ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ ΕΦΥΓΕ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ
Η πρώτη φορά που άκουσα το όνομα του Νίκου Νικολαΐδη ήταν όταν, εγώ όντας οργισμένος έφηβος ακόμη, κάποιος καλός συνομήλικος φίλος μού μίλησε με περίσσιο ενθουσιασμό για δύο μυθικές ταινίες, «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη» και τη «Γλυκιά Συμμορία». Ήταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν συνήθιζα να το σκάω από το σχολείο τις τελευταίες ώρες του απογευματινού μαθήματος και να βρίσκω καταφύγιο στο υγρό σκοτάδι κάποιας κινηματογραφικής αίθουσας, ταυτιζόμενος με τους μοναχικούς ήρωες των σπαγκέτι-ουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο τις δύο αυτές ταινίες του Νικολαΐδη πρωτοείδα πολλά χρόνια αργότερα και ομολογώ ότι δεν ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα, ίσως επειδή από όσα είχα ακούσει κρατούσα πάρα πολύ μεγάλο καλάθι ή για το λόγο ότι το φως τους μου ξεγλίστρησε στην πρώτη ματιά... Μέχρι τότε το σινεμά ως «επάγγελμα» δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια στα κύτταρα της φαντασίας μου, καθώς είχα σπουδάσει Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, και αυτό που με συντάρασσε ήταν τα High Politics. Ωστόσο, όταν το μεγάλο ποτάμι της ζωής με άδειασε στα αλμυρά νερά του κινηματογράφου ήταν πολύ φυσικό να επιδιώξω να γνωρίσω το μοναδικό Έλληνα σκηνοθέτη με τον οποίον εκείνη την εποχή ταύτιζα απόλυτα το ιδεολογικό και φιλοσοφικό μου Unwelt.
Αν θυμάμαι καλά ήταν γλυκό φθινόπωρο του ’98 και έπειτα από μία σύντομη τηλεφωνική μεσημεριανή συνομιλία που είχαμε, πήγα να τον συναντήσω το ίδιο απόγευμα σε ένα γύρισμα που έκανε στο εξοχικό του σπίτι στα Λεγρενά για την ταινία του «Θα σε δω στην κόλαση, αγάπη μου». Στην ουσία πήγα να συναντήσω το σινεμά... Αυτή ήταν και η παρθενική μου παρουσία σε κάποιο κινηματογραφικό πλατό και η ατμόσφαιρα που δημιουργούσε ο Νικολαΐδης στο γύρισμα σε «έπιανε» από πολύ μακριά. Ο χώρος που σκηνοθετούσε αποκτούσε ένα δικό του «μικροκλίμα» και για όσους αναπνέουν σινεμά μοιάζει με τη δροσούλα που αισθάνεται κανείς όταν περνάει δίπλα από ένα κατάφυτο άλσος που φωλιάζει μέσα στα σπλάχνα μίας θερμόπληκτης, γκροτέσκας τσιμεντούπολης. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που μου είπε να καθίσω δίπλα του, στα δεξιά του, και αρχίσαμε να μιλάμε για το σινεμά ενώ το γύρισμα βρισκόταν σε εξέλιξη και εκείνος το κατεύθυνε χαλαρός από την πολυθρόνα του μέσα από ένα βίντεο ασίστ, με το οποίο ήλεγχε το κάδρο του μέχρι και την παραμικρή του λεπτομέρεια.
Τώρα που γράφω αυτές τις αράδες σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει πιο ιδανική συνθήκη μύησης στην κινηματογραφική δημιουργία από αυτό που μου συνέβη. Ο λόγος που τον είχα επισκεφτεί ήταν για να τις ανάγκες μίας συνέντευξης, αλλά εκείνος πολύ διορατικά μου πρότεινε να δω και τις άλλες δύο ταινίες που αγνοούσα, την «Ευρυδίκη Β.Α. 2037» και την «Πρωινή Περίπολο» (είχα δει τον «Singapore Sling», αλλά για πρώτη φορά μου έκατσε κομμάτι βαρύ) και να βρεθούμε πάλι το χειμώνα στο σπίτι του στην Κηφισιά για να μιλήσουμε με την ησυχία μας εφ’ όλης της ύλης! Αυτό τελικά αποδείχτηκε σωτήριο, επειδή βλέποντας αργότερα τις δύο αυτές σχετικά άγνωστες στους «σινεφίλ» ταινίες, που ο ίδιος μου έγραψε στο βίντεο, έπαθα ένα ανεπανάληπτο, πρωτόγνωρο αισθητικό σοκ που πυροδότησε μέσα μου αλυσιδωτές εκρήξεις συναισθημάτων!
Στην πρώτη ανακάλυψα έναν ιδιοφυή αυτοδίδακτο σκηνοθέτη και στη δεύτερη ένα μεγάλο ποιητή του σελιλόιντ, ένα ραψωδό της παρακμής. Από τη μία μεριά εικονοποιούσε με τον πιο ευφάνταστο και ευρηματικό τρόπο τη νιτσεϊκή θεώρηση της «αιώνιας επιστροφής» και του αέναου φαύλου κύκλου της ύπαρξης, ενώ από την άλλη, κάτω από το μουχρό, ιδιαίτερα προσωπικό φως της ταινίας, κυλούσε σα μυστικό ποτάμι η ερεβώδης, εφιαλτική ατμόσφαιρα του Φίλιπ Ντικ από το μυθιστόρημά του Blade Runner, το πνεύμα του οποίου ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε καταφέρει να πνίξει μέσα στην ιλουστρασιόν χολιγουντιανή εικόνα του.
Η συνέντευξή μας έγινε κανονικά και από εκείνη την ημέρα και στο πέρασμα των χρόνων μία βαθιά φιλία φύτρωσε και άρχισε να αναπτύσσεται σαν αιωνόβιο δέντρο. Ακολούθησαν και άλλες συνεντεύξεις και προσωπικές επαφές, βρέθηκα πολλές φορές σε γυρίσματά του τόσο στην ταινία του «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» όσο και στο κύκνειο άσμα του «The Zero Years», (και στη μουβιόλα, όπου κυριολεκτικά αναδημιουργούσε την ταινία) και πάντα ο τελειομανής τρόπος δουλειάς του, το πολυκύμαντο πάθος του, το μοναδικό του χιούμορ, ο ανελέητος αυτοσαρκασμός του, αλλά και το ανήσυχο πνεύμα του δημιουργούσαν μία μαγεία που μάταια αναζητούσα να βρω στα πλατό άλλων Ελλήνων σκηνοθετών.
Το έργο του Νικολαΐδη σκεπάζεται από πολλαπλά στρώματα σκότους αλλά στον πυρήνα του κρύβει αληθινή φλέβα φωτός, που δυστυχώς για το αμύητο πλήθος απαιτεί καθαρή ψυχή και ελεύθερο πνεύμα για να μπορέσει κανείς να εισέλθει στο ιερό του. Ο Νικολαΐδης υπήρξε πάντα αγνός και ειλικρινής στη δημιουργία του, στις ιδέες του, στους αγαπημένους του ανθρώπους, και δεν προσπάθησε ποτέ στη ζωή του να καλύψει το κενό του επικαλούμενος για επιβεβαίωση κάποιες πολιτιστικές αυθεντίες, εφήμερα, μουμιοποιημένα πρόσωπα μίας δεδομένης πολιτικοκοινωνικής εποχής.
Και εκεί που οι άλλοι «σκηνοθέτες» ξόδευαν ένα κάρο χρήματα που δε δικαιολογούνταν με τίποτα μέσα στις εικόνες τους, ο Νικολαΐδης αρκούσε να στρέψει το φακό του πάνω στα σκουπίδια, κυριολεκτικά πάνω στο τίποτα, για να τα μεταρσιώσει σε ένα κάδρο σπάνιας αισθητικής ομορφιάς. Ήταν ένας αληθινός μάγος του φωτός, ένας απαράμιλλος μάστορας που αν είχε την τύχη να ζήσει σε κάποια πολιτισμένη κινηματογραφικά χώρα της Δύσης, θα τον ήξεραν σήμερα ακόμη και οι πέτρες. Υπήρξε όμως και εξαιρετικός συγγραφέας, πολύ πιο διαβαστερός και ουσιαστικός από ένα σωρό ατάλαντους επαγγελματίες του χώρου που έχουν αναγάγει τις δημόσιες σχέσεις, το γλείψιμο της εξουσίας και τον καιροσκοπισμό σε επιστήμη. Και είναι άξιο λόγου πως η αγάπη του Νίκου και η φροντίδα του για την οικογένειά του είχαν πάντα την ίδια ένταση με εκείνη που αφιέρωνε στις ταινίες του.
Σκηνοθέτες σαν το Νικολαΐδη βγαίνουν στη χώρα μας ένας κάθε αιώνα και στο μακρινό μέλλον οι εναπομείναντες πνευματικοί άνθρωποι, σε μία Ελλάδα που θα θυμίζει το καψαλισμένο, κρανίου τόπο ντεκόρ της «Πρωινής Περιπόλου», θα ανακαλύψουν έναν οραματικό καλλιτέχνη που η εποχή του στάθηκε ανήμπορη να τον εκτιμήσει στις σωστές του διαστάσεις και να εμπνευστεί από το στοχαστικό του βάθος.
Το πρωί της Τετάρτης 3 Σεπτεμβρίου 2007 ξύπνησα με ένα παράξενο μελαγχολικό συναίσθημα... Τα νέα του θανάτου του Νίκου Νικολαΐδη έφτασαν σε μένα λίγες ώρες αργότερα. Η Ελλάδα και το παγκόσμιο σινεμά έχει απολέσει μία σπουδαία και δημιουργική προσωπικότητα, της οποίας το έργο ζωής μάς προϊδεάζει για «το σχήμα του εφιάλτη που έρχεται», για τις δύσκολες, επώδυνες ημέρες που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα· αλλά εκείνοι που τον γνωρίζαμε προσωπικά έχουμε χάσει έναν πολυαγαπημένο φίλο, που θα μας λείψει πολύ. Εντούτοις, ο μακρύς διάλογος συνεχίζεται.
«Υπάρχουν τόσες νύχτες όσες και μέρες, και μες στο χρόνο το ίδιο διαρκούν. Ακόμα και μία ευτυχισμένη ζωή δεν μπορεί να μην έχει κάποια μαυρίλα, και η λέξη “ευτυχία” θα έχανε το νόημά της αν δεν την ισορροπούσε η θλίψη». Καρλ Γιουνγκ.
Μίμης Τσακωνιάτης
(Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από το περιοδικό «Camera & Microphone», με την άδειά του.)
Νίκος Νικολαΐδης - Βιογραφικά στοιχεία
Νίκος Νικολαΐδης - Φιλμογραφία
Συνέντευξη του Νίκου Νικολαΐδη
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ