ΠΙΣΩ
|
Nα'τανε το 21
Λέει η ιστορία την αλήθεια; Έτσι όπως γράφεται η ιστορία μπορούμε να σχηματίσουμε μια ακριβή άποψη του τι έγινε πραγματικά τόσο για ένα γεγονός όσο και για μια ιστορική περίοδο; Λένε, τελικά, οι ιστορικοί την αλήθεια; Αυτά τα ερωτήματα μας έρχονται στο νου όταν θυμόμαστε την εθνική μας εορτή, την 25η Μαρτίου.
ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟΤΕ;
Τι έγινε, πραγματικά, την 25η Μαρτίου στο 1821; Η απάντηση για έναν που ερευνά την ιστορία και δε διαβάζει μόνο τα σχολικά βιβλία που αναφέρονται στην ελληνική ιστορία είναι τίποτε. «Τίποτε;», θα αναρωτηθείτε; «Και εμείς τι γιορτάζουμε; Γιατί πηγαίνουμε στις παρελάσεις; Γιατί όλα αυτά;», θα συνεχίσετε να αναρωτιέστε λίγο εκνευρισμένοι, επειδή θα φοβηθείτε ότι σας έχουν πιάσει κορόιδο. Έχουμε την απάντηση, την αφήνουμε για το τέλος αυτής της ενότητας.
Κάνοντας, πάντως, μια πολύ μικρή έρευνα θα ανακαλύψουμε, διαβάζοντας ακόμα τις λεγόμενες «συντηρητικές» ιστορικές αναφορές (Τρικούπης, Κόκκινος, Εκδοτική Αθηνών κ.λπ.) ή ανατρέχοντας σε απομνημονεύματα αγωνιστών θα δούμε πολύ εύκολα ότι:
Στις 24 του Φλεβάρη ξεκινάει η επανάσταση στη Μολδαβία και στη Βλαχία.
Στις 16 του Μάρτη ο Νίκος Σολιώτης χτυπάει πρώτος τους Τούρκους στην Ελλάδα, στο Αγρίδι (κοντά στην Ακράτα).
Στις 17 του Μάρτη αποφασίζεται η εξέγερση στη Μάνη.
Στις 21 του Μάρτη αρχίζει η εξέγερση στα Καλάβρυτα.
Στις 21 του Μάρτη πετυχαίνει η επανάσταση στην Πάτρα.
Στις 22 του Μάρτη ο Δυσσέας Αντρούτσος γράφει στους Γαλαξειδιώτες ένα περίφημο γράμμα παρακίνησης σε εξέγερση.
Στις 23 του Μάρτη εδραιώνεται η επανάσταση στην Καλαμάτα.
Αναφερθήκαμε σε μερικά από τα γεγονότα που έγιναν το ίδιο έτος και όλα πριν την 25η Μαρτίου. Ειδικά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στα «Απομνημονεύματά» του γράφει ότι στις 25 του Μάρτη ήταν στην Πάτρα. Στην ίδια πόλη ευλόγησε τους αγωνιστές τον επόμενο μήνα σε μια πλατεία. Δεν μπορεί λοιπόν να ήταν στην Αγία Λαύρα και στην Πάτρα συγχρόνως και πολύ περισσότερο να ευλογούσε τους επαναστάτες!!
Ποια ήταν παλιότερα η εθνική μας επέτειος; Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και επί δεκαετίες, εθνική γιορτή της Ελλάδας ήταν η Πρωτοχρονιά, γιατί την 1η του Γενάρη 1822 ψηφίστηκε το πρώτο Σύνταγμα της χώρας («Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος») και ξεκίνησε η νομική ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Αυτή όντως είναι μια σημαντική ιστορική επέτειος γιατί μας θυμίζει πότε νομιμοποιήθηκε διεθνώς το νέο ελληνικό κράτος και μπορούσε πλέον η φωνή του να γίνει σεβαστή σε όλο τον κόσμο.
Ας επιστρέψουμε όμως στην ημερομηνία. Θα ήταν περίεργο αν όλα γίνονταν ξαφνικά σε μια μέρα, πάρα πολύ οργανωμένα, όταν το ελληνικό έθνος ήταν μια πανσπερμία καπετανάτων που προσπαθούσαν να αντιταχθούν στην τούρκικη κατοχή. Αν μιλούσαμε ακόμα και για διχόνοια δε θα είμαστε πολύ μακριά από το θέμα μας, η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη, η απελευθέρωσή του για να πολεμήσει τον Ιμπραήμ, η δολοφονία του Καποδίστρια, ο χωρισμός των Ελλήνων σε μέτωπα φιλικά προς τις μεγάλες δυνάμεις, είναι λίγα μόνο ιστορικά παραδείγματα που θα μπορούσαμε να φέρουμε για να υποστηρίξουμε το ότι ήταν αδύνατο να έγινε κάτι την 25η Μαρτίου, συνεννοημένα και ομόφωνα.
Τίθεται εκ νέου το ερώτημα: «Γιατί τότε έχουμε καθιερώσει ως εθνική μας εορτή αυτή την ημερομηνία;». Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε πολύ απλά ως εξής: Ήταν ανάγκη να συνδυαστεί η εξέγερση των Ελλήνων με την ελληνική ορθόδοξη πίστη. Ουσιαστικά ξεκινά μια προσπάθεια να ταυτιστεί ο ελληνισμός με το χριστιανισμό, κάτι που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, αφού ελάχιστες είναι οι αναφορές των ιεραρχών μας και των θεολόγων στην αρχαία ελληνική θρησκεία και ιστορία. Η ουσία όμως του θέματος είναι αλλού. Αν ξεφύγουμε από αυτή την ημερομηνία-σύμβολο και μπούμε στο πνεύμα αυτής της Επανάστασης θα μπορούμε να κάνουμε αναγωγές στο σήμερα.
ΠΟΙΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ;
Οι επαναστάσεις των Ελλήνων για να απελευθερωθούν από τον τούρκικο ζυγό, όλες αποτυχημένες πριν το 1821, έδειξαν ότι το ελληνικό έθνος ήθελε να ζήσει αυτόνομο και να αποκτήσει τελικά την εθνική του ανεξαρτησία, απαραίτητος όρος για να συνεχίσει να υπάρχει και να διατηρηθεί ο ελληνισμός. Το 1821 οι συνθήκες είχαν ωριμάσει και η Επανάσταση πέτυχε.
Παρόλα αυτά η ιστορία από το 1821 μέχρι τις μέρες μας μιλά για το ποια εθνική ανεξαρτησία θέλουμε. Αν θεωρήσουμε ότι εθνική ανεξαρτησία είναι η προσκόλληση στο άρμα της μιας ή της άλλης μεγάλης δύναμης, ακρίτως και χωρίς προοπτική να κερδίσουμε κάτι από αυτή την επαφή, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Αν όμως δεχτούμε ότι εθνική ανεξαρτησία είναι να αποφασίζουμε εμείς για τα θέματά μας, για τις συμμαχίες μας, για το μέλλον μας, δεχόμενοι στοιχεία από άλλα έθνη και κράτη, κατόπιν επεξεργασίας, τότε θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση: η επανάσταση του 1821 όχι μόνο δεν πέτυχε αλλά, πολύ περισσότερο, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Ίσως ο Κολοκοτρώνης και κάποιοι, λίγοι πάντως, οπλαρχηγοί ήταν οραματιστές. Ήθελαν να κάνουν το όνειρο εφικτό και να παραδώσουν στους απογόνους τους μια Ελλάδα αυτοκυριαρχούμενη. Όπως πάντα, άλλοι φροντίζουν με βάναυσο τρόπο να σκοτώνουν αυτό το όνειρο που πάει να γίνει πραγματικότητα. Οι βασιλιάδες, όλοι ξενόφερτοι, η ταύτιση με τις ΗΠΑ, η απουσία στρατηγικής που να οδηγεί στην ανάπτυξη της Ελλάδας, έτσι ώστε αυτή να είναι μια υπολογίσιμη δύναμη, οικονομικά και στρατηγικά, τουλάχιστον στην Ευρώπη, είναι τα σημεία που οριοθετούν μια πορεία γεμάτη προδοσίες, μικροσυμφέροντα, αυστηρά προσωπικούς υπολογισμούς αυτών που κατά καιρούς καρπώθηκαν την εξουσία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων προσώπων και ιστορικών περιόδων.
Κατά συνέπεια η Επανάσταση του 1821, σήμερα, είναι πιο επίκαιρη παρά ποτέ. Όχι μόνο επίκαιρη αλλά και πιο δύσκολη να γίνει, να βρεθεί ο δρόμος που θα μας οδηγήσει στην ουσιαστική εθνική ανεξαρτησία και στην υπερηφάνεια ότι είμαστε ένα έθνος που βασίζεται, σε ένα μεγάλο βαθμό, στις δικές του δυνάμεις.
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΤΟ ΠΑΝΙ
Την καπήλευση της ιστορίας, όσον αφορά στην Επανάσταση του 1821, την έκανε πιο έντονη ο κινηματογράφος. Σχεδόν από τις αρχές του κινηματογράφου στην Ελλάδα, μετά τα ζουρνάλ, ένα είδος επικαίρων που αντιγράφουν τις ταινίες των Lumieres στη Γαλλία, μόνο που εδώ το θέμα είναι η ζωή των βασιλιάδων, αμέσως μετά έχουμε τις λεγόμενες ταινίες της φουστανέλας.
Θα αναφέρουμε κάποια παραδείγματα ταινιών για να δούμε πως, μέσα από τον κινηματογράφο, πρώτα, και από την τηλεόραση, μετά, παραποιείται καθοριστικά η ιστορία και περνάει στο θεατή μια απόλυτα συγκεκριμένη ιδεολογία.
Θα ξεκινήσουμε με την ταινία του Δημήτρη Παπακωνσταντή, «Οι Σουλιώτες» (1972). Εδώ μια γυναίκα της αυλής του Αλή Πασά φανερώνει στους Σουλιώτες τα σχέδια που εκείνος εξυφαίνει εναντίον τους. Η ταινία γυρίστηκε στα πιο σκληρά χρόνια της χούντας, στη λεγόμενη χούντα του Ιωαννίδη. Ο Αλή Πασάς θέλει να αφανίσει τους Ηπειρώτες. Άλλο βέβαια αν αξιόπιστες ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι από τους τελευταίους που τον υπερασπίστηκαν ήταν και Σουλιώτες γιατί ο στόχος του Αλή Πασά ήταν να γίνει Σουλτάνος και να πάρει εκδίκηση για το βιασμό της αδελφής του από ένα Τούρκο, στο Τεπελένι. Μια ιστορική λεπτομέρεια ακόμη λέει ότι κάποιοι κύκλοι είχαν προτείνει τον Αλή Πασά σαν πρώτο βασιλιά της Ελλάδας, με το σκεπτικό ότι ήταν Βαλκάνιος, άρα δεν ήταν ξένος προς εμάς.
Ο Γιώργος Πετρίδης το 1961 γυρίζει την ταινία «Σαράντα παλικαριά». Εδώ μια μικρή ομάδα από αγωνιστές, σαράντα στον αριθμό, αποφασίζουν να αντιταχθούν στον Τούρκο δυνάστη. Εδώ ο ηρωισμός υπερτονίζεται, εστιάζοντας στη δράση σε τοπικό επίπεδο. Η ταινία βασίζεται πολύ στην παράδοση και φυσικά πατά πολύ γερά στη συνάφεια με τους εκκλησιαστικούς κύκλους που εμψυχώνουν και καθοδηγούν τη δράση τους. Βέβαια οι ιστορικές μαρτυρίες άλλα αναφέρουν για το ρόλο της εκκλησίας, σε επίπεδο ηγεσίας, τοπικής ή μη, και για τη συνεργασία με τον κρατικό μηχανισμό του σουλτάνου. Εξέχων παράδειγμα συνεργασίας με την αυλή του Σουλτάνου και αντεπαναστατικής δράσης ήταν ο Γρηγόριος ο Ε΄, μετέπειτα εθνικός μάρτυρας, όταν τον τιμώρησε ο Σουλτάνος, με απαγχονισμό, για την ανικανότητά του να σταματήσει τους επαναστάτες.
Ο Ερρίκος Ανδρέου, το 1971, θα γυρίσει τον «Παπαφλέσσα». Μια ταινία που βραβεύθηκε την ίδια χρονιά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με πρωταγωνιστή το Δημήτρη Παπαμιχαήλ και, μαζί με αυτόν, την Κάτια Δανδουλάκη, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, το Λαυρέντη Διανέλλο και το Στέφανο Στρατηγό, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την πεπατημένη. Ο αρχηγός εδώ είναι ένας επαναστάτης ιερωμένος. Τα βάζει με τον Ιμπραήμ και νικιέται, πεθαίνει στη μάχη. Αν διαβάσει κάποιος ότι ο Παπαφλέσσας ήταν πανούργος και πολέμιος του Κολοκοτρώνη δε θα είναι ψέμα. Έτσι λέει η ιστορία όχι όμως η ταινία που, με καλλιτεχνικό τρόπο, βάζει μέσα στο παιχνίδι το μεσαίο κλήρο και μάλιστα σε μεγαλύτερη σπουδαιότητα από κοσμικούς αγωνιστές, όπως ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κ.ά.
Αν σε αυτές τις ταινίες βάλουμε δίπλα την «Αστέρω» και τη «Γκόλφω», που λειτούργησαν σα σειρές, αφού έγιναν κάποια ριμέικ τους από άλλους σκηνοθέτες, τότε βλέπουμε ότι ο ελληνικός κινηματογράφος είτε έχει δει φολκλορικά είτε με μια παραμορφωμένη οπτική γωνία την Επανάσταση του 1821 και, γενικά αυτή την εποχή. Θα πρέπει να προσθέσουμε, ωστόσο, τις τηλεοπτικές ταινίες ή σειρές, όπως και το ραδιοφωνικό θέατρο, τα οποία επί σειρά ετών λειτουργούσαν ως υποχρεωτικό άκουσμα ή θέαση για τους Έλληνες για να εμπεδώσουν τη εθνική τους αναγέννηση.
Τα χρόνια των μεγάλων χασμουρητών και της βαρεμάρας, από τα ανούσια αυτά έργα σπάει η ταινία του Νίκου Κούνδουρου, «Μπάιρον, μπαλάντα ενός δαιμονισμένου». Εδώ ο Κούνδουρος, με ποιητικό τρόπο, κάνει μια κριτική στην εξουσία πάνω στο σώμα, διαλέγοντας ένα ρομαντικό ποιητή που πέθανε, αφού πολέμησε, στην Ελλάδα. Δεν περιγράφει πολύ το κλίμα, στο Μεσολόγγι ή στην επαναστατική Ελλάδα, όπως έκανε με το «1922», για τη Μικρασία. Ακολουθεί τη δική του προβληματική και για αυτό μόνο μια αναφορά μπορεί να γίνει σε αυτή.
Αντίθετα ο «Ανθός της λίμνης», του Σταμάτη Τσαρουχά, μια στιβαρή προσπάθεια με συνοχή στο σενάριο, καλές ερμηνείες των ηθοποιών, δεν τολμά να κάνει τη ρήξη με το κατεστημένο της Εκκλησίας. Ο Μητροπολίτης της Καστοριάς ούτε ευλογεί ούτε εμποδίζει την επανάσταση και όλα είναι υπόθεση ρομαντισμού ενός νεαρού παιδιού που παίρνει τη σκυτάλη από τον αντάρτη.
ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
Είναι η αλήθεια ότι μια παραγωγή με θέμα την Επανάσταση του 1821 είναι ακριβή. Σκηνικά, κοστούμια, πολλοί κομπάρσοι, γυρίσματα στην επαρχία, όλα αυτά ανεβάζουν τον προϋπολογισμό. Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχουν γυριστεί τόσες ταινίες με αυτό το θέμα, ενώ έχουμε πολύ περισσότερες για την Κατοχή ή το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε ιδεολογικό όμως επίπεδο, έχουμε την προσπάθεια εμπέδωσης της θέσης ότι το νέο ελληνικό κράτος έχει χτιστεί πάνω στα θεμέλια της Εκκλησίας για να μπορέσει να στηριχτεί γερά και να αντιστέκεται τους κλυδωνισμούς. Η θρησκεία είναι ένα από τα βασικά συστατικά του ελληνικού πολιτεύματος και πρέπει, πάση θυσία, να υποστηριχτεί.
Η αντίρρησή μας είναι ότι δεν τολμά κανείς να κάνει κριτική στην Εκκλησία, αν εξαιρέσουμε βέβαια κάποιες χυδαίες ταινίες που κακό έκαναν στην ανάπτυξη αυτής της προβληματικής. Η κριτική θα βοηθούσε να ξεφύγουμε από ένα λανθάνοντα φονταμενταλισμό που υπόγεια και υποσυνείδητα υπάρχει στην ελληνική κοινωνία. Ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός ταυτίζονται και μια κριτική στην Εκκλησία είναι ταμπού.
Η 25η Μαρτίου είναι λοιπόν μια ημερομηνία-σύμβολο που μας φέρνει στο νου αυτά που έχουμε ακούσει ή έχουμε διαβάσει για το 1821. Φρενάρει όμως μια κριτική σε αυτή την περίοδο, την οποία πολύ λίγοι ιστορικοί την τόλμησαν. Οι προσωπικότητες των επαναστατών, τουλάχιστον των αρχηγών, μένουν ακόμη σκοτεινές και η αναφορά στον απλό επαναστατικό λαό είναι ελάχιστη ή μηδαμινή.
Παρόλα αυτά, αν θεωρήσουμε τη σπουδαιότητα του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη, προσπαθήσουμε να τους βάλουμε, σα δράση και σκέψη, στο σήμερα, και να δούμε αν κάποιοι σημερινοί πεφωτισμένοι ηγέτες θα μπορούσαν να οδηγήσουν μια, ειρηνική βεβαίως, επανάσταση, το 2009, πολύ δύσκολα θα το βλέπαμε αυτό εφικτό. Κατά συνέπεια το αγωνιστικό τους ύψος μας επιβάλλεται και μας συναρπάζει, λειτουργεί επικά και όχι διδακτικά, αφού δεν έχουμε τολμήσει να τους «κατεβάσουμε» στη γη, έχοντας το φόβο ότι θα ανακαλύψουμε τη δική μας ψυχική ένδυα.
Γιάννης Φραγκούλης
ΝΑ’ΤΑΝΕ ΤΟ 21
|
|