ θυμάται, «Ρωτούσαμε, ‘Οι ηθοποιοί θα ανεβαίνουν το λόφο ή θα τον κατεβαίνουν; Προς τα πού θα πέφτουν οι σκιές; Πόσο μεγάλο ή μικρό τμήμα απ’ αυτό το σκηνικό θα πρέπει να χτίσουμε;» Τα σκηνικά εξωτερικών χώρων ήταν ‘αφηρημένα’, χωρίς διακριτικά στοιχεία, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πολλές σκηνές απλά αλλάζοντας γωνία λήψης στην κάμερα ή προσθέτοντας κάποια επιπλέον στοιχεία. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο Λεωνίδας και ο στρατός του των 300 διέσχισαν τη μισή Ελλάδα μέσα σε τρία μόνο κατασκευασμένα σκηνικά! Τα σκηνικά της Σπάρτης, των Θερμοπυλών και της σκηνής του Ξέρξη χτίστηκαν επίσης σε πλατό. «Η μόνη σκηνή που γυρίσαμε σε εξωτερικό χώρο είναι εκεί όπου οι Πέρσες αγγελιαφόροι έρχονται καλπάζοντας προς την κάμερα,» δηλώνει ο Μπίσελ. Για κάθε σκηνή σχεδιάστηκε ένα πλήρες τρισδιάστατο περιβάλλον, και μετά κατά τη διάρκεια του ρενταρίσματος (διαδικασία κατά την οποία ο Η/Υ κατασκευάζει, με πλήρη ακρίβεια, την υφή και το χρώμα του τρισδιάστατου μοντέλου) δημιουργήθηκαν τα απαραίτητα καρέ-κλειδιά (σημεία αναφοράς) της κίνησης. Μόλις ολοκληρώθηκε αυτό, ο Μπίσελ ήταν σε θέση να εκτιμήσει καλύτερα, τι ακριβώς έπρεπε να χτιστεί, και έκανε τις ανάλογες προσαρμογές. Ο Κρις Γουάτς συνεργάστηκε στενά με τους Μπίσελ και Σνάιντερ για να διασφαλίσει ότι οι δημιουργικές και τεχνικές λεπτομέρειες θα υπηρετούσαν το συνολικό όραμα της ταινίας. «Όταν έχεις 1.300 λήψεις που απαιτούν ειδικά εφέ, σίγουρα δε λείπουν τα τεχνικά θέματα,» εξηγεί ο Γουάτς. «Αλλά η βασική δυσκολία των 300 ήταν καθαρά δημιουργική: όλες αυτές οι λήψεις των οπτικών εφέ έπρεπε να κατασκευαστούν έτσι ώστε να αντανακλούν το στιλ και την αισθητική του κόμικ, ενώ ταυτόχρονα να διευκολύνουν την πραγματοποίηση του οράματος του Ζακ για τα μέρη της ταινίας που δεν υπάρχουν στο κόμικ.» Επειδή σχεδόν όλα τα σκηνικά και οι τοποθεσίες «τονίστηκαν» με οπτικά εφέ, οι ομάδες της ζωγραφικής των σκηνικών και των οπτικών εφέ θα έπρεπε επίσης να διασφαλίσουν ότι οι τεχνικές λεπτομέρειες θα έδεναν σωστά μεταξύ τους. Ο Γουάτς δίνει μια απλοποιημένη περιγραφή της διαδικασίας: «Ο Τζιμ σχεδίασε όλα τα σκηνικά έχοντας στο μυαλό του το οπτικά εφέ που θα υποστούν. Μετά, οι τεχνίτες των οπτικών εφέ, με την κατάλληλη επεξεργασία, τελειοποίησαν τα σκηνικά του Τζιμ, προκειμένου να δώσουν στον Ζακ μία όσο πιο ακριβή εικόνα του τι να περιμένει ως τελικό αποτέλεσμα. Αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα που δεν μπορούσαμε να διευθετήσουμε με τα υπάρχοντα σκηνικά, τότε σχεδίαζαν ή άλλαζαν κάτι που ήδη υπήρχε, ώστε να καλυφθεί κι αυτή η ανάγκη.» Ως μέρος του σχεδιασμού της ταινίας σε οπτικό επίπεδο, ο Γουάτς και η ομάδα του πέρασαν από ψηφιακή δοκιμασία οτιδήποτε θα εμφανιζόταν στην ταινία: το πώς θα φαίνεται η φωτιά, οι σπαρτιατικές κάπες, οι πληγές, τα όπλα, το αίμα το φτιαγμένο σε υπολογιστή σε σχέση με το αληθινό αίμα. «Σχεδόν τα πάντα, ακόμη και λεπτομέρειες που κάποιος θα θεωρούσε ως δεδομένες, πέρασαν από ψηφιακή δοκιμασία, διαδικασία που κράτησε πολλούς μήνες,» συνεχίζει ο Γουάτς. «Όταν συμφωνούσαμε τελικά ότι κάτι λειτουργεί σωστά, οι λεπτομέρειες καταγράφονταν σε στιλ ‘μπούσουλα’, το οποίο αποστέλλαμε στους συντονιστές της ταινίας. Είχαμε δέκα συντονιστές οπτικών εφέ σε τέσσερις χώρες, απ’ τους οποίους το ζητούμενο ήταν η ενότητα του ύφους της ταινίας.» Το τμήμα των οπτικών εφέ συνεργάστηκε επίσης με το διευθυντή φωτογραφίας Λάρι Φόνγκ. «Σίγουρα το κόμικ επηρέασε το ύφος αλλά αυτή ήταν μία μόνο από τις δυσκολίες μου,» λέει. «Σκοπός μου ήταν να τονίσω την ατμόσφαιρα και τη δραματική ένταση, κι επιπλέον έπρεπε να ικανοποιώ και τις απαιτήσεις δουλειάς του τμήματος οπτικών εφέ με το να κρατάω μία διαρκή καθαρότητα και οξύτητα στην εικόνα, προκειμένου αργότερα να μπορεί να εφαρμοστεί η μέθοδος της ‘συμπίεσης’ πέρα ως πέρα, για να δοθεί το τελικό οπτικό αποτέλεσμα.» Στην κινηματογράφηση της ταινίας, ο Φονγκ έπρεπε να αποφασίσει πώς να μεταφέρει το κόμικ του Φρανκ Μίλερ στις τρεις διαστάσεις. «Το να μεταφράζεις κάτι τέτοιο μέσα από το φωτισμό και τη σύνθεση του κάδρου μερικές φορές μπορεί να σε ξεγελάσει αλλά έχει και πολύ ενδιαφέρον,» περιγράφει. «Υπήρχαν φορές που θέλαμε να ταιριάξουμε την εικόνα μας με συγκεκριμένα καρέ του κόμικ, τα οποία ο Ζακ ονόμασε ‘Τα καρέ του Φρανκ’. Αλλά φυσικά η κάθε λήψη στην ταινία δεν μπορεί να μοιάζει με ένα ζωγραφικό σχέδιο, οπότε είχαμε χώρο να πειραματιστούμε και να αναπτύξουμε ένα δικό μας οπτικό στιλ. Θα έλεγα ότι πολύ συχνά ήταν μία ενστικτώδης διαδικασία παρά μία τεχνική εφαρμογή.» Επίσης και ο ενδυματολόγος Μάικλ Γουίλκινσον ήθελε να παραμείνει πιστός στο ύφος των σκίτσων του Μίλερ. Στη δημιουργία των κοστουμιών της ταινίας, διατήρησε «τη δύναμη της γραμμής, τα έντονα περιγράμματα των σωμάτων και τα βαριά υφάσματα που απεικονίζονται στο κόμικ, και χρησιμοποίησε υλικά που έχουν υπέροχη υφή, που θα τα αποτύπωνε γλαφυρά η κάμερα, και τα οποία θα ανέδιδαν μία αίσθηση ζωντάνιας,» εξηγεί ο Γουίλκινσον. Ο Γουίλκινσον και η ομάδα του διέσχισαν τον κόσμο για να εμπνευστούν αλλά και να βρουν υφάσματα που θα ζωντάνευαν τα σχέδιά τους. Το λινό για τις σπαρτιατικές κάπες βρέθηκε στη Ρωσία, και το επέλεξαν για την υπέροχη υφή και το δυναμικό τρόπο με τον οποίο ανεμίζει στις σκηνές δράσης. Μετά, το ύφασμα πέρασε από εκτεταμένες δοκιμασίες με διάφορες βαφές, μέχρι να πετύχουν το σωστό σπαρτιατικό πορφυρό. Ύστερα η ομάδα πέρασε τις κάπες μέσα από μία διαδικασία ‘ταλαιπωρίας’ για να αναδίδουν την αίσθηση της φυσιολογικής φθοράς, μιας και οι στρατιώτες τις φοράνε στις μάχες. «Κοιτάξαμε το κόμικ και είδαμε ότι προς το τέλος του βιβλίου, ο Φρανκ είχε σχεδιάσει τις κάπες να έχουν χάσει το χρώμα τους και να ‘ναι κουρελιασμένες,» θυμάται. «Έτσι, υποβάλαμε σε ταλαιπωρία τις κάπες με ουσίες αποχρωματισμού αλλά και βαφές, για να τις κάνουμε να μοιάζουν σαν να είχαν περάσει μέσα από δύσκολες μάχες.» Η επιλογή αυτή επίσης βοήθησε να απεικονιστεί το ψυχολογικό βάρος που είχαν επιφέρει οι μάχες στους Σπαρτιάτες. «Το ηθικό τους έχει σπάσει από τα χτυπήματα που δέχονται σε κάθε διαφορετική μάχη,» δηλώνει. «Οπότε, η φθαρμένη εμφάνιση των κοστουμιών λειτουργεί επιπλέον και σαν μεταφορά για τη ζωή που έχει αρχίσει να ‘αιμορραγεί’ μέσα τους.» Για να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις σπαρτιατικές και περσικές στρατιές, οι Σπαρτιάτες στρατιώτες είναι ντυμένοι σε πλούσιους, ζεστούς, γήινους τόνους, ενώ οι Πέρσες αστράφτουν μέσα στα χρώματα του παγωνιού: εξωτικά πράσινα, μπλε και πορφυρά, μαζί με χρυσό. Ο Γουίλκινσον εξηγεί, «Τα κοστούμια των Ελλήνων στρατιωτών τονίζουν την έντονα γυμνασμένη σωματική τους διάπλαση –όπως τα σώματα έτσι είναι και η πανοπλία τους- ενώ, αντίθετα, οι Πέρσες στρατιώτες είναι ντυμένοι με εξωτικά υφάσματα, και οι σιλουέτες τους είναι εξαιρετικά τονισμένες για να δώσουν την εντύπωση στα ελληνικά μάτια, ότι τους πλησιάζει ένα μυστηριώδες, άγνωστο τέρας. Για τα κοστούμια του περσικού στρατού πολλές υπήρξαν οι πηγές έμπνευσης. «Σκεφτήκαμε ότι, τον καιρό που ο Ξέρξης βάδιζε από την πατρίδα του ως την Ελλάδα, σίγουρα θα ήρθε σε επαφή με πολλές και διαφορετικές φυλές,» λέει ο Γουίλκινσον. «Οπότε, για κάθε μία από τις διαφορετικές περσικές φυλές, είχαμε διαφορετικές επιρροές, με μία γκάμα από την Αφρική ως την Αίγυπτο, τη Ρωσία, την Αρμενία, την Ιαπωνία, την Κίνα, και οτιδήποτε άλλο ενδιάμεσα.» Το περίτεχνο κοστούμι του Ξέρξη –φτιαγμένο σχεδόν ολοκληρωτικά από μέταλλο παρά από ύφασμα- βασίστηκε σε συγκεκριμένο καρέ από το κόμικ του Μίλερ. «Το σκίτσο που έκανε ο Φρανκ για τον Ξέρξη είναι από τις πιο αγαπημένες μου εικόνες του κόμικ,» λέει ο ενδυματολόγος. «Μ’ άρεσε η τόλμη του, και εμπνεύστηκα από την απόφαση του Φρανκ να εντυπωσιάσει οπτικά ακόμη και εις βάρος της ιστορικής ακρίβειας.» Το σχέδιο του Γουίλκινσον για τον Ξέρξη είναι σίγουρα το πιο περίπλοκο κοστούμι της ταινίας. «Το κοστούμι αποτελείται από 18 διαφορετικά στολίδια, όπου για το καθένα χρησιμοποιήθηκαν δωδεκάδες χάντρες από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή και διακοσμητικά σχέδια, συν 12 διακοσμητικά σκουλαρίκια που φτιάξαμε ειδικά γι’ αυτόν τον ήρωα.» Χρησιμοποιώντας βαριά δέρματα, μπρούτζινα υλικά, φτερά, τρίχες αλόγου, υαλοβάμβακα και πλαστική ρητίνη, ο Γουίλκινσον και η ομάδα του από 60 τεχνίτες κοστουμιών δημιούργησαν όλες τις πανοπλίες, τα κοσμήματα και τις περικεφαλαίες για να εξοπλίσουν τους Σπαρτιάτες και τους Πέρσες. Πολλά από τα κοστούμια έπρεπε να βγουν σε πολλαπλά αντίγραφα. Για παράδειγμα, φτιάχτηκαν πέντε σπαρτιατικές κάπες για τον καθένα από τους πρωταγωνιστές και 17 πανομοιότυπα από τις χαρακτηριστικές βαθυκόκκινες περικεφαλαίες του βασιλιά Λεωνίδα. Η εμφάνιση των ηρώων –ανθρώπων και μη- χρειάστηκε και την επέμβαση της ομάδας ειδικών εφέ στο μακιγιάζ, με επικεφαλής τους Σόουν Σμιθ και Μαρκ Ράπαπορτ. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι για να δημιουργήσουν την εμφάνιση του Εφιάλτη, των Αθανάτων, του Δήμιου και διάφορων χαρακτήρων που περιέβαλαν τον Ξέρξη, καθώς και του λύκου που αντιμετωπίζει ο μικρός Λεωνίδας, και επιπλέον κάποιων αλόγων. Επίσης, ανέλαβαν και την ευθύνη να δημιουργήσουν το μακάβριο ‘Τείχος των Νεκρών’, το οποίο έχτισαν οι Σπαρτιάτες χρησιμοποιώντας τα πτώματα των νικημένων Περσών. Οι ομάδες μακιγιάζ και ειδικών εφέ χρησιμοποίησαν μία ειδική υδραυλική κατασκευή που επέτρεψε στους Σπαρτιάτες να μετατρέψουν το τείχος σε ένα αποτελεσματικό όπλο. Επιπλέον, η ομάδα του μακιγιάζ είχε το καθήκον να δημιουργήσει χαρακτήρες που δεν εμφανίζονται στο κόμικ του Μίλερ. Πάντως, ο Σνάιντερ, οι παραγωγοί και όλοι όσοι συμμετείχαν στην παραγωγή είχαν την εμμονή να παραμείνουν πιστοί στο όραμα που ο Μίλερ κατέγραψε στο κόμικ του. Όπως δηλώνει ο Νουνάρι, «Δουλεύοντας μαζί, γίναμε όλοι κομμάτι αυτής της υπέροχης ομάδας και χαρήκαμε τη διαδικασία να φτιάξουμε μια ταινία τέτοιου αισθητικού και τεχνικού επιπέδου.» Ο Κάντον συμφωνεί. «Από το ξεκίνημα με τα storyboards που βασίστηκαν στο κόμικ του Φρανκ ως το γύρισμα της ταινίας και την τελική τεχνική επεξεργασία, οι 300 υπήρξαν ένα εξαιρετικά συναρπαστικό ταξίδι για όλους μας.»
Επίσημη ιστοσελίδα: www.300themovie.gr Για περισσότερες πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό επισκεφτείτε τη διεύθυνση: www.villagefilms.gr (pressbox)
300