ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
Σε όσους πρόδωσα, με την ελπίδα να με συγχωρέσουν.
Μόλις τέλειωσε η εκδήλωση αφιερωμένη στο Νίκο Νικολαΐδη, στο κλαμπ Gagarin205. Έφυγα «φορτωμένος», όπως κάθε άνθρωπος που ήξερε λίγο ή πολύ το έργο του Νίκου Νικολαΐδη και προβληματίζεται με αυτό που θα λέγαμε ελληνική πραγματικότητα. Το βιβλίο που έγραψε ο Νίκος λέγεται «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα». Δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο. Δεν εκδόθηκε από κάποιον ελληνικό εκδοτικό οίκο, αλλά από έναν Έλληνα που πηγαινοέρχεται μεταξύ Αμερικής και Ελλάδας, ενώ επιχειρηματικά δραστηριοποιείται στη Νέα Υόρκη. Το τελευταίο μυθιστόρημα του Νικολαΐδη που θα παρουσιάσουμε από εδώ πολύ σύντομα.
ΜΙΑ ΦΕΥΓΑΛΕΑ ΜΑΤΙΑ
Δεν είναι δυνατόν να παρευρεθείς σε μια εκδήλωση αφιερωμένη στο Νίκο Νικολαΐδη και μετά να μπορέσεις να σκεφτείς ψύχραιμα. Εκτός, βέβαια, αν σου έχει μείνει ελάχιστο φιλότιμο και έχεις παραδοθεί εντελώς: τα δέχεσαι όλα όπως είναι, χωρίς να αντιδράς καθόλου. Δεν είμαι έτσι και, για αυτό το λόγο, αυτό το κείμενο γράφεται «εν θερμώ», δεν είμαι ψύχραιμος και ούτε προσπαθώ να επανέλθω στη «λογική». Οι λόγοι είναι πολλοί. Ο αναγνώστης αυτού του κειμένου θα τους καταλάβει. Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να τους εξηγήσω…
Μπαίνεις μέσα στην αίθουσα του Gagarin και βλέπεις ένα μικρό βίντεο να επαναλαμβάνεται συνεχώς. Το είχαμε δει και στη Θεσσαλονίκη, στο Φεστιβάλ. Ο Νικολαΐδης γυρισμένος πλάτη, στο βάθος ένας διάδρομος, σχεδόν σκοτεινός, μια πόρτα (μάλλον) και ένα παράθυρο από όπου περνά λίγο το φως, η διαφυγή, δηλαδή, ξαφνικά ο Νικολαΐδης γυρνά την πλάτη του, μας κοιτάζει και ξαναβλέπει το φως. Το βίντεο ασπρόμαυρο, νοσταλγικό. Ο Νικολαΐδης σε κοιτά και είναι σα να σου κλείνει το μάτι. Δύο λόγια από το Νίκο Τριανταφυλλίδη, ένας χαιρετισμός του Χατζηνάσιου και ξεκινά το πρώτο τρέιλερ της «Γλυκιάς συμμορίας», ακολουθεί αυτό της «Πρωινής περιπόλου». Ο ήχος δεν υπάρχει η μουσική από το πιάνο που παίζει εκπληκτικά ο Χατζηνάσιος σε απογειώνει. Ξαναερχόμαστε σε επαφή με το σκοτεινό κόσμου του Νικολαϊδη.
Ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις στο φουαγιέ. Κάτι σε πνίγει. Δεν είναι τα τσιγάρα, είναι κάτι «πιο βαθύ που σε πληγώνει», είναι το ερώτημα: Τι έγινε, υπήρξε εξέλιξη, μάθαμε τίποτε; Ένα ερώτημα που μένει μετέωρο στον αέρα. Περιμένει απάντηση. Αλλά από ποιον θα τη λάβει; Ποιος θα έχει το κουράγιο να αποκαλύψει την αλήθεια; Ποιος δε φοβάται να έχει την τύχη του «άγγελου εξάγγελου», του Σαββόπουλου, να εκδιωχθεί; Εσύ, εγώ, εμείς μένουμε και κοιτάμε με προσήλωση αυτό το αόρατο χέρι που κρατά το χαρτί με αυτή την ερώτηση γραμμένη πάνω του. Και σωπαίνουμε. Είναι η στιγμή που κάτι σπάει μέσα σου, αποφασίζεις να φύγεις. Όχι, δε φταίει η εκδήλωση, ούτε ο Νικολαΐδης, ίσως φταις εσύ…
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Αποφάσισα να μην πάρω το μετρό και να συναντήσω τον (υπόγειο) κόσμο του Νικολαΐδη. Περίμενα το λεωφορείο. Ήθελα να δω την Αθήνα βραδιάτικα, να δω τι έχει αλλάξει, τι έχει εξελιχτεί. Τελικά μάθαμε τίποτε; Το ερώτημα επανέρχεται.
Μια βροχερή νύχτα και η Αθήνα το βράδυ δεν μπορεί να ξεπλυθεί από το αγιασμένο(;) νερό της βροχής. Κάποτε πολλά προσδοκούσαμε από αυτό. Τώρα δεν το θέλουμε. Μας κουράζει, μας στεναχωρεί, έχουμε δουλειές, βρε αδελφέ… Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερο να είχα πάει σπίτι με τα πόδια. Χωρίς ομπρέλα, όπως στην «Πρωινή περίπολο», να ζήσω λίγο «νικολαϊδικά», αλλά δεν έχω φτάσει σε αυτό το επίπεδο, αλίμονο. Τα έβαλα με τον εαυτό μου. Και η εξέλιξη; Προτείνω να «παίξουμε» λίγο με αυτή τη λέξη. Να τη μεταμορφώσουμε για λίγο, να δούμε τι θα βγει.
Εξέλιξη ή εξ-έλιξη; Προτιμώ το δεύτερο. Έλιξη, από το ελίσσομαι, σαφώς, ποιος και που όμως; Ενώ το λεωφορείο είχε περάσει την πλατεία Βάθη και την περιοχή της Ομονοίας, όπου λαθρομετανάστες, πουτάνες και ναρκομανείς προσπαθούν να βρουν αυτό που θέλουν, ο κόσμος του Νικολαΐδη με επανέφερε στην πραγματικότητα. Τίποτε, θα μπορούσε να ήταν η απάντηση στο ερώτημα «Τι άλλαξε;». Προτίμησα όμως να μη βιαστώ. Μια μετανάστρια, σε μια θέση πιο πίσω τσακωνόταν, μάλλον με τον εραστή της, από το κινητό της. Μίλαγαν ελληνικά και στη γλώσσα τους, η Ελλάδα έχει αρχίσει να τους καταπίνει. Τότε το μυαλό μου πήγε στην ψυχή.
Σκέφτηκα, καθώς το λεωφορείο γλίστραγε στη Σίνα, ότι αυτό που εξ-ελίσσεται είναι η ψυχή. Στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα της ψυχής (μου ή μας) που ελίσσεται, μέσα από εμπόδια, για να βρει μια διέξοδο. Μια στιγμή. Εμπόδια; Τι εμπόδια; Κάτι την εμποδίζει, δε θέλει να φύγει. Αυτή όμως, σαν αίλουρος, τα ξεπερνά, τους κλείνει το μάτι και με τσαχπινιά καταφέρνει και βγαίνει, πάει έξω, αυτό είναι το «εξ» της «εξέλιξης». Τώρα είναι μόνη της και βλέπει από μακριά το σώμα, απελευθερωμένη, μακριά από τη φυλακή της. Τώρα όμως;
ΤΑΞΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΓΥΡΙΣΜΟ
Είναι εύκολο να φύγεις. Να ξεφύγεις από τους καβαφικούς βάρβαρους. Όμως, μετά, τι θα κάνεις χωρίς αυτούς; Ποια δικαιολογία θα έχεις;
Κοιτάζω, με κάποιο τρόπο, την Ελλάδα τη δεκαετία του 1970. Τη γενιά του ροκ που ήταν σε μια διαρκή αναστάτωση και διαμαρτυρία. Κοιτάζω, κυριολεκτικά αυτή τη φορά, την Ελλάδα του 2008. Ζούμε, βιώνουμε μια decadence -μια λέξη που θα μπορούσε να μεταφρασθεί σαν εκφυλισμός, κατρακύλα, κατάντια- προτιμώ να τη λέω decadence, τα βάζει όλα μέσα της, θέλω να τη προφέρω κάπως έτσι: de-ca-dence, όπως το καταρρέω του Άσιμου.
Η ψυχή έχει βγει και βρίσκεται μόνη της σε ένα σύμπαν προβλημάτων, σε έναν ωκεανό γεμάτο υφάλους. Δεν έχει φροντίσει να πάρει μαζί της την (πνευματική) βοήθεια από το σώμα, έχει οριστικά αποκοπεί από αυτό, δεν έχει τα εφόδια για να ξεφύγει από τους κινδύνους. Πέρασαν ανεπιστρεπτί οι εποχές με τις μαγικές λύσεις, βιώνουμε τον απόλυτο ρεαλισμό. Δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Ζει την κόλαση του Δάντη, στο δικό της κολαστήριο. Δεν είδε τον κίνδυνο και, με μια στεκιά, της έβγαλαν το ένα μάτι. Μένει όμως το άλλο που είναι η ελπίδα της να επιβιώσει.
Ζει το όνειρό της. Φαντάζεται, φαντασιώνεται ότι ζει σε μια μητρόπολη όπου όλα είναι σε μια ευημερία. «Κανείς δε θα γλυτώσει», με αυτό το «μότο» από την τελευταία ταινία του Νικολαΐδη, «The zero years», έχω φτάσει στο σπίτι μου. Κάθομαι να γράψω. Είμαι και εγώ μέρος του προβλήματος, όμως αυτές οι ταινίες, όλο το έργο του Νίκου μου φωτίζουν το δρόμο και μπορώ, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, να δω τα πράγματα πιο καθαρά.
Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Ο κόσμος που περιέγραφε ο Νικολαΐδης στις ταινίες του ήταν σκοτεινός. Μαύρος και απελπισμένος. Άφηνε κάποια επιστροφή, όμως. Στην τελευταία του ταινία είχε κόψει όλες τις γέφυρες. «Φτάνουν μέχρι τη θάλασσα, δεν μπορούν να περάσουν στην άλλη μεριά γιατί δεν έχουν τις δυνάμεις. Ξαναγυρίζουν πίσω.», μας είχε πει στην τελευταία του συνέντευξη που δημοσιεύτηκε και σε αυτή την ιστοσελίδα. Στην «Πρωινή περίπολο» πέρασαν, σε αυτή την ταινία δεν τα κατάφεραν. Είχε δει λοιπόν πεντακάθαρα ο σκηνοθέτης αυτή την κατρακύλα και για αυτό ήταν στενάχωρος τότε, στη Θεσσαλονίκη. Και ήταν η πρώτη φορά που το συναντούσα από κοντά.
Συνήθιζε να σου κλείνει το μάτι. Να σε παροτρύνει να βρεις ένα δρόμο, τον πιο καλό για εσένα. Δεν έδινε συμβουλές. Δεν ήταν καθοδηγητής, ήταν ποιητής. Κάθε καρέ του και ένα πίνακας ζωγραφικής. Κάθε σεκάνς μια ζωγραφισμένη μετάφραση της πραγματικότητας. Πίσω από την ταινία του θα μπορούσες να δεις τον κόσμο του ή τον κόσμο σου. Κάποιοι τον είδαν, κάποιοι άλλοι αρνήθηκαν αυτή την επιλογή και έκλεισαν τις πόρτες. Του έκλεισαν τις πόρτες. Το «Ελληνικό» Κέντρο Κινηματογράφου δεν χρηματοδοτούσε τις ταινίες του. Η τελευταία του ήταν δική του παραγωγή!! Είναι οι ίδιοι που, όταν πέθανε, βάλθηκαν να τον εκθειάζουν. Υποκρισία, η decadence, για την οποία μιλάγαμε πιο πάνω.
Ο αναγνώστης αυτού του κειμένου μπορεί να δει ξανά όλες τις ταινίες του και να ανακαλύψει ξανά έναν άλλον κόσμο. Θα καταλάβετε, λοιπόν, γιατί καμιά φωτογραφία δεν μπορεί να συνοδεύει αυτό το κείμενο. Μόνο ένα ντεγκραντέ που θα ξεκινά από το γκρι για να φτάσει στο μαύρο, θα μπορούσε να βρίσκεται δίπλα από αυτές τις γραμμές.
Ο κριτικός
τηλ. 6974123481 email: cineotenet.gr
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ