ΙΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
|
Ιωάννης Μεταξάς
η κινηματογραφική πλευρά
Πως ο κινηματογράφος αναφέρεται στην περίοδο που έδρασε, στρατιωτικά και πολιτικά, ο Μεταξάς; Στην πραγματικότητα πολλές είναι οι ταινίες που, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, μιλάνε για αυτή την περίοδο. Πολύ λίγες έχουν κάτι να πουν για την περίοδο που προηγήθηκε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής. Οι περισσότερες μιλάνε για την επίθεση των Γερμανών και τω Ιταλών στην Ελλάδα, αλλά και για την αντίσταση των Ελλήνων στις κατοχικές δυνάμεις.
ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η περίοδος παρουσιάζεται με τον πλέον ρομαντικό τρόπο. Ένας αξιωματικός επιστρέφει από το μέτωπο για να βρει την αγαπημένη του. Αυτό είναι ένα αφηγηματικό μοτίβο. Τότε είτε αυτή τον περιμένει είτε αυτός έχει αλλάξει και χωρίζουν είτε αυτή έχει βρει κάποιον άλλον, οπότε τα πράγματα τελειώνουν με έναν τραγικό τρόπο. Σε όλες τις περιπτώσεις, πάντως, ο άνδρας έχει τον πρώτο λόγο, είναι ο ήρωας, ο οποίος είτε προδίδεται είτε αναγνωρίζεται η ηρωική υπόστασή του από τη γυναίκα, η οποία είναι, σε όλες τις περιπτώσεις πολύ κατώτερη του.
Από αυτό το γενικό κανόνα εξαιρούνται κάποιες ταινίες, κυρίως σε αυτές που έπαιζε η Βουγιουκλάκη και η Καρέζη, στις οποίες η γυναίκα είχε μια θέση που πλησίαζε αυτή που στην πραγματικότητα κατείχε. Εδώ η γυναίκα έχει έναν πιο αποφασιστικό ρόλο και μπορεί να αναλάβει κάποιες πρωτοβουλίες και να κανονίζει κάποια πράγματα. Αυτός όμως που έχει την τελευταία λέξη είναι πάλι ο άντρας. Αυτή η δομή του σεναρίου ταιριάζει απόλυτα στις αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας, αντιλήψεις που μερικώς ισχύουν και σήμερα.
Η αλήθεια και η πραγματικότητα ούτε κατά το ελάχιστο δεν αποδίδεται σε αυτές τις ταινίες που υπηρετούσαν έναν σκοπό: ήθελαν να διαμορφώσουν έναν τρόπο σκέψης και μια αντιμετώπιση των πραγμάτων που απαιτούσε το πολιτικό σύστημα για να υπάρχει μια διάχυτη, στο κοινωνικό περιβάλλον, παθητικότητα και μοιρολατρία, κατά συνέπεια να απουσιάζει η μαχητικότητα και η διεκδίκηση για μια καλύτερη ζωή. Ο φόβος για την ύπαρξη ενός διεκδικητικού κινήματος, ενάντια στη δεξιά διακυβέρνηση, ήταν πολύ μεγάλος. Έπρεπε, λοιπόν, να περάσει, αυτή η ιδεολογία, στο υποσυνείδητο του ανθρώπου και να γίνει ουσιαστικά η δεύτερη φύση του.
ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
Παρόλα αυτά υπήρχαν κάποιες ταινίες που ήθελαν να πιάσουν το θέμα, να περιγράψουν αυτή την εποχή πιο συγκροτημένα. Δυστυχώς δεν είναι πολλές. Η απλή αναφορά στα αίτια αυτής της «κατάστασης», δηλαδή η έναρξη του πολέμου, η είσοδος της Ελλάδας σε αυτόν, η απροετοίμαστη Ελλάδα, η εθνική μειοδοσία του Μεταξά, η επιβολή του φασιστικού καθεστώτος από το Χίτλερ, το Μουσολίνι και το Μεταξά και η μειοδοσία ενός μέρους της αστικής τάξης, όλα αυτά ήταν επικίνδυνα γιατί θα μπορούσαν να γεννήσουν διάφορες αντιλήψεις και αμφισβητήσεις της ισχύουσας τάξης.
Ο κινηματογράφος ήταν και είναι ένα μέσο μαζικής επικοινωνίας που μπορεί να μεταδίδει αποτελεσματικά και γρήγορα ιδέες όσον αφορά στον τρόπο ζωής και στην πολιτική. Ουσιαστικά ο θεατής δέχεται πιο εύκολα τα μηνύματα χωρίς επεξεργασία και η ιδεολογική επεξεργασία γίνεται στο χώρο του ασυνείδητου. Από εκεί μπορεί αυθόρμητα να ξεκινήσει η επεξεργασία και τελικά η διαμόρφωση ιδεών, με ένα διαφορετικό τρόπο, διαμορφώνοντας αντιλήψεις για την πραγματικότητα, έτσι όπως την εισπράττει το άτομο μέσα στην κοινωνία.
Φαίνεται ότι αυτοί που σχεδίαζαν την πολιτική για τον κινηματογράφο ήξεραν πολύ καλά αυτή τη λειτουργία του. Όταν λέμε πολιτική εννοούμε το σχεδιασμό της παραγωγής και των θεμάτων που διαμορφώνουν τόσο τη σκηνοθεσία όσο και το σενάριο στην κινηματογραφία. Η Ελλάδα προετοιμαζόταν για να ακολουθήσει το ιδεολογικό άρμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, άρα έπρεπε να ακολουθήσει τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό.
Έτσι σχεδόν όλη η κινηματογραφική παραγωγή ακολουθούσε την ίδια γραμμή, η οποία είχε διαμορφωθεί από την πολύ ισχυρή λογοκρισία που ασκούσε η αντιδραστική διακυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου και της ΕΡΕ, του Καραμανλή, μέχρι την επιβολή της χούντας.
Αυτή την εποχή και την κοινωνική διεργασία για την επιβολή του φασιστικού καθεστώτος του Μεταξά περιγράφει με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο η ταινία «Κοινωνική σαπίλα», του Στέλιου Τατασόπουλου. Η κατάπτωση των ηθών και η διαμόρφωση ενός κοινωνικού και ταξικού λούμπεν προλεταριάτου είναι εμφανή στην αφήγηση της ταινίας. Μπορούμε να πούμε ότι μοιάζει πολύ με ταινία τεκμηρίωσης, είμαστε σίγουροι πάντως ότι αυτή η ταινία εισήγαγε το νεορεαλισμό, πολύ πριν εμφανισθεί σα ρεύμα στην Ιταλία. Ο Τατασόπουλος ήταν φίλα προσκείμενος στο ΚΚΕ, το οποίο ήταν παράνομο τότε, ήθελε να εκφράσει τις αριστερές ιδέες του, η ταινία δεν έγινε δεκτή από τη λογοκρισία και, όπως μας είπε σε μια συνέντευξη που είχαμε κάνει πριν αρκετά χρόνια, έκανε τη διανομή ο ίδιος σε όλη την Ελλάδα για να βγάλει τα έξοδα της παραγωγής. Η αισθητική και η σεναριακή γραφή ήταν πρωτόλειο, ο σκηνοθέτης σπούδασε κατόπιν κινηματογράφο και έκανε αργότερα ταινίες εμπορικές, ειδικά οι ταινίες της σειράς Μήτρος και Μητρούσης, με το Θανάση Βέγγο και το Φραγκίσκο Μανέλλη.
Πολύ αργότερα θα έχουμε δύο ταινίες που αφορούσαν στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η πρώτη ήταν αυτή της Λίλα Κουρκουλάκου, «Ελευθέριος Βενιζέλος» (1966). Είναι αλήθεια ότι η Κουρκουλάκου πιάνει το θέμα από μια συντηρητική ματιά, κατά συνέπεια έχει μια διστακτική στάση όσον αφορά σε αυτό το θέμα. Εξετάζει τη ζωή και το έργο του Ελευθέριου Βενιζέλου, προσπαθώντας να αναπαραστήσει αυτή την εποχή. Δε μιλά ξεκάθαρα για την πολιτική αντιπαράθεση με το Μεταξά, έτσι ώστε να έχουμε το πλήρες ιδεολογικό πλαίσιο που υπήρχε στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Αυτό το κάνει ο Παντελής Βούλγαρης στην ταινία «Ελευθέριος Βενιζέλος» (1980), στην οποία ξεπερνά το απλό ντοκιμαντέρ, στο πλαίσιο του οποίου λειτουργούσε η προηγούμενη ταινία, αλλά εξελίσσει την αφήγησή του περιγράφοντας την εποχή από το 1910 μέχρι το 1927, τότε που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται η πολιτική ρήξη μεταξύ του Βενιζέλου και του Μεταξά.
Ένα άλλο ντοκιμαντέρ πιάνει αυτή την εποχή, ανάμεσα στις άλλες, «Η ηλικία της θάλασσας» (1978), του Τάκη Παπαγιαννίδη, σε σενάριο δικό του, αφηγείται τους αγώνες της Αριστεράς, μέσα από την αναφορά σε μια οικογένεια. Η ταινία, παρά τη μεγάλη διάρκειά της (120΄), βλέπεται με πολύ ενδιαφέρον και σήμερα. Βραβευμένη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1978) και της Υέρ (1979) είναι μια πολύ καλή αφηγηματική αναφορά και στη μεταξική περίοδο, πάντα όμως από την άποψη ενός αριστερού.
Η ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Χωρίς αμφιβολία, η ταινία που αναφέρεται με άμεσο και πιο διεισδυτικό τρόπο είναι οι «Μέρες του ‘36» (1972), του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Αυτή η ταινία προετοιμάζει τη μελέτη του σκηνοθέτη για τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, η οποία θα συνεχιστεί με το «Θίασο» (1975), τους «Κυνηγούς» (1977 και το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984). Είναι η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη, μετά την «Αναπαράσταση» (1970) και τη μικρού μήκους «Εκπομπή» (1968).
Το γεγονός που βρίσκεται στον αφηγηματικό πυρήνα της ταινίας είναι μια πολιτική δολοφονία. Η δράση μεταφέρεται στη φυλακή όπου, στην απομόνωση κρατείται ο κατηγορούμενος. Ένας βουλευτής πηγαίνει για να διαπραγματευτεί μαζί του όταν αυτός αντιδρά στις συνθήκες κράτησης. Το αποτέλεσμα είναι να τον κρατήσει όμηρο. Έχουμε μια περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους της εξουσίας και της πολιτικής σκηνής και μια αναφορά στις αντιδράσεις του λαού στις συνομωσίες και στην καταπίεση. Η αντιπαλότητα δημοκρατικών και βασιλικών χάνει την ιδεολογική της βάση και φαίνεται να είναι μια αντίθεση σε επίπεδο δομικών αντιθέσεων ενός συστήματος, ενιαίου και απόλυτα κλειστού, στο οποίο συμμετέχουν μόνο οι δύο κύριες συνιστώσες της ελληνικής πολιτικής σκηνής, τότε.
Είναι οι παραμονές της δικτατορίας του Μεταξά. Ο Αγγελόπουλος μας δείχνει με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο την ηθική και πολιτική κατάπτωση στην ελληνική κοινωνία, το 1936. Με μικρές εξόδους από την κλασική αφήγηση, έχουμε τελικά έναν ποιητικό κινηματογράφο που παραφράζει την πραγματικότητα. Βλέπουμε την κατολίσθηση της αστικής τάξης, τόσο σε ηθικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η αδυναμία μιας ψύχραιμης ανάλυσης της κατάστασης λίγο πριν να αναλάβει τη διακυβέρνηση ο Μεταξάς και να οδηγήσει την Ελλάδα μέσα από ένα αβέβαιο δρόμο στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι εμφανής στην ταινία. Το Κράτος είναι τυπικά και ουσιαστικά ο υπηρέτης της πολιτικής εξουσίας και η εκμετάλλευση του λαού μας δείχνει τις τρομερές ταξικές αντιθέσεις που δυναμώνουν το αριστερό κίνημα, το οποίο θα φανεί στην Κατοχή και, μετά, στον Εμφύλιο Πόλεμο.
Ο Αγγελόπουλος δε δικαιολογεί τη φασιστική κίνηση του Μεταξά, απλά δείχνει αυτό που υπήρχε τότε: ένα άρρωστο πολιτικό σύστημα που είχε πεθάνει, αξιακά, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Καταφέρνει, παρόλα αυτά, να επιβιώνει, με «ενέσεις» συμπαράστασης από τις ξένες δυνάμεις, ακριβώς όπως λύνεται τελικά αυτή η ομηρία με ένα πυροβολισμό που φαίνεται ότι θα έχει σα θύμα το βουλευτή, θα αποδειχτεί όμως ότι ο κρατούμενος θα αυτοκτονήσει, ενώ ο όμηρός του θα λιποθυμήσει από το φόβο του.
Παράλληλα, ο Αγγελόπουλος μας αφηγείται και την αδυναμία της Αριστεράς να αναλάβει συγκεκριμένες δράσεις, να βρει ένα δρόμο για την έξοδο από την κρίση και να κάνει τελικά την επανάστασή της. Η δικτατορία του Μεταξά βόλεψε και κάποιους αριστερούς που αγιοποιήθηκαν, μέσα από τις πρωτοφανείς διώξεις, βασανιστήρια και δολοφονίες που ασκήθηκαν εναντίον τους. Η ίδια προβληματική υπάρχει στο «Θίασο» και στους «Κυνηγούς», ενώ στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» έρχεται η συμφιλίωση μέσα από ένα βιωματικό αλλά και οδυνηρό τρόπο που ο Κατράκης και ο Παπαγιαννόπουλος αναπαριστούν με άψογο τρόπο.
Πολλά χρόνια μετά, όσα είχε πει ο Αγγελόπουλος θα γίνουν πράξη, στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας, με την «περίεργη» συγκυβέρνηση της Ν.Δ. με το Συνασπισμό, στον οποίο συμμετείχε το ΚΚΕ. Μια ανήθικη πολιτικά πράξη που απέδειξε το πολιτικό έλλειμμα της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Γιάννης Φραγκούλης
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
|
|