ΕΝΑ ΠΡΟΩΡΟ ΤΕΛΟΣ
Ψυχή στο στόμα
Κριτική του Γιάννη Φραγκούλη
Η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του Γιάννη Οικονομίδη, η «Ψυχή στο στόμα», με έβαλε στην αρχή σε ένα μεγάλο δίλημμα. Με το Γιάννη είμαστε φίλοι χρόνια, τον εκτιμώ και με εκτιμά, σαν κριτικό κινηματογράφου, και πλέον εγώ, όπως κάθε κριτικός θα πρέπει να απαντήσει σε ένα μεγάλο ερωτηματικό: Θα βάλει πιο μπροστά τη φιλία του ή, βάσει αυτής, θα πει την αλήθεια για να βοηθήσει το φίλο του και να του προσφέρει αυτό που μπορεί; Εγώ διάλεξα το δεύτερο και αποφάσισα να πω και να γράψω αυτά που πραγματικά πιστεύω, ελπίζοντας να βοηθήσω τον Οικονομίδη στις επόμενες δουλειές του, οι οποίες θα είναι πιστεύω αρκετές.
Μου άρεσε το «Σπιρτόκουτο». Το είχα συζητήσει με το Γιάννη, αλλά και με άλλους συναδέλφους, κριτικούς, και είχα πει ότι με αυτή την ταινία έρχεται, επιτέλους, στην Ελλάδα η σχολή του ακραίου ρεαλισμού. Θα προσπαθήσω να γίνω πιο σαφής εδώ. Ο ακραίος ρεαλισμός εμφανίζεται στην αρχή στη λογοτεχνία, στη δεκαετία του 1950, και κατόπιν στον κινηματογράφο με κύριους εκπροσώπους το Λι και Λόουτς, Άγγλοι κινηματογραφιστές και οι δύο, γνήσιοι απόγονοι του free cinema, έχουν την άποψη ότι και στον κινηματογράφο μπορούμε να μιλάμε με τον πλέον απλό τρόπο, με το ρεαλισμό που θα τον φτάσουμε στην πιο ακραία μορφή του, δείχνοντας τα πράγματα έτσι όπως είναι, όπως έγιναν τη στιγμή που τα κινηματογραφούμε. Είναι όμως αυτό δυνατό;
Αν πιστέψουμε το Ζαν Ρους και τις έρευνές του στο ανθρωπολογικό ντοκιμαντέρ, θα δούμε ότι η πραγματικότητα δεν μπορεί να κινηματογραφηθεί με τέτοιο τρόπο σα να βάζαμε ένα καρμπόν και να είχαμε την ακριβή και ταυτόσημη εικόνα της. Έτσι βλέπουμε ότι η θεωρία του Τζίγκα Βερτώφ ουσιαστικά είναι χρήσιμη στη διδαχή της, να μη χρησιμοποιούμε εφέ ή άλλα καλολογικά στοιχεία στον κινηματογραφικό μας λόγο, τα οποία ουσιαστικά μας είναι άχρηστα και χρησιμεύουν για να εντυπωσιάσουν το θεατή. Στον κινηματογράφο του Λι και του Λόουτς έχουμε μια συνέχεια του κινηματογράφου του Ρους, ο οποίος είναι παντρεμένος, σε αυτή τη μορφή του, με τη μαρξιστική κοινωνική ανάλυση. Οι σκηνοθέτες κρατούν γερά τη διαλεκτική και κάνουν μια εις βάθος κοινωνική ανάλυση στην κοινωνία στην οποία αναφέρονται.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο. Το σημείο της στίξης που στον κινηματογράφος δεν είναι άλλο από το μοντάζ. Οι αυξομειώσεις του ρυθμού δίνουν έμφαση σε αυτό που θέλουμε να τονίσουμε και απαλείφουν από το μυαλό του θεατή τα περιττά στοιχεία, τα οποία «αποθηκεύονται» στο υποσυνείδητο για να επανέλθουν κατόπιν και να γίνουν μια ενιαία αφήγηση με τα υπόλοιπα μόρια του κινηματογραφικού λόγου. Στο «Σπιρτόκουτο» δεν είχαμε αυτή την αυξομείωση, είχαμε όμως σεναριακές αλλαγές, μικρές αλλά σημαντικές, για να κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον μας για αυτά που θα προκύψουν αργότερα. Να προσθέσω και το τέλος που ήταν ήπιο, κάνοντας έτσι μια αντίθεση ύφους που έκανε πιο δυνατή την ένταση και πιο εμφανή αυτά που ήθελε να πει. Ο αναγνώστης μπορεί να τη δει σε dvd για να καταλάβει τα υπόλοιπα.
Ερχόμαστε τώρα σε αυτή εδώ την ταινία, στην «Ψυχή στο στόμα». Με πολύ μεγάλη λύπη μου παρατήρησα ότι ο Γιάννης δεν κατάλαβε αυτά που του είχα πει σε μια συνομιλία μας. Εδώ η ένταση υπάρχει, φτάνοντας από το πρώτο δευτερόλεπτο στο κόκκινο, για να δείξει μια κοινωνία στην απόλυτη αποσύνθεση. Και έτσι είναι. Το κεντρικό αφηγηματικό πρόσωπο δέχεται όλη αυτή τη βία, λεκτική ή μη, στη δουλειά του, στο σπίτι του, στον περίγυρό του. Ο θεατής στο πρώτο πεντάλεπτο αισθάνεται ότι θα πρέπει να αντιδράσει, έτσι θα έκανε και αυτός, όχι όμως ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Και αυτό μας ενοχλεί. Θα πρέπει να μας ενοχλεί για να βάλει μέσα μας αυτή τη μη εγγεγραμμένη, μη ειπωμένη, αλλά υπάρχουσα βία που έρπει στην ελληνική κοινωνία και την απειλεί άμεσα.
Έχουμε όμως ανάγκη να καταλάβουμε τα υπόγεια αίτια που δημιουργούν αυτή τη βία. Και, όσο κι αν είναι παράξενο, σε αυτό το είδος της αφήγησης υπάρχει μια υπόγεια αφήγηση η οποία τελικά έχει μεγαλύτερη σημασία. Εξηγούμε: Ο αναγνώστης του κειμένου (εδώ του φιλμικού) πολύ γρήγορα εθίζεται στη βία, σε οποιαδήποτε μορφή της, και προσπαθεί αν βρει τι κρύβεται κάτω από αυτή. Αυτό είναι το πιο σημαντικό διότι απαντά στα «γιατί» και στα «πως» που έχουν να κάνουν άμεσα με εμάς. Αλλά για να μπορέσει να λειτουργήσει έτσι, στην ανάγνωση του κειμένου, θα πρέπει να υπάρχει το σπάσιμο του υπερτόνου, να φτάνει σχεδόν στο απλό μέτρο, και αυτή η αφηγηματική «τρύπα» να είναι η πρόκληση στο να τη συμπληρώσει ο ίδιος ο αναγνώστης το νόημα και να παραχθεί, τελικά, ένα ιδεολογικό κείμενο.
Εδώ δεν έχουμε τίποτε από όλα αυτά, απλά μια επίδειξη τεχνικής, νέας αφηγηματικής τεχνοτροπίας και εντυπωσιασμού. Η ταινία, σύμφωνα με όσα είπαμε πιο πάνω, έχει τελειώσει στο πρώτο δεκαπεντάλεπτο και περιμένουμε καρτερικά το τέλος για να δούμε τι θα γίνει. Σε αυτή όμως την αφήγηση δε μας ενδιαφέρει το τι θα γίνει αλλά το τι εννοείται. Αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Γιάννης Φραγκούλης
-----------------------------------------------
Με την ψυχή στην… Κούλουρη!
Ψυχή στο στόμα
Κριτική του Δημήτρη Φοινίτση
Το φαινόμενο του εγχώριου σινεμά «Γιάννης Οικονομίδης» εξακολουθεί να μας κόβει την ανάσα και να μας δένει το στομάχι κόμπο…
«Όλα καλά, όλα καλά ρε!» είναι η πρώτη φράση της τελευταίας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη δια στόματος του ηθοποιού Ερρίκου Λίτση, ο οποίος στη συνέχεια μετατρέπεται κανονικά σε… σάκο του μποξ για να «αντέξει» γερές μπουνιές, άγριες κλωτσιές και ζόρικα σπρωξίματα. Αληθινά, τέλος πάντων, χτυπήματα από γυναίκες και άνδρες συναδέλφους του. Με καθυστέρηση πολλών μηνών η ταινία βρήκε τελικά διανομή στις 22 Φεβρουαρίου σε μία μόνο αίθουσα στην Αθήνα (και σε άλλη μία στη Θεσσαλονίκη). Ο Κύπριος σκηνοθέτης –μετά από μια γόνιμη διαδρομή ως μικρομηκάς (με δύο τιμητικές διακρίσεις στο ενεργητικό του)- προχώρησε στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινίας του με τίτλο «Η ψυχή στο στόμα», βγάζοντας στην κυριολεξία την ψυχή των ηθοποιών αλλά και των θεατών του, που δεν είναι καθόλου λίγοι παρά τις αρχικές ανησυχίες και επιφυλάξεις των εταιρειών διανομής. Θέμα της ταινίας είναι ένας απλός, καθημερινός τύπος των δυτικών προαστίων που όλα τού πάνε στραβά. Το περιβάλλον της δουλειάς του δε μοιάζει αλλά είναι εφιαλτικό, η γυναίκα που αγαπά «ασχολείται» -ευκαιρίας δοθείσης!- και με άλλους άντρες ενώ η «οικογενειακή γαλήνη» είναι μια ολότελα άγνωστη φράση για τον ίδιο αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της κουρασμένης, απ’ τη ζωή, φαμίλιας του. Επιπλέον, ο φίλος που του έχει απομείνει δε δείχνει να νοιάζεται ιδιαίτερα για τα προβλήματά του. Συμπερασματικά «αυτός και το παντελόνι του»! Ωστόσο, οι διάλογοι –δουλεμένοι από κοινού με τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς- είναι απίστευτα σκληροί με ακατάσχετες βρισιές και βωμολοχίες. Η δε σωματική βία συχνά συναγωνίζεται τη λεκτική σε σημείο πρωτοφανές για τα ελληνικά κινηματογραφικά χρονικά. Η σκηνή όπου ο τοκογλύφος τρίβει το πρόσωπο του πρωταγωνιστή στο αυτοκίνητο και ύστερα τον βάζει να το γλείψει, με αποτέλεσμα να ματώσει, απλά μας αφήνει άφωνους με την ψυχή καρφωμένη στο στόμα, γνωρίζοντας ότι είναι πραγματική κι όχι εφετζίδικο προϊόν κάποιου εξπέρ κινηματογραφικού συνεργείου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο παραγωγός της ταινίας Πάνος Παπαχατζής, ζήτησε απ’ τους ηθοποιούς να υπογράψουν ιδιωτικό συμφωνητικό ότι όλ’ αυτά γίνονται υπ’ ευθύνη τους και μόνο! Η προηγούμενη ταινία του Οικονομίδη, το «Σπιρτόκουτο», με αντίστοιχο σχετικά θέμα, αλλά κάπως πιο ήπιο σε ωμή βία, έδειξε ξεκάθαρα πως ο νέος σκηνοθέτης έχει να διηγηθεί πράγματα μ’ ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο, κόντρα στα καθιερωμένα, οπωσδήποτε. Με τη δεύτερη ταινία του απλώς επιβεβαιώνει τις αρχικές εκτιμήσεις, δίνοντας μια γερή γροθιά στο κατεστημένο, δημιουργώντας ένα μοναδικό προηγούμενο. Οι σκηνές βίας είναι τόσο μα τόσο πειστικές, που παγώνεις όσο εξοικειωμένος κι αν είσαι με ανάλογες σεκάνς απ’ το παγκόσμιο σινεμά. Το πρώτο επίπεδο αναμφισβήτητα είναι βαθιά φωτογραφικά αποτυπωμένο, για τα υπόλοιπα αμφισβητούμενα ή μη έχει αποφανθεί ήδη η κριτική! Ο σκηνοθέτης –κι αυτό οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε όλοι- μας δείχνει κατάμουτρα έναν κόσμο που κάνουμε πως δεν βλέπουμε... χωμένοι στο μικρόκοσμο που ορίζουμε εμείς οι ίδιοι για τους εαυτούς μας, είτε αυτός είναι πασπαλισμένος από γκλαμουριά και χρυσόσκονη, είτε από δήθεν μαγκιά και μπόλικο… τσαμπουκαλίκι, να ούμε (!)
Δημήτρης Φοινίτσης
Ψυχή στο στόμα
Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης
Σενάριο: Γιάννης Οικονομίδης
Φωτογραφία: Δημήτρης Κατσαΐτης
Μοντάζ: Γιάννης Χαλκιαδάκης
Ήχος: Ντίνος Κίττου
Κοστούμια: Ιουλία Σταυρίδου
Σκηνικά: Ιουλία Σταυρίδου
Ερμηνεύουν: Ερρίκος Λίτσης (Τάκης), Βαγγέλης Μουρίκης (Περικλής), Μαρία Κεχαγιόγλου (Ειρήνη), Γιάννης Βουλγαράκης (Γιώργος), Μαρία Ναυπλιώτου (Πόπη), Κώστας Ξυκομηνός (Τζίμης), Σάσα Κρίτση (Αγγελική), Γιάννης Αναστασάκης (Μίμης)
Παραγωγή: Αργοναύτες Α.Ε., ΕΡΤ Α.Ε., Συμβουλευτική Επιτροπή Κινηματογράφου Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου, ΕΚΚ, Γιάννης Οικονομίδης ΕΠΕ, Strada Productions, Cassandra Films, Λάμπρος Τριφύλλης, Νίκος Τσαγκάρης
Έτος παραγωγής: 2006
Χώρα παραγωγής: Ελλάδα
Χρόνος: 111΄
Εταιρεία διανομής: Film Trade.
ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ