Κριτική του Γιάννη Φραγκούλη
ΔΕΝ ΕΣΚΥΨΕ ΣΤΟ ΘΕΜΑ
Είναι σπάνια ευκαιρία να έχουμε στον ελληνικό κινηματογράφο μια ιστορική ταινία, ένα βιογραφικό έργο που θα παρουσιάζει την προσωπικότητα στην οποία αναφέρεται. Εκτός αυτού, είναι πολύ δύσκολο, όπως υποστήριζε ο Ταρκόφσκι, να γίνει μια ταινία βασιζόμενη σε κάτι το κλασικό, μάλιστα ο Ρώσος δημιουργός έλεγε ότι ήταν αδύνατο, προφανώς ήθελε να πει ότι η σύγκριση του κλασικού έργου με τη νεότερη δημιουργία είναι αμείλικτη. Εγώ θα επιμείνω και θα πω ότι είναι δύσκολο. Δεν αναφέρομαι τυχαία στον Ταρκόφσκι. Η ταινία του «Αντρέι Ρουμπλιόφ» βασιζόταν σε μια ιστορική προσωπικότητα της Ρωσίας και ένα κλασικό έργο, όμως είχαμε ένα αριστούργημα της κινηματογραφικής τέχνης. Γιατί; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση θα μας οδηγήσει στην κριτική στην ταινία «El Greco», του Γιάννη Σμαραγδή.Στην ταινία του Ταρκόφσκι έχουμε την ιστορική αναφορά. Τι ήταν ο Ρουμπλιόφ και ποιο ήταν το έργο του. Η ταινία πηγαίνει πιο κάτω και τοποθετεί τόσο το δημιουργό όσο και το έργο του στο συγκεκριμένο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, έτσι ώστε να καταλάβει ο θεατής ότι ο Ρουμπλιόφ δεν ήταν μια παρθενογέννηση. Το επόμενο επίπεδο είναι να μπει βαθιά μέσα στο δημιουργικό έργο του ζωγράφου, να το αναλύσει και να αναδείξει τις αξίες του, σε τέτοιο βαθμό που να τις κάνει πανανθρώπινες, παγκόσμιες και διαχρονικές. Αίφνης, το πνευματικό ξεπηδά από το υλιστικό και το έργο του ζωγράφου παίρνει μια ολοκληρωμένη μορφή: σάρκα, πνεύμα και οστά. Βρίσκεται απέναντι μας και είναι σα να μας λέει: «Πες μου τις σκέψεις σου», με το γαλήνιο ύφος που ένας μεγάλος διανοούμενος σκύβει στον πιο απλό άνθρωπο και επικοινωνεί μαζί του. Και εμείς ερχόμαστε σε επαφή και καταλαβαίνουμε όσο μπορούμε περισσότερα. Επανερχόμαστε στην ταινία του Σμαραγδή. Εδώ ο Θεοτοκόπουλος βρίσκεται σε ένα τόσο μικρό κομμάτι γης που είναι σα να εστάλλει από τον ουρανό, ένα άνθος λαμπρό σε μια στείρα εποχή. Ξεχωρίζει από τη μάζα και γίνεται διάσημος, τελικά. Γιατί όμως ξεχωρίζει; Επειδή είναι καλός ζωγράφος; Επειδή έχει να παρουσιάσει ένα πνευματικό έργο; Δε μας λέει τίποτε για αυτό. Πάει στη Βενετία (κάτι που δεν είναι ιστορικά διαπιστωμένο, αλλά σε μια μυθοπλασία πολλά επιτρέπονται) και βρίσκεται στο εργαστήριο ενός μεγάλου ζωγράφου. Τον ξεχωρίζουν. Γιατί; Πάλι τα ίδια ερωτήματα, πάλι δεν έχουμε απαντήσεις. Τελικά δέχεται και πάει στην Ισπανία. Και εκεί μεγαλουργεί. Γίνεται διάσημος, δάσκαλος και αξιοσέβαστος ζωγράφος στην πνευματική ελίτ και στο κοινό. Όμως δεν έχει μαθητές, βοηθούς, ένα δικό του μεγάλο εργαστήριο. Ξέρουμε πολύ καλά ότι κάθε διάσημος ζωγράφος διέθετε και βοηθούς και μαθητές, ανήκε σε μια συντεχνία. Ο Θεοτοκόπουλος ήταν η εξαίρεση!! Στη συνέχεια μας δείχνει ότι έπαιρνε αλήτες, περιθωριακούς τύπους και τους απέδιδε στον καμβά του σαν αγίους. Γιατί; Τι μεσολαβούσε για να έχουμε αυτή τη μετουσίωση; Πάλι η ταινία δε μας δίνει απαντήσεις. Ο Σμαραγδής δεν το ψάχνει καθόλου το θέμα. Δε βρίσκει ότι ο Θεοτοκόπουλος δεν έβλεπε μόνο τη σάρκα, μόνο την κοινωνική αδικία, στοιχεία που υπάρχουν στην ταινία, αλλά και το γιατί αυτός ο άνθρωπος έγινε έτσι, έβλεπε την ψυχή του και αυτή ζωγράφιζε. Τόσο στους περιθωριακούς τύπους, όπου απέδιδε το θείο δράμα τους, όσο και στους επιφανείς, που απέδιδε την πνευματική ένδεια και την κακομοιριά. Μόνο για αυτά η ταινία «El Greco» δεν μπορεί να σταθεί στο κινηματογραφικό στερέωμα. Μπορεί να είναι μια καλή τηλεοπτική αναφορά, αλλά όχι μια κινηματογραφική. Δεν πλησιάζει ούτε καν τις μέτριες μελέτες που έχουν δημοσιευθεί για το Θεοτοκόπουλο. Δεν είδε ούτε τη μεγάλη έκθεση στην Πινακοθήκη, «Από το Θεοτοκόπουλο στο Σεζάν», που επιμελήθηκε η Λαμπράκη-Πλάκα. Δεν είδε το Θεοτοκόπουλο καν, είδε ένα πιασάρικο θέαμα και έμεινε εκεί. Τα πλούσια σκηνικά είναι η απόλυτη αντίθεση με τη σεναριακή φτώχια. Η επιμονή να μιλούν όλοι αγγλικά μας οδηγεί σε μια χυδαία αντίληψη για την παγκοσμιοποίηση και έναν εύκολο τρόπο να διεκδικήσει την εμπορική επιτυχία. Φτάνει όμως στη γελοιότητα, ειδικά με τη Ματσούκα που δεν μπορεί να εκφρασθεί στα αγγλικά…
Γιάννης Φραγκούλης
Κριτική του Νίκου Αντωνάκου
Η ταινία «El Greco» είναι χρήσιμη σε πολλά επίπεδα! Πρώτα για την αισθητική της και την τεχνική της αρτιότητα. Ύστερα για το θέμα της. Τη γνωριμία του μέγιστου ζωγράφου Δομίνικου Θεοτοκόπουλου (El Greco) στο πλατύ κοινό. Και βέβαια το «τίναγμα» του Γιάννη Σμαραγδή στο χώρο των αποδεδειγμένα άξιων δημιουργών. (Ο Σμαραγδής με τον «El Greco» του, ξέφυγε από τη μιζέρια της φθηνής εγχώριας παραγωγής, η οποία μειώνει στο ελάχιστο τις δυνατότητες των Ελλήνων δημιουργών, και αναμετριέται, πια, με τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Η ταινία του δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από οποιαδήποτε ταινία τής οποιασδήποτε αναπτυγμένης κινηματογραφίας! Τόσο η ίδια η ταινία όσο και ο σκηνοθέτης της δεν ζητάνε, πια, επιείκεια και δικαιολογίες)!
Όλα τα παραπάνω γίνονται καταγγελία για τους υπεύθυνους των ελληνικών κινηματογραφικών πραγμάτων. Για την πολιτεία και όλους τους πειθήνιους και αδρά αμειβόμενους υπηρέτες της. Γιατί αποδεικνύουν ότι οι Έλληνες δημιουργοί, με ικανότητες, θέληση και πάθος είναι εδώ και έτοιμοι να προσφέρουν. Και όχι μόνον οι σκηνοθέτες, αλλά και οι ηθοποιοί, και οι τεχνικοί, και οι μουσικοί και οι χορογράφοι… Φτάνει να υπάρξουν οι προϋποθέσεις! Φτάνει να υπάρξει όραμα και αγάπη για τον τόπο και την τέχνη. Δυστυχώς, τόσο η ελληνική πολιτεία όσο και οι άχρωμοι και άοσμοι υπάλληλοί της αντί να διευκολύνουν τη δημιουργία την τραβάνε προς τα πίσω. Τη βουλιάζουν μέσα στη φτώχεια και τη γκρίνια. Μέσα στο δικό τους μίζερο τρόπο σκέψης. Την υποτάσσουν. Την κάνουν μη ανταγωνιστική. Τη μειώνουν και την εξαφανίζουν!
Ο «El Greco», λοιπόν, του Γιάννη Σμαραγδή είναι μια πλούσια ταινία! Πλούσια με όλη τη σημασία της λέξης. Δεν της λείπει τίποτα! Έχει πολλούς και καλούς ηθοποιούς ξένους και Έλληνες. Έλληνες ηθοποιούς, οι οποίοι άρπαξαν την ευκαιρία και φώναξαν «να, μπορούμε!» Γιατί, πράγματι, στην ταινία του Σμαραγδή είναι όλοι «αγνώριστοι». Αγνώριστος ο Μουστάκας, αγνώριστος ο Καλλιβωκάς, αγνώριστη η Ματσούκα, αγνώριστος, πολύ αγνώριστος, ο Λάκης Λαζόπουλος! Ο καλός διευθυντής φωτογραφίας Άρις Σταύρου καλύτερος από κάθε άλλη φορά. Η φωτογραφία του μιλάει. Έχει τα καλαίσθητα και λειτουργικά ντεκόρ του Δαμιανού Ζαρίφη (σε συνεργασία με τον Ούριολ Πουτς). Έχει το σφιχτό μοντάζ του Γιάννη Τσιτσόπουλου. Έχει τις χορογραφίες του Κωνσταντίνου Ρήγα. Έχει τη μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Έχει, λοιπόν, Έλληνες καλλιτέχνες που μιλάνε μια παγκόσμια γλώσσα. Που στέκονται επάξια δίπλα σε ξένους καταξιωμένους συναδέλφους τους. Να μην ξεχάσουμε, βέβαια, και τον επίσης Έλληνα συγγραφέα, τον Δημήτρη Σιατόπουλου, σε βιβλίο του οποίου στηρίζεται η ταινία! Η ταινία με κλασική αφηγηματική γραφή, με χρονολογική ακολουθία, όπως διαβάζουμε από αριστερά προς τα δεξιά, μας αφηγείται την επική, πράγματι, ζωή του Θεοτοκόπουλου. Από την Κρήτη στη Βενετία, τη γνωριμία του εκεί με την τέχνη και τους μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής (Τισιάνο -τον ερμηνεύει εξαιρετικά ο μακαρίτης Σωτήρης Μουστάκας), την εμπειρία και την ασφάλεια που αποχτάει εκεί και τη φυγή του, τέλος, στην Ισπανία, τη δεύτερη πατρίδα του!
Παράλληλα, βέβαια, μας δείχνει το ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει, δρα και ζωγραφίζει ο μεγάλος κρητικός και παγκόσμιος ζωγράφος (16ος αιώνας). Το ξεσήκωμα της Κρήτης κατά των Βενετών, την αμφιταλαντευόμενη αριστοκρατία της Ιταλίας (Βενετία), την Ισπανία της Ιεράς Εξέτασης! Μας δείχνει ακόμα τους έρωτες του μεγάλου ζωγράφου. Και, βέβαια, πάνω και πρώτα απ΄ όλα, την πάλη του καλλιτέχνη με τα χρώματα, το φως και τη σκιά, τη σύνθεση, την έκφραση, την λειτουργία της τέχνης. Η ταινία είναι χορταστική στην αφήγηση! Ο θεατής βγαίνει από την αίθουσα πληροφορημένος και γεμάτος. Είναι σίγουρο, πως ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος θα αποχτήσει και άλλους πιστούς φίλους από την ταινία. Άνθρωποι που είχαν ακούσει λίγα ή ελάχιστα γι΄ αυτόν και το έργο του θα αναζητήσουν να μάθουν περισσότερα. (Με αυτή την έννοια η ταινία έχει και (εκ)παιδευτικό χαρακτήρα).
Τα πάντα, λοιπόν, είναι άψογα; Ακόμα δε γεννήθηκε τέτοιο έργο! Και ο Ηνίοχος έχει «ελαττώματα». Η ταινία, φυσικά, έχει τα μειονεκτήματά της. Με σοβαρότερο, κατά τη γνώμη μου, αυτό της καλλιτεχνικής αναμέτρησης. Ο Σμαραγδής υπήρξε συντηρητικός σε σχέση με το Greco! Εκείνος ζωγράφισε δάχτυλα, μάτια, πρόσωπα, εκφράσεις, πολύ πέρα από τη ρεαλιστική αλήθεια. Ο Σμαραγδής από συντηρητισμό ή από φόβο κόλλησε στον κλασικό ρεαλισμό. Η ταινία του, ωστόσο, το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, απαιτούσε υπέρβαση! Και η υπέρβαση δεν έγινε! Ο Greco στο μεγαλύτερο διάστημα της ταινίας έμεινε καρφωμένος στο έδαφος. Δεν πέταξε! Και σε αυτό φταίει ο Σμαραγδής, ακόμα και για την επιλογή του καλού μεν αλλά λίγου, για να ερμηνεύσει το Greco, Νικ Άσντον. Κρατώντας τις παρατηρήσεις (και με τις παρατηρήσεις) να πάτε οπωσδήποτε να δείτε την ταινία. Είναι μια όμορφη, μια παραγωγική στιγμή της ελληνικής κινηματογραφίας! Μην ξεχνάτε πως θα κάνετε μια σπάνια γνωριμία. Θα συναντήσετε το Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τον παγκόσμιο και μοναδικό El Greco! Και θα συναντήσετε, επίσης, και μια ομάδα Ελλήνων καλλιτεχνών, με πρώτον τον Σμαραγδή, που σεβάστηκαν τον μεγάλο ζωγράφο και αγωνιστή!
Νίκος Αντωνάκος
(Αυτή η κριτική δημοσιεύεται με την άδεια της εφημερίδας Ριζοσπάστης)