|
|
|
Ο ΝΕΟΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
|
ΠΙΣΩ
|
Ο ΝΕΟΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ανατολικές προσδοκίες
Το 1971 το Studio Vista εξέδωσε μια μονογραφία του Alistair Whyte με θέμα το «Ο νέος κινηματογράφος στην Ανατολική Ευρώπη», όπου υπήρχαν ακριβώς δύο φράσεις για τη Ρουμανία. Μια από αυτές θεωρούσε ότι η χώρα «παρήγαγε κάποια ενδιαφέροντα κινούμενα σχέδια, αλλά στον τομέα των ταινιών μυθοπλασίας υπάρχει μικρό ενδιαφέρον». Σημειώστε ότι το «μικρό», στη γλώσσα των κριτικών σημαίνει ότι «εάν υπήρχε κάτι, δεν το είδα». Όχι ότι ο Whyte κατηγορεί: εκτός από την πρώιμη είσοδος στις Κάννες του Lucian Pintilie (του οποίου το όνομα ο Whyte αναφέρει σε ορισμένα σημεία), ο ρουμανικός κινηματογράφος από τη δεκαετία του 1960 μέχρι αυτή του 1980 ήταν τόσο απόμακρος όσο και η ίδια η χώρα ήταν απομονωμένη.
Όχι πλέον. Πολλές ενδιαφέρουσες ταινίες που παράγονται στην Ευρώπη γυρίζονται στα Βαλκάνια, στη Βοσνία, στη Βουλγαρία, ακόμα και στην Αλβανία (όπως η εξαιρετική ταινία του Artan Minarolli, η «The moonless night», η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ). Στη Ρουμανία, όμως, είναι που εμφανίζεται το πρώτο πραγματικό κύμα, αφού τα σπέρμα της επανάστασης του 1989 μπόλιασε στον κινηματογραφικό χώρο, η γενιά των κινηματογραφιστών επηρεάστηκε από αυτή.
ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Αυτή τη χρονική περίοδο, όπως στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, η Ρουμανία πέρασε στην ευφορία διαμέσου μιας, λιγότερο ή περισσότερο, καλής σχέσης με τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ίσως, αναπόφευκτα, τα γεγονότα του 1989 (και σε τρία πρόσφατα παραδείγματα τα γεγονότα της τραυματικής νύχτας της 22ης Δεκεμβρίου, όταν τέλειωσε η εικοσιτετράχρονη απολυταρχική διακυβέρνηση του Νικολάε Τσαουσέσκου) κυριαρχούν στις ταινίες που έγιναν (ή καλύτερα σε αυτές που εξήχθησαν, μιλώντας για τους εκλέκτορες των Φεστιβάλ και τα καλλιτεχνικά γραφεία διανομής) παρά η ίδια η Ρουμανία. Οι επιλογές σε αυτή τη χώρα έχουν διαφορετικό γούστο: αναφορικά, η πιο διάσημη και πρόσφατη ταινία είναι αυτή του Tudor Giorgiu, «Love sick», το 2006, μια πικρόχολη, ρομαντική κωμωδία, στην οποία δύο σπουδάστριες ερωτεύεται η μια την άλλη.
Όμως, το απόλυτο σχίσμα με το παρελθόν που έγινε το Δεκέμβριο του 1989 είναι σα μια μηχανή παραγωγής που αγνοεί το σύγχρονο ρουμάνικο κινηματογράφο. Βέβαια, ταινίες γινόντουσαν και επί του καθεστώτος Τσαουσέσκου: όπως σε όλες τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, στη Ρουμανία υπήρχε ένα κρατικό κινηματογραφικό στούντιο, οι ταινίες που παράγονταν εκεί έκοβαν 95 εκατομμύρια εισιτήρια το χρόνο, ενδιαφέρουσα άποψη, σε μια χώρα των 20 εκατομμυρίων κατοίκων και, φυσικά, πολύ καλύτερα από τους 2,7 εκατομμύρια θεατές, το 2006. Αυτές οι ταινίες είχαν γίνει για το τοπικό κοινό και σπάνια προβάλλονταν στη Σοβιετική Ένωση, στη Μόσχα και στο Κάρλοβι Βάρι. Αλλά, δεν αφορούσαν το τοπικό κοινό. «Ο τρόπος ζωής, όπως παρουσιαζόταν, ήταν γελοίος», λέει ο σκηνοθέτης Christian Mungiu, ο οποίος, με την ταινία του «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες», έβαλε το κερασάκι στην τούρτα της ρουμανικής αναγέννησης, όταν κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα, στις Κάννες, το 2007. «Υπήρχε μια ομίχλη ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο μιλούσαν οι άνθρωποι με αυτά που έδειχνε η οθόνη».
Ακόμη, με την πτώση του Τσαουσέσκου, ο μόνος σκηνοθέτης που είχε διεθνή αναγνώριση ήταν ο Pintilie, ο οποίος μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στο θέατρο και τον κινηματογράφο, το Παρίσι και το Βουκουρέστι, με ταινίες όπως «The oak» (1992) και «Terminus paradis» (1998). Και με την ταινία του «Niki and Flo» γεφυρώνει το κενό ανάμεσα στις δύο γενιές. Η ιστορία μιας σχέσης μεταξύ ενός πρώην αξιωματικού του στρατού και του πολύ μοντέρνου γαμπρού του, αυτή η ταινία είχε συν-σεναριογράφο τον Cristi Puiu, ο οποίος είχε σκηνοθετήσει το «The death of Mr. Lazarescu», η οποία ξεχώρισε. Ο Puiu προσπάθησε να γίνει γνωστός, το κατάφερε όταν, με αυτή την ταινία, κέρδισε τη Χρυσή Αρκούδα, νικώντας, «στα σημεία», το «Cigarettes and coffee» που είχε την ίδια ιστορία και ήταν 13 λεπτά πιο σύντομη.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΥΜΑΝΙΣΜΟΣ
Δύο χρόνια αργότερα, η ταινία «The death of Mr. Lazarescu» (2005), στην οποία οι πρωταγωνιστές κάνουν μια «τουρνέ» στα νοσοκομεία του Βουκουρεστίου, σε μια απέλπιδη προσπάθεια για θεραπεία μέσα σε μια νύχτα, εγκαινίασε το ρουμανικό νέο κύμα. Πρωτοπαρουσιάστηκε στις Κάννες, έγινε η πρώτη ρουμανική ταινία που βρήκε διεθνή διανομή, μια πραγματική διανομή που έγινε με έναν από τους πιο μη εμπορικούς τίτλους στο πόστερ της. Επίσης, ξεκίνησε μια διαδικασία βάσει της οποίας τα επόμενα δύο χρόνια δόθηκε πολύ προσοχή σε έναν κινηματογράφο με μεγάλη ιστορία, με στατική σκηνοθεσία, ο οποίος απλά καταγράφει αυτά που συμβαίνουν μπροστά του. Αυτή η προσοχή επεκτείνεται στην ηθοποιία και στους διαλόγους που είναι πολύ νατουραλιστικοί, όπως στο Λαζαρέσκου, στις σκηνές με τους γείτονες του, οι σκηνές του ασθενοφόρου και οι γιατροί στα νοσοκομεία, θα μπορούσε να ήταν ένα ντοκιμαντέρ. Είναι, βεβαίως, μια αυθόρμητη, παρά μια συνειδητή επιλογή, χωρίς στολίδια και φιγούρες της φιλμικής γλώσσας (χωρίς αναφορές στο μανιφέστο στο στιλ του Δόγματος), εστιάζοντας την προσοχή αντί της επεξεργασίας του σεναρίου, του κάστινγκ και της ηθοποιίας, στην τελειότητα. Το αποτέλεσμα είναι ένας κινηματογραφικός ουμανισμός, στην πιο καθαρή μορφή του.
Μια παρόμοια προσέγγιση, με σημαίνουσες, κυρίως σατυρικές, επιρροές, μπορεί να βρεθούν στην ταινία του Corneliu Porumboiu, «12:08 East of Bucharest» (2006), που εστιάζει τη στιγμή που η Ρουμανία βυθίζεται σε ένα μυθολογικό σύμπαν, μέσα από το οποίο αναζητά τη μνήμη της. Η ταινία του Porumboiu είναι πιο παραδοσιακή, στη φόρμα της, το χιούμορ της φτάνει στο κρεσέντο του όταν ένας διανοούμενος αλκοολικός, ο οποίος γευμάτιζε σε κάποιο κέντρο (ή έπινε σε αυτό), σκέφτεται το ρόλο του στην επανάσταση, η εικόνα του προβάλλεται στην τηλεόραση, χιούμορ, γενικά, βαλκανικό, θα λέγαμε, ιδιαίτερα ρουμάνικο.
Η ταινία του Radu Muntean, «The paper will be blue» (2006), μια άλλη δουλειά που κινηματογραφεί τις στιγμές που ο κόσμος ήταν έξω από το ανάκτορο του Τσαουσέσκου, ακολουθεί ένα στρατιωτικό άγημα νέων στρατιωτών που βρίσκεται σε σύγχυση, τη νύχτα της τραγωδίας, ενώ ξέρουμε την έκβαση των γεγονότων επειδή η αφήγηση γίνεται με φλασμπάκ. Μια λιγότερο δραματική αναπαράσταση της επανάστασης βρίσκουμε στην ταινία του Catalin Mirulescu, «How I spent the eye of the world» (2006), όπου βλέπει τα γεγονότα μέσα από τα μάτια ενός επτάχρονου παιδιού. Αλλά και οι δύο ταινίες ξεκαθαρίζουν ότι ενώ το ρουμάνικο νέο κύμα χρησιμοποιούσε συχνά την επανάσταση του 1989, ως ένα καταλύτη για προσωπική ευτυχία και ατομικές τραγωδίες, αυτά συμβαίνουν ενώ ο κατακλυσμός συνεχίζεται.
Η πιο κοντινή αφήγηση στην ιστορική πραγματικότητα, της εξέλιξης της ρουμανικής κοινωνίας, μετά την πτώση του Τσαουσέσκου, είναι στην ταινία «California dreamin’» (2007), μια ταινία για αυτά τα επικά γεγονότα που είναι εύκολο να ξεχαστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα (το γεγονός είναι ότι ο Nemescu και ο σχεδιαστή ήχου Andrei Toncu πέθαναν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ενώ γινόταν η επεξεργασία της ταινίας τους). Ένα τραίνο με Αμερικάνους πεζοναύτες κρατείται σε ένα σταθμό της χώρας, λόγω ενός γραφειοκρατικού προβλήματος και ενός θερμοκέφαλου διοικητή του σταθμού, αρχίζει σα μια συνηθισμένη οικογενειακή βαλκανική κωμωδία, σκληρή, γελοίες καταστάσεις, γεμάτη από πολύχρωμους χαρακτήρες, όλα αυτά σε μια τραγωδία που μπορεί να είναι μια αναφορά όχι μόνο στη σύγχρονη Ρουμανία, αλλά και σε όσα έχουν γίνει μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον επικείμενο πόλεμο των ΗΠΑ ενάντια στην «παγκόσμια τρομοκρατία». Εντελώς διαφορετική από την ταινία «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες», η «California dreamin’» δεν μπορεί να είναι ένα δίδυμο έργο του ρουμανικού νέου κύματος.
ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΤΟ ΘΕΑΜΑΤΙΚΟ
Είχα δει την ταινία «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες», η οποία διαγράφει την πορεία δύο σπουδαστριών να κάνουν μια παράνομη έκτρωση, κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου του 1980, μέχρι τώρα μου προκαλεί δέος αυτό που συνεπάγεται από την καθαρότητα της αφήγησης, τη δύναμη της κινηματογράφησης και της επιλογής των μονταρισμένων σκηνών, την πειθώ της ηθοποιίας και των διαλόγων, την παθιασμένη επιλογή των χαρακτήρων. Το σκηνοθετικό στιλ μας φέρνει στον Ken Loach, ο οποίος συχνά κινηματογραφεί, έχοντας εμπιστοσύνη στους ηθοποιούς και στο συνεργείο του, ενώ είναι σίγουρος για την ακρίβεια των διαλόγων. «Ο ηχολήπτης με μισεί», αστειεύεται ο Mungiu. «Νομίζω ότι οι άνθρωποι εκφράζουν πιο εύκολα τα συναισθήματά τους όταν μιλούν άμεσα. Δεν είμαι φανατικός του δυνατού και του καθαρού.»
Ο Mungiu αναφέρεται στην αισθητική της δουλειάς του και στην προσέγγισή του στο αντικείμενο της εργασίας του. «Προσπαθώ να λειτουργώ απλά και τίμια, να μην κρατώ πλεονεκτήματα από αυτά που ένας σκηνοθέτης μπορεί να κάνει και, πριν από όλα, να είναι θεαματικά. Έχω κάποιες θεαματικές λήψεις, αλλά τις έκοψα στο μοντάζ.» Τελικά, λέει, γίνονται δύο πράγματα. «Το πρώτο είναι ότι κινηματογραφώ μόνο χώρους, πιάνω, λοιπόν, μια γεύση από τη ζωή, η οποία είναι, έτσι ή αλλιώς, παρούσα. Και το δεύτερο έρχεται από την εστίαση στις λεπτομέρειες. Μου αρέσει να δουλεύω με αντικείμενα και με το βάθος πεδίου. Ξεκινώ ορίζοντας τη δράση, οι ηθοποιοί, όπως στο θέατρο, βλέπουν ποιος είναι ο πιο καλός τρόπος για την ανάπτυξη της δράσης. Τότε, παίρνω την κάμερα και επαναλαμβάνω μερικές φορές μέχρι ο καθένας να ξέρει τι γίνεται. Τότε τραβάω.»
Ο σκηνοθέτης αρνείται ότι σε αυτό υπάρχει ένα «στιλ» που χαρακτηρίζει το νέο ρουμανικό κύμα. «Δεν ακολουθούμε τις ίδιες αξίες και δεν ανήκουμε στην ίδια σχολή κινηματογράφου», επιμένει, «πιστεύω ότι υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να κατανοήσεις μια ταινία, μέσα από αυτούς μπορούμε να διακρίνουμε κάποια κοινά πράγματα: ο τρόπος που κινηματογραφούμε, το χιούμορ, η προσοχή που δίνουμε στους ηθοποιούς.» Οποιαδήποτε ομοιότητα ανάμεσα στις πρόσφατες ρουμανικές ταινίες, λέει, είναι ότι αυτές έχουν γίνει από «μια γενιά ανθρώπων που έχουν ξεπεράσει τα 40, οι οποίοι έχουν κατακτήσει τον τρόπο να μιλούν ελεύθερα, με λιγότερο συναίσθημα για αυτά που συνέβησαν σε αυτούς όταν ήταν νέοι.»
Αλλά, αυτή είναι μόνο η μισή αλήθεια. Το άλλο κλειδί για να καταλάβουμε το νέο ρουμανικό κύμα είναι το χάσμα που υπήρχε με την πτώση του Τσαουσέσκου. Η αναφορά στον τίτλο της ταινίας του Mitulescu στο «τέλος του κόσμου» είναι μερικώς ειρωνική: μέσα σε μια εβδομάδα, το Δεκέμβρη του 1989, η Ρουμανία άλλαξε όψη στον υπόλοιπο κόσμο. Και δεν υπήρχε κινηματογραφική παράδοση κάποιας μυστικής αντίδρασης, όπως στην Τσεχία, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, σύμφωνα με την οποία οι κινηματογραφιστές θα ενεργούσαν αναλόγως. «Δεν έχουμε μεγάλη παράδοση στον κινηματογράφο», επιβεβαιώνει ο Mitulescu. «Δεν είχαμε ποτέ κινηματογραφιστές όπως η πολωνική ή τσέχικη γενιά, της δεκαετίας του 1960.» Για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση που χρησιμοποιούσαν στον κινηματογράφο για την Ανατολική Ευρώπη, ήταν «το έτος μηδέν της Ρουμανίας».
Για να δούμε πόσο ριζική ήταν αυτή η σχάση, χρειαζόμαστε μόνο να δούμε μια ταινία ενός παλιού Ρουμάνου σκηνοθέτη που «άνοιξε» φέτος το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στην Τρανσυλβάνια, στο Κλουζ Ναπόζα, στην πολιτιστική πρωτεύουσα της περιοχής. Η «The beheaded rooster» είναι μια τηλεταινία σκηνοθετημένη από το Radu Gabrea, ο οποίος έκανε την πρώτη του ταινία το 1969, αλλά από τότε είχε δουλέψει στη Γερμανία, όπου πολλοί θεατές είδαν την καινούργια του ταινία. Δουλεύει με το γοητευτικό θέμα του Siebenburger Sachsen, τη γερμανόφωνη κοινότητα που αναπτύχθηκε στη Βόρεια Τρανσυλβάνια μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η γερμανόφωνη κοινότητα της Ρουμανίας υποστήριξε ενθουσιωδώς το Χίτλερ, αλλά βομβαρδίστηκαν το 1944, όταν η χώρα άλλαξε στρατόπεδο και εισχώρησε στο σοβιετικό μπλοκ. Υπάρχει μια μεγάλη ιστορία εδώ, αλλά η ταινία «The beheaded rooster» είναι κάτι περισσότερο από μια μαύρη ιστορία, έχει ζήλιες, χοντράδες,όμορφα κοστούμια και εφηβικούς έρωτες. Είναι μια προσπάθεια, πολύ περισσότερο από την αναγέννηση του Siebenburger Sachsen, για ένα σώου στο Κλουζ, στη σκιά του «Beyond the forest», ένα καλό ντοκιμαντέρ του αυστριακού Gerald Igor Hauzenberger.
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟ
Αν ο ρουμανικός κινηματογράφος μπαίνει σε ένα νέο αιώνα, αυτό ισχύει και για την ίδια τη Ρουμανία, η οποία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε τρία χρόνια, από τότε που είχα πάει στο Κλουζ, οι αλλαγές ήταν τρομερές. Οι δρόμοι, κάποτε κατακλυσμένοι από τα Ντάτσια (η τοπική παραγωγή αυτοκινήτων, αντίγραφο του Ρενό 12), τώρα βλέπουμε τα ίδια ασημί αυτοκίνητα όπως στο Colchester. Γραφεία σχεδιαστικά έχουν εμφανιστεί, καταστήματα κινητών τηλεφώνων, τα οποία δεν ξεχωρίζουν από αυτά των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης.
Στις κινηματογραφικές εταιρείες έχουν γίνει μεταβολές, ο Mitulescu αστειεύεται, «Τα κάναμε καλά, είμαστε υγιείς, αλλά δεν έχουμε αρκετά λεφτά!». Διοικούμενη από Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ο νέος τρόπος υποστήριξης των ταινιών δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Για την ίδρυσή του, ένας ετήσιος προϋπολογισμός των 8 εκατομμυρίων ευρώ βρέθηκε από εταιρείες διασκέδασης, οι οποίες είχαν πλεονεκτήματα φόρου. Κατευθείαν από την Κυβέρνηση δεν έχουν έρθει λεφτά, οι Ρουμάνοι επενδυτές ελπίζουν να τραβήξουν λεφτά από την Εθνική Λοταρία, για να βρουν πόρους χρηματοδότησης. Οι κινηματογραφιστές παίρνουν το 50% από το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ποσό το οποίο βασίζεται στον αριθμό των εισιτηρίων και σύμφωνα με το πακέτο, το σενάριο, το σκηνοθέτη κ.ά.
Μια καλή άποψη για το σύστημα είναι ότι αναπτύχθηκε με τη σύμφωνη γνώμη των ντόπιων παραγωγών και είναι υπό συνεχή παρακολούθηση. Ο διευθύνων του Εθνικού Κέντρου Κινηματογράφου, ο Eugen Serbanescu, δέχεται ότι υπάρχουν προβλήματα, απαντώντας σε ερώτησή μου, γιατί ο Puiu δεν έγινε δεκτός μετά από την ταινία του, «The death of Mr. Lazarescu», ξεκαθάρισε ότι αυτό έγινε επειδή ο σκηνοθέτης είχε υποβάλλει μόνο μια σύνοψη τριών σελίδων, αλλά, όπως είπε, οι κανόνες έχουν αλλάξει και θα πρέπει να υποβάλει ξανά αίτηση. Ιδιαίτερα, υπήρχε μια ανατροπή, τα σενάρια θα υποβάλλονται στην Επιτροπή ανώνυμα, έτσι οι κριτές δε θα μπορούν να επηρεαστούν από τη φήμη των σκηνοθετών που έχουν κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση. «Όταν ο Mungiu πήρε το βραβείο του, αυτοί δεν ήξεραν ποιου ήταν το σενάριο, έτσι ο κανόνας δεν μπορεί να αδικήσει κανένα. Επειδή κάθε κανονισμός μπορεί να παραβιαστεί, προσπαθούμε να τους κάνουμε πιο διαφανείς και πιο άμεσους», λέει ο Serbanescu.
Το πραγματικό πρόβλημα του ρουμανικού κινηματογράφου δεν είναι οι εταιρείες παραγωγής, αλλά η τρομερή κατάσταση της εξαγωγής κεφαλαίων από τη χώρα. Το Κλουζ είναι μια πόλη όπου υπάρχει Πανεπιστήμιο και έχει 260.000 κατοίκους. Υπάρχουν τρεις κινηματογράφοι (μια αντίστοιχη περίπτωση στην Αγγλία είναι 20 κινηματογράφοι). Όταν το Φεστιβάλ της Τρανσυλβανίας επεκτάθηκε και στη Σιμπίου, τη ρουμανική πόλη που ήταν το 2007 Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Πολιτισμού, έφτιαξαν ένα πρόσκαιρο δίκτυο για να δείχνουν ταινίες, με δεδομένο ότι η Σιμπίου έχει μόνο μια αίθουσα, η οποία για κάποιο χρονικό διάστημα δε λειτουργεί. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν μόνο 65 αίθουσες σε όλη τη χώρα. Πολυεθνικές εταιρείες, όπως η εταιρεία ισραηλινής καταγωγής, η οποία έχει την έδρα στη Βαρσοβία, η Cinema City International ξεκίνησε να φτιάχνει μούλτιπλεξ στο Βουκουρέστι, αλλά δεν μπορούν να έχουν μια ραγδαία ανάπτυξη: το ποσό που διατίθεται, κατά μέσο όρο, στη Ρουμανία για τη θέαση ταινιών είναι 4 ευρώ, έναντι 1 ευρώ, το 1996, από τα χαμηλότερα σε όλο τον κόσμο. Όπως και να έχει, ξέρουμε ότι οι ταινίες έχουν παγκόσμια αναγνώριση, σε μια εθνική κινηματογραφία χωρίς κοινό της χώρας της, η οποία ζει σε ένα «προσωρινό» χρόνο.
Nick Roddick
Ο ΝΕΟΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
|
|