|
|
|
ΤO ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΝΕΟ ΚΥΜΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ
|
ΠΙΣΩ
|
Τo σημερινό νέο κύμα ελλήνων σκηνοθετών
Εδώ και αρκετά χρόνια, κάνει έντονη την παρουσία του ένα κινηματογραφικό ρεύμα νεότερων σκηνοθετών. Το 1999 εμφανίζεται η υπέροχη, αισθαντική, φυσιοκρατική και λυρική «Εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων», του Δήμου Αβδελιώδη. Όμως σε αντίθεση με τον κάπως παλαιότερό τους Αβδελιώδη, οι νεότεροι σκηνοθέτες, στην πλειοψηφία τους υιοθετούν μια πιο στρωτή και δυναμική αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος.
Οι περισσότεροι έχουν απομακρυνθεί από το αποστασιοποιημένο στιλ του Αγγελόπουλου, την αδιεξοδική, ενοχική ή φοβική, παραδοσιακή προβληματική της αριστεράς, από την μεγαλεπήβολη, φαντασμαγορική ποιητική, την επικολυρική αισθητική παλαιότερων Ευρωπαίων σκηνοθετών (π.χ. Ταρκόφσκι). Οι περισσότεροι και δυναμικότεροι νέοι σκηνοθέτες προσπαθούν να ενστερνιστούν την αφηγηματική μυθοπλασία, τη βατή αφήγηση μιας ιστορίας.
Μάλλον είναι περισσότερο επηρεασμένοι από τον αφηγηματικό αμερικάνικο (ή και αφηγηματικό ευρωπαϊκό) κινηματογράφο. Ο κινηματογράφος των νεότερων είναι πρώτα από όλα μυθοπλαστικός κι αφηγηματικός, ακολουθεί τους παραδεκτούς αφηγηματικούς κανόνες. Πρόκειται κυρίως για ταινίες καταστάσεων και χαρακτήρων. Ο κινηματογράφος των νεότερων είναι πιο ζωντανός και σπιρτόζος από αυτόν των παλαιότερων, τον επονομαζόμενο Ν.Ε.Κ. (Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος), συνήθως πολιτικό ή/και ποιητικό, πολύ προσωπικό κινηματογράφο που είχε την αφετηρία του στα χρόνια της δικτατορίας και συνέχισε κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, περίπου έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Οι σημαντικότεροι νέοι Έλληνες σκηνοθέτες ταινιών μυθοπλασίας είναι πιθανά οι Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Γιάννης Οικονομίδης, Νίκος Γραμματικός, Περικλής Χούρσογλου, Σωτήρης Γκορίτσας, Γιώργος Λάνθιμος, Αγγελική Αντωνίου, Δημήτρης Αθανίτης, Τάσος Μπουλμέτης, Κατερίνα Ευαγγελάκου, Αντώνης Κόκκινος, Άγγελος Φραντζής, Όλγα Μαλέα, Πάνος Κούτρας, Κώστας Καπάκας, Αλέξανδρος Βούλγαρης, Φίλιππος Τσίτος, Ρένος Χαραλαμπίδης, Δημήτρης Ινδαρές, Θάνος Αναστόπουλος, Πάνος Καρκανεβάτος, Φίλιππος Τσίτος, Φωτεινή Σισκοπούλου, κ.ά.
ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ
Αναλυτικότερα, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης («Από την άκρη της πόλης», 1995, «Δεκαπενταύγουστος», 2001, «Όμηρος», 2005, και η αγγλική ταινία «Κοντά στον παράδεισο», 1995) κυριαρχεί στα κινηματογραφικά μέσα του όσο ελάχιστοι Έλληνες σκηνοθέτες. Έχει σκηνοθετική, μονταζική, μα και ιδεολογική άποψη για τις ταινίες του, τις οποίες πραγματώνει με ιδιαίτερα δεξιοτεχνικό τρόπο. Υιοθετεί ένα βλέμμα ανυπόταχτο, το οποίο υπηρετεί με σφρίγος και μεγάλη αισθητική επάρκεια.
Ο Γιάννης Οικονομίδης («Σπιρτόκουτο», 2003, «Η ψυχή στο στόμα», 2006, «Μαχαιροβγάλτης», 2010) κάνει έναν κινηματογράφο αδρό, ωμό και σκληρού ρεαλισμού, δυνατό, αψύ κι επιθετικό, που αμφισβητεί τα κοινώς παραδεκτά κοινωνικά πράγματα, με ένταση και παλμό, με εικαστική δύναμη στη λιτή και λειτουργική εικόνα του, και σκληρό, υπερβολικά αθυρόστομο λόγο…
Ο Νίκος Γραμματικός («Κλειστή στροφή», 1991, «Η εποχή των δολοφόνων», 1993, «Απόντες», 1996, «Νυχτολούλουδα», 1999, «Ο βασιλιάς», 2002, «Αγρύπνια», 2005) έχει δουλέψει πολύ πάνω στο κοινωνικό και το αστυνομικό είδος (συχνά συνδυάζοντας και τα δύο), με πολύ μεράκι, κινηματογραφοφιλική διάθεση, σκηνοθετική επιδεξιότητα και γνώση των κοινωνικών μηχανισμών και λειτουργιών.
Ο Περικλής Χούρσογλου («Λευτέρης Δημακόπουλος», 1993, «Ο κύριος με τα γκρι», 1997, «Μάτια από νύχτα», 2002, «Ο διαχειριστής», 2009), βασίζεται στο πλάσιμο των χαρακτήρων και των σχέσεών τους, των μυθοπλαστικών και δραματουργικών καταστάσεων, στηριγμένος στα πλούσια βιώματα και τα συναισθήματά τους.
Ο Σωτήρης Γκορίτσας («Απ’το χιόνι», 1993, «Βαλκανιζατέρ», 1998, «Μπραζιλέρο», 2001, «Παρέες», 2006) έχει γνήσια κωμική φλέβα και ευαισθησίες για τα νεοελληνικά κοινωνικά ζητήματα, και για αυτό καταφέρνει να δημιουργεί προβληματιζόμενες ταινίες που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του θεατή και τον διασκεδάζουν.
ΜΟΝΤΕΡΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο Γιώργος Λάνθιμος σκηνοθέτησε δύο μοντέρνες ελλειπτικές ταινίες, την «Κινέττα», το 2005, και κυρίως τον πολύ στέραιο και πλήρη νοήματος, αν και αφαιρετικό, «Κυνόδοντα», το 2009, ένα αλληγορικό, δυνατό φιλμ που διαδραματίζεται σε μια κλειστή, απομονωμένη βίλλα, όπου ο αυταρχικός πάτερ φαμίλιας κρατά φυλακισμένα τα παιδιά του, μαθαίνοντάς τους τα όλα, τη γλώσσα και το σεξ, με λάθος τρόπο…
Η Αγγελική Αντωνίου («Δονούσα», 1992, «Χαμένες νύχτες»,1997, «Eduart», 2006) μεριμνά, με σκηνοθετική φροντίδα, καλλιέπεια και γνώση της κινηματογραφικής αισθητικής, για τη σκιαγράφηση των ηρώων της και των καταστάσεων που βιώνουν.
Ο Δημήτρης Αθανίτης («Αντίο Βερολίνο»,1994, «Καμιά συμπάθεια για το διάβολο»,1997, «Όνειρα καλοκαιρινής νύχτας»,1999, «2000+1 στιγμές», 2000, «Η πόλη των θαυμάτων», 2005, «Τρεις μέρες ευτυχίας», 2010) είναι ένας ψαγμένος στυλίστας, ένας μοντερνιστής δημιουργός με πλούσια και πρωτότυπη φιλμογραφία, αν και, παρ’όλη τη γοητεία τους, οι ιδιόμορφες κι ατμοσφαιρικές ταινίες του -αδίκως- δεν έχουν μεγάλη απήχηση.
Ο Τάσος Μπουλμέτης, μετά τη «Βιοτεχνία ονείρων» του (1990) γύρισε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του σημερινού ελληνικού κινηματογράφου, τη φαντασμαγορική, ρεαλιστική και ταυτόχρονα ατμοσφαιρική, πολύ καλοκουρδισμένη και μαεστρικά σκηνοθετημένη «Πολίτικη κουζίνα» (2003). Ο Αντώνης Κόκκινος γύρισε τις ταινίες «Τέλος εποχής», 1994, «Ο αδελφός μου και εγώ», 1997, «Πάμπτωχοι Α.Ε.», 2000, «Μαραθώνιος», 2004. Αν εξαιρέσουμε την κωμωδία «Πάμπτωχοι Α.Ε.», ο Κόκκινος διακρίνεται ως ένας νοσταλγικός, διακριτικός και ευαίσθητος σκηνοθέτης συναισθημάτων.
Η Κατερίνα Ευαγγελάκου («Ιαγουάρος», 1994, «Θα το μετανιώσεις», 2001, «Ώρες κοινής ησυχίας», 2006) φτιάχνει πιο εύστοχες, ζωντανές και δημιουργικές ταινίες όταν τις μπολιάζει με το χιούμορ της. Έχει έντονη αίσθηση των κοινωνικών δεδομένων και δρώμενων. Ο Άγγελος Φραντζής («Polaroid», 2000, «Το όνειρο του σκύλου», 2005, «Το κόκκινο σπίτι μέσα στο δάσος», 2008) είναι ένας στυλίστας του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος διερευνά τις φόρμες, την αισθητική και το θέμα του, με φαντασία, εφευρετικότητα και πρωτοτυπία.
ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Πάνος Κούτρας σκηνοθέτησε το 2009 την ακραία, δυνατή ταινία Στρέλα, πάνω στον κόσμο των ομοφυλόφιλων και των τραβεστί, που είναι πετυχημένη όσο κινείται σε ένα ρεαλιστικό ύφος. Σκηνοθέτησε επίσης την «Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» (1999), σάτιρα με φανταστικές διαστάσεις, και τη στιλίστικη «Αληθινή ζωή» (2004).
Ο Κώστας Καπάκας («Peppermint»,1999, «Uranya», 2006) περιγράφει με τρυφερότητα, νοσταλγία και χιούμορ τον κόσμο των χαμένων παιδικών μας χρόνων… Η εμπορικότερη σκηνοθέτις Όλγα Μαλέα κατάφερε, όπως και ο Περράκης, με τις νατουραλιστικές κοινωνικές κωμωδίες της, να συνδυάσει την εμπορικότητα με τις απαιτήσεις για ποιότητα (με πρώτη ύλη το κωμικό στοιχείο, τη σεξουαλικότητα και τη γυναικεία ματιά). Οι ταινίες της, ο ιδιαίτερα γυναικείος «Οργασμός της αγελάδας» (1996), η αξιόλογη, ενδιαφέρουσα «Διακριτική γοητεία των αρσενικών» (1998), το μάλλον τηλεοπτικο-διαφημιστικής αισθητικής «Ριζότο» (2000), οι -περί παιδεραστίας και σεξ- «Λουκουμάδες με μέλι» (2005) και η πολιτική σάτιρα «Πρώτη φορά νονός» (2007), άρεσαν στο κοινό και το έφεραν στην αίθουσα. Οι διασκεδαστικές, δροσερές ταινίες της Μαλέα εντάσσονται αρκετές φορές στη θεματική της ερωτικής κωμωδίας, δηλαδή, κυρίαρχα θεματικά μοτίβα της είναι το σεξ και η κωμωδία, βλέπε τις ταινίες της «Λουκουμάδες με μέλι», «Ριζότο», «Ο οργασμός της αγελάδας».
Η Λάγια Γιούργου («Το σπίτι στην εξοχή», 1994, «Αύριο θα είναι αργά», 2001, «Λιούμπη», 2005) γυρίζει οικογενειακά και ερωτικά χαμηλότονα «δράματα», με νατουραλιστικό κλασικότροπο ύφος. Ο Δημήτρης Ινδαρές («Ο τσαλαπετεινός του Γουαϊόμινγκ»,1995, «Γαμήλια νάρκη», 2003) δουλεύει, με μπρίο και ευστοχία, κυρίως πάνω σε καταστάσεις που έρχονται από το πεδίο της κομεντί. Η «Γαμήλια νάρκη», του Δημήτρη Ινδαρέ, μια σπιρτόζα, σύγχρονη ερωτική κομεντί πάνω στο γάμο και τις δυσκολίες του, κέρδισε το βραβείο σεναρίου του Διεθνούς διαγωνιστικού Φεστιβάλ Θεσ/κης. Γύρω από ένα νέο παντρεμένο ζευγάρι, σχηματίζονται δύο τρίγωνα . Για να ξεπεράσουν τη μονοτονία του γάμου, οι ήρωες δημιουργούν ένα ερωτικό γαϊτανάκι. Ρουτίνα, πειρασμοί, μοιχίες, έρωτας, φιλία, σεξ, έλξη και σύγκρουση των δύο φύλων.
ΠΝΕΥΜΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ
Τα τελευταία χρόνια έχουν, επίσης, παραχθεί αρκετά αξιόλογα ντοκιμαντέρ. Το είδος έχει αναπτυχθεί, ισχυροποιηθεί κι εμπλουτισθεί. Αναφέρουμε ορισμένα αξιοπρόσεχτα ελληνικά ντοκιμαντέρ: Πρώτη και καλύτερη, η σπουδαία, πολιτισμιολογική «Αγέλαστος πέτρα», του Φίλιππου Κουτσαφτή. Το «Μασαλία, μακρινή κόρη», (2004) του Μάρκου Γκαστίν, Γάλλου που δουλεύει στην Ελλάδα. «Buzz» (2005), του Σπύρου Ταραβήρα. Τα δημιουργικά ντοκιμαντέρ, μικρού ή μεσαίου μήκους, της Εύας Στεφανή («Ακρόπολις», «Εν Αθήναις», «Το κουτί», «Κλειστοί χώροι», «Γράμματα από το Άλμπατρος», κ.λπ.), που είτε είναι ποιητικά και πειραματιζόμενα, είτε έχουν ένα πνεύμα αμφισβήτησης των κοινωνικών ταμπού, είτε είναι ζουμερό σινεμά-βεριτέ (ή όλα μαζί…).
Τα ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ της Λουκίας Ρικάκη: «Νύχτες κωμωδίας» (2000), «Τα λόγια της σιωπής» (2002), «Το Αιγαίο και τα λόγια των ποιητών» (2003), «Ο άλλος» (2005), «Τα παιδιά της χορωδίας» (2007). Οι ταινίες του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, «Είδαν τα μάτια μας γιορτές» (2000), «Τα ημερολόγια καταστρώματος-Γιώργος Σεφέρης» (2001), «Γιάννης Μόραλης» (2005), και «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Καβάφη», με παραγωγό το μόνιμο συνεργάτη του, Θάνο Λαμπρόπουλο. Το εικαστικά μελετημένο ντοκιμαντέρ πάνω στους μετανάστες «Ο δρόμος προς τη Δύση», του ζωγράφου και σκηνοθέτη Κυριάκου Κατζουράκη. Το ελκυστικό, χυμώδες, μπλουζ φιλμ «Screaming Jay Hawkins, I put a spell on me» (2001), του Νίκου Τριανταφυλλίδη. Τα κινηματογραφικά πορτρέτα Ελλήνων σκηνοθετών, του Σταύρου Καπλανίδη, «Σταύρος Τορνές, ο φτωχός κυνηγός του Νότου» και «Χρήστος Βακαλόπουλος». «Το πήδημα του Κατσαντώνη και ο μπαρμπα-Λάμπρος» (2005), του αείμνηστου Γιώργου Κολόζη. Το «Μπλακ Μπεεε…» (2005), του Θόδωρου Μαραγκού, κ.ά.
Θόδωρος Σούμας
ΤO ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΝΕΟ ΚΥΜΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ
|
|