ΠΙΣΩ
|
Η Δούκισσα του Λανζέ
Εμείς που παρακολουθούμε επι 10 χρόνια τις «Μέρες Γαλλοφωνίας» είμαστε πιο τυχεροί που είδαμε ένα χρόνο πρωτύτερα την ταινία του Ζάκ Ριβέτ «Η Δούκισσα του Λανζέ που βγαίνει στις αθηναϊκές αίθουσες αυτή την εβδομάδα.
Η ταινία περιλαμβανόταν πέρυσι στη «γαλλοφωνία» και την είδαμε στον «Απόλλωνα» ένα θλιβερό βράδυ, όταν ακριβώς εκείνη τη βραδιά ανακοινώθηκε ο θάνατος του πρωταγωνιστή Γκιγιόμ Ντερμπαντιέ, γιού του διάσημου Γάλλου ηθοποιού Ζεράρ Ντερμπαντιέ, από λοιμωξη του αναπνευστικού.
Η σύντομη ζωή του νεαρού και ταλαντούχου ηθοποιού ήταν από νωρις ταραχώδης και δύσκολη. Είχε μπλεξίματα με την αστυνομία, έπαιρνε ναρκωτικά, είχε μείνει στη φυλακή και του είχαν κόψει το ένα του πόδι ύστερα από ατύχημα με τη μοτοσυκλέτα. Απ όλα αυτά γίνεται φανερό ότι ο πληθωρικός πατέρας του έριχνε βαριά τη σκιά του πάνω του. Εν τούτοις ο Γκιγιώμ Ντερπαντιέ είχε ταλέντο και είχε παίξει με επιτυχία και σε άλλες ταινίες.
Εδώ, ο Ζακ Ριβέτ έχει κινηματογραφήσει το έργο του κλασικού Γάλλου συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ για τον ατελέσφορο έρωτα της δούκισσας του Λανζέ που μετά το γάμο της εγκατέλειψε τα εγκοσμια για να κλειστεί σε μοναστήρι.
Μια ρομαντική ιστορία με καλές ερμηνείες από τον Γκιγιώμ Ντερπαντιέ και την Ζαν Μπαλιμπάρ.
Aλλά αφου αναφερόμαστε στις μέρες Γαλλοφωνίας, δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε το αριστούργημα του Max Orphuls “Madame de…” με τη μεγάλη κυρία του Γαλλικού σινεμά, όταν βρισκόταν στο αποκορύφωμα της καρριέρας της και για την οποια πρόσφατα έγινε στο Παρισι ένα μεγάλο αφιέρμωμα, με προβολές των ταινιών της και σημαντικές ομιλίες .
Ηθοποιός της δεκαετιας του 30, έγινε διάσημη μ έναν τρόπο αντι-στάρ. Την εποχή που όλες έπαιζαν τις βάμπ, αυτή ειχε γίνει η «μικρή αρραβωνιαστικιά» τωνν Γάλλων. Λεπτοκαμωμένη και φινετσάτη έπαιζε, τραγουδούσε, χόρευε, γελούσε και έκλαιγε με την ιδια πάντα ευκολία. Ηταν η κοπελίτσα που προκαλούσε συγκίνηση αποβάλλοντας το πάθος. Η ίδια εξηγούσε: «Είμαι μια ανάλαφρη ηθοποιός, αλλά όχι μια ελαφριά γυναίκα. Ημουν από τα πρώτα μου βήματα μια νεαρή κοπέλλα, τη στιγμή που οι άλλες ηθοποιοί έκαναν τις βάμπ». Μπορούσε να είναι στη φαντασία των Γάλλων το κορίτσι του καθενός, ενώ στους δραματικούς ρόλους της έπαιρνε τις διαστάσεις της μεγάλης κυρίας.
Η καριέρα της κινδύνεψε να προσγειωθεί ανώμαλα και να τερματιστει πρόωρα, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν υπέγραψε συμβόλαιο με μια γερμανική εταιρεία παραγωγής που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι και εξαρτάτο από τον Γκαίμπελς, υπουργό προπαγάνδας του Χίτλερ. Συμμετείχε στις δεξιώσεις και στα πάρτυ των Γερμανών κατακτητών και το σκάνδαλο κορυφώθηκε με το ταξίδι της στο Βερολίνο το 1942.
Ένα χρόνο πριν, το 1941, μόλις ειχε χωρίσει από τον σκηνοθέτη Ανρύ Ντεσουάν και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τον διαβόητο πλαίϋ μπόϋ της εποχής Πορφύριο Ρουμπιρόζα, πρέσβυ της Δομινικανικής Δημοκρατίας στη Γαλλία, ο οποίος κρίθηκε ύποπτος κατασκοπείας και διέφυγε εσπευσμένα στη Γερμανία.
Η νεαρή ηθοποιός, προσπάθησε να δικαιολογήσει τις επιλογές της εκείνη τη δραματικη εποχή για την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο, λέγοντας ότι είχε απηλειθεί και ότι αναγκάσθηκε να υπογράψει συμβόλαιο με τη γεμανική κινηματογραφικη εταιρεία, ενώ η ίδια δεν γνώριζε ακριβώς τον πραγματικό ρόλο της εταιρείας.
Σύμφωνα με δηλώσεις της ίδιας, το συμβόλαιο αυτό ήταν ουσιαστικά η άδεια για να μπορεί να βλέπει τον άντρα της, αλλά στην πραγματικότητα την είχαν υπο περιορισμό, χωρίς να της επιτρέπουν να γυρίζει ταινίες. Τελικά διέσχισε τη Γαλλία με ψεύτικα χαρτιά και ενώ τη θεωρούσαν συνεργαζόμενη με τον εχθρό, ανακρίθηκε δεκάδες φορές από τις αρχές.
Η μεγάλη της επιστροφή στην οθόνη έγινε με τη «Μadame de» το 1953 από τον μεγάλο σκηνοθέτη Max Ophuls, όπου υποδύεται μια αριστοκράτισσα, παγιδευμένη μέσα στα ιδια της τα ψέμματα. Αυτή η συνεργασία της με τον Ophuls την έφερε στο χώρο του μύθου. «Μπορεί να παίξει τα πάντα», έλεγε για την πρωταγωνίστριά του, κυρίως ρόλους τραγικούς. Τότε της έδωσαν και τον τίτλο ότι ‘η «Ντανιέλ Νταριέ, είναι ό,τι και η σαμπάνια». Από το 1951 μέχρι το 1959 γύρισε πολλές ταινίες με διάσημους σκηνοθέτες, ανάμεσα τους το «Κόκκινο και το Μαύρο» του Σταντάλ, με σκηνοθέτη τον Κλώντ Ωτάν Λαρά, που την τοποθέτησαν για μεγάλο διάστημα στην κορυφή της γαλλικής οθόνης. «Η Ντανιέλ Νταρριέ» έλεγαν, «είναι η γαλλική γοητεία, η νεαρή κοπέλλα των αισθηματικών μυθιστορημάτων. Ο Πασκάλ Τομάς, που γύρισε την τελευταία της ταινία μόλις πριν από δύο χρόνια, το 2007, την τοποθετει ανάμεσα στις πρωταγωνίστριες που είναι ταυτόχρονα λουσάτες και εφυείς, πολύ θηλυκές, κομψές και με πολύ ταλέντο.
Στο Χόλλυγουντ γύρισε την «Υπόθεση Κικέρων» με τον Μάκιενβιντς το 1952 και εξέπληξε με τη γοητεία της τη γαλλική Νουβέλ Βάγκ με τις «Ομπρέλλες του Χερβούργου», με την μόλις ανερχόμενη τότε Κατρίν Ντενέβ το 1964, και το 1982 ο Ζάκ Ντεμύ την έκανε να τραγουδήσει στην ταινία του «Ένα δωμάτιο στην πόλη». Η ηλικιωμένη πλέον κυρία, επανέρχεται και γοητεύει τις νέες γενιές με την ταινία του Αντρέ Τεσινέ «Ο τόπος του εγκλήματος» το 1985 και συνεχίζει με τις «Οκτώ γυναίκες» του Φρανσουά Οζόν το 2002 και στο «Νέο τραγούδι» της Αν Φονταίν το 2006. Η τελευταία της ταινία, όπως είπαμε παραπάνω γυρίστηκε το 2007 και δεν ξέρουμε ακόμη τι μας επιφυλάσσει η αειθαλής Ντανιέλ Νταριέ.
Tης Ξένης Μουχίμογλου
Η ΔΟΥΚΙΣΑ ΤΟΥ ΛΑΝΖΕ
|
|