30ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΔΡΑΜΑΣ - ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ
ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΠΡΩΤΟΥΣ
Πολλές οι ταινίες χτες, Τρίτη, την πρώτη μέρα των προβολών του Φεστιβάλ, με δύο τμήματα ελληνικά, το πληροφοριακό και το σπουδαστικό, και δύο τμήματα του διεθνούς διαγωνιστικού. Το πληροφοριακό δεν το είδα, θα το δω σήμερα για να παρατηρήσω αν έχει γίνει κάποια αδικία, δηλαδή αν κάποια ταινία έχει αδικηθεί και δεν έχει πάει στο διαγωνιστικό.
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ
Από την πρώτη κιόλας μέρα είδαμε στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα καλές ταινίες. Η επιλογή που γίνεται, το έχουμε ξαναπεί, είναι αυστηρή, από εκατοντάδες ταινίες, οι οποίες έρχονται από το εξωτερικό. Ενδιαφέρον είχε η ταινία «Chicxulub», της Malona Voigt, από τις ΗΠΑ. Έχουμε ένα συσχετισμό των πιθανοτήτων της καταστροφής του πλανήτη, από μια σύγκρουση με έναν άλλον, με αυτές για να πάθει κάποιος ένα δυστύχημα. Μια ενδιαφέρουσα αφήγηση η οποία μένει ανολοκλήρωτη. Η επανάληψη του ίδιου μοτίβου, του πειράματος ενός ναζιστή σε έναν Εβραίο κρατούμενο, το ίδιο αποτέλεσμα, μας οδηγεί στη γενίκευση αυτού του γεγονότος και, συγχρόνως, την καταδίκη των ναζιστικών πρακτικών, στην ταινία «Sooner or later», του Istvan Madarasz, από την Ουγγαρία. Δύο ταινίες διαπραγματεύονταν τον ανθρώπινο τρόπο ζωής, στη σύγχρονη κοινωνία. Η πρώτη από τη Χιλή, «Along came the rain», του Alejantro Fernandez Alimendras, μας μιλά για τη διαβίωση ενός ηλικιωμένου ζευγαριού στην ύπαιθρο. Ο τρόπος που ζουν συμβαδίζει με αυτόν της φύσης, ο οποίος διακόπτεται όταν έρχονται τα παιδιά τους από την πόλη. Η δεύτερη έρχεται από την Ισπανία, η δουλειά του Abdelatif Hwidar, «Salvador», μας μιλά για την τρομοκρατία της Αλ Κάιντα, προσωποποιημένη σε έναν τρομοκράτη, ο οποίος μας παρουσιάζεται σαν ένας ζεστός άνθρωπος, στο τέλος, και σαν ένας φανατικός, στην αρχή, μόνο που το τέλος της ταινίας είναι η αρχή της ιστορίας.
Με τον ίδιο βιωματικό τρόπο κινηματογραφείται η Μαρία, μια γυναίκα, σε προχωρημένη ηλικία, η οποία αναζητά την τρυφερότητα της οικογένειας. Σε ένα ψευδο-ντοκιμαντέρ, με πολύ απλή αφήγηση, με πολύ όμορφα δομημένα τα πλάνα που δείχνουν το παρελθόν, μας μιλούν γενικά για τη ζωή στη Λευκορωσία, στην ταινία «Marja», του Victor Asliuk. Από τη Γαλλία, η ζωή των περιθωριακών τύπων κινηματογραφείται με απλό και ανθρώπινο τρόπο, βάζοντας τους μέσα στην κοινωνία μας, παρουσιάζοντας τις αδυναμίες τους, στην ταινία «The Mozart of pickpocket», του Philippe Pollet Villard, όπου το χιούμορ βασιλεύει. Με κλασικό τρόπο κινηματογραφείται ο θάνατος μιας μικρής επιχείρησης, από μια μεγάλη υπεραγορά, σε μια ταινία ανιμέισιον, «Sold out», του Marie Jose Van Der Linden. Όμως η νορβηγική ταινία, «Sniffer»,του Bobbie Peers, καταφέρνει με ένα περίεργο θέμα, απλό και «χαζό», να φτιάξει μια ατμόσφαιρα που μας θυμίζει τον Κάφκα. Με πολύ όμορφο τρόπο αποδίδεται η έννοια της ελευθερίας.
Ευχάριστη έκπληξη ήταν η ταινία «Stuart», του Zepe, από την Πορτογαλία. Με πολύ όμορφο τρόπο, εικαστικά, αποδίδεται η δουλειά του γραφίστα Stuart de Carvalhais. Τα σχέδια του ζωντανεύουν, οι ήρωές του κινούνται μέσα στο ασπρόμαυρο περιβάλλον των σχεδίων του, η κίνηση θυμίζει καθαρά κινηματογράφο και η ιστορία τελειώνει όταν ο δημιουργός στεναχωριέται από την τύχη των ηρώων του και οι ήρωές του αναλαμβάνουν μόνοι τους τη ζωή τους.
ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Φέτος ήταν ανεβασμένο το επίπεδο των σπουδαστικών ταινιών. Πολλές ήταν οι παραγωγές του New York College, όμως μπορούμε να βρούμε σε αυτές ένα ενιαίο επίπεδο, το οποίο προσεγγίζει αυτό της διαφήμισης ή των main stream ταινιών. Καλή η δουλειά στη φωτογραφία και στο μοντάζ, όμως θα πρέπει να προσεχθεί περισσότερο η συγγραφή του σεναρίου. Είχαμε μόνο μια ταινία από το Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά σε αυτή διακρίναμε ένα «ποιητικό» κινηματογράφο, ο οποίος δεν προσεγγίζει τις δομές αυτού του κινηματογράφου.
Όμορφο το χιούμορ στην ταινία «76.543», του Ζαχαρία Μαυροειδή, καλή η φωτογραφία και πολύ σφιχτό το μοντάζ, όμως το σενάριο θα έπρεπε να δουλευτεί καλά, να δοθούν κάποιες λύσεις, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ένας άνθρωπος πρόκειται να πεθάνει σύντομα, χαλάει όλα τα λεφτά του, στο τέλος όμως δεν πεθαίνει και μένει απένταρος. Η ταινία «Full moon», της Μαρίας Χατζηγιάννη και του Μιχάλη Ευθυμίου, μας μιλά για τη ζωή δύο αδελφιών, ο ένας είναι μπάτσος και ο άλλος ναρκομανής, συγκρούονται και ο μπάτσος σκοτώνει τον αδελφό του. Ο κατακερματιμένος αφηγηματικός χρόνος μας βάζει μέσα στην αλλοτρίωση του «περιθωριακού» τρόπου ζωής στα προάστια των Αθηνών. Καλά δουλεμένο το σενάριο, καλή δουλειά στη φωτογραφία, πολύ έξυπνο μοντάζ.
Με τον ίδιο τρόπο, στην ταινία «Metrostation», του Γιάννη Σταμάτη Ρηγόπουλου, έχουμε την ιστορία δύο ανθρώπων που συναντιούνται στο μετρό. Με φόντο το σεισμό, βλέπουμε τις διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας τους. Ο Γιώργος Χρυσοφάκης, στην ταινία «Αλλαγή φρουράς», μας μιλά για την ιστορία μιας γυναίκας και ενός αγοριού, όπου ο έρωτας και η συμβίωση μπερδεύονται, όμως η εξέλιξη της ιστορίας δε βγάζει πουθενά, η ταινία μένει μετέωρη. Η Έφη Μπούντρη, στην ταινία «Κίμων και Λούσυ», πιάνει ένα παλιομοδίτικο θέμα, καταφέρνει όμως να δομήσει την αφήγησή της με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να φτιάξει, τελικά μια σύγχρονη ιστορία. Πολύ καλή η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο Εμμανουήλ Μπούχλης χρησιμοποιεί στατικά πλάνα για να διηγηθεί τη ζωή του ήρωά του, από την παιδική του ηλικία μέχρι το γάμο του. Αν και τα κείμενα λειτουργούν συμβολικά, η ταινία «Μάνα» δεν καταφέρνει να δομήσει την αφήγησή της. Στη «Μνήμη ακίνητη», της Ελένης Αγγελοπούλου, έχουμε μια αφήγηση που προσπαθεί να πάει στο ποιητικό, όμως δεν τα καταφέρνει. Ο ποιητικός λόγος δε συναντά αυτόν της εικόνας και υπάρχει αυτό το χάσμα. Ο Μάνος Γαστεράτος, με την ταινία «Ρόδα», αν και μέσα στην ταινία υπάρχει ο τίτλος «Ρεζέρβα», ο οποίος νομίζω ότι είναι πιο κοντά στην αφήγηση, μιλά για την ελληνική κοινωνία, παρακολουθώντας μια ρόδα από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο, βλέποντας, τελικά, το χίπη να έχει γίνει ένας γιάπης.
Ο Βαγγέλης Μουρίκης εμφανίζεται στην ταινία «Τζαζ», του Αλέξανδρου Κακανιάρη, μια ιστορία για την εκδίκηση μιας γυναίκας, ελαφρών ηθών, σε έναν πρόσφατα αποφυλακισμένο που τη βλέπει σα θύμα. Άτολμη η συγγραφή του σεναρίου, πολύ καλή η φωτογραφία και η διευθέτηση των πλάνων. Ο Γαβριήλ Τζάφκας, με την ταινία «Χάρη», πιάνει ένα παλιομοδίτικο θέμα, το αφηγείται όσο πιο άτολμα γίνεται, μας θυμίζει τις πρώτες προσπάθειες του ελληνικού κινηματογράφου, μια ταινία που βγήκε από το Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κάνοντάς μας να αναρωτιόμαστε για την πολιτική της κρατικής κινηματογραφικής εκπαίδευσης, από την πρώτη της δουλειά στη Δράμα. Τέλος, «Η ωραία Λου», της Κέλλυ Σταμουλάκη, κινείται στον τηλεοπτικό τρόπο αφήγησης, δε μας δείχνει δείγματα κινηματογραφικής δουλειάς.
ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ
Η ταινία του Βασίλη Ντούρου, «Το φως που σβήνει», μεγάλου μήκους, προβλήθηκε για τα παιδιά. Τέσσερις βραβευμένες ταινίες, σε προηγούμενα Φεστιβάλ Δράμας, προβλήθηκαν στο θερινό κινηματογράφο Αλέξανδρος, στο πλαίσιο του εορτασμού των 30 χρόνων του Φεστιβάλ.
«Παντρολόγημα-καρύδι με τσόφλι», του Γιώργου Μπακόλα, σε σενάριο Αχιλλέα Κυριακίδη, ήταν μια αξιόλογη προσπάθεια. Αυτή η ταινία έρχεται να συναντήσει «Το χαμόγελο της Άννας», της Νικολέττας Γουλή, με θλιβερή ιστορία, πολύ καλά αφηγημένη, με τη Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη. Η ταινία της Ελισσάβετ Χρονοπούλου, «Χτες το απόγευμα», η τελευταία της μικρού μήκους, παρουσιάστηκε και ευχαρίστησε το κοινό με τον όμορφο και δροσερό τρόπο να πιάσει το πολύ σοβαρό θέμα του χωρισμού, με φόντο ένα μικρό παιδί. Τέλος, το «Ύψωμα 33», του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, επίσης η τελευταία του ταινία μικρού μήκους, πριν το «Γιο του φύλακα», ήταν μια ονειρική αφήγηση, με φόντο μια στρατιωτική μονάδα.
Τρεις ταινίες, παραγωγής της ΕΡΤ, παρουσιάστηκαν εδώ και είχαν ως θέμα τους την κινηματογράφηση βιομηχανικών μονάδων στην επαρχιακή Ελλάδα. Το Φεστιβάλ συνεχίζεται και οι ανταποκρίσεις μας επίσης καθημερινά, από εδώ, από τη Δράμα.
Γιάννης Φραγκούλης
30ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ