13ο Φεστιβάλ νύχτες πρεμιέρας
13o ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
απολογισμός-κριτική παρουσίαση
Το Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας που διοργάνωσε το περιοδικό Σινεμά από τις 19έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2007, στους κινηματογράφους Αττικόν, Απόλλων και Δαναός 1 και 2 έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο κινηματογράφο νέων δημιουργών, σε αναζητήσεις και πειραματισμούς κάνοντας παράλληλα σημαντικά ειδικά αφιερώματα που μας αποκάλυψαν ξεχωριστούς δημιουργούς πέρα από τις αναμενόμενες ταινίες της χρονιάς.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον παρουσίασε το τμήμα Μουσική και Φιλμ για τον τρόπο που παρουσίασε τη ζωή και το έργο μουσικών από τις Η.Π.Α, την Αφρική και την Ισλανδία ανιχνεύοντας συναρπαστικά άγνωστες πτυχές σύγχρονων και παραδοσιακών ρευμάτων από την παγκόσμια μουσική σκηνή. Επίσης στο ειδικό τμήμα του φεστιβάλ Σινεμά στα Όρια φιλοξένησε ταινίες με προκλητικά θέματα και πρωτότυπα σενάρια που αποτυπώνουν μια πιο σκοτεινή όψη της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας.
ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Συνολικά προβλήθηκαν 138 μεγάλου και μικρού μήκους ταινίες χωρισμένες στις παρακάτω κατηγορίες:
Επίσημη πρεμιέρα για την ταινία «Persepolis» (2007), των Vincent Paronnaud και Marjane Satrapi, το Διαγωνιστικό τμήμα, Μουσική και φιλμ, το Πανόραμα, τα ντοκιμαντέρ, Ο κινηματογράφος καλεί περιβάλλον, Μετά τα μεσάνυχτα, Σινεμά στα όρια, αφιέρωμα στη Νίνα Μένκες, Οι μικρές πρεμιέρες στην Ακμή, Οι short stories, Το ελληνικό διαγωνιστικό, Νόρμαν ΜακΛάρεν και οι Ειδικές προβολές.
Παράλληλα διοργανώθηκαν ανοιχτές συζητήσεις με την Νίνα Μένκες και την Κριστίν Βασόν, σημαντικές προσωπικότητες του Αμερικάνικου κινηματογράφου στο είδος τους, και δύο Masterclass με τον Mark Walsh, supervising animator της Pixar, και τον Μπουνταντεμπ Ντασγκούπτα, ο οποίος θεωρείται ο σπουδαιότερος Ινδός σκηνοθέτης καθώς και συνέντευξη τύπου με τα μέλη της κριτικής επιτροπής του τμήματος Μουσική και Φιλμ. Έγιναν τέλος μια σειρά από πάρτυ αφιερωμένα σε διάφορα είδη μουσικής εναρμονισμένες με ανάλογες ταινίες των αφιερωμάτων του φεστιβάλ. Ιδιαίτερη έκπληξη αποτέλεσε και το ειδικό happening στις εικόνες Ψηφιακού Πολιτισμού ως ένα σχόλιο καταξιωμένων Ελλήνων σκηνοθετών στον κόσμο της ψηφιακής τεχνολογίας που σαφώς θα καθορίσει το μέλλον μιας νέας οπτικοακουστικής πραγματικότητας που θα αλλάξει άμεσα και ριζικά τον τρόπο της επαφής του κοινού με τα οπτικά δρώμενα.
ΤΟ ΚΟΙΝΟ
Στις περισσότερες προβολές και ειδικότερα στα αφιερώματα οι αίθουσες προβολών γέμισαν κυρίως με νεανικό κοινό μιας γενιάς που, πέρα από τους σπουδαστές κινηματογραφικών σχολών έδειξε, χωρίς ξεκαθαρισμένα κριτήρια επιλογής και ποιοτικών αναζητήσεων μια τάση να γνωρίσει κάποια είδη κινηματογράφου με πρωτοποριακό ύφος και ανατρεπτικούς πειραματισμούς, ως αφορμή έμμεσης διαμαρτυρίας σε κοινωνικά πρότυπα και δομές μέσα από την επαφή του με τις σύγχρονες δυναμικές και πρωτοπορίες του κινηματογράφου.
Ήταν επίσης κραυγαλέα για άλλη μια φορά στο ίδιο φεστιβάλ η απουσία των δικών μας κινηματογραφιστών φαινόμενο που κατακρίνω απερίφραστα, γιατί ενισχύει την ήδη υπάρχουσα απομόνωση των επαγγελματιών του ελληνικού κινηματογράφου, με απογοητευτικές συνέπειες στις ταινίες που δημιουργούν εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Αυτή η γνώριμη σε μένα αίσθηση δημιουργείται αβίαστα σε κάθε φεστιβάλ παρακολουθώντας το επίπεδο κινηματογράφου του Μεξικού ή της Ινδίας, για παράδειγμα, σε σχέση με την πλειοψηφία των σύγχρονων ελληνικών ταινιών στο επίπεδο του σεναρίου και της γενικότερης αισθητικής της ταινίας.
ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ
Κρίνοντας ειδικότερα τις ταινίες των τμημάτων του φεστιβάλ ξεκινώντας από το διαγωνιστικό αξίζει μια ιδιαίτερη αναφορά στις ταινίες:
«XXY» (2007), σε σκηνοθεσία Lucia Puenzo, Αργεντινή-Γαλλία-Ισπανία (91΄) που αναφέρεται με μορφή γερές δόσεις κοινωνικής κριτικής στα προβλήματα ενός δεκαπεντάχρονου ερμαφρόδιτου κοριτσιού χωρίς τις μελοδραματικές ευκολίες ανάλογων ταινιών.
«Night train» («Νυχτερινό τρένο»), 2007, σε σκηνοθεσία Yinan Diao, (Κίνα, 94΄), για τον σαρκασμό που αντιμετωπίζει την αφύπνιση της γυναικείας φύσης μιας Κινέζας δεσμοφύλακα που κάνει μια ερωτική σχέση με τον αδελφό μιας θανατοποινίτισσας.
«Life can be so wonderful» («Υπέροχη ζωή»), 2007, σε σκηνοθεσία Osamu Minorikawa, (Ιαπωνία,72΄), όπου κοντράρονται δημιουργικά ο λυρισμός και το αίσθημα της απόλυτης μοναξιάς με μια ροπή προς την avant garde και ύφος που ενσωματώνει το ντοκιμενταρίστικο στιλ με τη μυθοπλασία υπογραμμίζοντας τη σημαντική κοινωνική παρακμή της σύγχρονης ιαπωνικής κοινωνίας που ταυτίζεται με τους ήρωες των πέντε διαφορετικών στοχαστικών ιστοριών της ταινίας.
«Crazy Love» («Παρανοϊκή αγάπη»), 2007, σε σκηνοθεσία Dan Klores (Η.Π.Α., 91΄), το φιλμ περιγράφει το χρονικό ενός αρρωστημένου έρωτα που περιέχει ωστόσο την συγχώρεση και την παράλογη σχεδόν αφοσίωση στις σχέσεις ενός Εβραίου δικηγόρου με μια δυναμική γυναίκα σε μια ιστορία που συγκλόνισε την Αμερική την δεκαετία του 50΄. Καθηλώνει το θεατή με την απίστευτη ροή των γεγονότων που υποστηρίζονται από μαρτυρίες του ζευγαριού και του κοντινού τους περίγυρου διανθισμένα με εικόνες-ντοκουμέντα για τον τρόπο ζωής τη συγκεκριμένη δεκαετία.
Στο τμήμα Μουσική και φιλμ, φετινή καινοτομία του Φεστιβάλ, προβλήθηκαν 8 ταινίες-ντοκιμαντέρ στο διαγωνιστικό του μέρος κυρίως πρόσφατες παραγωγές. Από αυτές ενδεικτικά ξεχώρισαν, για την βαθιά κοινωνικοπολιτική τους ματιά, σε συνδυασμό με την καταγραφή του πολιτιστικού χάρτη των εποχών που αναδείχτηκαν τα μουσικά σχήματα στα οποία αναφέρονται, οι παρακάτω ταινίες :
«The old weird America» («Η μυστική Αμερική»), 2007, σε σκηνοθεσία Rani Singh (ΗΠΑ, 90΄), μια εξαιρετική αποκάλυψη για τις ρίζες της ηλεκτρικής μουσικής έκφρασης μέσα από σπάνιες ηχογραφήσεις αρχετυπικών μπλουζ και country κομματιών από σπουδαίους μουσικούς από το 1927-1934, ενώ σύγχρονοι αστέρες της ροκ κουλτούρας μιλούν για αυτές τις καταβολές.
«The Godfather of Disco» («Ο νονός της Ντίσκο»), 2007, σε σκηνοθεσία Gene Graham (ΗΠΑ, 90΄). Στην ταινία, ο Μελ. Σέρεν, ένας από τους ελάχιστους ζωντανούς πρωταγωνιστές της βιομηχανίας διασκέδασης της δεκαετίας του 1970 μιλάει, με τη βοήθεια ενός πολύτιμου αρχιακού υλικού, για την ανατομία μιας εποχής με την gay επανάσταση, τον ερχομό του AIDS και την δισκογραφική εταιρεία West End που γέννησαν εν πολλοίς το φαινόμενο της ντίσκο πίσω από τις περούκες και τα ασημένια design που αδικαιολόγητα ταυτίστηκαν με αυτή τη μουσική.
Σε άλλο ύφος ποιητικών και λυρικών εξάρσεων η ταινία «Heimatklange» («Μακρινοί αντίλαλοι»), 2007, σε σκηνοθεσία Stefan Schwietert (Ελβετία-Γερμανία, 81΄) αποτελεί ένα φόρο τιμής στην παραδοσιακή μουσική της Ελβετίας, το yodeling, χωρίς τα χαρακτηριστικά του φολκόρ. Ο βραβευμένος με τη Χρυσή λεοπάρδαλη στο Λοκάρνο σκηνοθέτης απογειώνει τον εθνοκεντρικό πολιτιστικό θεσμό σε έναν ύμνο στην ελευθερία του πνεύματος και στην πρωτοτυπία της προσωπικής έκφρασης.
ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ
Από τις ταινίες εκτός συναγωνισμού είδαμε με θετική ματιά το «Control», 2007, σε σκηνοθεσία Anton Corbijn (ΗΠΑ-Μ. Βρετανία, 119΄), όπου ο καταραμένος ποιητής, Ιαν Κέρτις, αυτοκτονεί στα είκοσι τρία του χρόνια μέσα από ένα φιλμικό ταξίδι στο φόβο και στην παράνοια, το οποίο καταφέρνει να συγκινήσει το ευρύ κοινό πέρα από τους φαν του θρυλικού συγκροτήματος Joy Division το οποίο δημιούργησε ο Κέρτις.
Η συγκλονιστική μουσική περιπλάνηση με σπάνιες συνεντεύξεις που συνθέτουν μια περιπετειώδη και συναρπαστική καριέρα, η ταινία, «Joe Strummer : The future is unwritten» (2007), σε σκηνοθεσία Julien Temple (Ιρλανδία-Μ. Βρετανία 123΄), σκιαγραφεί το πορτρέτο του ηγέτη των clash, μαζί με την εποχή του καταφέρνει να συγκινήσει τον θεατή με τον τρόπο που προβάλει ένα μεγάλο ταλέντο της σύγχρονης σκηνής.
Στο τμήμα του Πανοράματος υπήρξε ικανοποιητική αντιπροσώπευση κινηματογραφικών σχολών και ρευμάτων του σύγχρονου σινεμά που έδωσαν το δικό τους ιδιαίτερο στίγμα σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ. Ως αντιπροσωπευτικά δείγματα και με την αναμονή να βγουν οι περισσότερες στις αίθουσες προσβολής και στη χώρα μας στο άμεσο μέλλον αναφέρω μερικές ταινίες που ενθουσίασαν σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις συντελεστών του Φεστιβάλ αλλά και δικής μου μικρής έρευνας.
Ξεκινάμε από το «Boxes» («Κουτιά»), 2007, σε σκηνοθεσία της Jane Birkin (Γαλλία, 95΄), ένα σουρεαλιστικό κωμικοτραγικό φιλμ τρυφερών συναντήσεων που φαντάζει και ως ένα αυτοβιογραφικό ντοκουμέντο της ίδια της σκηνοθέτιδας του φιλμ. Στην ειδική αυτή προβολή τα έσοδα διατέθηκαν στο Ίδρυμα Δράσης κατά του Καρκίνου του Μαστού.
Η επόμενη ταινία συγκεντρώνει κατά την γνώμη μου πολλά θετικά σημάδια ποιοτικής ευρωπαϊκής ταινίας τέχνης. Πρόκειται για το «Εσείς οι ζωντανοί», σε σκηνοθεσία του Ρόι Άντερσον (Σουηδία, 94΄), όπου ο σκηνοθέτης, μετά τα «Τραγούδια από το δεύτερο όροφο», συνδέει αβίαστα ιστορίες καθημερινής τρέλας με πηγαίο χιούμορ και διακριτική ειρωνεία κάνοντας έξυπνα ένα φιλμ όπου ο καθένας μας ταυτίζεται άμεσα με τις αντιφατικές εικόνες πράξεων και συμπεριφορών σε έναν κοινό πανανθρώπινο κώδικα της καθημερινότητας. Αισθητική λιτότητα και υποψιασμένη ματιά ουσίας δίνουν στην ταινία έναν απολαυστικό χαρακτήρα σύγχρονης ηθογραφίας χωρίς δραματουργικές εξάρσεις. Στην ταινία «This is England» («Αυτή είναι η Αγγλία), 2006, σε σκηνοθεσία του Shane Meadows (Μ. Βρετανία 100΄), την εποχή της Θάτσερ, ένα δωδεκάχρονο παιδί φτωχής οικογένειας γίνεται εύκολα μέλος μιας τοπικής συμμορίας σκίνχεντ βρίσκοντας ένα κάποιο νόημα στην διαλυμένη μέχρι τότε ζωή του. Η ταινία αξιοποιεί στο έπακρο το κοινωνικό background της εποχής χωρίς κανένα ηθικοπλαστικό και θρησκευτικό μήνυμα παρακολουθώντας με αντικειμενική ματιά τον ήρωά της και την νέα ποπ κουλτούρα που αναδύεται στην Αγγλία το 1983, δίνοντας ένα ακόμη ποιοτικό δείγμα της σύγχρονης βρετανικής σχολής κινηματογράφου.
Στο τμήμα Ντοκιμαντέρ έμφαση δόθηκε σωστά, κατά τη γνώμη μου, σε ταινίες ενός ανατρεπτικού και τολμηρού βλέμματος που λειτουργούν ως επώδυνη προβολή της αλήθειας σε θέματα όπως η θρησκοληψία, η ζωή των κωφών ή η κτηνοβασία που καταγράφονται, χωρίς σεναριακές ευκολίες, στοχεύοντας σε μια αντικειμενική ματιά που καταφέρνει να σοκάρει αξιοποιώντας παράλληλα τους κώδικες της κινηματογραφικής γλώσσας.
Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται μεταξύ άλλων οι ταινίες : «Der Rote Elvis» («Ο Κόκκινος Έλβις»), 2007, του Leopold Grün (Γερμανία, 90΄), που παρουσιάζει την πολυτάραχη ζωή του Καλιφρονέζου τραγουδιστή Ντιν Ριντ στις αρχές της δεικαετίας του 1970, περίοδο του ψυχρού πολέμου, όταν ασπάστηκε το σοσιαλιστικό ιδεώδες στην Ανατολική Γερμανία και θάφτηκε από τους συμπατριώτες του. Αφού έγινε δημοφιλές είδωλο αυτοκτόνησε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.
«This filthy word» («Ω, τι βρώμικος κόσμος!»), 2006, του σεναριογράφου trash John Waters (Η.Π.Α, 86΄), μια συρραφή παλιού και νέου υλικού από ντοκουμέντα που κατέγραψε ο αναμφισβήτητα διαχρονικός Αμερικάνος δημιουργός. Τα λιτά εκφραστικά μέσα, το καταιγιστικό χιούμορ και η έντονη σαρκαστική διάθεση τον κακώς κείμενων συνθέτουν ένα απολαυστικό ντοκιμαντέρ που αποκτά μια καλτ διάσταση.
Ειδική Ενότητα
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΛΕΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Σε αυτήν την ενότητα, όπου οι ιδιοκτήτες του κινηματογράφου Δαναός θα προσφέρουν το μερίδιο τους από τις εισπράξεις στον ειδικό λογαριασμό Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για αρωγή στους πυρόπληκτους, οι σκηνοθέτες Άλαστερ Φόδεργκιλ και Μαρκ Λίνφιλν παρουσίασαν στο Αθηναϊκό κοινό μια συλλογή από γοητευτικά πλάνα ενός πανέμορφου πλανήτη που μπορεί να μην υπάρχει για τις επόμενες γενιές το φιλμ αυτό με τίτλο «Πλανήτης γη» (Γερμανία-Μ. Βρετανία, 96΄), που σύντομα θα βγει στις ελληνικές αίθουσες. Προέρχεται από την φιλόδοξη σειρά του BBC προκαλώντας μας έμμεσα να δράσουμε δυναμικά για την σωτηρία του πλανήτη. Με την ίδια οικολογική ανησυχία προβλήθηκαν και τα δύο ελληνικά ντοκιμαντέρ «Ψηφιακά νεκροταφεία», σε σκηνοθεσία Γιώργου Αυγερόπουλου, στο οποίο αποκαλύπτεται η εφιαλτική ανακύκλωση των λεγόμενων ηλεκτρονικών σκουπιδιών, των εξαρτημάτων δηλαδή των υπολογιστών που πετάγονται μαζί με τις καρκινογόνες ουσίες που περιέχουν στην Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Ασία με καταστροφικές συνέπειες για τους εργαζόμενους και το περιβάλλον.
Με την ίδια αξία, ως οικολογικό μήνυμα ευαισθητοποίησης των πολιτών, προβλήθηκε και η ταινία «Oogruk σημαίνει πετρέλαιο», σε σκηνοθεσία Σωτήρη Δανέζη, από τη βραβευμένη σειρά του Mega «Εμπόλεμη ζώνη», όπου καταγράφονται και αναλύονται οι συνέπειες από την εισβολή του πετρελαίου μέσω δικτύου εξόρυξης και πετρελαιαγωγών στο οικοσύστημα της Αρκτικής καθώς και στην καθημερινή ζωή των ιθαγενών της Αλάσκας, την τελευταία προστατευόμενη δια νόμου παρθένα περιοχή της Βόρια Αμερικής, λόγω της μεγάλης οικολογικής της σημασίας.
ΣΙΝΕΜΑ ΣΤΑ ΟΡΙΑ
Στο πρώτο μέρος αυτού του αφιερώματος, που πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της 1ης Bienale της Αθήνα -destroy Athens, προβλήθηκαν 2 μεγάλου και 3 μικρού μήκους ταινίες με σαφή πειραματικό χαρακτήρα. Ανιχνεύοντας τα όρια της κινηματογραφικής γλώσσας και ανατρέποντας δομές και δεδομένες φόρμες της τέχνης του σινεμά σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από δώδεκα βουβές σεκάνς που φωτίζουν με νέα ματιά την ανθρώπινη παρουσία στην ταινία «Γαλαξίας» του Benedek Fliegant (Ουγγαρία, 82΄) που φτάνει ως τον ακραίο σουρεαλισμό, συνδυασμένο με την ατμόσφαιρα ενός εκκεντρικού παραμυθιού που σε προκαλεί να το ανακαλύψεις με την συμμετοχή σου στο φιλμ «Wool-100%» («100% μάλινο»), 1999, σε σκηνοθεσία Μάι Τομινάγκα (Ιαπωνία, 99΄).
Στις ταινίες μικρού μήκους του αφιερώματος αξιοσημείωτη είναι η παρουσία της Εύας Στεφανή. Με την επαναστατική της προσωπικότητα ως θεωρητικός και ερευνήτρια του κινηματογράφου, καταθέτει για άλλη μια φορά την ευαίσθητη δημιουργική της ματιά σκηνοθετώντας την ταινία «Αθήναι» (1995), Ελλάδα (37΄), η οποία αναφέρεται σε μια νυχτερινή βόλτα που έκανε η ίδια στο τότε καφενείο του Σταθμού Λαρίσης.
Στο δεύτερο μέρος είχαμε μια σημαντική παρουσία-έκπληξη, την Νίνα Μένκες μια avant-garde Αμερικανίδα σκηνοθέτιδα που παρουσίασε στο αθηναϊκό κοινό το σύνολο των έργων της, μιλώντας παράλληλα μαζί του σε ένα επιτυχημένο Masterclass όπου εξομολογήθηκε την ιδιαίτερη σχέση της με τον χορό και τους ήχους, κόντρα στην παντοδυναμία της εικόνας αφυπνίζοντας το θεατή για εναλλακτικούς τρόπους θέασης ενός οπτικοακουστικού έργου.
Ανέφερε επίσης την στενή συνεργασία της με την αδερφή της ως μια καλλιτεχνική σκιά του εαυτού της, αφού συμμετείχε παίζοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους στις πρώτες της ταινίες. Κεντρικός άξονας και κυρίαρχο ψυχαναλυτικό στοιχείο στην δημιουργική της πορεία ήταν μια οδυνηρή αίσθηση αυτοκαταστροφής σε συνδυασμό με την απόδοση της βίας με την μορφή μιας βιωματικής σπουδής κάτι που αποκωδικοποιείται χαρακτηριστικά στην ταινία της «Νεκρό παιδί» (Η.Π.Α, 1997). Κυρίαρχη επίσης επίδραση, στη φιλοσοφία που αποπνέουν τα έργα της, είχε η ενασχόληση της με τον διαλογισμό που μελέτησε φανατικά με αφορμή την ζωή ενός Σαμάνου θεραπευτή την δεκαετία του 1920 όταν η συγκεκριμένη φυλή αυτών των Ινδιάνων υπέφερε από την καταπίεση των λευκών. Έτσι η Μένκες συνδυάζει οράματα, όνειρα και σύμβολα προβάλλοντας στις ταινίες της τον εσωτερικό εαυτό της με σκοπό ένα πνευματικό ταξίδι θρησκευτικής λύτρωσης που υπαγορεύεται από την έντονη πίστη της ότι ο κόσμος θα αλλάξει αν αλλάξουμε πρώτα εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Η Μένκες έκανε ταινίες με κατακερματισμένο μοντάζ που ανατρέπουν με την μορφή ενός ιστού αράχνης την εικόνα και την ταυτότητα της γυναίκας χωρίς επιφανειακές φεμινιστικές κορόνες. Η φιλοσοφία των έργων της κυριαρχείται από τον διαλογισμό ενάντια στο mainstream δίνοντας μια άλλη οπτική της αμερικάνικης κουλτούρας και ένα ιδιαίτερο στίγμα.
Δηλώνοντας τέλος την βαθιά εμπιστοσύνη της στην ανθρώπινη εμπειρία η Μένκες εκφράζει, ως πολίτης και καλλιτέχνης, την έκδηλη απογοήτευση για την τακτική των πολιτικών στις Η.Π.Α, στο θέμα του Ιράκ και αλλού, και καταλήγει στην σιωπή. Βλέποντας για παράδειγμα τον «Phantom love» («Έρωτας φάντασμα») (Η.Π.Α, 85΄), επηρεάζεσαι ως θεατής σχεδόν υπνωτιστικά από μια «αρρωστημένη» ατμόσφαιρα που παραπέμπει έμμεσα σε ταινίες του Ντέηβιντ Ληντς, ενώ η χρήση της φωτογραφίας είναι σαν άποψη κοντά στις «Αρμονίες του Βερκμάιστερ» του Μπέλα Ταρ. Τελικά συνειδητοποιείς ότι τα όποια κρυμμένα μηνύματα των ταινιών της Μένκες στοχεύουν κατευθείαν στο ασυνείδητο.
Στο τμήμα. Μετά τα Μεσάνυχτα έγινε μια επιλογή ταινιών που εκφράζουν τις σύγχρονες όψεις της ταινίας τρόμου σε συνδυασμό με το σπλάτερ και το θρίλερ μυστηρίου με μεταφυσική διάσταση. Σε αυτή τη μικρή αλλά αντιπροσωπευτική ανθολογία ξεχώρισαν κυρίως για την πρωτοτυπία των σεναρίων τους οι ταινίες: «Black sheep» («Μαύρο πρόβατο»), 2006, σε σκηνοθεσία Jonathan King (Νέα Ζηλανδία, 87΄). Ένα αποτυχημένο πείραμα γεννητικής μεταμορφώνει πρόβατα σε δολοφόνους. Το φιλμ διαθέτει γερές δόσεις σπλάτερ και αιρετικό χιούμορ.
Στην ταινία «Teeth» («Δόντια»), 2007, σε σκηνοθεσία Mitchell Lichtenstein (ΗΠΑ, 88΄), ένα οδοντωτό αιδοίο γίνεται όργανο γυναικείας εκδίκησης με ανάλογο σασπένς και στοιχεία κοινωνικής σάτιρας και εφηβικής κωμωδίας που δένουν αρμονικά με τις δόσεις σπλάτερ της ταινίας.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ GRINDHOUSE
Χωρίς να αποτελεί κινηματογραφικό είδος, το Grindhouse αναφέρεται σε μια κατηγορία κινηματογραφικών αιθουσών των Η.Π.Α., στις δεκαετίες από το 1960 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι αίθουσες αυτές πρόβαλαν μπροστά σε ένα κοινό του κοινωνικού περιθωρίου αποτελούμενο από πόρνες, πρεζόνια, άστεγους και μοναχικούς ηδονοβλεψίες ολόκληρο το 24ωρό σοκαριστικά ψευδοντοκιμαντέρ και snuff movies αλλά και hardcore πορνογραφία ακόμη και ψυχεδελικά τρυπάκια βίας, σεξ και τρόμου καταρρίπτοντας τα ταμπού ώστε στην 20ετή ιστορία τους τα Grindhouse να έχουν προβάλλει τις πιο ακραίες και σοκαριστικές ταινίες από καταβολής κινηματογράφου πριν καταλήξουν με περικοπές στην αγορά του video, ενώ πολλοί κινηματογράφοι αυτού του είδους έγιναν εκκλησίες.
Ανοίγοντας ένα παράθυρο σε αυτά τα περιθωριακά φιλμ, οι φετινές νύχτες πρεμιέρας προσέλκυσαν αρκετό κοινό, με το κίνητρο της περιέργειας, προσθέτοντας μια άλλη νότα στο Φεστιβάλ σε φιλμ, που ο χαρακτηρισμός «αυστηρώς ακατάλληλο», είχε ένα ειδικό βάρος στην εποχή τους. Από τις ταινίες του αφιερώματος θα σταθώ στο «Ολοκαύτωμα των κανιβάλων», σε σκηνοθεσία Ruggero Deodato (Ιταλία, 1980), μια άκρως νοσηρή κινηματογραφική εμπειρία βασανιστηρίων και κανιβαλισμών στην ζούγκλα του Αμαζονίου σε μορφή ψευδοντοκιμαντέρ.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΟΥΝΤΑΝΤΕΠ ΝΤΑΣΓΚΟΥΠΤΑ
Το αφιέρωμα αυτό, στο σημαντικότερο κατά την γνώμη μου ίσως Ινδό σκηνοθέτη, είναι ένα μάθημα ποιητικού κινηματογράφου που δεν χάνει τη ρεαλιστική του διάσταση και το μυστικισμό της πολύτιμης ινδικής φιλοσοφίας για τη ζωή. Με λυρισμό και κοινωνικό προβληματισμό ο Ινδός δημιουργός ακροβατεί ανάμεσα στην λιτή αισθητική, την αλληγορία και τον ανθρωπισμό. Υμνώντας τη δύναμη των φυσικών τοπίων και τη μάχη του καλού με το κακό ως κυρίαρχα στοιχεία στη χώρα του ο Ντασκούντα, κάνοντας ταινίες low budget στον αντίποδα του Bollywood πιστεύει, όπως δήλωσε, στο πολύ αποκαλυπτικό masterclass που οργανώθηκε από το Φεστιβάλ, την πίστη του στη μουσική, την ποίηση και τη ζωγραφική ως απαραίτητο γνωσιολογικό και αισθητικό πεδίο έμπνευσης για τον κινηματογράφο που εκφράζει, βασισμένος στις εικόνες που έβλεπε από μικρός, όταν του τραγουδούσε η μητέρα του.
Στα όρια του αφηγηματικού και μη αφηγηματικού κινηματογράφου με μια βασική ιστορία με δραματική κατάληξη και παράλληλες ιστορίες δεμένες σεναριακά με τη βασική ιστορία των ταινιών του, ο Ντασκούπτα ήδη πολυβραβευμένος στην Ινδία και στα πιο σημαντικά διεθνή Φεστιβάλ, προβάλλει με ισορροπημένες λυρικές εξάρσεις τοπικά πολιτισμικά στοιχεία με επιδράσεις από την αρχαία Ελληνική τραγωδία, απορρίπτοντας τον υπερρεαλισμό αλλά και την επικολυρική διάσταση των Ινδικών μπλοκ μπάστερς που καλύπτουν επιφανειακά χωρίς αληθοφάνεια τα προβλήματα και τις πραγματικές αποχρώσεις της ινδικής καθημερινότητας και κουλτούρας.
Με τον «Άνθρωπο τίγρη», το 1989, μια ταινία ύμνος στην χαμένη αξιοπρέπεια ενός θαρραλέου τσιρκολάγνου κερδίζει το ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών. Συνεχίζει με τα «Φτερά της ελευθερίας», το 1993, με θέμα την αξία της ελευθερίας ως ιδανικού και τους «Παλαιστές», 2000, μια ταινία που με ενθουσίασε ιδιαίτερα για τις καταπληκτικές εικόνες και μια δομή τραγωδίας με την κλασσική έννοια του όρου, όπου η έκπληξη είναι το κάψιμο ενός Χριστιανικού ναού μαζί με τον ιερέα του από πιθανώς φανατικούς Ινδουιστές, κάτι που προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις στους πρωταγωνιστές μιας ιστορίας έρωτα και κτητικότητας, ενώ μια ομάδα σχολιάζει γλυκόπικρα τα προσωπικά δράματα των ηρώων της ταινίας παρουσιάζοντας ένα παραδοσιακό τελετουργικό δρώμενο, ενώ ένα χωριό νάνων δηλώνει δυναμικά την ταπεινή του παρουσία συμβολίζοντας ένα χαμένο παράδεισο παράλληλα με τις υπόλοιπες δράσεις, σε μια σύνθεση που αποτελεί σημαντική κινηματογραφική εμπειρία και φόρο τιμής στην αξία της αγάπης στην εποχή των ανθρώπων. Την ρετροσπεκτίβα των ταινιών του μεγάλου Ινδού σκηνοθέτη συμπληρώνουν με ένα ονειρικό σκηνικό μαγείας που ενώνουν την ανθρώπινη επιθυμία με τον ψυχικό και σωματικό πόνο με background ένα αφάνταστα πολύχρωμο μωσαϊκό φυλών και γλωσσών και οι ταινίες «Η ιστορία ενός άτακτού κοριτσιού» (2002), τα «Απατηλά όνειρα» (2004) και οι «Αναμνήσεις στην ομίχλη» (2005).
Τέλος οι νύχτες πρεμιέρας πρόβαλαν σε Ευρωπαϊκή Πρεμιέρα τη νέα του ταινία οι «Ηδονοβλεψίες» (2007 -συμμετοχή στο πρόγραμμα Masters of World Cinema του Φεστιβάλ του Τορόντο), ταινία που καταγγέλλει με μέτρο την σύγχρονη μισαλλοδοξία. Ο σκηνοθέτης το εμπνεύστηκε από το πραγματικό γεγονός της άδικης δολοφονίας ενός νεαρού βραζιλιάνου μετά την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στο μετρό του Λονδίνου.
ΠΡΕΜΙΕΡΕΣ
Φέτος όπως κάθε χρόνο το 13ο Διεθνές φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας πρόβαλε μια σειρά από ταινίες που αναμένεται να έχουν εμπορική επιτυχία στην κινηματογραφική σεζόν που έρχεται. Μεταξύ άλλων ξεχώρισαν ο «Ρατατούλης», σε σκηνοθεσία Μπράντ Μπερντ (Η.Π.Α, 110΄), ως μια ταινία -animation με ψηφιακά κινούμενα σχέδια, με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, η κριτική χαρακτήρισε το φιλμ αυθεντικό έργο τέχνης με πρωταγωνιστή έναν αρουραίο που κάνει θαύματα στην μαγειρική αναστατώνοντας το Παρίσι των διάσημων σεφ και των γκουρμέ εστιατορίων. Ακόμη και το «Hairspray», σε σκηνοθεσία Άνταμ Σάνκμαν (Η.Π., 117΄) βασισμένο στο ομώνυμο καλτ του Τζον Γουόλτερς, γυρισμένο με την αισθητική των sixties, ένα αιρετικό χιούμορ και τον Τζον Τραβόλτα σε ρόλο υπέρβαρης γυναίκας.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΞ ΟΦΙΛΣ
Οι Νύχτες Πρεμιέρας επέλεξαν να προβάλουν φέτος το έργο ενός από τους καλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών, αλλά σχεδόν άγνωστου στο ευρύ κοινό, του Μαξ Οφίλς (1902-1957), δίνοντας μια σπάνια ευκαιρία στους θεατές να ανακαλύψουν μια σύγχρονη άποψη για την σκηνοθεσία σε ύφος και φόρμα που αποτελεί μάθημα κινηματογραφικής τεχνικής από ένα δημιουργό που πειραματίστηκε με όλα τα κινηματογραφικά είδη.
Ο Μαξ Οπενχάιμερ που γεννήθηκε στη Γερμανία ξεκίνησε να ασχολείται με την δημοσιογραφία και την ηθοποιία θεάτρου καταλήγοντας να γίνει σκηνοθέτης με το ψευδώνυμο Οφίλς. Το 1933 μεταναστεύει στη Γαλλία και το 1940 τον βρίσκουμε στις Η.Π.Α να γνωρίζει τον ήδη διάσημο σκηνοθέτη Χάουαρντ Χιούζ, μέσω του Πρέστον Στάρτζες. Το 1950 επέστρεψε στη Γαλλία, αρχίζοντας να γυρίζει ταινίες με κύριο χαρακτηριστικό τη δημιουργική χρήση του traveling με αριστοτεχνικά καδραρίσματα και φωτισμούς, κερδίζοντας τη συναισθηματική συμμετοχή του θεατή με τις ταινίες που δημιούργησε συνδυάζοντας αρμονικά το συναίσθημα και τη λογική με μια αίσθηση κρυμμένης ειρωνείας και έντονων συμβόλων.
Από τις 22 ταινίες που γύρισε στα 25 χρόνια της κινηματογραφικής του καριέρας, όπως «Το γράμμα μιας άγνωστης» (1948, Η.Π.Α, 87΄), ένα απ’ τα πιο αντιπροσωπευτικά μελοδράματα με το ιδιαίτερο στοιχείο του βλέμματος του δημιουργού, με αποτέλεσμα την ένα συναρπαστικό παιχνίδι θέασης για τον κάθε θεατή «Τα Σκουλαρίκια της Μαντάμ Ντε» (1953, Γαλλία-Ιταλία, 100΄) που απογειώνει με μια αριστοτεχνική κινηματογραφική φόρμα ένα ερωτικό τρίγωνο σε ένα συναρπαστικό μελόδραμα με αφορμή ένα άψυχο αντικείμενο που μεταμορφώνεται σε ψυχολογικό σύμβολο για τους ήρωες της ταινίας με ένα σχεδόν χορευτικό ρυθμό, ο οποίος δίνει ένα άκρως πρωτότυπο σκηνοθετικό στυλ στην ταινία. Με την ίδια επιδέξια ματιά ο Οφίλς πετυχαίνει την απόλυτη ισορροπία μεταξύ κλασσικού και μπαρόκ σε ένα avant garde αριστούργημα και ταυτόχρονα μάθημα απόδοσης λογοτεχνικού έργου στο σινεμά στην ταινία το» Γαϊτανάκι του έρωτα» (1950, Γαλλία, 92΄), με δέκα μικρές ιστορίες ζευγαριών που συμβολίζονται με ένα καρουζέλ, ενώ ένας αφηγητής μιλά στην κάμερα παρεμβαίνοντας στα δρώμενα του έργου, που αφορούν εναλλασσόμενες καταστάσεις και σκηνές έρωτα, απιστίας και αποπλάνησης.
Τέλος στο φιλμ Λολα Μοντές ( 1955 Γαλλία-Δυτική Γερμανία, 106΄), που προβλήθηκε μάλιστα εκτάκτως για δεύτερη φορά στις Νύχτες Πρεμιέρας μετά την μεγάλη απήχηση που είχε στο κοινό, παρουσιάζοντας την ιστορία της Λόλας που «πουλάει» ότι έζησε σε ένα τσίρκο. Η ταινία απέδειξε ότι ο Οφίλς εκμεταλλεύτηκε αριστουργηματικά τις δυνατότητες του Cinema Scope και του χρώματος σε ένα αφαιρετικό θέαμα θρασύτητας με τόνους ρεαλισμού.
ΤΑΙΝΙΕΣ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ
Στις Νύχτες Πρεμιέρας προβλήθηκαν ακόμα βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες από την παγκόσμια φετινή παραγωγή και το Διαγωνιστικό Τμήμα μικρού μήκους ταινιών ελληνικής παραγωγής σε συνεργασία με το ΙΙΕΚ ΑΚΜΗ, όπως και το αφιέρωμα στον Νόρμαν ΜακΛάρεν έναν από τους πιο πολυβραβευμένους και πρωτοπόρους δημιουργούς στην ιστορία του καναδέζικου και αγγλικού κινηματογράφου, στο είδος του animation. Χρησιμοποίησε την τεχνική του pixillation στην οποία ο ηθοποιός κινείτε καρέ-καρέ με αποτέλεσμα μια αίσθηση εκκεντρικότητας, πειραματίστηκε με επιτυχία σε πολλές τεχνικές και στυλ αφήνοντας μετά τον θάνατο του, το 1989, μια πολύ σημαντική κληρονομιά για τον κόσμο του κινηματογράφου και του animation επηρεάζοντας με τη «σχολή» που δημιούργησε πολλούς μεγάλους σκηνοθέτες και animators. Το 13ο Διεθνές Φεστιβάλ κινηματογράφου της Αθήνας επέλεξε να προβάλει από το σύνολο του έργου του μια ανθολογία από δέκα μικρού μήκους ταινίες του.
ΠΡΟΒΟΛΗ ΕΚΠΛΗΞΗ
Το πιο ανέλπιστο ίσως happening του φετινού Φεστιβάλ ήταν η προβολή-έκπληξη τεσσάρων ταινιών του Τοντ Χάινς που είχαν ρητή απαγόρευση από την παντοδύναμη επιτροπή λογοκρισίας των Η.Π.Α. να μην προβληθούν ποτέ στις αίθουσες. Πρόκειται για τις ταινίες:
«Super star» («Αναπαράσταση») που καταγράφει με πρωτότυπο ύφος την ζωή της Κάρεν Κάρπεντερ, διάσημης ποπ τραγουδίστριας του συγκροτήματος Carpenders, μέχρι την αυτοκτονία της, μετά από συνεχείς κρίσεις νευρικής ανορεξίας την εποχή του Νίξον και του Βιετνάμ. Η ιστορία της παρουσιάζεται με κούκλες που εναλλάσσονται με ένα ντοκουμενταρισμένο φλας μπακ πλάνων από την καθημερινή ζωή στις Η.Π.Α. την δεκαετία του 1970.
«Boys don’t spanking» μια επαναστατική κριτική της συντηρητικής αμερικάνικης κοινωνίας μέσα από την καταλυτική επίδραση μιας παρουσιάστριας της τηλεόρασης σε ένα δεκάχρονο αγόρι. Το φιλμ έχει ένα μοντάζ που παραπέμπει στην τεχνική του βίντεο κλιπ και είναι αρκετά πρωτοποριακό για την εποχή που γυρίστηκε.
«Assassins», σε αυτό το φιλμ που γυρίστηκε σχεδόν ερασιτεχνικά από μια ομάδα φοιτητών γίνεται μια πειραματικού χαρακτήρα αναπαράσταση των λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού με τις έντονες διαμάχες του, με κεντρικό ήρωα έναν αφηγητή που μπαίνει σαρκαστικά στα δρώμενα της ταινίας με σατυρική διάθεση.
Αξιοσημείωτο και αρνητικό σημείο στο έντυπο πρόγραμμα του φεστιβάλ ήταν η σημαντική απουσία των χρονολογιών παραγωγής των ταινιών που προβλήθηκαν.
Νίκος Θωμόπουλος
13ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ