|
|
ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
(THE LIMITS OF CONTROL)
|
ΠΙΣΩ
|
Στα όρια του έλεγχου
(the limits of control)
ΟΤΑΝ Η ΜΟΡΦΗ ΥΠΕΡΙΣΧΥΕΙ
ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
(THE LIMITS OF CONTROL)
Σκηνοθεσία
Jim Jarmusch
Σενάριο
Jim Jarmusch
Φωτογραφία
Christopher Doyle
Μοντάζ
Jay Rabinowitz
Ήχος
Robert Hein Peter Murphy
Μουσική
Boris
Κοστούμια
Bina Daigeler
Μέικ απ
Ainhoa Eskisabel, Eva Quilez
Οπτικά εφέ
Eric J. Robertson, Glenn Allen
Καλλιτεχνική διεύθυνση
Raúl Monge
Κάστινγκ
David H. Kramer
Σχεδιασμός παραγωγής
Eugenio Caballero
Παραγωγή
Gretchen McGowan, Stacey E. Smith, Carter Logan, Yuki'e Kitô, Jon Kilik
Ηθοποιοί
Isaach De Bankolé (μοναχικός άντρας), Alex Descas (Κρεόλος), Jean-François Stévenin (Γάλλος), Óscar Jaenada (ζωγράφος), Luis Tosar (βιολιστής),
Paz de la Huerta (γυμνό κορίτσι), Tilda Swinton (ξανθιά), Youki Kudoh (μόρια), John Hurt (κιθαριστής), Gael García Bernal (Μεξικάνος), Hiam Abbass (οδηγός), Bill Murray (Αμερικάνος)
Χώρα: ΗΠΑ, Ισπανία, Ιαπωνία
Διάρκεια: 116΄
Έτος παραγωγής: 2009
Είδος: ταινία δρόμου
Εταιρεία διανομής: Odeon
Ημερομηνία εξόδου: 10/12/2009
Δεν είναι απαραίτητο πάντα σε μια ταινία να υπάρχει ένα σφιχτοδεμένο σενάριο. Πολλές φορές η μορφή, η φόρμα δηλαδή, μπορεί να αφηγηθεί μια χαρά μια ιστορία. Αν, μάλιστα ο σκηνοθέτης είναι μάστορας, ξέρει να κυριαρχεί στη μορφή και στο περιεχόμενο, γνωρίζει πως θα παντρέψει το ένα και το άλλο, τελικά με ποιο τρόπο θα «υποτάξει» το περιεχόμενο στη μορφή, τότε έχουμε ένα ολοκληρωμένο έργο.
Ο Jim Jarmusch μας έχει δώσει δείγματα σε παλιότερες ταινίες του. Για παράδειγμα το «Stranger than Paradise» (1982-84), «Coffee and cigarettes» (1986-2003), «Dead man» (1995) μας έχουν δώσει δείγματα ενός σκηνοθέτη που ξέρει να βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Σε όλες τις ταινίες του υπάρχει μια αέναη πάλη, ανάμεσα στο φορμαλισμό και στον ποιητικό ρεαλισμό. Νομίζει κανείς ότι ο σκηνοθέτης θέλει να κάνει μια όσο το δυνατό πιο ρεαλιστική ταινία, την τελευταία στιγμή όμως κάτι θα του ξεφύγει και η πλάστιγγα γέρνει προς το φουτουρισμό, ενώ καλοβλέπει το σουρεαλιστικό πεδίο αφήγησης.
Ακόμα, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της αφήγησής του είναι η ταινία δρόμου. Σχεδόν όλες οι ταινίες του είναι μια αφήγηση μιας ταινίας δρόμου. Αν σκεφτούμε λίγο πάνω σε αυτό το θέμα, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε. Μια ταινία δρόμου (road movie) έχει τα ίδια χαρακτηριστικά στα κλασικά έργα αυτού του είδους και σε άλλα που θέλουν να ξεφύγουν από την πεπατημένη, όπως σε αυτά του Jarmusch; Τι είναι, στην περίπτωσή μας, ο δρόμος; Ποια είναι η απόσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και το φαντασιακό;
Θα πιάσουμε την τελευταία ερώτηση -που θέσαμε στον εαυτό μας- για να μπορέσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι της «μπερδεμένης» αφήγησης, όπως εμφανίζεται σε πολλές ταινίες του Jarmusch. Θα την εξετάσουμε σε σχέση με την προτελευταία ερώτηση, για να μπορέσουμε να πιάσουμε την άκρη του και για να βρούμε τελικά το μέρος που κρύβεται ο θησαυρός του φιλμικού κειμένου στις ταινίες αυτού του ανεξάρτητου Αμερικάνου σκηνοθέτη.
Ο δρόμος είναι όντως κάτι το ρεαλιστικό, το πραγματικό. Ανήκει σε μια περιοχή και σε αυτόν αποτυπώνονται τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των κατοίκων ή των περαστικών. Ο φακός καταγράφει με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο ένα τόπο που ανήκει σε μια χώρα, σε μια περιοχή συγκεκριμένη. Όμως, ποτέ δε βλέπουμε το δρόμο όπως θα το βλέπαμε σε μια ταινία-ντοκιμαντέρ, όπου το βλέμμα του θεατή πέφτει, σχεδόν με ηδονοβλεπτικό τρόπο, πάνω στο δρόμο, προσπαθώντας να εξερευνήσει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ο δρόμος είναι πραγματικός και φανταστικός συγχρόνως. Είναι πραγματικός γιατί ανήκει σε μια περιοχή -αυτός ο γεωγραφικός προσδιορισμός χαρακτηρίζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων-, είναι και φανταστικός γιατί δε βλέπουμε παρά μικρά κομμάτια του, άρα τον κόβουμε και έχουμε πλέον τη δυνατότητα να τον τοποθετήσουμε οπουδήποτε. Είναι ένας τυχαίος δρόμος.
Αυτό το τυχαίο, το αυθαίρετο, μας κάνει να βλέπουμε σε αυτό το δρόμο το αναφερόμενο, ένα σημαινόμενο που αποκτά, αυτομάτως, μια συμβολική διάσταση. Ο γεωγραφικός προσδιορισμός χάνεται, κρατάμε ένα μέρος του, για να υπάρχει μια πραγματολογική ρίζα, χτίζουμε από εκεί το χαρακτήρα μας, όπως ακριβώς θέλουμε εμείς, δίνοντάς του αυτές τις αξίες που επιθυμούμε, δομώντας, τελικά τη δική μας ιστορία. Με αυτή την έννοια ένα road movie δεν μπορεί να είναι μόνο μια απλή αφήγηση μιας ιστορίας για κάποιες ανθρώπινες συμπεριφορές, αλλά να ηθογραφεί, να περιγράφει μια κοινωνία, μπαίνοντας μέσα στον πυρήνα της και αναδεικνύοντάς την σαν ένα σύμβολο, ένα σημαινόμενο του δυτικού τρόπου ζωής.
Αυτή την ταινία θα πρέπει να την καταλάβουμε μέσα από αυτό το πρίσμα της ανάλυσης. Τα θραύσματα της αφήγησης είναι τα κομμάτια του δρόμου, της πόλης, του δωματίου, του καφέ, του αεροδρομίου και του μουσείου. Αυτά τα κομμάτια αναγνωρίζονται πολύ εύκολα από κάποιον που ξέρει έστω και λίγο το δυτικό τοπίο. Ο άνθρωπος είναι ο φορέας συμπεριφορών που θα έρθουν, πολλές φορές, σε αντίθεση με αυτό που ονομάζουμε δυτικό τρόπο ζωής. Το ζεν και ο ανατολικός τρόπος συμπεριφοράς είναι διαμετρικά αντίθετα με το δυτικό, ο οποίος εκφράζεται από το τοπίο και τους ανθρώπους που κινούνται σε αυτό. Αυτή η τεράστια διαφορά περικλείει μέσα της το φαντασιακό και το πραγματικό και, δίνοντας έμφαση σε κινήσεις και βλέμματα, υπερισχύει το φαντασιακό, αφήνοντάς τη φαντασία να δημιουργήσει τα δικά της ιδεολογήματα.
Ο εκτελεστής δεν ξέρουμε από πού έχει έρθει. Έχει φτάσει στην Ισπανία, συναντά κάποιους ανθρώπους που του δίνουν κάποιες ασαφείς, σε εμάς, εντολές. Συναντά κάποιους συνδέσμους που μιλάνε μαζί του, επικοινωνούν με ένα πολύ περίεργο τρόπο, ο διάλογος είναι σαν ένας μονόλογος, όμως φαίνεται ότι επικοινωνούν, όπως ακριβώς στο «Ghost dog: the way of the Samurai» (1999), οι κινήσεις του είναι υπολογισμένες με ακρίβεια, όπως στην προαναφερόμενη ταινία και στο «Dead man» (1995). Τα πρόσωπα φαίνονται σα να μην ανήκουν σε αυτό τον κόσμο, αλλά σε κάποιο άλλο φανταστικό πλανήτη, ο οποίος περιέργως μοιάζει με το δικό μας.
Που βρίσκεται ακριβώς, μέσα σε αυτό το τεράστιο παζλ, ο θεατής; Ποιο είναι το στίγμα του; Πως μπορεί να ταυτιστεί με την ιστορία, αν θέλουμε να μιλήσουμε με μπρεχτικές έννοιες; Η απάντηση είναι μία: από κάποιο σημείο θα μπορέσει να πιαστεί και να ανακαλύψει θραύσματα αφήγησης που αγγίζουν τον ψυχικό του κόσμο. Σε αυτό το σημείο μπορεί να γυρίσει το βλέμμα του δεξιά και αριστερά και να ανακαλύψει το μαγικό κόσμο της απεικόνισης που κρύβει μέσα της το νόημα, όπως σε ένα μουσείο, όπως κάνει ο πρωταγωνιστής στο Μουσείο στη Μαδρίτη, το οποίο φέρει το όνομα στης βασίλισσας Σοφίας.
Και πως έχει μπει μέσα σε αυτό τον ερμητικά και καλά φυλασσόμενο κόσμο; Χρησιμοποιώντας τη φαντασία του, όπως λέει ο ντε Μπανκαλέ στο Μάρεϊ, όταν αυτός το βλέπει στο γραφείο του, άρα ο εκτελεστής -που θα το στραγγαλίσει λίγο μετά- έχει περάσει όλες τις φρουρές, με ένα μαγικό τρόπο, όπως στην ταινία «Ghost dog: the way of the Samurai», αλλά με ένα πιο φανταστικό τρόπο, αυτή τη φορά. Ο θεατής απομακρύνεται από το φιλμικό κείμενο, κάνοντας λίγα βήματα πίσω, όπως ο πρωταγωνιστής σε έναν πίνακα στο Μουσείο, τότε ανακαλύπτει το μεγαλείο της αναδημιουργίας ενός σύμπαντος. Αφεθείτε ελεύθεροι και απολαύστε τον.
Γιάννης Φραγκούλης
ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
|
|