Red Road
Ανάλυση για τη ταινία της Άντρεα Άρνολντ
Ένα από τα προτερήματα του κινηματογράφου είναι η συγκίνηση που προκαλεί η αποκάλυψη της αποτρόπαιης και σκοτεινής πλευράς της ζωής που δε θέλουμε να δούμε. Αν η κάμερα είναι ο σκηνοθέτης και ο σκηνοθέτης δεν είναι ο ιδανικός θεατής, τότε γίνεται δικτάτορας της ματιάς μας. Απομένει στο θεατή η ικανότητα να μάθει νa ακούει, να αισθάνεται, μα πάνω από όλα να μάθει να κρατά τα μάτια του ανοιχτά.
Κι όλα τότε εξαρτώνται απόλυτα από την ικανότητα του σκηνοθέτη να στηρίξει μια σκηνοθεσία ξεκινώντας από την ψυχική κατάσταση των «δρώντων» προσώπων ώστε να περάσει μέσα από την εσωτερική δύναμη αυτής της κατάστασης και να τα εγγράψει όλα στην αλήθεια του ενός, άμεσα παρατηρούμενου γεγονότος και στην μοναδική του υφή, όπως επισημαίνει εύστοχα κατά τη γνώμη μου ο Αντρέι Ταρκόφσκι στο σημαντικό βιβλίο του «Σμιλεύοντας το χρόνο».
Προσωπικά αγαπώ πολύ τη βρετανική σχολή κινηματογράφου από το free cinema και τα σημαντικά ντοκιμαντέρ του Τζον Γκρίρσον ως τον Κέν Λόουτς και τον Στήβεν Φρίαρς γιατί ισορροπούν την τεκμηριωμένη εικόνα της σκληρής πραγματικότητας των κατωτέρων τάξεων της βρετανικής κοινωνίας με έναν ανθρωπισμό με ανάσες ζωής που δε βαραίνουν αφόρητα τον θεατή δικαιώνοντας τελικά τους πρωταγωνιστές στις επιλογές τους.
Η νέα σκηνοθέτης Άντρεα Άρνολντ πετυχαίνει έντεχνα στη ταινία της «Red road», που παίζεται για δεύτερη εβδομάδα στον κινηματογράφο Ιντεάλ (Πανεπιστημίου 46) με μια αντικειμενική και θαρραλέα ματιά την ταύτιση της αποξενωμένης από τον κόσμο της μεγαλούπολης ηρωίδας της με τις παρακμιακές εικόνες του Red Road, μιας εργατικής συνοικίας της Γλασκόβης ιδωμένης μέσα από τις κάμερες των δρόμων που παρακολουθούν αποσπάσματα από τις ζωές των ανθρώπων για λόγους ασφάλειας.
Με μια πικρή δόση γοητείας παρατηρούμε κι εμείς φευγαλέα τις ζωές των άλλων με τις άπειρες εκδοχές που μετατρέπουν τη πόλη σε «ιδεόγραμμα» και οι μικρές ιστορίες των δρόμων της γίνονται αμείλικτη ρουτίνα με μικρές αναλαμπές που προκαλεί ένα άρρωστο σκυλί ως μοναδική συντροφιά ενός μοναχικού άντρα ή μια πράξη καθημερινής βίας ανάμεσα σε νέους που αναλώνονται σε αποδράσεις «ευτυχίας» κάνοντας σεξ στα όρθια ή πίνοντας αλκοόλ.
Θεατής όλων αυτών των δρώμενων η Τζάκι σπάει τη δική της ρουτίνα κάνοντας και αυτή σεξ μέσα στο αυτοκίνητο του φίλου της, σύντομα και σπασμωδικά χωρίς ίχνος ερωτισμού. Αυτή η ποίηση της «σκληρότητας» με τη βοήθεια και μιας κάμερας στο χέρι που περιπλανιέται νευρικά ανάμεσα στα πρόσωπα και σε δρόμους με όλα τα χρώματα της παρακμής θυμίζει μυστικό χορό κάποιας τραγωδίας όπου τα πρόσωπα δένονται με μια «κολλώδη» σιωπή και από μια αναμονή πριν την σημαντική πράξη, που στο σενάριο ονομάζεται «κρίσιμη σκηνή», με σκοπό να προχωρήσει δυναμικά η ταινία σε νέα δεδομένα που θα κρατούν το ενδιαφέρον του θεατή.
Η Τζάκι βλέπει στις οθόνες του γραφείου Security που εργάζεται τον Κλάιντ που της θυμίζει κάτι. Όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα γίνεται ένας ζωντανός εφιάλτης για την Τζάκι που παρακολουθεί και γνωρίζει τον Κλάιντ, με παραπλανητικό προσωπείο, βγάζοντας στην επιφάνεια εσωτερικούς φόβους και εμμονές ενός παρελθόντος με τραυματικές εμπειρίες, με μια κρυμμένη αλήθεια που συνδέει του πρόσωπο του «εχθρού» της με την οικογενειακή τραγωδία που έζησε γεννώντας το στοιχείο του σασπένς στο έργο χωρίς την αριστοτεχνική κατά τα άλλα επιτήδευση και το στυλιζάρισμα κάποιου χιτσκοκικού θρίλερ η μιας κλασσικής ταινίας μυστηρίου.
Μένοντας στο ύφος ενός κοινωνικού ρεαλισμού η ταινία προσεγγίζει βήμα-βήμα την ανθρώπινη αλήθεια με την βαθιά έννοια της λέξης με σιωπές γεμάτες νόημα, βλέμματα και εκφράσεις ως στάσεις ζωής των περιθωριακών τύπων του « Red road», με τη περιγραφική αυθεντικότητα ενός ντοκιμαντέρ. Ο χαρακτήρας της πλοκής δομεί τελικά το είδος εκείνο του κινηματογράφου που συναντάμε και σε άλλες σινεφίλ ευρωπαϊκές ταινίες του σύγχρονου τσέχικου και γερμανικού κινηματογράφου (βλέπε «Κάτι σαν ευτυχία» και «Οι ζωές των άλλων») που δικαιώνει τα μέσα του με την κινητικότητα των λήψεων ως δυναμικό στοιχείο που έχει την σημασία του ταυτοποιώντας τη κίνηση με την ψυχολογία των προσώπων, από την εικόνα στη σκέψη.
Με αυτό το ρυθμό εισάγεται ο θεατής στη σταδιακή απογύμνωση της ηρωίδας σε μια ακόμη «κρίσιμη» ερωτική σκηνή που σηματοδοτεί μια μάταιη απόπειρα εκδίκησης. Η Τζάκι και ο Κλάιντ που κουβαλάει το δικό του σταυρό με μια έφηβη κόρη πλήρως αποξενωμένη από αυτόν είναι ταυτόχρονα θύτες και θύματα που δικαιώνονται στα μάτια των θεατών ακροβατώντας στην κόψη του ξυραφιού κρατώντας σχεδόν ακέραιο τον εσωτερικό τους πόνο σε διαφορετικό βαθμό, σε ένα σταυροδρόμι του Red Road μαρτυρώντας την ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στο φόβο να αποδεχθούν το εαυτό τους μετά από έναν ακούσιο φόνο.
Ωστόσο το «Red road» με τους αληθοφανής χαρακτήρες του προβάλει παράλληλα ως ήρεμη δύναμη μια εσωτερική διαδρομή για να βρούμε την ψυχική μας γαλήνη λίγο πριν τη βοήθεια ενός ψυχαναλυτή. Μέσα από πράξεις απελπισίας και πρόσκαιρης εκτόνωσης που απλά μεγεθύνουν το πρόβλημα φωτίζοντας λίγο παραπάνω το ψυχολογικό προφίλ μας, το οποίο πάσχει μέχρι να απελευθερωθεί από τα βασανιστικά σημάδια του χρόνου που τελικά μας ωριμάζουν.
Με αυτή τη λυτρωτική διαδικασία λειτουργεί ένα είδος υπόγειας κάθαρσης στην ενδιαφέρουσα αυτή ταινία και υποστηρίζει σε μια δεύτερη ανάγνωση έναν κινηματογράφο που σέβεται την αλήθεια του με γενναιόδωρες προθέσεις απομυθοποιώντας τα συμβάντα με μια ντοκουμενταρισμένη λογική της τρέχουσας καθημερινότητας στον πραγματικό της χρόνο.
Νίκος Θωμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΤΑΙΝΙΑ
Red Road ανάλυση στη ταινία της Άντρεα Άρνολντ