«Κρυμμένος/Caché» του Μικαέλ Χάνεκε
Η ταινία «Κρυμμένος» του Μικαέλ Χάνεκε είναι ένας προσεκτικά δομημένος κινηματογραφικός διάλογος με το ακροατήριο. Είναι μια ταινία που ασχολείται με τα μυστικά, την εισβολή στην ιδιωτική ζωή μιας οικογένειας, την οικογένεια ως οργανική ομάδα, το ένοχο παρελθόν της, και το γεγονός ότι εάν καταφέρουμε να ξεγλιστρήσουμε από τις ενέργειές και τα λάθη μας σύντομα θα πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με τις συνέπειες. Στην περίπτωση του χαρακτήρα στην ταινία, Georges Laurent, η αντίδρασή του στα λάθη, άθελά του ή μη, του παρελθόντος του είναι απόμακρη αρνητική. Αυτό το θέμα μας θυμίζει την πρώτη τριλογία του Χάνεκε που ασχολείται με τη βία στην Αυστρία και σουρεάλ ενδοοικογενειακές σχέσεις, επίσης γνωστή ως η παγετώδης τριλογία του. Οι ταινίες είναι: «Η έβδομη ήπειρος», «Βίντεο του Μπένι» και «71 τεμάχια από μια χρονολογία της πιθανότητας». Πλήρης απουσία μουσικής, ζουμ, montages, και άσκοπες κινήσεις της κάμερας δίνοντας έτσι μια πλήρη αίσθηση ρεαλισμού. Παρόλα αυτά κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι τα γεγονότα στην ταινία «Κρυμμένος» είναι κάπως υπερφυσικά.
Ο Ζόρζ Λορόν (Ντάνιελ Auteuil) είναι μια τηλεοπτική προσωπικότητα του Παρισιού που παρουσιάζει ένα μαγκαζίνο με καλεσμένους συζητώντας θέματα όπως η λογοτεχνία, πολιτική, τέχνη και άλλα τρέχοντα θέματα. Οι χαρακτήρες του Χάνεκε τείνουν να είναι άνθρωποι ανωτέρας μεσαίας τάξης αστών που βρίσκονται αντιμέτωποι με ακραίες καταστάσεις. Η σύζυγός του, η Άν (Juliette Binoche) είναι εκδότης. Ο δωδεκάχρονος γιος τους Πιερό (Lester Makedonsky) φαίνεται να είναι ένας προβληματισμένος έφηβος.
Η ταινία ξεκινά με μια στατική και μακρόχρονη εικόνα μιας οδού του Παρισιού, με την κάμερα να κοιτάζει προς την είσοδο ενός μοντέρνου μικρού σπιτιού. Μόνο όταν η εικόνα αλλάξει σε γρήγορο ρυθμό (fast forward) συνειδητοποιούμε ότι παρακολουθούμε μια μαγνητοτοσκοπημένη κασέτα μαζί με τους κατοίκους του σπιτιού. Το ακροατήριο ακούει τη συνομιλία των χαρακτήρων που συζητούν και αναρωτιούνται για την προέλευση και το σκοπό αυτής της κασέτας. Η ταινία του Haneke μας θυμίζει την άποψη του Alfred Hitchcock για τον κινηματογράφο, ότι η αγάπη μας για τον κινηματογράφο είναι μια μορφή ηδονοβλεψίας. Ως θεατές παρεισφρείουμε στις ιδιωτικές ζωές ορισμένων χαρακτήρων και αυτό είναι το στοιχείο που απολαμβάνουμε περισσότερο βλέποντας ταινίες. Στην ταινία δεν αποκαλύπτεται ποτέ ποιος καταγράφει και στέλνει τις κασέτες στην οικογένεια. Με αυτό τον τρόπο το ακροατήριο, εμείς, είμαστε όσο ένοχο είναι το άτομο που τρομοκρατεί τη μεσοαστική γαλλική οικογένεια. Αυτή η ταινία είναι κάτι παραπάνω από ένα σχόλιο για την ιστορία και τις σχέσεις των Γάλλων με τους Αλγερινούς και τους Άραβες. Αυτή η ταινία θα μπορούσε να ληφθεί ως ένα σκληρό σχόλιο για την συνήθειά μας να βλέπουμε τηλεόραση και ταινίες. Μπαίνουμε μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα, καθόμαστε και ύστερα ζούμε και βλέπουμε μια ζωή και καταστάσεις μέσω τα μάτια κάποιου άλλου. Συγκλονιζόμαστε και τρομάζουμε όταν παρακολουθούμε βίαιες σκηνές, αλλά είμαστε ευτυχείς που δεν βρισκόμαστε στην θέση του ήρωα της ταινίας στην πραγματικότητα. Αυτή η αίσθηση μας υπενθυμίζει την ταινία « Being John Malkovich» του Spike Jonze, όπου οι χαρακτήρες εισχωρούν στο μυαλό του ηθοποιού John Malkovich και παρακολουθούν τη ζωή του μέσω των ματιών του. Αυτή η δύναμη έστω και για λίγα λεπτά δημιουργεί μια ηδονή και απόλυτη ευχαρίστηση στους χαρακτήρες. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο χαρακτήρας του John Cusack κατορθώνει να πάρει τον έλεγχο του μυαλού και του σώματός του ηθοποιού λόγω των δεξιοτήτων του στο κουκλοθέατρο.
Ο σκηνοθέτης, οι θεατές και το άτομο που καταγράφει εκείνες τις κασέτες γίνονται όλοι ο κυνηγός. Σε ολόκληρη την φιλμογραφία του Haneke κυριαρχεί ένα πολύ διακριτικό ύφος και στυλ στην χρήση της κάμερας. Οι σκηνές του είναι στατικές, μακρόχρονες και τεμαχισμένες. Η κινηματογραφική κάμερα του Χάνεκε δεν λειτουργεί με το δικό της μυαλό. Δεν περιτριγυρίζει και εντυπωσιάζει με ανούσιες κινήσεις και πλάνα που αρχίζουν από τον ουρανό και καταλήγουν στον χαρακτήρα μας. Η κάμερα του Haneke ακολουθεί αυστηρά τον χαρακτήρα ή το αντικείμενο που επιλέγει. Εάν ο επιλεγμένος χαρακτήρας δεν κινείται η κάμερα θα μείνει στατική επίσης. Σε πολλές περιπτώσεις ο Haneke επιλέγει ένα αντικείμενο για ένα πλάνο αντί για έναν χαρακτήρα διότι το αντικείμενο στην προκειμένη περίπτωση συμβολίζει και λέει πιο πολλά από ότι ένα άτομο. Η κάμερα θα παραμείνει στο αντικείμενο και η συνομιλία των χαρακτήρων θα ακουστεί εκτός της οθόνης. Η χρήση της κάμερας μας θυμίζει μια κάμερα ασφάλειας CCTV σταθερή, κρύα και ψυχρή. Αν και σύντομα συνειδητοποιούμε ότι Georges πραγματικά έχει ένα μυστικό από το παρελθόν του που θα μπορούσε να τον τρομοκρατεί, παραμένει ακόμα ασαφές με το τέλος της ταινίας ποιος ήταν ο εχθρός του.
Κατά κάποιο τρόπο αφήνεται στο ακροατήριο, τους θύτες, να αποφασίσουν εάν οι ενέργειές του Georges ήταν λάθος ή σωστές, εάν η ταινία ήταν καλή ή κακή ή εάν έφταιγε ο Georges ή όχι. Η απάντηση του Georges στο παρελθόν του και τα γεγονότα είναι μερικά χάπια ύπνου ώστε να κοιμηθεί βαριά. Εντούτοις τα όνειρά του δεν τον αφήνουν σε ησυχία. Σε μια από τις τελικές σκηνές το ακροατήριο ταξιδεύει στο παρελθόν, μέσα από το υποσυνείδητό του, και με ένα πολύ ευρύ πλάνο βλέπουμε αυτό που συνέβη πραγματικά εκείνη την ημέρα. Δεν είναι σαφές εάν αυτή η σκηνή είναι μια εικόνα από το υποσυνείδητο του Georges ή εάν είναι μια από τις άλλες κασέτες που του έστειλε ο θύτης του. Αυτή η οπτική δήλωση ενοχής μπορεί να είναι ένα σημάδι ότι ο Georges δέχεται τελικά την ευθύνη για την τραγωδία που έχει προκαλέσει αυτήν την παράξενη σύγκρουση. Νωρίς στην ταινία ο Georges αναρωτιέται πώς και δεν είδε τον θύτη στο δωμάτιο ή την κάμερα που τον κατέγραψε, όταν πήγε να συναντήσει τον πιθανό εχθρό του, Majid. Στο τέλος συνειδητοποιούμε ότι ο ίδιος είναι ο θύτης της συνείδησής του και εκείνος είναι η πηγή του κακού.
Όλοι έχουμε κάνει κάτι λανθασμένο στο παρελθόν μας. Όλοι είχαμε τη συνείδησή μας να μας υπενθυμίζει κάτι από το παρελθόν. Εξαρτάται από μας να ξαναπαρακολουθήσουμε αυτές τις «κασέτες» της μνήμης μας και να τις αποδεχτούμε. Εκείνες οι κασέτες θα μπορούσαν να έχουν σταλεί στον Georges από τον Georges τον ίδιο, ή από μας το ακροατήριο που παρακολουθούμε και κρίνουμε. Το ακροατήριο είναι κομμάτι τις ταινίας, εμείς είμαστε το μυστικό στην ταινία. Είμαστε η συνείδηση του Georges. Η τελευταία σκηνή στην ταινία επαληθεύει για το μήνυμα και την σημασία της. Μια απλή καταγραφή της εισόδου ενός σχολείου και ίσως μια άλλη κασέτα VHS που ερευνά μια άλλη θαμμένη ενοχή. Εάν κάποιος προσέξει καλύτερα μπορεί να δει τον γιο του Georges στην πάνω δεξιά γωνία, τον Pierrot που μιλά με τον γιο του πιθανού εχθρού του Georges, Majid. Αυτό περαιτέρω περιπλέκει την πλοκή, αλλά επίσης δείχνει ότι ο Pierrot ήταν φίλος με εκείνη την Αλγερινή οικογένεια και ήξερε όλα εκείνα τα φρικτά γεγονότα που ο πατέρας του δημιούργησε. Ο γιος του ενεργεί επίσης ως η συνείδησή του μαζί με το ακροατήριο. Η τελική σκηνή θίγει επίσης ένα άλλο θέμα που η ταινία προσπαθεί να αναλύσει. Στον εμπαθή διανοητικό φιλελευθερισμό της Γαλλίας ο τεράστιος μειονεκτικός αραβικός αδικημένος πληθυσμός υπάρχει ακόμα και αγωνίζεται να ζήσει τη ζωή του ως ελεύθεροι άνθρωποι σε μια αποκαλούμενη φιλελεύθερη χώρα. Η σκηνή προβλέπει κατά κάποιο τρόπο τις μουσουλμανικές διαταραχές που άρχισαν στα προάστια του Παρισιού και διαδόθηκαν σύντομα σε όλη τη Γαλλία. Σχολιάζει επίσης τον ισχυρισμό της ανθρωπότητας ότι όλα θα λυθούν όταν η επόμενη γενεά μάθει από την πολιτική ιστορία. Μέχρι τώρα τα πράγματα δείχνουν ότι οι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτα περισσότερο παρά να αγνοούν εντελώς το παρελθόν και επαναλαμβάνουν τακτικά τα λάθη της ιστορίας σε μεγαλύτερη κλίμακα κάθε φορά.
Κωνσταντίνος Βασίλαρος