EDUART ανάλυση στην ταινία της Αγγελικής Αντωνίου
Σύμφωνα με τον αείμνηστο κριτικό κινηματογράφου και δημοσιογράφο Βασίλη Ραφαηλίδη στο βιβλίο του «Φιλμοκατασκευή-μια μέθοδος ανάγνωσης του φιλμ», η τέχνη και η ζωή δεν ξεχωρίζουν στη λαϊκή τέχνη. Η τέχνη αναβλύζει από τη ζωή και τη βοηθάει να υπάρξει ως ζωή. Η ανακύκλωση εδώ είναι συνεχής και αδιάκοπη. Ο κινηματογράφος αντικαθιστά αυτή τη σχεδόν ξεχασμένη κοινωνική λειτουργία της τέχνης.
Με αυτό το υγιές σκεπτικό για το ρόλο και την επίδραση του κινηματογράφου η ταινία «Eduart», σε σκηνοθεσία Αγγελικής Αντωνίου, δικαιώνει το λόγο ύπαρξής της, βασισμένης σε αληθινή ιστορία, από αυτές που γράφει η ζωντανή πραγματικότητα και πολλές φορές ξεπερνούν σε σύλληψη και τα ίδια τα κινηματογραφικά σενάρια.
Ο Έντουαρτ έχοντας όνειρα να γίνει ροκ σταρ κάπου μακριά από το καταθλιπτικό και μίζερο εξαθλιωμένο κόσμο μιας υποανάπτυκτης χώρας, καταδικασμένης στη φτώχια και τη διαφθορά, πηγαίνει λαθραία στην Ελλάδα, ζώντας με μικροληστείες, επιλέγοντας την «εύκολη» ζωή της παραβατικότητας που πηγάζει από αμοιβαία ευθύνη της νοοτροπίας Ελλήνων και Αλβανών σύμφωνα με την αντικειμενική ματιά της Αγγελικής Αντωνίου που δεν παραποιεί με περιττά στοιχεία την ιστορία που αφηγείται βάζοντας γεγονότα και πρόσωπα στις σωστές τους διαστάσεις.
Ο Έντουάρτ κάνει ηθικά έναν φόνο, επιστρέφει στην Αλβανία, κλίνεται για λίγους μήνες σε μια άθλια φυλακή όπου η ζωή δεν έχει καμιά αξία και γνωρίζει ένα γιατρό που του σώζει ουσιαστικά την ζωή και αφυπνίζει την συνείδηση του ώστε να γυρίσει αργότερα στην Ελλάδα και να παραδοθεί για το φόνο που έκανε. Ο αληθινός Έντουαρτ στη ζωντανή μαρτυρία του οποίου βασίστηκε το σενάριο της ταινίας, εκτίει ποινή φυλάκισης 15 ετών σε ελληνικές φυλακές. Η κυριαρχία της βίας με αμείλικτη μορφή στην καθημερινότητα μας που ενισχύεται και από τον τρόπο προβολής της στα τηλεοπτικά παράθυρα φωτογραφίζει μια κοινωνία με βαθιά ηθική κρίση. Εδώ απαιτείται μια ψύχραιμη ματιά στις αιτίες και τους παράγοντες που γεννούν την εγκληματικότητα.
Με αυτά τα δεδομένα της επικαιρότητας ο Έντουαρτ είναι θύμα και μάρτυρας όλου εκείνου του background που γεννά παραβατικές συμπεριφορές εισπράττοντας παράλληλα την βαθιά ατομική του ευθύνη γιατί δρα χωρίς σχεδόν καθόλου θετικά συναισθήματα στο εχθρικό περιβάλλον που αντιμετωπίζει στη χώρα του, στην Ελλάδα και τις αλβανικές φυλακές χάνοντας σταδιακά τις όποιες αξίες του, με σημαντικό εμπόδιο τον ίδιο τον κακό εαυτό του.
Η αφηγηματική δομή της ταινίας ακολουθώντας πιστά το ρυθμό των ψυχολογικών μεταπτώσεων ενός γνήσιου κινηματογραφικού ήρωα σε αρμονία με το περιβάλλον του που σκιαγραφείται με παρακμιακές εικόνες απόλυτου ρεαλισμού και καθαρής ματιάς δεν κάνει την ανατομία ενός εγκλήματος στην φιλοσοφική ανάλυση ενός Ντοστογιέφσκι ούτε δικαιώνει το έγκλημα προπαγανδίζοντάς το κάτω από το καθεστώς της ηρωοποιήσης των παραβατών όπως στο «Μπόνι και Κλάιντ» και σε μια σειρά ανάλογων αμερικάνικων ταινιών. Κόντρα στη λογική της μοίρας ενός φιλμ-νουάρ που αναιρεί το διαχωρισμό καλών και κακών και οδηγεί την ιστορία σε κακό τέλος, με την καθοριστική επίδραση της femme fatale ή την ποιητική και αισθητική υπέρβαση στην πραγματική διάσταση ενός αληθινού γεγονότος που είδαμε στην «Παραγγελιά» σε σκηνοθεσία Παύλου Τάσιου, ο Έντουαρτ κρατάει αμείωτο το μήνυμα μιας ταινίας τεκμηρίωσης και παράλληλα εξισώνει σε δεύτερη ανάγνωση τις μικρές ασήμαντες καθημερινές στιγμές του με τις κορυφαίες σκηνές της δράσης με την βοήθεια μικρών φλάς–μπάκ απόλυτα ενταγμένων στη ροή της αφήγησης.
Έχει έτσι τα χαρακτηριστικά μιας ευρωπαϊκής ταινίας τέχνης που μπορεί να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό στην Ευρώπη και παγκόσμια, χωρίς ακρότητες και μελοδραματικές υπερβολές, λειτουργεί λυτρωτικά για τον ήρωα και το θεατή. Σε αυτή τη ρεαλιστική και πειστική για το θεατή διάσταση εντάσσεται η επίδραση της φύσης στις δύο αποχρώσεις της. Ως το «εχθρικό» χιόνι στη βασανιστική πορεία του Έντουαρτ ή ως ο λύκος που του σώζει την ζωή συμβολίζοντας την άγρια ελευθερία, που κυριαρχεί στην ψυχοσύνθεση του Έντουαρτ.
Έτσι η ταινία ακολουθώντας μια υπόγεια διαλεκτική στις σχέσεις προσώπων και πολιτικό-κοινωνικού περιβάλλοντος αποκτά, πέρα από μια καλογυρισμένη μυθοπλασία που παραπέμπει εκπέμποντας ανάλογες συγκινήσεις στις ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού κάτι που συναντάμε και στον νέο ιρανικό κινηματογράφο, μια αξία ιστορικού ντοκουμέντου αποτυπώνοντας υπαρκτά προβλήματα και παράλληλες πορείες πολλών «παραβατών» στο χώρο της Ευρώπης και των Βαλκανίων.
Η πρόκληση που παρουσιάζεται για κάθε ανήσυχο και προβληματισμένο σινεφίλ ή όχι θεατή είναι να αναζητήσει μέσα από την αισθητική της ταινίας που αναλύσαμε την κινηματογραφική γλώσσα που έχει να του μεταδώσει με αληθοφάνεια ένα προσωπικό δράμα, και βίωμα όπου πέρα από βαρύγδουπες καταγγελίες και την προβολή από τα ΜΜΕ μαζικών κινημάτων που παλεύουν έντιμα για το καλύτερο έστω και με βίαιες συγκρούσεις στον Ευρωπαϊκό χώρο αναδεικνύεται ψυχαναλυτικά ο δρόμος προς την σωτηρία της ψυχής και μια «κάθαρση» που δεν εξαρτάται για όλους από ηθικοπλαστικά μηνύματα θρησκευτικού ή άλλου χαρακτήρα.
Αυτή ακριβώς η επίδραση του καλού κινηματογράφου στον τρόπο ζωής και σκέψης των ανθρώπων με το στόχο της αφύπνισης και όχι την επιβολή κυριάρχων ιδεολογιών έχει τη σημασία τόσο ως πεδίο προοδευτικής μελέτης για όλο το φάσμα του πολιτισμού που πάσχει στη χώρα μας από ξεπερασμένες νοοτροπίες και συμπεριφορές όσο και ως μέσο υγιούς αντίστασης στην υποκουλτούρα της τηλεοπτικής «ψυχαγωγίας» από εξουσίες και διαπλεκόμενα συμφέροντα που διαμορφώνουν ανθρώπους και γενιές χωρίς κριτική σκέψη με δυσοίωνες συνέπειες για το μέλλον.
Νίκος Θωμόπουλος
Δείτε επίσης για τη ταινία
Κριτική για τον EDUART
Συνέντευξη της Αγγελικής Αντωνίου
Παρουσίαση της ταινίας
Ο EDUART στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
EDUART ανάλυση στην ταινία της Αγγελικής Αντωνίου