Νίκος Νικολαΐδης
Ο ΑΝΥΠΑΚΟΥΟΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Αν είναι σωστή η ρήση ότι «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της», τότε στην περίπτωση του Νίκου Νικολαΐδη έχουμε το καλύτερο παράδειγμα. Παιδί του πολέμου, γεννήθηκε το 1939, στις 25 Οκτωβρίου, στην Αθήνα, τη σημαδιακή χρονιά για όλους τους Έλληνες. Έκανε δύο σπουδές: σκηνοθεσία, στη Σχολή Σταυράκου, και σκηνογραφία, στη Σχολή Βακαλό. Το 1962 τελειώνει τις σπουδές του, ενώ, από το 1960, έχει δουλέψει σα βοηθός σκηνοθέτης στις ταινίες του Βασίλη Γεωργιάδη.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ CULT;
Ο Νίκος Νικολαΐδης εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική φιλμογραφία το 1962 με την ταινία «Lacrimae rerum», μικρού μήκους. Θα κάνει, δύο χρόνια αργότερα, τη δεύτερη και τελευταία του ταινία μικρού μήκους, «Άνευ όρων». Μετά από 11 χρόνια θα κάνει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, την «Ευριδίκη Β.Α. 2037» και τη χρονιά 1975 θα ξεκινήσει το σημαντικό και επίπονο ταξίδι του στον ελληνικό κινηματογράφο, το οποίο θα τελειώσει το 2006. Εύστοχα θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει σαν τον πατέρα του ελληνικού cult κινηματογράφου. Όμως, στην περίπτωση του Νικολαΐδη, και σε κάποιους άλλους, λίγους δυστυχώς, θα πρέπει να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο όρος «cult» για να αποφευχθούν οποιεσδήποτε παρεξηγήσεις. Και αυτό θα κάνουμε.
Ο όρος αυτός προσδιορίζει με ακρίβεια τις ταινίες που έχουν φανατικό κοινό. Με το χρόνο σε αυτές προστέθηκαν και κάποιες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν trash (σκουπίδια), πολύ χαμηλής ποιότητας, τόσο από άποψης αισθητικής όσο και από αφηγηματικής. Στην περίπτωση του Νικολαΐδη έχουμε να κάνουμε με έναν «περίεργο» κινηματογράφο, αυτή η παραξενιά είναι στη θεματική του, κυρίως. Τα θέματά του περιγράφουν το περιθώριο, ακραίες καταστάσεις, κοινωνικές καταστροφές, χωρίς να μπει στον κόπο να τα δει με ένα εξωτικό μάτι. Το «εξωτικό» εδώ θέλει να πει μια αποστασιοποιημένη ματιά, μια επιφανειακή θεώρηση και μια, υπόγεια, καταδίκη. Ο κινηματογράφος του Νικολαΐδη μπαίνει στο θέμα, δέχεται ότι έχει να κάνει με ένα κοινωνικό σύνολο, με τους δικούς του νόμους και τη δικιά του δυναμική. Το περιγράφει, αναλύει τη διαλεκτική του κοινωνικού μηχανισμού του και ολοκληρώνει την αφήγησή του όσο πιο ολοκληρωμένα γίνεται, αφού τη χτίσει σε ένα στέρεο έδαφος που δυναμώνει από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του, οι οποίες δε φτάνουν στο πρώτο επίπεδο της αφήγησης, αλλά θα πρέπει να τις ψάξει κανείς γιατί ο κινηματογράφος δεν είναι φιλοσοφία, αλλά είναι η απόρροια μιας φιλοσοφικής έρευνας.
Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ
Τώρα μπορούμε να πάμε σε ένα πολύ σοβαρό θέμα για τον κινηματογράφο του Νίκου Νικολαΐδη. Αυτό είναι η αισθητική. Το κάθε καρέ είναι ένας πίνακας ζωγραφικής. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με το πώς συντάσσουμε τα στοιχεία για να έχουμε μια εικόνα αισθητικά άψογη. Όμως δεν είναι μόνο πως διαμορφώνει ο σκηνοθέτης, σε συνεργασία με το σκηνογράφο, το χώρο του, αλλά, πολύ περισσότερο πως θα κατευθύνει την κάμερα για να σταματήσει σε αυτό ακριβώς το σημείο όπου όλα θα ταιριάζουν, θα είναι μια αισθητική αλλά και μια αφηγηματική πρόταση. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι παίρνει ένα χαρτί μιλιμετρέ και σχεδιάζει το καρέ του με ακρίβεια χειρούργου. Δεν είναι μόνο τι τοποθετεί αριστερά, δεξιά, πάνω και κάτω, αλλά σε ένα συγκεκριμένο σημείο των τεσσάρων τετραγώνων που χωρίζεται το κάθε καρέ, για να πάμε σε όρους φωτογραφικούς.
Στον κινηματογράφο όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το κάθε καρέ σχετίζεται με το προηγούμενο και το επόμενο για να μπορέσουμε να έχουμε ένα πλάνο που θα είναι αφηγηματικά άρτιο. Τα πλάνα, οι σεκάνς, τελικά όλη η ταινία του Νικολαΐδη δενέχει ψεγάδια. Μπορεί αυτά να τα δει κανείς στα «Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» (1979) ή στη «Γλυκιά συμμορία» (1983), για να αναφέρουμε μερικές. Στην «Πρωινή περίπολο» (1987), μπορούμε να δούμε την αδυναμία των ταινιών του Νικολαΐδη. Η καταδίωξη, το εργοστάσιο, το παλιό λεωφορείο που χρησιμοποιεί σίγουρα δεν είναι αυτά που θα ήθελε. Είναι αναγκασμένος να κάνει μια ταινία δρόμου, με βία και δράση, σε μια σύγχρονη πόλη, με πολύ λίγα λεφτά. Σε τι αυτή η ταινία υστερεί από τις (πρώτες) ταινίες του ντε Πάλμα; Αποκλειστικά και μόνο στον προϋπολογισμό. Αντίθετα, σε τι υστερεί ο κινηματογράφος του ντε Πάλμα, σε σύγκριση με αυτόν του Νικολαΐδη; Ο Νικολαΐδης δικαιολογεί αυτό που κάνει, βάσει μιας φιλοσοφικής, κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης και, πλέον, το εφέ είναι δικαιολογημένο και ενταγμένο στην αφήγηση, όχι μια παράλογη λατρεία του εφέ που και ο ντε Πάλμα δέχεται, κάτι που το βλέπουμε, γενικά στο χολιγουντιανό κινηματογράφο.
Όλα είναι δικαιολογημένα. Στην «Πρωινή περίπολο» δεν μπορούν να περάσουν το ποτάμι γιατί δεν έχουν τις δυνάμεις και γιατί δεν υπάρχει ελπίδα πέρα από αυτό. Στο «The zero years» (2006) πάλι δεν μπορεί η γυναίκα παρά να σταματήσει στη θάλασσα γιατί δεν έχει, δεν ξέρει τι να κάνει αλλού, είναι εσωτερικά νεκρή, την έχουν πεθάνει με αυτόν τον ύπουλο τρόπο, τρώγοντάς της σιγά-σιγά τον εγκέφαλο. Δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος στις ταινίες του γιατί η ίδια η ζωή δεν αφήνει περιθώρια για κάτι τέτοιο. Ο Νίκος Νικολαΐδης τα βάζει με το «σύστημα», με την εξουσία, αλλά και με το προοδευτικό κομμάτι της κοινωνίας μας που τελικά πουλά ελπίδες. Βλέπει το αδιέξοδο και οδηγεί την κάμερά του σε αυτό μέχρι να βιωθεί από το θεατή.
ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Νικολαΐδης είναι Σκηνοθέτης. Βάζω το «σ» με κεφαλαίο επειδή ξέρει να φτιάχνει το όλο με τέτοια μαεστρία ενός μαέστρου που διευθύνει μια ολόκληρη αίθουσα μόνο με μια αδιόρατη κίνηση του χεριού του. Και όμως, σε αυτόν, όπως και σε άλλους άξιους, πήγαιναν τα λιγότερα λεφτά του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της ΕΡΤ. Ουσιαστικά η υποστήριξή του ήταν μηδαμινή από την ίδια την πατρίδα του. Αν ζούσε, πολλά από αυτά που γράφω θα τα διόρθωνε, όχι αναγκαστικά γιατί είναι λάθος, αλλά επειδή του άρεσε να βλέπει πιο βαθιά και να είναι ένα βήμα πιο μπροστά. Άρα θα μας έλεγε το «γιατί». Είχε πει, στην τελευταία συνέντευξη που μας έδωσε, ότι δε θα κάνει πλέον κινηματογράφο. Δεν τον πιστέψαμε. Η ζωή του το επέβαλε.
Γιάννης Φραγκούλης
Νίκος Νικολαΐδης - Φιλμογραφία
Συνέντευξη του Νίκου Νικολαΐδη
Ρέκβιεμ για τον Νίκο Νικολαΐδη
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ