ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ, Ο ΔΗΜΟΣ ΘΕΟΣ
Το κείμενο που ακολουθεί είναι προδημοσίευση του βιβλίου του Στράτου Κερσανίδη το οποίο αναφέρεται στο Δήμο Θέο και θα εκδοθεί από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και τις εκδόσεις Αιγόκερως.
«[…] Σωροί βιβλίων στο δάπεδο – φτηνές αγγλικές εκδόσεις και ιλουστρασιόν ιστορικά μελετήματα για τον εκπεσόντα Λένιν – έκλειναν την είσοδο και δυσκόλευαν τη μετακίνηση στο εσωτερικό του βιβλιοπωλείου. Ένας μακρόστενος πάγκος χώριζε το μικρό εσωτερικό στα δύο και απομόνωνε (κάπως στενάχωρα, είναι αλήθεια) τον σκηνοθέτη από τον κυρίως χώρο, ο οποίος εκείνη την ώρα, καθισμένος πίσω από τον πάγκο διάβαζε κάποιο χειρόγραφο. Η όψη του έδειχνε έναν ηλικιωμένο μικροεπιχειρηματία, που δεν φανέρωνε τίποτε απ’ ό,τι ενέπνεε το έργο και η δράση του. Η μάλλον αφρόντιστη ενδυμασία, τα ακατάστατα αραιά μαλλιά, η πυκνή λευκή γενειάδα (κοντά κομμένη) και το ήρεμο βλέμμα δεν πρόδιδαν καμία από τις επιδόσεις του. Ωστόσο, κάτω από την καθημερινή εμφάνιση διακρινόταν η ένταση και η κούραση μιας ζωής που αναλώθηκε στην Εικόνα, χωρίς όμως να εξαφανίσει, παρόλ’ αυτά, το ακατάβλητο κουράγιο και τη διακριτική παιγνιώδη διάθεση. Η εικόνα έφερε στον νου τον Μπόρχες και τη σουρεαλιστική ιστορία του επιθεωρητή κονίκλων […]»
Αντί φωτογραφίας, δανείζομαι και αναπαράγω την Εικόνα του σκηνοθέτη όπως τον «ζωγραφίζει» ο Ερμείας Ευμολπίδης («Η ματαιωθείσα συνέντευξη», περ. Μονόκερως, τεύχος 14, 2003-2004). Τον πρωτογνώρισα το 1988 στη Θεσσαλονίκη, όταν η ταινία του Καπετάν Μεϊντάνος (Η εικόνα ενός μυθικού οπλαρχηγού) παιζόταν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Η εντύπωση που μου είχε δώσει τότε ήταν πως δεν πρόκειται για έναν άνθρωπο που απλά κάνει ταινίες, αλλά για κάποιον εξερευνητή της σκέψης, έναν διανοούμενο που εναγωνίως σκαλίζει την Ιστορία και τους Μύθους. Με το πέρασμα των χρόνων και έχοντας την ευκαιρία να προσεγγίσω (δεν τολμώ να πω: να αναλύσω ή, ακόμη περισσότερο, να κατανοήσω σε βάθος) το έργο του, κυρίως μέσα από τις ταινίες και τα βιβλία του, κατέληξα στο συμπέρασμα πως πρόκειται για έναν στοχαστή, έναν πρωτοπόρο, έναν ανήσυχο και ασυμβίβαστο διανοούμενο, που ανάμεσα στους τρόπους έκφρασής του επέλεξε και τον κινηματογράφο.
Ο Δήμος Θέος γεννήθηκε στα Άγραφα Καρδίτσας, το 1935. Σπούδασε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου και ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός σκηνοθέτη και διευθυντής παραγωγής, ενώ ασχολήθηκε και με το θέατρο.
Το 1963 σκηνοθέτησε – από κοινού με τον Φώτο Λαμπρινό – τη μικρού μήκους ταινία Εκατό ώρες του Μάη. Στην ταινία παρουσιάζονται τα γεγονότα της δολοφονίας του ανεξάρτητου βουλευτή της Αριστεράς, Γρηγόρη Λαμπράκη, αλλά κυρίως, μέσω αυτών, αποκαλύπτεται όλη η λειτουργία του παρακράτους η οποία οδήγησε σε αυτή τη δολοφονία.
Το 1967, πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ο Δήμος Θέος σκηνοθετεί μια από τις σημαντικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, το Κιέριον. Πρόκειται για μια εντελώς πρωτοποριακή ματιά επάνω στην ιστορία αλλά και επάνω στο θέμα που απασχολεί τον σκηνοθέτη σε ολόκληρο το μετέπειτα έργο του: την ενότητα του χρόνου, η οποία επιτυγχάνεται με την προσφυγή στο παρελθόν, σε μια προσπάθεια ένταξής του σε ένα ευρύτερο κοινωνικό όλον. Η ταινία αρχίζει με ένα απόσπασμα από τα Γεωγραφικά του Στράβωνα, ενώ στη συνέχεια μας εισάγει στην ιστορία της, που αποτελεί μια σαφή αναφορά στη δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, το 1948. Τοποθετώντας τη δράση σε σύγχρονο χρόνο, επιχειρεί μια σύνδεση του χρόνου, θέλοντας να δείξει αυτό που προαναφέρθηκε, δηλαδή τη διαχρονικότητα, την ενότητα του κοινωνικού χωροχρόνου.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, η ταινία είναι ένας συγκερασμός δημοσιογραφικής έρευνας και αστυνομικής ταινίας, το πρώτο ελληνικό φιλμ νουάρ, όπως έχει επανειλημμένα ειπωθεί. Επιπλέον, αποτελεί την πρώτη ανοιχτά πολιτική ταινία στην Ελλάδα, αλλά και την πρώτη συλλογική δουλειά αυτού που μετέπειτα ονομάστηκε Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, σε αντιπαράθεση με τον μέχρι εκείνη τη στιγμή δεσπόζοντα εμπορικό κινηματογράφο. Έτσι, πέρα από τη συμμετοχή του Κώστα Σφήκα στο σενάριο (μαζί με τον Θέο), του Γιώργου Πανουσόπουλου στη διεύθυνση φωτογραφίας και του Βαγγέλη Σερντάρη στο μοντάζ, εμφανίζονται σε μικρούς ρόλους πολλοί, γνωστοί στη συνέχεια σκηνοθέτες, όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Σταύρος Τορνές, ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο Κώστας Σφήκας, ο Κώστας Φέρρης, η Τώνια Μαρκετάκη, ο Γιώργος Κατακουζηνός. Το Κιέριον δεν προβλήθηκε στην Ελλάδα παρά μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας, καθώς ήταν απαγορευμένο από τη λογοκρισία. Αφού το είδαν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ήρθε η ώρα να το δουν και οι έλληνες θεατές, το 1974, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου και βραβεύτηκε.
Οι δύο αυτές πρώτες ταινίες, δηλαδή οι Εκατό ώρες του Μάη και το Κιέριον, μπορούν να ειδωθούν ως μία ενότητα αφού, πέρα από τη θεματική συγγένειά τους (λειτουργία του παρακράτους, κατευθυνόμενη δικαιοσύνη), ενοποιούνται και «από την ποιητική και τη φόρμα της ‘γραφής’ τους» (περ. Μονόκερως, ό.π.)· και, ακόμη, «οριοθετούν κυριολεκτικά τη στιγμή και τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννιέται ο αποκαλούμενος Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος» (ό.π.).
Με τη Διαδικασία, το 1974, ο Θέος επιχειρεί μια νέα προσέγγιση του μύθου της Αντιγόνης. Η αρχαιοελληνική τραγωδία χρησιμοποιείται με τρόπο που να αναδεικνύεται η διαχρονικότητα των κοινωνικών δομών, μέσω της ανασύνθεσης των δομών του παρελθόντος και της αντιστοίχισής τους με τις σύγχρονες δομές. Έτσι, βλέπουμε την Αντιγόνη να αντιπροσωπεύει τις παραδοσιακές αξίες, σε αντίθεση με τον Κρέοντα, ο οποίος είναι φορέας της νέας δύναμης, της ανερχόμενης εξουσίας. Ως εκ τούτου, η διάσταση του μύθου αποκτά μια διαχρονικότητα και μπορεί να ειδωθεί και μέσα από τη σύγχρονη εποχή. Όλα αυτά, βέβαια, όσο απείχαν από τη συνηθισμένη αναπαράσταση της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, άλλο τόσο απείχαν και από το συμβατικό σινεμά, με αποτέλεσμα η κριτική της εποχής να υποδεχτεί τουλάχιστον με αμηχανία την άκρως ενδιαφέρουσα και πρωτοποριακή ανάγνωση του μύθου, όπως την πρότεινε ο Δήμος Θέος.
Έπρεπε να περάσουν περίπου δεκατέσσερα χρόνια μέχρι να γυρίσει ο Δήμος Θέος την επόμενη ταινία του. Η χρονιά ήταν το 1988 και η ταινία ο Καπετάν Μεϊντάνος (Η εικόνα ενός μυθικού οπλαρχηγού). Εδώ, μέσα από μια διαυγή/καθαρή ελληνικότητα, μακριά από κάθε είδους πατριδοκαπηλίες και σοβινισμούς, ο σκηνοθέτης κάνει μια σύνθεση του παρόντος, της ιστορίας και του μύθου. Η αναζήτηση της απάντησης στην ερώτηση «τι είναι πραγματικό» κυριαρχεί σε ολόκληρη την ταινία. Όλα ξεκινούν όταν ένας διπλωμάτης (παρόν) μελετά μια αγιογραφία, η οποία σχετίζεται με τη δράση του Καπετάν Μεϊντάνου, ενός οπλαρχηγού που έδρασε τον 17ο αιώνα. Παράλληλα, παρακολουθούμε την ιστορία της κατασκευής της εικόνας (μύθος), αλλά και τις αφηγήσεις κάποιων μοναχών (ιστορία) για την εικόνα και τον εικονογράφο της. Η έννοια του Τόπου – εν προκειμένω του ελληνικού – που συναντάμε τόσο στο Κιέριον όσο και στη Διαδικασία, είναι κυρίαρχη και εδώ.
Ο Ελεάτης Ξένος, που γυρίστηκε το 1995, είναι η τέταρτη και τελευταία ταινία του Θέου. Αν θέλουμε να αναφερθούμε σε ένα κοινό στοιχείο με τις προηγούμενες, αυτό είναι εκείνο της αναζήτησης, κάτι που υπάρχει τόσο στο Κιέριον όσο και στον Καπετάν-Μεϊντάνο. Η δράση εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η νεαρή Γερμανίδα Χάνα έρχεται στην Ελλάδα ακολουθώντας μια αρχαιολογική αποστολή που έχει προορισμό την Κρήτη. Με την ευκαιρία αυτή, η Χάνα αποφασίζει να αναζητήσει το παρελθόν της, αφού η ίδια υπήρξε καρπός της σχέσης της – νεκρής πια – μητέρας της με έναν Έλληνα, όταν εκείνη είχε επισκεφτεί σε νεαρή ηλικία την Ελλάδα. Διαβάζοντας το ημερολόγιο της μητέρας της, η Χάνα ανακαλύπτει ότι σχετιζόταν με έναν έλληνα ποιητή, τον Αρέθα Πωγωνάτο (ο οποίος χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Ελεάτης Ξένος). Αναζητώντας, λοιπόν, τον πιθανό πατέρα της, ταξιδεύει στον ελληνικό Τόπο, για να μάθει τελικά ότι εκείνος δολοφονήθηκε από τους συγγενείς του λόγω της μεγάλης του περιουσίας. Στο τέλος, και η ίδια η Χάνα θα πέσει θύμα δολοφονίας, από τον ίδιο κύκλο ανθρώπων, οι οποίοι φοβούνται πως ήρθε για να διεκδικήσει την περιουσία της. Η ματιά του Θέου επάνω στη σύγχρονη Ελλάδα, με εφόδιο την αρχαιότητα, επανατοποθετεί το ζήτημα της ενότητας του κοινωνικού χωροχρόνου.
Εκτός από τις ταινίες μεγάλου μήκους, το 1983 ο Δήμος Θέος γύρισε και μια μεσαίου μήκους ταινία, το Υπερρεαλιστικό χάπενινγκ, ένα ντοκιμαντέρ για τους έλληνες υπερρεαλιστές. Έχει, επίσης, σκηνοθετήσει για την τηλεόραση τη σειρά Ελληνισμός και Δύση (11 επεισόδια), διάφορα επεισόδια για την εκπομπή «Παρασκήνιο», κ.ά.. Αρκετά πλούσιο είναι και το συγγραφικό του έργο, το οποίο αλληλοσυμπληρώνεται με το κινηματογραφικό. Αξίζει εν συντομία να αναφέρουμε ορισμένους τίτλους βιβλίων όπως Φορμαλισμός: γλώσσα, λογοτεχνία, κινηματογράφος (Αιγόκερως, 1981), Εικόνες - Ο δογματικός ιστός και η ευχαριστηριακή φυσιογνωμία της αγιογραφίας (Αιγόκερως, 1985), Το αισθητικό και το ιερό: από τον Αλμπέρτι στον Λέσσινγκ (Αιγόκερως, 1988), Μανιάκ Μπέης (Οδυσσέας, 1994). Εξίσου σημαντική, όμως, είναι και η αρθρογραφία του σε διάφορα περιοδικά. Τα κείμενά του χαρακτηρίζονται από μια βαθιά γνώση του αντικειμένου, που αφενός βοηθά τον αναγνώστη να προσεγγίσει το θέμα, αφετέρου λειτουργεί ως ερέθισμα ώστε να αναζητήσει, μόνος του πλέον, να μάθει ακόμη περισσότερα. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε το κείμενο που δημοσίευσε ο Θέος στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος (τεύχος 24-25, 1980), με τίτλο «Ο μετακινηματογράφος του Werner Nekes», με αφορμή ένα αφιέρωμα που είχε γίνει στο Ινστιτούτο Goethe για αυτόν τον, άγνωστο στην Ελλάδα, πρωτοπόρο κινηματογραφιστή. Όταν ο συγγραφέας γράφει ότι «ο όρος μετακινηματογράφος χαρακτηρίζει τον κινηματογράφο εκείνο που έχει σαν θέμα – κατά κύριο λόγο – τον ίδιο τον εαυτό του, δηλαδή τα φιλμικά υλικά και τις δομές του», δεν είναι δυνατόν να μη σου προκαλέσει την επιθυμία, όχι μόνον να διαβάσεις παρακάτω, αλλά και (τελειώνοντας το κείμενο και έχοντας πολλές απορίες) να αναζητήσεις τρόπους για να μάθεις περισσότερα για τον Nekes και να δεις τις ταινίες του. Αντίστοιχα, στο περιοδικό Μονόκερως (τεύχος 14, 2003), ο Δήμος Θέος «θυμάται» τον φίλο του Σταύρο Τορνέ. Σε τούτες τις «Ενθυμήσεις», ο Θέος μιλάει έξω από τα δόντια, με την τόλμη και την καθαρότητα που πάντα τον χαρακτήριζαν, για τον ιδεολόγο αγωνιστή, τον συναισθηματικό φίλο, τον «σταλινικό» που κατέληξε ελευθεριακός, τον ασυμβίβαστο καλλιτέχνη που η εξουσία τον εκδικήθηκε, αλλά που «το έργο του θα είναι πάντα εδώ· θα υπάρχει για να θυμίζει στους επιγόνους το πέρασμα του Σταύρου Τορνέ από τη χώρα των Λαιστρυγόνων». Αδύνατον, μετά την ανάγνωση, να μην αναζητήσεις να μάθεις περισσότερα για τον Τορνέ και τις ταινίες του. Το εν λόγω κείμενο του Θέου, μεταφρασμένο στα ιταλικά, δημοσιεύτηκε στον κατάλογο που κυκλοφόρησε το Φεστιβάλ του Τορίνου με αφορμή ένα αφιέρωμα στον Τορνέ. Στο τεύχος 200 (Αύγουστος 1973) του γερμανικού περιοδικού Filmkritik, ο Δήμος Θέος δημοσίευσε, επίσης, το εκτενές κείμενο «Film in Griechenland», όπου αναφέρεται στους σταθμούς – κατά την άποψή του – του ελληνικού κινηματογράφου. Ένα πάρα πολύ σπουδαίο κείμενο είναι, ακόμη, «Ο Γερμανικός κινηματογράφος της περιόδου 1913-1933», το οποίο αποτελεί μέρος διαλέξεων που είχε δώσει στο πολιτιστικό κέντρο «Η Διαθήκη του Ορφέα», την περίοδο 1990-1991. Τέλος, εάν ανατρέξει κανείς στα πρακτικά του Β΄ Συμποσίου Ποίησης που πραγματοποιήθηκε το 1982 στην Πάτρα, αξίζει να σταθεί στην εισήγηση του Θέου με τίτλο «Ποιητική επιστήμη και ποίηση», στην οποία ο Δήμος Θέος καταλήγει: «Γι’ αυτό η φυσιογνωμία της ποίησης θα μας θυμίζει πάντα εκείνον τον αραβικό Φοίνικα του Ηροδότου, που όλοι γνώριζαν την ύπαρξή του αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να τον δείξει».
Άξιο λόγου είναι επιπλέον και το διδακτικό έργο του Δήμου Θέου, αφού όσοι σπουδαστές κινηματογράφου είχαν την ευτυχία να περάσουν από τα χέρια του, μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τη δουλειά του «δασκάλου» τους.
ΕΠΑΝΩ
ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ, Ο ΔΗΜΟΣ ΘΕΟΣ