ΠΟΤΕ ΘΑ ΤΟ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΣΤΑ ΣΟΒΑΡΑ;
Πριν δύο μήνες περίπου θα θυμούνται όσοι ενημερώνονται για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα τη φιλική στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση. Η πρόταση ήταν να μη συζητήσουν στη Βουλή το άρθρο «16» εκείνη την εποχή που όλα τα θέματα της Παιδείας ήταν ανοιχτά. Και η κυβέρνηση το δέχτηκε. Μόνο ευχαριστώ δεν είπε ο Κωστάκης στο Γιωργάκη. Έστω ένα thanks!!
Ο καιρός πέρασε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ένα κακό συνήθιο όταν λένε να τελειώσουν μια δουλειά, να το εννοούνε. Τελικά πρέπει η Ελλάδα να αποφασίσει να εναρμονιστεί ή όχι με ότι ισχύει εκτός Ελλάδας, στην υπόλοιπη Ε.Ε. Δε μας ζήτησαν πολλά, να πάρουμε μια απόφαση, πράγμα δύσκολο για τους Έλληνες.
Οι συζητήσεις είχαν ξεκινήσει πριν καιρό, οι προβληματισμοί το ίδιο και όλα αυτά είχαν κατατεθεί στο μεγάλο δημοκρατικό χώρο των τηλεοπτικών παραθυριών όπου, ως γνωστό, μόνο προβληματισμούς δεν μπορεί να καταθέσει κανείς εκεί. Σώου πάει να κάνει και θα το κάνει αν τον αφήσουν να μιλήσει. Αλλά με σώου δε λύνονται αυτά τα προβλήματα, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για θέματα που θα σηματοδοτήσουν μια ολόκληρη γενιά. Εμείς θα παραθέσουμε κάποιους προβληματισμούς που, πιστεύουμε, είναι ερωτήματα όλου του ελληνικού λαού, άσχετα αν δεν τολμάνε πολλοί να τα εκφράσουν.
Θέλουμε να υπάρχει δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση; Θέλουμε αξιολόγηση των καθηγητών σε τακτά χρονικά διαστήματα; Θέλουμε να συνδέσουμε την τριτοβάθμια εκπαίδευση με την αγορά εργασίας; Θέλουμε να τελειώσουμε με τους αιώνιους φοιτητές; Θέλουμε ανταγωνιστικά Πανεπιστήμια, με αυτά του εξωτερικού;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα απαιτούν έναν προβληματισμό που θα μπορούσε να εκφρασθεί ως εξής: Ποτέ, από τότε που σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε, η δημόσια εκπαίδευση δεν ήταν δωρεάν, ήταν μόνο τυπικά δωρεάν, ουσιαστικά όμως πανάκριβη. Εκτός και αν δεν θέλουμε να υπολογίσουμε την παραπαιδεία, τα φροντιστήρια, τα βοηθήματα και όλα αυτά που ήταν υποχρεωμένο το κράτος να παρέχει στο μαθητή. Επιπλέον, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν ήταν ποτέ ίδια στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη με την ελληνική επαρχία. Ο μαθητής βίωνε από μικρός τις ταξικές διαφορές και ετοιμαζόταν να τις δεχτεί σαν εργαζόμενος.
Οι καθηγητές των Πανεπιστημίων δεν αξιολογούνταν ποτέ, παρέμεναν στο ίδιο πόστο μέχρι να πεθάνουν. Οι βοηθοί και οι φοιτητές τους έκαναν την περισσότερη δουλειά για να βάλουν την υπογραφή τους στο «τελείωμα». Αφού όμως έχουμε δεχτεί την αξιολόγηση, πρακτικά, μέσω ΑΣΕΠ, των υποψηφίων καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα, τότε γιατί να μη δεχτεί και την αξιολόγηση των καθηγητών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Από ποιους όμως θα αξιολογηθούν; Η απάντηση είναι από ένα αδιάβλητο όργανο, όπως το ΑΣΕΠ, το οποίο θα διασφαλίζει, σε ένα μεγάλο βαθμό, τη διαφάνεια.
Οι πτυχιούχοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καταλήγουν στην ανεργία. Είναι απολύτως «λογικό» ένας απόφοιτος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, του οποίου οι γονείς δεν έχουν την οικονομική επιφάνεια να το συντηρήσουν και να το σπουδάσουν, να μην πάει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά να μπει κατ’ευθείαν στην αγορά εργασίας. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν έχει προσπαθήσει να συνδεθεί με την αγορά εργασίας παρέχοντας και εφαρμοσμένη εκπαίδευση, κάτι που κάνουν τα ΙΙΕΚ, τα οποία παρέχουν μόνο εφαρμοσμένη εκπαίδευση βγάζοντας ειδικευμένους, μονόπλευρα, εργάτες. Ας μη μιλήσουμε για την έρευνα στη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση η οποία είναι στην ουσία ανύπαρκτη.
Οι εισαγόμενοι στα ΑΕΙ ή ΤΕΙ θα πρέπει να μπαίνουν ανάλογα με το βαθμό τους, όμως το αν θα παραμείνουν σε αυτό το εκπαιδευτικό ίδρυμα ή όχι, αυτό θα είναι ένα θέμα του αν έχουν προοδεύσει ή όχι στις σπουδές τους. Ελευθερώνονται θέσεις από αυτούς που θέλουν να δείχνουν ότι είναι φοιτητές και αυτές οι θέσεις πληρούνται από αυτούς που θέλουν να σπουδάσουν.
Τελικά, όλη η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα αναγνωρίζεται ως ισότιμη με αυτή των άλλων χωρών της Ε.Ε.; Και με ποια κριτήρια; Όλα τα παραπάνω δείχνουν τις τραγικές ελλείψεις της και την ανάγκη να αναβαθμιστεί από θεμέλια της. Αν δε γίνει τότε θα έχουμε ιδιωτικά πανεπιστήμια, χωρίς όμως αυτά να πληρούν αυτό το ρόλο, αφού κανένας ουσιαστικός έλεγχος δεν θα υπάρχει για το αν μπορούν να είναι Πανεπιστήμια ή όχι.
Το έχουμε ξαναπεί. Στην Ελλάδα ακόμα προσπαθούμε να φτιάξουμε τριτοβάθμια κινηματογραφική εκπαίδευση δημιουργώντας ένα Τμήμα Κινηματογράφου το οποίο δεν πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις που το ίδιο το κράτος απαιτεί από ένα σεμιναριακό, ακόμη, χώρο.
Την ίδια στιγμή τα γειτονικά κράτη, τα οποία έχουν ή δεν έχουν ενταχθεί στην Ε.Ε., έχουν ήδη ανώτατη κινηματογραφική εκπαίδευση, η οποία έχει ξεκινήσει πριν από πολλά χρόνια. Μια έρευνα των αρμοδίων θα τους έκανε να νιώθουν ντροπή. Τα αιτήματα της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, από το 1965 ακόμα, δεν έχουν εκπληρωθεί. Αν δούμε την κινηματογραφική παραγωγή σε αυτές τις χώρες, σαν ποιότητα και σαν ποσότητα, θα βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.
Μόνο που αυτά τα συμπεράσματα δε θα μας κάνουν υπερήφανους για την πατρίδα μας.
Ο κριτικός
τηλ. 6974123481 email: cineotenet.gr