Εθνικές κινηματογραφίες
στιλ και σκηνοθέτες
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΣΟΥΜΑ
Κυκλοφόρησε προ ημερών από τις εκδόσεις Αιγόκερως, το τελευταίο κινηματογραφικό βιβλίο του συνεργάτη μας Θόδωρου Σούμα, με τίτλο "Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες". Το βιβλίο έχει σαν θέμα του τον δυτικό κινηματογράφο και διαιρείται σε κεφάλαια που το καθένα του αναφέρεται στην κινηματογραφία και ορισμένους βασικούς σκηνοθέτες κάθε μεγάλης δυτικής χώρας, από τις ΗΠΑ ως την ΕΣΣΔ και τη Ρωσία, περνώντας από τις ευρωπαϊκές χώρες: Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Αγγλία, Γερμανία και Αυστρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία, Δανία και Ελλάδα (ένα μεγάλο κομμάτι). Στα πλαίσια της κάθε εθνικής κινηματογραφίας, μελετώνται ορισμένοι σημαντικοί σκηνοθέτες, που αγαπά και εκτιμά ο συγγραφέας... Χρονολογικά, το βιβλίο επεκτείνεται από το βωβό σοβιετικό σινεμά και τον Φριτς Λανγκ ως το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά, τον Γκας Βαν Σαντ, τους αδελφούς Κοέν και τον Ταραντίνο, περνώντας από τον Μάικ Λι, τον Χάνεκε, τους αδελφούς Νταρντέν και άλλους σύγχρονους ευρωπαίους...
Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από αυτό το βιβλίο.
Μάικ Λι
Μετά την καλλιτεχνική επιτυχία του φιλμ «Γυμνός» («Naked», 1993), ο Άγγλος Μάικ Λι γύρισε, το 1996, την ταινία «Μυστικά και ψέματα», που του έφερε μεγάλη αναγνώριση και βραβεύσεις (τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες). Το «Μυστικά και ψέματα»(«Secrets and Lies»), είναι μια ρεαλιστική, διαλογική ταινία που περιγράφει, με πολύ συναίσθημα και συγκίνηση, τα αδιέξοδα και τα προβλήματα των μελών μιας λαϊκής, αγγλικής οικογένειας, σε αναζήτηση μιας εύθραυστης ευτυχίας. Οικογένειας που κρύβει μέσα της μπόλικη δυσλειτουργία, ψέματα, πουριτανισμό και μυστικά. Ο Μάικ Λι δημιουργεί μια θλιμμένη ταινία, επικεντρωμένος στις περιπλοκές και τις δυσκολίες έκφρασης των μελών της οικογένειας, νέων και μεσηλίκων. Στο τέλος, όταν οι ήρωες αποφασίζουν να μιλήσουν, να εκφράσουν τον πόνο τους και τα μυστικά τους, υπερισχύει ένας τόνος αισιοδοξίας. Το συμπέρασμα στο οποίο φτάνουν μέσα από τις οδυνηρές εμπειρίες τους είναι ότι καλύτερα να λες την αλήθεια, γιατί σε τελευταία ανάλυση πληγώνει λιγότερο από την απόκρυψή της…
Το φιλμ ξεκινά περιγράφοντας τη συγκρουσιακή σχέση διαψεύσεων, γκρίνιας, δυσαρέσκειας και κακής επικοινωνίας, μεταξύ της Σύνθια Ρόουζ, μιας φτωχής, ανύπαντρης, δύσμοιρης μάνας (η ευαίσθητη, εκφραστική και συγκινητική Μπρέντα Μπλέθιν) και της κόρης της, που είναι σκουπιδιάρης του δήμου. Η ασυνεννοησία επεκτείνεται και στην υπόλοιπη οικογένεια, στις σχέσεις ανάμεσα στη μητέρα και τον αδελφό της (Τίμοθι Σπολ) και τη γυναίκα του, όπως και ανάμεσα στους δυο συζύγους. Και κορυφώνεται με την αιφνιδιαστική επανεμφάνιση της μαύρης, πρώτης κόρης που έκανε η Σύνθια Ροουζ στα 16 της και την έδωσε αμέσως για υιοθεσία. Στην οικογένεια επικρατεί η θλίψη, η πίκρα κι η δυστυχία, μια ατμόσφαιρα ματαίωσης και δυσφορίας, μια πικρή γεύση. Όλοι έχουν προηγούμενα, ανοιχτούς λογαριασμούς με όλους…
Η μαύρη, ετεροθαλής κόρη κάνει μια τραυματική, οδυνηρή διαδρομή αναζήτησης της άγνωστης, φυσικής μητέρας της. Στη μυθοπλασία, επανέρχεται συνέχεια το αλγεινό μοτίβο της ορφάνιας: Ορφανός μεγάλωσε ο παχύς αδελφός (Σπολ), η άχαρη κόρη που δουλεύει στο δήμο, όπως και η μαύρη αδελφή της. Με την εμφάνιση της άγνωστης, ετεροθαλούς αδελφής στη γιορτή των γενεθλίων της, η μικρή κόρη (κι αυτή αγνώστου πατρός) παθαίνει σοκ, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται και γίνεται εκρηκτική. Η δυσάρεστη, βαθμιαία αποκάλυψη των απωθημένων μυστικών, τελικά απαλύνει την ατμόσφαιρα και οδηγεί, σταδιακά, στην άμβλυνση των αντιθέσεων, στην αμοιβαία κατανόηση και τη συμφιλίωση…
Ο Μάικ Λι υιοθετεί ένα λιτό, ρεαλιστικό στιλ, επικεντρώνοντας την προσοχή του στην ιστορία και στα προβλήματα μιας καθημερινής, λαϊκής οικογένειας. Κάνει μια απλή, φτωχή, μα πολύ ανθρώπινη ταινία, χωρίς να επιλέγει θέματα μεγάλου μεγέθους και θεάματος (διαπιστώνουμε μια συγγένεια με την προσέγγιση ενός άλλου σπουδαίου, λιτού σκηνοθέτη που ασχολείται με τα ανθρώπινα συναισθήματα και βιώματα, του Ρομέρ). Αντίθετα, ακολουθεί μέσους και μέτριους ανθρώπους, μέσα σε απλά και καθημερινά ντεκόρ, κάτι που γίνεται σήμα κατατεθέν του απέριττου, ρεαλιστικού ύφους του.
Το «Όλα ή τίποτα»(«All or Nothing», 2002) συνεχίζει το χαμηλότονο, συναισθηματικό, λιτό κινηματογραφικό έργο του Μάικ Λι, στην κατεύθυνση των φτωχών παραγωγών και των σημαντικών “μικρών” ταινιών που καταπιάνονται με τα απλά, καθημερινά προβλήματα καθημερινών και όχι εξαιρετικών ανθρώπων. Μέσα, όμως, από τα προβλήματα του μέσου ανθρώπου, ο Μάικ Λι συλλαμβάνει, πρωταρχικά ανθρώπινα ζητήματα που βρίσκονται στην καρδιά της ύπαρξης, θεμελιώδη συναισθήματα και ζητήματα της ανθρώπινης υπόστασης…
Στο «Όλα ή τίποτα»περιγράφει τη μίζερη ζωή μιας φτωχής οικογένειας. Οι τρεις στους τέσσερις είναι παχύσαρκοι, ο πατέρας είναι ταξιτζής και η μητέρα ταμίας σε σούπερ μάρκετ. Ο Λι προσεγγίζει κι άλλες δύο οικογένειες με προβλήματα, που ζουν στο ίδιο συγκρότημα φθαρμένων, λαϊκών πολυκατοικιών. Μας δείχνει και τις προβληματικές σχέσεις που έχουν τα κορίτσια των οικογενειών. Κινηματογραφεί με όμορφα και λειτουργικά πλάνα τον αχανή χώρο του συγκροτήματος των πολυκατοικιών και τους ανθρώπους που περιφέρονται εκεί.
Εκθέτει τα οικογενειακά, κοινωνικά, βιοτικά κι οικονομικά προβλήματα των ομάδων και του κάθε ατόμου: Δυσλειτουργικές οικογένειες με εσωτερικές έριδες, γκρίνια και ασυνεννοησία, δύσκολες σχέσεις ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, προβλήματα οικονομικής επιβίωσης (μαζεύουν το νοίκι κέρμα κέρμα), συναισθηματική ασφυξία, μοναξιά, δυσκολία έκφρασης θετικών συναισθημάτων, είσπραξη μιας γενικευμένης απαξίωσης από άντρες και γυναίκες, αντικοινωνικές συμπεριφορές, προβλήματα ερωτικών σχέσεων, ιδιαίτερα των νέων, αδυναμία ερωτικής επικοινωνίας, διάχυτος φαλλοκρατισμός μα και απαξιωτική στάση των γυναικών έναντι των ανδρών, απογοήτευση, γενικευμένη ανέχεια και πολιτιστική κι ηθική μιζέρια...
Η έκρηξη στην κεντρική οικογένεια γίνεται όταν ο χοντρός γιος παθαίνει έμφραγμα, ενώ παράλληλα ο πατέρας, απαυδισμένος και εξαντλημένος απ’την επαναλαμβανόμενη, γκρίζα ζωή του, κλείνει το κινητό και εξαφανίζεται, καταφεύγει σε μια έρημη παραλία, έτσι ώστε αδυνατούν να τον βρουν τη δύσκολη στιγμή της εισαγωγής του γιου στο νοσοκομείο. Αυτά τα αποσταθεροποιητικά γεγονότα επιδρούν καταλυτικά και κάνουν ολοφάνερη την κρίση στην οικογένεια, βαθμιαία απελευθερώνουν θετικές δυνάμεις και μια ροή θετικών συναισθημάτων. Ο Μάικ Λι χειρίζεται με λιτό, μα και συγκινητικό τρόπο, την απελευθέρωση και έκλυση των συναισθημάτων, με τη βοήθεια της μελαγχολικής μουσικής (όπως ακριβώς και στο «Μυστικά και ψέματα») και της σκηνοθεσίας των βλεμμάτων και των ανθρώπινων εκφράσεων.
Ο Λι πλησιάζει με θέρμη, ενδιαφέρον και στοργή τους ήρωές του. Ο ταξιτζής πατέρας (Τίμοθι Σπολ) είναι ένας καλός, αν και λίγο άπραγος, άνθρωπος. Ο Μ.Λι του έχει προσδώσει υπαρξιακό βάθος. Αντιλαμβάνεται με όλο του το είναι ότι η ζωή είναι σύντομη, ότι ο χρόνος περνάει ανεπιστρεπτί, ότι γεννιέσαι μόνος και πεθαίνεις μόνος… Αφού εκδηλωθεί η κρίση στην οικογένεια, διαπιστώνουμε ότι τα θέλει όλα ή τίποτα (εξ ου και ο τίτλος του φιλμ). Ο Μάικ Λι μας παρουσιάζει ελλειπτικά τις μικρές, σύντομες ιστορίες που ζει ο ταξιτζής με τους πελάτες του, στο ταξί, όπως έκανε και στο «Μυστικά και ψέματα»με τα σύντομα περιστατικά που ζούσε εν τάχει ο ήρωας (που υποδυόταν, ξανά, ο Σπολ), την ώρα που έβγαζε φωτογραφίες των πελατών του. Η συζήτηση με την καλλιεργημένη, εκκεντρική Γαλλίδα που πήρε στο ταξί του, πυροδότησε την επιθυμία του να αποσυρθεί για λίγο από τον πυρετό και το συρφετό της καθημερινής ρουτίνας, για να ανασάνει επί τέλους ελεύθερος. Στο τέλος, μετά το έμφραγμα του παχύσαρκου γιου, αφού η οικογένεια πιάνει πιάτο, διαμέσου της κρίσης, οι δεσμοί της οικογένειας συσφίγγονται ξανά και η αλληλεγγύη επανενεργοποιείται, γιατί κατά βάθος βασίζονται στις καλές προθέσεις τους, τη συμπόνοια και την αγάπη…
Με την επόμενη ταινία του «Τυχερή κι ευτυχισμένη»(«Happy-Go-Lucky», 2008), ο Μ.Λι αλλάζει τόνο, αφήνει τη θλίψη και υιοθετεί την αισιοδοξία, το χαμόγελο, τη χαρά της ζωής και την πολυχρωμία. Περιγράφει τη ζωή μιας τρελά χαρούμενης κοπέλας (Σάλι Χόκινς) που συνέχεια γελά και αστειεύεται, ακόμη κι όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Η Πόπι είναι πολυταξιδεμένη, κοινωνική, πολύ κεφάτη κι αθεράπευτα αισιόδοξη και θέλει να τους κάνει όλους ευτυχισμένους! Όμως αυτό δεν γίνεται, η ζωή παίζει συχνά περίεργα παιχνίδια· όπως το να ρίξει στο δρόμο της έναν στριφνό και κομπλεξικό δάσκαλο οδήγησης, που της καταλογίζει, με επιθετικότητα, ότι είναι εγωκεντρική, φιλάρεσκη και φέρνει το χάος, και που την ποθεί χωρίς ανταπόκριση, με αποτέλεσμα πολλαπλές συγκρούσεις μεταξύ τους… Η Πόπι παίζει, χαζολογάει και γελάει με τη γυναικεία τρελοπαρέα της, χορεύει σε κλαμπ, πίνει και φλερτάρει, τα βλέπει όλα απ’την ευχάριστη πλευρά τους και κάνει τα πάντα διασκεδάζοντας. Αισθάνεται ευτυχισμένη, τυχερή και ελεύθερη… Είναι δασκάλα, και όντας σε συνεχή επαφή με τα παιδιά διατηρεί ανέπαφο και ενεργό τον παιδισμό της, γιατί, όπως μας εξηγεί, όταν ήταν παιδί συνέχεια έπαιζε έξω, σε αντίθεση με τα σημερινά παιδιά που κολλάνε στα videogames και το internet. Παρόλο που μοιάζει με χαζοχαρούμενη, δεν είναι. Αντίθετα, με τον τρόπο της, είναι ευαισθητοποιημένη στα κακώς κείμενα της κοινωνίας και μάλιστα αντιδρά σε αυτά, απλώς τα αντιμετωπίζει με το γέλιο. Επειδή είναι λίγο τρελιάρα και θέλει να κάνει αστεία σε κάθε περίσταση, μερικές φορές γίνεται λίγο επιθετική (π.χ. με τον λοξό, αυταρχικό και φοβικό δάσκαλο οδήγησης). Άλλες φορές, όπως με τον άστεγο τρελό, επιδεικνύει πολλή ανθρωπιά, συμπόνοια και θάρρος.
Γενικά, στο «Τυχερή κι ευτυχισμένη», παρ’όλη την αισιοδοξία και την ευφροσύνη, η συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι πολύ εύκολη υπόθεση. Η παντρεμένη και έγκυος αδελφή της προσπαθεί να την βάλει στον “σωστό” δρόμο ζητώντας της να πάρει στα σοβαρά τη ζωή, να σταματήσει τα πάρτι και τα μεθύσια, να βάλει πρόγραμμα και να βρει άντρα. Όμως η Πόπι το παλεύει, αντιμετωπίζει ακόμη και τον πόνο και την ασυνεννοησία με χαμόγελο, εμπιστεύεται και φροντίζει τους ανθρώπους…
Ο Μ.Λι δίνει στην ταινία του μια χαρωπή μορφή κι έναν άνετο, ευχάριστο ρυθμό, την σκηνοθετεί μέσα σε μια πανδαισία χρωμάτων: πολυχρωμία στα ρούχα της Πόπι, στα δωμάτια των φιλενάδων της, στη σχολική τάξη και στο περιβάλλον της. Η ίδια μοιάζει, έτσι ντυμένη, με ένα πολύχρωμο, εξωτικό πουλί που συνεχώς τιτιβίζει και τραγουδά χαρούμενο…
Θόδωρος Σούμας
ΕΘΝΙΚΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΤΙΛ ΚΑΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ