Ο εμφύλιος στον κινηματογράφο
Ήταν το Δεκέμβρη που ξεκίνησε ο Εμφύλιος Πόλεμος. Όσοι έζησαν αυτή τη χρονική περίοδο θυμόνται την ιστορική ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου, του «Γέρου της Δημοκρατίας», όπως τον αποκάλεσαν, αυτή που ήταν η αρχή για μια από τις πιο οδυνηρές περιόδους της ελληνικής ιστορίας: «Πιστεύουμε στη λαοκρατία».
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ο κόσμος, όσοι είχαν συμμετάσχει στο αντάρτικο εναντίον της γερμανικής κατοχής, είτε στις πόλεις είτε στα βουνά, πίστεψαν αυτή τη δήλωση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας και κατέβηκαν μαζικά στις διαδηλώσεις, μαζί με όλο τον κόσμο. Πιο μπροστά ο ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ είχαν αφοπλιστεί, κατόπιν εντολής του ΚΚΕ, το οποίο ήταν παράνομο κόμμα τότε. Τα πυροβόλα περίμεναν τους αριστερούς διαδηλωτές και, έμπρακτα, η δήλωση του Πρωθυπουργού έπεσε στο κενό.
Υπάρχουν δύο πιθανότητες: Ή ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν μπορούσε να ελέγξει την κυβέρνησή του ή παραπλάνησε ηθελημένα τον ελληνικό λαό και πλάσαρε τη δημοκρατία που είχε στο μυαλό του, τον απόλυτο έλεγχο των μαζών από μια συντηρητική πλειοψηφία. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε την ανικανότητά του, το βαθύ αντικομουνισμό, από τον οποίο χαρακτηριζόταν σαν πολιτικός, και τη μεγάλη του ικανότητα να παραπλανά και να παρασέρνει το πλήθος. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό το «Γέρος της Δημοκρατίας», δεν του αξίζει. Χωρίς να είμαι φίλα προσκείμενος με το ΚΚΕ (το οποίο νομιμοποιήθηκε μετά τη μεταπολίτευση, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, στο 1977, αν δεν κάνω λάθος) θεωρώ ότι αυτή η χρονική στιγμή σημάδεψε αρνητικά τη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας, γκρέμισε πιο πολύ τη Δημοκρατία στη χώρα όπου αυτή γεννήθηκε. Μετά από πολλά χρόνια, μετά τη μεταπολίτευση και πιο ειδικά μετά το 1981, ο γιος του, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήρθε για να γεφυρώσει αυτό τον εμφύλιο σπαραγμό αναγνωρίζοντας όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις εξίσου, σπάζοντας τη διάκριση αριστερών και δεξιών, προδοτών και Ελλήνων, αγωνιστών και δοσίλογων, αντίστοιχα. Μια μαζική εξισορρόπηση που την είχε ανάγκη η Ελλάδα για να προχωρήσει σε μια αναπτυξιακή πορεία, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το τέλος της γερμανικής κατοχής, αυτά που συνηθίζουμε να ονομάζουμε Δεκεμβριανά ή Εμφύλιος Πόλεμος, δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί όσο θα έπρεπε. Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μια νηφάλια κουβέντα, από ιστορικούς, με άρθρα, βιβλία και διάφορες δημοσιεύσεις. Ακόμα ζουν αυτοί που έχουν ζήσει τα γεγονότα και μια διερευνητική ματιά, χωρίς συναισθηματισμούς και χαρίσματα στη μια ή στην άλλη πλευρά, είναι ακόμα αδύνατη. Εμείς γνωρίζουμε κάποια από αυτά τα γεγονότα, από τις διηγήσεις των γονιών μας. Δεν τα έχουμε ζήσει.
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Πολύ περισσότερο, οι ταινίες που αναφέρονται σε αυτή την ιστορική περίοδο είναι λίγες, οι περισσότερες από αυτές είναι μια άκριτη αναφορά που υποστηρίζει τη μια μόνο άποψη και, μάλιστα, φανατικά. Σε αυτές οι αριστεροί αντάρτες είναι καθάρματα, βιαστές, ληστές και, προπάντων προδότες. Ο ελληνικός κινηματογράφος πολύ λίγο έχει ασχοληθεί με τα Δεκεμβριανά, νηφάλια, ψάχνοντας να ανακαλύψει, πίσω από το φαίνεσθαι την ουσία και όχι να εξυπηρετήσει μια επικρατούσα άποψη, λόγω πολιτικών συμφερόντων.
Είναι σαφές ότι οι σκηνοθέτες τους ήθελαν να ξεπληρώσουν κάποια «χρέη» τους προς την εξουσία και συνέβαλαν, μέσω του κινηματογράφου, στο φούντωμα του μίσους και του εθνικού διχασμού. Εκτός αυτών, οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες έχουν παραχθεί τις περιόδους όταν η τρομοκρατία βασίλευε: περίοδος Κωνσταντίνου Καραμανλή, κυβερνήσεις Παπανδρέου, Κανελλόπουλου, Νόβα, βασιλεύουσα δημοκρατία, με το παλάτι να τα ορίζει όλα, χούντα, κατά χρονολογική σειρά. Ήταν πολύ δύσκολο να εκφράσει κάποιος ελεύθερα την άποψή του, να κινηθεί στο εμπορικό κύκλωμα διανομής ταινιών και να μη λογοκριθεί. Η αυτολογοκρισία, λοιπόν, ήταν ο κανόνας.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιες ταινίες που βλέπουν αυτά τα τεκταινόμενα από μια διαφορετική άποψη: η ματιά του σκηνοθέτη διεισδύει βαθιά μέσα στο γεγονότα και φωτίζει μια περιοχή που καλύπτεται από μια απλή και ψυχρή ιστορική αναφορά. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ιστορικό, η αφήγησή του θα είναι μια αυστηρά προσωπική του υπόθεση, αυτό είναι μια νομοτέλεια για την τέχνη. Μπορεί να παραποιεί, ηθελημένα, κάποια γεγονότα, σε όλες τις περιπτώσεις όμως προσπαθεί να αποδώσει την αλήθεια, σύμφωνα με τη δική του άποψη.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Η πρώτη ταινία που μας έρχεται στο μυαλό είναι ο «Θίασος», του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Εδώ ο Εμφύλιος Πόλεμος είναι μια αφορμή για να γίνει ένα έργο που βασίζεται και πατάει στην αρχαία ελληνική δραματουργία, στο μύθο των Ατρειδών. Θεωρείται ότι είναι η καλύτερη απόδοσή του. Όπως στη Θήβα και στον Τρωικό Πόλεμο είχαμε εθνικούς διχασμούς, αν λάβουμε υπόψη μας ότι όλα τα ελληνικά κρατίδια αποτελούσαν ένα ενιαίο ελληνικό έθνος, έτσι και το 1944 είχαμε ένα τρομερό διχασμό που κράτησε περισσότερο από αυτόν που έγινε μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών, στις αρχές του 20ου αιώνα. Σε αυτή την ταινία έχουμε ένα περιφερόμενο θίασος που ταξιδεύει στην Ελλάδα, στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, όταν έχουν επικρατήσει τα αγγλικά στρατεύματα, με την άδεια της ελληνικής κυβέρνησης.
Αυτός ο θίασος είναι μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, ο χαφιές, ο δεξιός, ο αριστερός, η καταπίεση, ερωτική και ταξική, η χωροφυλακή που κυνηγά τους κομουνιστές, οι Άγγλοι που έχουν καταλύσει οποιαδήποτε αρχή και θεσμό του ελληνικού κράτους. Βλέπουμε την παθητικότητα της ελληνικής κοινωνίας, να είναι θεατής σε ότι γίνεται, να παρατηρεί απλά όσα γίνονται μπροστά στα μάτια της, χωρίς να συμμετέχει ή να αντιδρά. Αυτό που λέμε μικροαστικισμός. Η μόνη διαφορά είναι ότι, εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε στην Ελλάδα ένα καπιταλιστικό σύστημα, για να δικαιολογήσει ένα μικροαστικό βλέμμα, άρα ο Αγγελόπουλος παρατηρεί τη γέννηση του πρώιμου καπιταλισμού ή τη μετάβαση από ένα φεουδαρχικό σύστημα σε ένα καπιταλιστικό, καταγράφοντας τις αντιδράσεις της κοινωνίας. Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν ο έρωτας και ο θάνατος, τα δύο νοητά σημεία που ορίζουν την αρχή και το τέλος της ζωής του ανθρώπου. Ένα αφηγηματικό μοτίβο που θα τον απασχολήσει στο μεγαλύτερο μέρος του κινηματογραφικού του έργου.
Το ίδιο θέμα πιάνει, ο ίδιος σκηνοθέτης, στην ταινία «Οι κυνηγοί». Εδώ έχουμε κάτι σαν απολογισμό ή μια δίκη. Στο ρόλο του δικαστή είναι το πτώμα ενός αντάρτη που ακούει την απολογία του αριστερού που έγινε δεξιός, του μικροαστού, του αριστερού που δεν τολμά να εκδηλωθεί. Ο Αγγελόπουλος δείχνει το «μετά», την πτώση της Δημοκρατίας, την εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας, με την επικράτηση ακροδεξιών απόψεων στην Ελλάδα. Το τοπίο είναι καθαρά μινιμαλιστικό. Κάπου στην Ελλάδα, χωρίς να προσδιορίζεται ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος. Άρα αυτή η παρέα που έχει μαζευτεί σε ένα χειμωνιάτικο ξενοδοχείο, είναι το σημαινόμενο της ελληνικής κοινωνίας. Όλη η ελληνική κοινωνία δικάζεται, έχοντας ένα δικαστή που δεν μπορεί να μιλήσει, αφού είναι νεκρός, άρα η ίδια η δικαιοσύνη, σα θεσμός, είναι απούσα, έχουμε τελικά μια εξομολόγηση στον ίδιο τον εαυτό μας, μια διαδικασία που δεν οδηγεί παρά σε μια αυτογνωσία.
Κορυφαία στιγμή της ταινίας -κατά την άποψή μου- όταν ο εργολάβος, ο οποίος είναι αριστερός, αλλά δεν τολμά να εκφράσει τις ιδέες του, όταν βρίσκεται, όπως και οι άλλοι, μόνος με το πτώμα του αντάρτη, το ρωτά: «Σύντροφε πότε θα γίνει η επανάσταση;». Ο Αγγελόπουλος προβλέπει το μικροαστικισμό της Αριστεράς, την αδυναμία της να εκφράσει ένα λόγο που θα είναι μεταρρυθμιστικός, τη μετεξέλιξη του προλεταριάτου σε κάποιας μορφής μικροαστό, όπως ο εργολάβος, που πάλι δεν έχει, σαν παραγωγικές δυνάμεις, παρά τα ίδια τα χέρια του.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
Πιο ιστορική είναι η «Κάθοδος των εννέα», του Χρήστου Σιοπαχά, η οποία πήρε το 1ο Βραβείο στο Φεστιβάλ της Μόσχας, το 1985. Εννέα αντάρτες είναι το σημαινόμενο όλου του αντάρτικου στρατού. Παρακολουθούμε την απέλπιδη προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τον κλοιό των κυβερνητικών στρατευμάτων, να φύγουν από την Ελλάδα. Σε αυτή την ταινία διακρίνουμε τις ψυχολογικές συγκρούσεις στον κάθε ένα χωριστά και σε όλη την ομάδα, συνολικά. Αυτές οι συγκρούσεις είναι οι ψηφίδες που φτιάχνουν τον καμβά της αναπαράστασης αυτής της εποχής, με φόντο την ιστορική περίοδο των Δεκεμβριανών.
Ο Σιοπαχάς κάνει μια ταινία που μοιάζει με το αρχαίο δράμα. Η τραγική της στιγμή είναι ο καμβάς των ψυχικών δραμάτων των εννέα πρωταγωνιστών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε μια καθαρή ολοκλήρωση, σε επίπεδο του μοντάζ, παρατηρούμε το μερικό και το συνολικό, ταυτόχρονα, έτσι όλη η ιστορία γίνεται ένα ενιαίο και οργανικό σύνολο.
Με διαφορετικό τρόπο έχουμε την ιστορική αναφορά στην ταινία «Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας», του Μάνου Ζαχαρία. Η ταινία αυτή παρήχθη για το Δημοκρατικό Στρατό. Ο Μάνος Ζαχαρίας, μαζί με το Σεβαστίκογλου, το θεατρικό συγγραφέα, κάνουν αυτή την ταινία για να δείξουν ποια είναι η τύχη των παιδιών που φυγαδεύτηκαν από την Ελλάδα για να πάνε στην Ουγγαρία. Πολύ στρατευμένη, έχει πολύ ενδιαφέρον στο επίπεδο του μοντάζ, αλλά και στην πρόσληψη του ίδιου του κινηματογράφου, σε σχέση με το πραγματικό, από τις μανάδες που συγκεντρώθηκαν στο ίδιο χωριό, μετά το τέλος της ταινίας, για να δουν τα παιδιά τους. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης πήγαν πίσω από τα πανί να βρουν τα παιδιά τους, αφού δεν είχαν, μέχρι τότε, καμία επαφή με τον κινηματογράφο. Η ταινία χάθηκε, με την αλλαγή στη Σοβιετική Ένωση για να βρεθεί ξανά στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, από όπου την αγόρασε (!) ο σκηνοθέτης της.
ΤΟ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΩΝ
Να αναφέρουμε την ταινία «Καλή πατρίδα σύντροφε», του Λευτέρη Ξανθόπουλου. Ο αριστερός, νεαρός, τότε, και αρκούντως επαναστάτης σκηνοθέτης της, μετά την ταινία «Ελληνική Κοινότητα της Χαϊδελβέργης» και «Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα», θα κάνει μια ταινία για ένα ιστορικό χωριό: το Νίκος Μπελογιάννης. Εκεί βλέπουμε τους Έλληνες που ζουν, κυνηγημένοι από την πατρίδα τους, εξόριστοι, όμως εξακολουθούν να ζουν στην Ελλάδα. Ότι κάνουν είναι ελληνικό. Οι συνήθειές τους είναι ελληνικές, τα έθιμα τους είναι τα ίδια, ο γάμος γιορτάζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Το πραγματικό με το φανταστικό μπερδεύονται, δηλαδή το ντοκιμαντερίστικο με το μυθοπλαστικό, δείχνει τη ζωή των Ελλήνων που αναγκάστηκαν να εκπατριστούν, κυνηγημένοι από κυβερνητικά στρατεύματα και τις συμμαχικές τους δυνάμεις, όπως ήταν και όπως τις φαντάστηκε ο σκηνοθέτης, δηλαδή με τον ποιητικό τρόπο της κινηματογραφικής εικόνας.
Κορυφαία στιγμή αυτή του γάμου, όπου συναντάμε έναν παρόμοιο γάμο, όπως στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού», του Θόδωρου Αγγελόπουλου, εδώ όμως ο γάμος είναι ποίημα και πραγματικότητα. Δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το γεγονός από τη δημιουργία του σκηνοθέτη, αφήνεται να παρασυρθεί από το συναίσθημα και να μαγευτεί από την ατμόσφαιρα που η ταινία δημιουργεί.
Θα τελειώσουμε με μια ταινία του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη, του Αλέξη Δαμιανού. Η τρίτη του ταινία, ο «Ηνίοχος», αναφέρεται στον εμφύλιο πόλεμο. Μάλιστα η αναφορά αυτή είναι εκτενής. Ο Αλέξης Δαμιανός ήταν Καπετάνιος του ΕΛΑΣ, στη Ρούμελη, και ήξερε τα πράγματα από τα μέσα. Είναι αξιοθαύμαστο ότι κάνει έναν απολογισμό του Εμφυλίου Πολέμου, ακολουθώντας δύο διαδρομές: Στοχεύει στην ψυχή του ανθρώπου και κάνει ένα ψυχογράφημα. Κάνει μια αντικειμενική κριτική αποτίμηση.
Σε αυτή την ταινία δεν έχουμε αριστερός και δεξιός, προδότης και πατριώτης, αλλά ο άνθρωπος είναι η αξία στην οποία αναφέρεται όλη η μυθοπλασία. Τόσο ο αριστερός όσο και ο δεξιός, και οι δύο καπετάνιοι, είναι παλικάρια. Ανεξάρτητα των ιδεών τους, έχουν δοκιμαστεί και έχουν αναμετρηθεί με το Χάρο και τη μοίρα τους, άρα το ανάστημά τους είναι υπολογίσιμο. Ο δεξιός που κλέβει τη γυναίκα και τη βιάζει, τιμωρείται, αλλά όπως ταιριάζει σε έναν ήρωα. Ο αριστερός περνά από όλη αυτή την περίοδο μέχρι σήμερα και στο σώμα του εγγράφεται όλη η πτώση της Δημοκρατίας, του ανθρωπισμού και της αγάπης, στη σύγχρονή μας πλέον Ελλάδα.
Η ταινία του Δαμιανού πονά το θεατή. Λειτουργεί σαν ψυχογράφημα και μας αφήνει να αγγίξουμε την πληγή, να καταλάβουμε ότι αυτή η πληγή είναι δική μας, να μιλήσουμε με τον εαυτό μας και να απολογηθούμε σε αυτόν, σα να είχαμε μπροστά μας το πτώμα του αντάρτη, στο «Θίασο», του Αγγελόπουλου.
Γιάννης Φραγκούλης
Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ