DU LEVANDE
Εσείς οι ζωντανοί
ΒΟΥΤΗΓΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Το Ρόι Άντερσον το γνωρίσαμε με τα «Τραγούδια από το δεύτερο όροφο». Έρχεται με αυτή την ταινία, «Εσείς οι ζωντανοί», να κάνει μια επιχειρηματολογία πάνω στο ίδιο θέμα: στην επικοινωνία. Η προηγούμενη του ταινία ήταν πολύ δύσκολη και απευθυνόταν στους μυημένους στον κινηματογράφο. Αυτή βάζει περισσότερο χιούμορ που βοηθά να κάνει το θέμα του πιο ανάλαφρο.
Ο σκηνοθέτης βάζει λέξεις-κλειδιά μέσα στο λόγο του, δείκτες που θα οδηγήσουν το θεατή σε ένα δρόμο. Τουλάχιστον θα του το δείξουν και αυτός, αν θέλει, μπορεί να τον ακολουθήσει. Φράσεις μισές που υποτίθεται ότι συμπληρώνονται από άλλες, όμως αυτό ποτέ δε γίνεται. Η επικοινωνία μένει μετέωρη και ο άνθρωπος παραμένει μια μονάδα, μέσα στην κοινωνία, μαζί με τους άλλους, συγχρόνως όμως μόνος του, να υποφέρει την αβάσταχτη μοναξιά του. Πολλές φράσεις μοιάζουν να είναι ένας μονόλογος. Όμως, αν κάποιος τις παρακολουθήσει και τις δει καλύτερα, τότε θα ανακαλύψει ένα άλλο σύμπαν: το σουρεαλισμό και το όνειρο.
Εκεί, στο όνειρο, μπορείς να πεις ότι θέλεις. Έχεις το ελεύθερο να εκφράζεσαι. Υποτίθεται ότι δεν είσαι εσύ, αλλά ο Άλλος. Το alter ego σου που δεν μπορεί να ελεγχθεί. Σε αυτή την ελεύθερη ζώνη της ανθρώπινης επικοινωνίας στο άφατο, ο Άντερσον εδραιώνει τη δική του επικοινωνία, έτσι όπως θα έπρεπε να ήταν για να επιτευχθεί η κοινωνική ολοκλήρωση του ανθρώπου και από μονάδα να γίνει ένα στοιχείο σε ένα ενιαίο οργανικό σύνολο.
Με αυτή την έννοια ο κινηματογράφος του πλησιάζει τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας, ακουμπά το μεγαλείο τους και, μαζί με αυτά, βλέπει και αφουγκράζεται την ανθρώπινη ψυχή. Ένα δείγμα ουμανιστικού κινηματογράφου που είχαμε καιρό να δούμε, μια ευκαιρία να προσεγγίσουμε το θέατρο των σκανδιναβικών χωρών, κρατώντας το μεγαλείο του λόγου (ή του Λόγου αν προτιμάτε). Ο Άντερσον γαλουχείται από τον Ντράγιερ και προσπαθεί να το φτάσει. Βλέπει τον Μπέργκμαν και κάνει προσπάθειες να ακονίσει το λόγο του για να μονομαχήσει με αυτόν. Έχει να δώσει ακόμα πολλά στη βαλτωμένη ευρωπαϊκή κινηματογραφία, αξίζει της προσοχής μας.
Γιάννης Φραγκούλης
Η δυσκολία στην ανάγνωση ενός έργου τέχνης δεν είναι καλό ούτε για τον θεατή ούτε, βέβαια, και για το δημιουργό. Γιατί δυσκολεύει την επικοινωνία και οδηγεί στη μείωση, που φτάνει, ανάλογα, μέχρι και την ακύρωση του στόχου! Ο στόχος, σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να είναι η απόλυτη επικοινωνία, η οποία για να επιτευχθεί πρέπει η γλώσσα του δημιουργού να είναι ολοκληρωμένη και κατανοητή από τον αποδέκτη. Με λαρυγγισμούς, με μισόλογα και με αυθαιρεσίες δεν ολοκληρώνεται μια καλλιτεχνική πράξη (επικοινωνία). Η αλληγορία έχει και αυτή κώδικες οι οποίοι πρέπει να είναι γνωστοί τόσο στο δημιουργό όσο και στον αποδέκτη. Για να είμαστε δίκαιοι ο ένοχος δεν είναι πάντα ο δημιουργός. Πολλές φορές και ο θεατής έχει τις ευθύνες του. Άλλοτε γιατί τεμπελιάζει και μένει στάσιμος στις γνώσεις του και άλλοτε γιατί αρνείται να γνωριστεί με το καινούριο. Τις περισσότερες φορές, πάντως, ο δημιουργός είναι ο κυρίως υπεύθυνος! Και σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να είναι αυτός εκείνος που θα δημιουργεί τα προσκόμματα και τις δυσκολίες!
Κάνω αυτό τον πρόλογο, γιατί, παρακολουθώντας την ταινία του Ρόι Άντερσον, «Εμείς οι ζωντανοί», βγήκα από την αίθουσα μισοπεινασμένος! Από τις δεκάδες γεύσεις που φαίνονταν να κυκλοφορούν στην οθόνη ή που αργότερα διάβασα ότι ήταν στις προθέσεις του Σουηδού σκηνοθέτη, λίγες έφτασαν τελικά στο πιάτο μου. Οι περισσότερες ή ήταν ανολοκλήρωτες ή εγώ δεν είχα την ικανότητα να τις γευθώ. Σημασία πάντως έχει πως ο σκοπός δεν επιτεύχθηκε! Η επικοινωνία ήταν προβληματική και πολλές φορές ανύπαρκτη. Και εγώ αναλαμβάνω τις ευθύνες μου και υπόσχομαι να προσπαθήσω στο μέλλον. Άλλωστε, πρωτίστως, το οφείλω στον εαυτό μου. Ο δημιουργός, όμως; Πώς ο μέσος θεατής θα μπορέσει να επικοινωνήσει με την ταινία του όταν αυτή τις περισσότερες στιγμές μιλάει Σουαχίλι (δύσκολη γλώσσα, που μιλιέται από λίγους ανθρώπους);
Φτάνει στον καλό δημιουργό από το έργο του ο θεατής να καταλαβαίνει μια δυο φράσεις και από αυτές, και από τα συμφραζόμενα, να αγωνίζεται και να ιδρώνει για να καταλάβει τα υπόλοιπα; Είναι αυτός, τελικά, τρόπος επικοινωνίας; Αυτός είναι ένας εξαντλητικός μαραθώνιος! Η τέχνη, για να υπηρετεί τον κοινωνικό ρόλο της, δεν είναι, δεν πρέπει να είναι βασανιστική. Πρέπει να είναι χαρούμενη. Ο δημιουργός δεν πρέπει να ακυρώνει τον αποδέκτη ή το αντίστροφο. Η τέχνη απαιτεί τη συνεργασία αυτών των δυο πόλων. Γιατί ο σκοπός και ο στόχος είναι ο ίδιος και για τους δυο. Η κατανόηση της πραγματικότητας!
«Παραπονιέμαι», γιατί η ταινία έχει και θέλει να μας πει πολλά πράγματα! Θέλει να μας μιλήσει για την αλληλεπίδραση των ανθρώπων. Θέλει να μας πει για την ανάγκη του ενός ανθρώπου για τον διπλανό του και το αντίστροφο. Θέλει να μας πει, επίσης, πως ο άνθρωπος πολλές φορές από φίλος γίνεται εχθρός του διπλανού του. Και πως αντί να του προσφέρει χαρά τού προσφέρει προβλήματα και λύπη. Θέλει, με λίγα λόγια, να μας μιλήσει -και μάλιστα με τρυφερότητα- για τον άνθρωπο! Και αυτό κάνει! Όμως, η εγκεφαλικά αποστασιοποιημένη γραφή, που φτάνει στα όρια της σχολικής κινηματογραφικής ιχνογραφίας (ταμπλό-βιβάν) στεγνώνει τα πράγματα και τα απονευρώνει.
Ο θεατής μένει απαθής μπροστά στα διαδραματιζόμενα. Συμμετέχει με το λογική του αλλά δεν ενεργοποιεί τα συναίσθημά του. Με άλλα λόγια παρακολουθεί την ταινία με μισό μάτι. (Η θέαση για να είναι ολοκληρωμένη πρέπει να έχει δυο μάτια. Τη λογική και το συναίσθημα). Όσες φορές η ταινία μίλησε με πιο καθαρή γλώσσα η οθόνη πήρε φωτιά. (Η περίπτωση της κοπέλας που είδε όνειρο πως παντρεύτηκε έναν νεαρό μουσικό). Και μόνον γι΄ αυτή τη σκηνή αξίζει κανείς να δει την ταινία! Όσες φορές η ταινία απαλλάχτηκε από τον εγκεφαλικό φορμαλισμό της και πέρασε στην ποίηση δημιούργησε συναισθήματα, έβγαλε συγκίνηση. Ο θεατής γεύονταν ολόκληρο το πιάτο του! Αυτές οι στιγμές, δυστυχώς, δεν ήταν οι περισσότερες.
Οι περισσότερες ήταν οι «άνευρες». Αυτές που ενώ έλεγαν σημαντικά πράγματα, όπως αυτά που έλεγε η γυναίκα γι΄ αυτούς που τάχα μου συγχωρούσε, για παράδειγμα, εντούτοις έφτασαν στο θεατή αποδυναμωμένα! Και για να κλείνουμε. Το «Εμείς οι ζωντανοί» (τίτλος που είναι παρμένος από τις «Ρωμαϊκές Ελεγείες» του Γκαίτε: Χαρείτε, λοιπόν, εσείς οι ζωντανοί, μέσα στη θαλπωρή του κρεβατιού σας, πριν της Λήθης το ψυχρό κύμα «γλύψει» το πόδι σας που δραπετεύει), είναι μια γοητευτική ταινία, πολύ καλών και τρυφερών προθέσεων. Η οποία όμως, δυστυχώς, πάσχει στην αφήγηση. Πάσχει με την έννοια ότι η εγκεφαλική αποστασιωποίησή της την απονεύρωσε από τα συναισθήματα.
Νίκος Αντωνάκος
(Αυτή η κριτική δημοσιεύεται με την άδεια της εφημερίδας Ριζοσπάστης)
Εσείς οι ζωντανοί
(Du levande)
Σκηνοθεσία: Roy Andersson
Σενάριο: Roy Andersson
Φωτογραφία: Gustav Danielsson
Μοντάζ: Anna Märta Waern
Μουσική: Benny Andersson
Ήχος: Jan Alvemark, Robert Sörling
Ερμηνεύουν: Håkan Angser (ψυχολόγος), Eric Bäckman (Μάικ Λάρσον), Patrik Anders Edgren (καθηγητής), Björn Englund (οργανοπαίκτης τούμπας), Lennart Eriksson (άντρας στο μπαλκόνι), Pär Fredriksson (πωλητής χαλιών), Elisabeth Helander (Μία), Gunnar Ivarsson (επιχειρηματίας), Jessika Lundberg (Άννα), Jessica Nilsson (δάσκαλος), Jörgen Nohall (Ούφε), Waldemar Nowak (πορτοφολάς), Kemal Sener (κουρέας)
Παραγωγή: Philippe Bober, Pernilla Sandström
Έτος παραγωγής: 2007
Χώρα παραγωγής: Σουηδία, Γερμανία, Γαλλία, Δανία, Νορβηγία
Χρόνος: 94΄
Χρώμα: έγχρωμη
Χρονολογία διανομής: 18/10/07
Εταιρεία διανομής: AMA Films.
ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ