Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΛΑΣΤΗΚΕ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ για το «Ροζ» του Αλέξανδρου Βούλγαρη
Η χαρά της ψυχανάλυσης είναι να ανασύρει τα παιδικά βιώματα που καθορίζουν τη διαμόρφωση του «εγώ» ως προσωπικότητα και συμπεριφορά στον ενήλικα. Στην δεκαετία του 1960 η ψυχανάλυση εισβάλλει δυναμικά και στο χώρο του κινηματογράφου.
Ο χρόνος του «εγώ» είναι χρόνος βαθύς, χρόνος που από χειραγωγικός γίνεται απελευθερωτικός. Μέσα στη φρενίτιδα της εργασίας και τους ποικίλους καταναγκασμούς, η εμμονή των ενοχών ορθώνει τα πιο επίφοβα εμπόδια της εμπορευματικής λογικής στην πορεία του άδολου σώματος. Ο μεγάλος ηδονιστής συγγραφέας Ναμπόκοφ λέει «Άκου αγώνας για τη ζωή. Η κατάρα της μάχης και του μόχθου στέλνει τον άνθρωπο πίσω στα γρυλλίσματα των θηρίων που δεν ξέρουν άλλο από το ξέφρενο κυνήγι της τροφής. Δουλευτές του κόσμου διαλυθείτε! Λάθος λένε τα βιβλία: Ο κόσμος πλάστηκε μια Κυριακή».
Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης ο νέος σκηνοθέτης και μουσικός με όραμα και αξίες αναζητά στο «Ροζ», στη δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του που έγινε με χαμηλό προϋπολογισμό σε ένα παρεϊστικο κλίμα, τη μεγάλη χαρά. Κι αυτή έρχεται με τη γνωριμία του ήρωα της ταινίας με μια εντεκάχρονη Ουκρανή, ένα alter-ego του αφού και ο ίδιος φοβόταν να μεγαλώσει.
Ένα αγόρι που δεν εντάσσεται στην ομάδα του σχολείου του, που δεν παίζει ποδόσφαιρο, δεν πουλάει αντριλίκι για να επιβιώσει και ίσως δεν έπαιξε ποτέ μπουκάλα για να θυμάται τη γλύκα του πρώτου «αθώου» φιλιού. Η δασκάλα του φοβόνταν να υπερβεί τη θέση και τα όρια της ακόμα κι όταν της πήγε το πρώτο του βιβλίο, όαση χρωμάτων και αχαλίνωτης φαντασίας σε έναν ασπρόμαυρο κόσμο που αξιολογεί με σαφή μεγέθη τους νορμάλ και τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ικανότητες. Η οικογένεια κάνει επίσης υπέρβαση σε απόσταση από το ξεχωριστό παιδί της, που μένει να βιώνει τη μοναξιά της δειλίας του και να αποδεχθεί τη σκληρή πραγματικότητα της ανυπαρξίας οικογενειακών δεσμών από έντεκα χρονών.
Η μάνα ταξιδεύει, ο πατέρας ξαναπαντρεύεται. Μια όψιμη τάση ελευθερίας αποτυπώνεται στη σκυλίτσα του τη Ροζ που φοβάται να περπατήσει γρήγορα, γερνάει και πεθαίνει αθόρυβα. Αυτή η μικρογραφία της διαφορετικότητας είναι ένας κόσμος που υπάρχει κι ανασαίνει δίπλα μας μακριά από η γκλαμουριά πετυχημένων εραστών όπως ο αδελφός του ήρωα μας που ως τηλεοπτικός αστέρας, κάνει ασύστολα το δικό του «καμάκι» για να επιβιώσει νικητής, όντας πληγωμένος βαθιά από την έλλειψη της μητρικής ομπρέλας. Η κρίση ταυτότητας του ήρωα γίνεται αφορμή για στόχους χωρίς επαναστατικές ασκήσεις εκτόνωσης με ένα διάλλειμα εφήμερης σχέσης σε ένα ταξίδι απελπισίας στο πρωτοχρονιάτικο Βερολίνο που ενώνει δύο ψαγμένες ψυχές για λίγο σε έναν έρωτα χωρίς βάσεις.
Ένα αληθινό ημερολόγιο ζωής καταγράφεται με σαφή ντοκιμαντερίστικη διάθεση σε ένα πειραματικό κινηματογράφο με φρέσκια ματιά. Ακροβατώντας ανάμεσα στο ρεαλισμό του free cinema και τον συνεχιστών του (Κεν Λοούτς) και το σουρεαλιστικό παραμύθι το «Ροζ» εστιάζει στην ουσία των πραγμάτων με άξονα έναν πολυδιάστατο φόβο ως ψυχολογικό μπαγκράουντ και την ανάγκη επικοινωνίας όπου όλα αρχίζουν από μια τελεία και καταλήγουν σε ένα κόμμα, όπως δηλώνουν και οι συντελεστές της ταινίας.
Ο μικρόκοσμος της πόλης χάνει τον πολύβουο ρυθμό του χωρίς ο ήρωας να αναζητά επιφανειακά μια άλλη χώρα των θαυμάτων όπως στα παραμύθια. Το δωμάτιο, η παλιά γραφομηχανή, η επιθυμία του να καταγράφει ερασιτεχνικά τις μουσικές των φτωχών μεταναστών είναι μέρος του δικού του παραμυθιού και ταυτόχρονα διέξοδος και φαντασίωση με απαλά χρώματα ενός ειρηνικού κόμικς. Ο θεατής με μια πονηρή διαλεκτική ματιά χωρίς εξάρσεις καλείται να επικοινωνήσει διαδραστικά με ένα κόσμο «φευγάτων» υπάρξεων που δεν υποδουλώνονται σε καμία τεχνολογία, δεν έχουν τηλεοπτικά πρότυπα με σεξ-απήλ φιγούρες του μεγάλου τίποτα, δε σπάνε βιτρίνες με βίαια ένστικτα από εγωκεντρικά βίτσια, πατώντας επί πτωμάτων. Τους διαβάζεις σε μικρά έντυπα της διαφορετικότητας και η εικόνα τους είναι στα χαριτωμένα graffities των τοίχων στη πόλη και στα μικρά ερασιτεχνικά γκρουπάκια μικρών φεστιβάλ που δίνουν ρυθμό στις ήρεμες σιωπές τους. Έχει ειπωθεί ότι η μαγεία της τέχνης είναι να πλησιάζει τους ανθρώπους χωρίς να τους συναντά.
Έτσι το «Ροζ» δίνει αβίαστα μια αφορμή για μια ζεστή κουβέντα με το σήμερα και το αύριο με την ήρεμη δύναμη των επιθυμιών και συναισθημάτων ενός underground ήρωα και μιας έφηβης που παθιάζεται αρμονικά μαζί του κάνοντας τη μικρή υπέρβαση της δικής της ζωής, μέσα από μια φευγαλέα ματιά στη ζωντανή τέχνη του σινεμά που συμπληρώνει ένα μεγάλο κενό του συγχρόνου ελληνικού κινηματογράφου που ασφυκτιά από γκρίνιες από γκρίνιες και υπερβολές καθώς και καλοδουλεμένες καλλιτεχνικά παραγωγές χωρίς αληθοφανή και δεμένα σενάρια εκτός λίγων εξαιρέσεων.
Η προσωπική ασυμβίβαστη στάση μου απέναντι σε νόρμες και κλισέ πρότυπα συνάντησε από καρδιάς και ταυτίστηκε με τον ήρωα και το σκηνοθέτη του «Ροζ». Το βρίσκει κανείς στις μικρές ταχύτητες πρωτοπορίες, χωρίς αργόσυρτες υπαρξιακές αναζητήσεις σε θολά τοπία έξω από το πεδίο των στείρων ιδεολογιών και των ανεκπλήρωτων οραμάτων.
Παράλληλα, χωρίς να καταφεύγει σε εύκολες λύσεις με υποκατάστατα που ναρκώνουν τη σκέψη κάνει τέχνη τη ζωή του ως μουσικός και κινηματογραφιστής. Έτσι το «Ροζ» αποκτά διαστάσεις μιας κουλτούρας της διαφορετικότητας, γίνεται στίχος και ρυθμός των μεταναστών με ένα πολιτισμό αξιοπρέπειας με υγιή κύτταρα που αποδεικνύει, με τη φωνή και τα τραγούδια τους, μια λυτρωτική και γνήσια επικοινωνία με άδολα κίνητρα.
Όλα τελειώνουν με ένα φιλί που δεν ανταλλάσετε, σε μία ήδη «απαγορευμένη» και ιδιόμορφη επαφή, διάλυμα ευτυχίας για να συνεχίσει ο ήρωας με άλλο θάρρος τη ζωή και την τέχνη του. Κι όλη αυτή η μοναδική στιγμή της χαράς σε αφυπνίζει γλυκά με ένα άρωμα εξωπραγματικού στη σωστή του διάσταση.
Η φιλοσοφία της ταινίας περιέχει μια υπόγεια αντίδραση στο απωθημένο του «ξένου» ως φορέα παραβατικότητας ή ως αντικειμένου για κάθε μορφής εκμετάλλευση. Σε μία εποχή παγκοσμιοποίησης και τρομοκρατίας ο αντίπαλος εφιάλτης στους φόβους όλων των παιδιών που δε θέλουν να μεγαλώσουν συμβολοποιείται φουτουριστικά στο «Ροζ», ως δολοφόνος σε ένα σχολείο χωρίς αιματηρές σκηνές, θυμίζοντας ότι τα παραμύθια μπορεί να έχουν κι άσχημο τέλος.
Σε ένα καθεστώς διαφημιστικής απολυταρχίας, τηλεοπτικής αισθητικής και κακής παιδείας γενικότερα υπάρχουν ευτυχώς αισιόδοξα δείγματα γραφής από τον τσέχικο, το νέο γερμανικό και το βαλκανικό κινηματογράφο με ταινίες όπως το αριστουργηματικό «Σεράγεβο σ’αγαπώ», ταινίες καθαρής ματιάς στη τραγωδία εθνών και λαών, θύματα πολέμου και άνομων συμφερόντων των ισχυρών της γης.
Σε αυτή την εικόνα του κινηματογράφου το «Ροζ» χωρίς τη κλασσική (mainstreaming) αφήγηση και δραματικές ή κωμικές εξάρσεις αποκαλύπτει, με έντονο το προσωπικό στοιχείο του δημιουργού, σχεδόν αθόρυβα τη δύναμη της ουσιαστικής επικοινωνίας με αφορμή το ίδιο το σινεμά με το διαφορετικό και το απαγορευμένο σε μια καθημερινότητα που καλλιεργεί, με τη βοήθεια των Μ.Μ.Ε., την πιο ακραία απομόνωση, το φόβο για το μετανάστη και το κυνήγι μιας μεγάλης καριέρας για σίγουρα έσοδα χωρίς ανάσες πραγματικής χαράς.
Για να ζούμε όσο περισσότερο γίνεται ακούγοντας μόνο τον εαυτό μας ώστε να τον ξανακάνουμε αιωνιότητα με τις μικρές του αξίες κάνοντας απλά αυτό που μας αρέσει να κάνουμε, συστατικό χειροπιαστής ευτυχίας.
Νίκος Θωμόπουλος
Διαβάστε και την κριτική του για την ταινία
ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΡΟΖ ΤΟΥ ΑΛΑΞΑΝΔΡΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΗ