ΠΙΣΩ
|
Ιωάννης Μεταξάς
και η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου
Το 1871 γεννήθηκε στην Ιθάκη ο Ιωάννης Μεταξάς, πέθανε το 1941 στην Αθήνα. Σπούδασε τη στρατιωτική τέχνη στη Γερμανία, σε ανώτερο επίπεδο. Το 1903 επέστρεψε στην Ελλάδα και υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως αξιωματικός του Γενικού Επιτελείου.
Το 1921 ίδρυσε το φιλομοναρχικό κόμμα των Ελευθεροφρόνων. Αγωνίσθηκε σθεναρά για την επαναφορά της μοναρχίας στην Ελλάδα, μετά το 1924, όταν εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας το δημοκρατικό πολίτευμα. Από το Μάρτιο έως τον Απρίλιο του 1936 ήταν υπουργός Στρατιωτικών και από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 1936 πρωθυπουργός. Στις 4 Αυγούστου 1936, με την πρόφαση του «επικείμενου κινδύνου της κομμουνιστικής συνωμοσίας», όπως έλεγε, διέλυσε όλα τα πολιτικά κόμματα και συνέλαβε τους αρχηγούς τους. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησής του, η οικονομική και πολιτική προσέγγισή της κατευθυνόταν προς την φασιστική κυβέρνηση της Γερμανίας.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η άνοδος της κυβέρνησης του Ιωάννη Μεταξά ήταν παρόμοια με αυτή του Χίτλερ. Η επιβολή του καθεστώτος του δεν ξεκίνησε με τη στρατιωτική επίθεση, αλλά υπήρξε, πιο μπροστά, η πολιτική ανάδειξη του κόμματός του, το οποίο έφερε τη δικτατορία, την επέβαλε. Κατά συνέπεια, το πιο σωστό θα ήταν να χαρακτηρίσουμε τη διακυβέρνηση του Μεταξά ως φασιστική και όχι δικτατορική.
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Ο Μεταξάς ήταν μια από τις πιο αντιδραστικές προσωπικότητες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ήταν ο κορυφαίος υποκινητής του εθνικού διχασμού κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οργανωτής αλλά και προσωπικός φορέας του ελληνικού φασισμού, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Οι ταξικές διαμορφώσεις, εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της δράσης του.
Αυτές τις ταξικές διαμορφώσεις μπορούμε να τις παραθέσουμε ως εξής. Με την επανάσταση του 1909 οριστικά στην Ελλάδα κυριάρχησε η αστική τάξη, η οποία εδραίωσε τη θέση της μετά από τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους. Όμως οι αντίπαλοί της, οι κοινωνικές συνιστώσες του φεουδαρχισμού και οι ανακτορικοί κύκλοι, οι οποίοι είχαν επεκταθεί στο λαό και ειδικά στην αγροτιά, εκφράζοντας τον παλαιοκομματισμό, δεν ήταν πρόθυμοι να παραδεχτούν την ήττα τους. Ζητούσαν την ευκαιρία να επανακτήσουν τις παλιές τους θέσεις. Η ευκαιρία που ζητούσαν ήταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Τότε τέθηκε επιτακτικά το ζήτημα, με ποιες από τις παγκόσμιες παρατάξεις θα συνδεόταν η Ελλάδα. Με την Αντάντ ή τις κεντρικές αυτοκρατορίες; Επικεφαλής της αστικής τάξης ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Η ορμή και η όρεξή της για επεκτατισμό προσδιόριζε τη θέση της δίπλα στην Αντάντ. Επιπροσθέτως, η Αντάντ ήταν σε εμπόλεμη θέση με την Τουρκία και τη Βουλγαρία, οι μόνες χώρες που είχαν επεκτατικές βλέψεις ως προς την Ελλάδα. Ήταν προαιώνιοι εχθροί της και ο πόλεμος εναντίον τους ήταν δικαιολογημένος ηθικά και εθνικά, μετά την απελευθέρωση του ελληνισμού, ο οποίος ζούσε στα υπό κατοχή παλαιά ελληνικά εδάφη, αυτός ο πόλεμος, λοιπόν, θα ήταν η συνέχεια των Βαλκανικών πολέμων. Ακόμα, η αστική τάξη είχε προσηλωθεί μόνιμα στην Αγγλία και στη Γαλλία, υποστήριζε τους δημοκρατικούς θεσμούς τους και πίστευε στη δυναμική και στη νίκη τους.
Οι αντίπαλοί της θαύμαζαν το γερμανικό μιλιταρισμό που έβρισκε εκφραστή στο πρόσωπο του Κάιζερ, του αυτοκράτορα δηλαδή της Γερμανίας, ο οποίος θεωρούνταν αήττητος. Επικεφαλής αυτής της τάσης ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Η βασίλισσα Σοφία, αδελφή του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄, λειτουργούσε στα παρασκήνια. Δεν ήταν εύκολο να υποστηρίξουν την συμμαχία με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις, αυτός ήταν ο λόγος που προώθησαν το σύνθημα της ουδετερότητας.
Αυτό το σύνθημα ήταν ελκυστικό. Οι Έλληνες είχαν κουραστεί από τόσους πολέμους. Ήταν όμως αντικειμενικά αντίθετο ως προς τα ελληνικά συμφέροντα, αφού η Τουρκία και η Βουλγαρία ήταν σύμμαχοι των κεντρικών Αυτοκρατοριών. Αν, λοιπόν, νικούσε η Γερμανία δε θα υπήρχε καμιά ελπίδα να ικανοποιηθούν οι ελληνικές διεκδικήσεις, αντίθετα θα ήταν βέβαιο ότι θα αναγνωριζόντουσαν οι τούρκικες και βουλγαρικές διεκδικήσεις, για τα νησιά του Αιγαίου και την Ανατολική Μακεδονία. Αν νικούσε η Αντάντ, η Ελλάδα θα έμενε ξένη ως προς τους καρπούς της νίκης και, ενδεχομένως, θα αντιμετώπιζε αξιώσεις από την Ιταλία, για την Ήπειρο και την Κέρκυρα.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Ο Μεταξάς, από την αρχή, ήταν υπέρ των γερμανόφιλων και ήταν ο κορυφαίος παράγοντας αυτής της τάσης. Τότε ήταν συνταγματάρχης και διοικητής επιχειρήσεων στο Γενικό Επιτελείο, ένας από τους στενότερους συμβούλους του βασιλιά. Η θέση και το κύρος του ήταν τα κυριότερα όπλα του για να ματαιώσει τα σχέδια του Βενιζέλου, ο οποίος σαν Πρωθυπουργός έκανε διαπραγματεύσεις για να συμμαχήσει η Ελλάδα με την Αντάντ. Οι στρατιωτικοί λόγοι που έθετε εναντίον της θέσης του Βενιζέλου, δυνάμωναν τη φωνή των υποστηρικτών της ουδέτερης στάσης, ήταν πάντως ο κυριότερος παράγοντας να ενταχθεί η Ελλάδα με την Αντάντ καθυστερημένα, κάτω από δυσμενείς συνθήκες, μέσα σε κλίμα διχασμού και με χαμένες ευκαιρίες, όπως η απόβαση στην Καλλίπολη, που είχε προτείνει ο Βενιζέλος, για να ανοίξουν τα ανοχύρωτα από ξηράς στενά των Δαρδανελίων.
Όπως αναφέρει ο Γ. Λεονταρίτης, στο λήμμα του «Η Ελλάς και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος» στην «Ιστορία του ελληνικού έθνους» (Εκδοτική Αθηνών), «οι αντιρρήσεις και η αντίθεσή του δε σταματούσαν εδώ. Μαζί με τη βασίλισσα και την Αυλή κινητοποίησαν όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις τους γι να εμποδίσουν την πραγματοποίηση της πολιτικής του Βενιζέλου. Είναι βέβαιο ότι τις τελευταίες δέκα μέρες του Ιανουαρίου 1915, η Αυλή και ο Μεταξάς ενημέρωσαν το Βερολίνο για τις πιο μικρές λεπτομέρειες που αφορούσαν στις διαπραγματεύσεις του Βενιζέλου με τις δυνάμεις της Αντάντ.».
Παράλληλα ο Μεταξάς βοηθούσε όλα τα στοιχεία που υποκινούσαν την εσωτερική οξύτητα. Πρωτοστάτησε στην οργάνωση των «επιστράτων», αυτών που είχαν στρατευτεί το Σεπτέμβρη του 1915, αλλά αποστρατεύτηκαν τον Ιούνιο του 1916 και οργανώθηκαν σε συνδέσμους. Αναφέρει ο Γ. Λεονταρίτης, «Σύνδεσμος Επιστράτων είχε ήδη οργανωθεί από τον Απρίλιο στην Αθήνα και σύντομα εμφανίστηκαν και άλλοι, για να εξαπλωθούν σε όλη τη χώρα και για γίνουν συστηματικές παρακρατικές οργανώσεις που τρομοκρατούσαν τις πόλεις και την ύπαιθρο. Ως τα μέσα του καλοκαιριού οι σύνδεσμοι Επιστράτων είχαν γίνει ένα ισχυρό όπλο των αντιβενιζελικών. Το γενικό Επιτελείο, και ιδιαίτερα ο Μεταξάς, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του Συνδέσμου και στην πραγματικότητα ήλεγχε την πολιτική κατάσταση ως την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, ένα χρόνο αργότερα.» (στο ίδιο λήμμα).
Με αυτό τον τρόπο εργάστηκε μανιασμένα για τη συντριβή του βενιζελισμού. Ήταν ένας από αυτούς που πρωταγωνίστησαν για να συντριβή το κόμμα του Βενιζέλου, στις εκλογές του 1920. Το πάθος του έφτασε στα όρια του εγκλήματος, «τέτοιες ήταν οι διαθέσεις της εποχής, ώστε ο Μεταξάς και Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος συζητούσαν ακόμα και το ενδεχόμενο εξοντώσεως του Βενιζέλου», αναφέρει στο ίδιο λήμμα ο Γ. Λεονταρίτης.
Όταν κυριάρχησε ο Βενιζέλος και εκθρονίστηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο Μεταξάς με άλλους παράγοντες του αντιβενιζελισμού εξορίστηκε στην Κορσική, τον Ιούνιο του 1917, για να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα το 1920. Δεν έλαβε μέρος στις εκλογές και, μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή, θα ελέγχει όλους τους συνδέσμους των Επιστράτων και «θα παραμείνει σαν άκρα δεξιά αντιπολίτευση έξω από τις βενιζελικές κυβερνήσεις και έξω από τον κοινοβουλευτισμό», όπως αναφέρει ο Ι. Γιαννουλόπουλος, στο λήμμα «Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και η επάνοδος του Κωνσταντίνου», στην «Ιστορία του ελληνικού έθνους» (Εκδοτική Αθηνών). Αρνήθηκε επίμονα να επιστρέψει στο Γενικό Επιτελείο, από όπου είχε απομακρυνθεί το 1916, τονίζοντας την αντίθεσή του στη Μικρασιατική εκστρατεία.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΡΧΗΓΟΣ
Μετά την κατάρρευση του φιλομοναρχισμού προσπάθησε να αναλάβει την ηγεσία του αντιβενιζελισμού, αφού είχε ιδρύσει το κόμμα των Ελευθεροφρόνων. «Στην αντιβενιζελική παράταξη ο μόνος υπολογίσιμος ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς που διατηρούσε το κύρος του μοναδικού αντιπάλου μιας ελληνικής στρατιωτικής επεμβάσεως στη Μικρά Ασία. Η καταστροφή, ενώ διέλυσε τους ομοϊδεάτες του βασιλόφρονες, ενίσχυσε, αντίθετα, τη δική του θέση, στο χώρο του αντιβενιζελσιμού», αναφέρει ο Α. Βερέμης στο λήμμα «Η αντεπανάσταση του 1923 και η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας» στην «Ιστορία του ελληνικού έθνους» (Εκδοτική Αθηνών), τόμος ΙΕ΄. Εντωμεταξύ, αναμείχθηκε στο αντεπαναστατικό κίνημα των Γαργαλίδη και Λεοναρδόπουλου, το 1923, και, μετά την αποτυχία του, δραπέτευσε στην Ιταλία. Όταν ανακηρύχτηκε η Δημοκρατία, στις 25 Μαρτίου 1924 επωφελήθηκε από τις συμφιλιωτικές προσπάθειες του Παπαναστασίου που «περιλάμβαναν και μια προσέγγιση προς τον εξόριστο Μεταξά, από το Νοέμβριο του 1923, ο οποίος προφανώς συμφώνησε να δεχθεί εκ των υστέρων το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος που θα αποφάσιζε για το μέλλον της μοναρχίας, με αντάλλαγμα την αμνήστευσή του», όπως αναφέρει ο Α. Βερέμης, στο προαναφερθέν λήμμα.
Ξαναγύρισε στην Ελλάδα, αναγνώρισε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 13ης Απριλίου 1924 και δήλωσε ότι θα πολιτευόταν μέσα στο πλαίσιο της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Σαν αρχηγός των Ελευθεροφρόνων, έλαβε μέρος στις εκλογές από το 1926 μέχρι το 1936. Στην πρώτη από αυτές, το 1926, παρουσίασε σημαντική κοινοβουλευτική δύναμη, αλλά στις εκλογές του 1928 απέτυχε και προσωπικά. Στην Οικουμενική Κυβέρνηση, από το 1926 έως το 1927, έγινε υπουργός της Συγκοινωνίας, όπως επίσης και στην επόμενη κυβέρνηση (1927-1928), μέχρι την επιστροφή του Βενιζέλου. Μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας, το 1935, διορίστηκε από το βασιλιά Γεώργιο Β΄ υπουργός των Στρατιωτικών, στην κυβέρνηση Δεμερτζή, την 5η Μαρτίου 1936. Μετά το θάνατο του Δεμερτζή, στις 13 Απριλίου 1936, έγινε πρωθυπουργός. Η Βουλή του 1936, στην οποία ο Μεταξάς είχε μόνο 7 βουλευτές, του έδωσε με πρωτοφανή απερισκεψία, ψήφο εμπιστοσύνης. Τη χρησιμοποίησε για να κηρύξει τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, με την έγκριση του βασιλιά.
«Για τα κίνητρα και τις επιδιώξεις του Μεταξά αδιάψευστο στοιχείο αποτελεί η πολιτεία του σε όλη τη διάρκεια της στρατιωτικής και πολιτικής σταδιοδρομίας του. Ήταν οπαδός αυταρχικών μεθόδων και συστημάτων και αυτό δεν έχανε ευκαιρία να το κάνει γνωστό. Η θητεία του στον κοινοβουλευτισμό ενίσχυε ακόμη περισσότερο την απέχθειά του προς τη Δημοκρατία. Ιδιαίτερα τη δημοκρατία που επικράτησε στη χώρα. Έτσι, όταν το 1936 ο Γεώργιος του έδωσε την ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή τις απόψεις του, το έπραξε με υπολογισμό και μεθοδικότητα.», αναφέρει ο Ι. Κολιόπουλος στο «Εσωτερικές και εξωτερικές εξελίξεις από την 1η Μαρτίου 1935 έως την 28η Οκτωβρίου 1940, στο «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμος ΙΕ΄ (Εκδοτική Αθηνών).
Το πραξικόπημά του βοηθήθηκε και από άλλους δύο παράγοντες: α. Από την εκκαθάριση των ενόπλων δυνάμεων και του κρατικού μηχανισμού από όλα τα δημοκρατικά στοιχεία που είχε γίνει μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα του 1935. β. Από την κατολίσθηση ενός τμήματος της αστικής τάξης προς το φασισμό, ύστερα από την εμφάνιση της εργατικής τάξης και το κομμουνισμού. Αυτός ο τελευταίος παράγοντας, όπως και το γενικό κλίμα του φασισμού, της εποχής εκείνης, αλλά και η ευνοϊκή στάση που κράτησε απέναντί του η βρετανική πολιτική, το βοήθησε να σταθεί στην εξουσία ως το θάνατό του.
Η ΑΡΝΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ
Όταν του επιδόθηκε το ιταλικό τελεσίγραφο στις 28 Οκτωβρίου 1940 και το απέρριψε, πιεζόμενος από τις απαιτήσεις του ελληνικού λαού για την εθνική του κυριαρχία, «ο Μεταξάς βρέθηκε για πρώτη φορά σε σύμπνοια με το χειμαζόμενο ελληνικό λαό και διερμήνευσε τη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων», χωρίς να υποτιμάται «και ένας άλλος παράγοντας που ασφαλώς επέδρασε στη στάση του Μεταξά: ο φόβος του ότι θα ανατρεπόταν με την άμεση ή έμμεση επέμβαση των Άγγλων, αν ενέδιδε στις αξιώσεις της Ιταλίας και στις πιέσεις του άξονα, γενικά», σύμφωνα με τον Ι. Κολιόπουλο, στο προαναφερθέν λήμμα. Ο ίδιος δεν ήταν αισιόδοξος για την έκβαση της μάχης, στην 29η Οκτωβρίου έγραφε στο ημερολόγιό του: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη».
Γνώριζε άλλωστε ότι η δικτατορική διακυβέρνησή του είχε αφήσει την πολεμική προετοιμασία της Ελλάδας ελλειπέστατη: «Το αεροπορικό υλικό που διέθετε η χώρα ήταν παλιό και περιορισμένης αποδόσεως, ενώ μερικά από τα αεροδρόμια έγιναν ακατάλληλα προς χρήση το χειμώνα, από τις βροχές και χιόνια. Η αντιαεροπορική, τέλος, άμυνα της χώρας ήταν μηδαμινή και σε σχέση με τις απαιτήσεις του νέου πολέμου, ουσιαστικά, ανύπαρκτη. Σε πυροβολικό, ορειβατικό και βαρύ, η χώρα ήταν σε καλύτερη κατάσταση, χάρη κυρίως σε προμήθειες που είχαν πραγματοποιηθεί την περίοδο 1925-1927. Επάρκεια είχε και στα πυροβόλα, ενώ αντιαρματικά πυροβόλα υπήρχαν ελάχιστα. Μαζί με το ναυτικό, οι δυνάμεις αυτές, καθώς και το πολεμικό υλικό και οι οχυρώσεις της χώρας, μόλις αρκούσαν για τις ανάγκες ενός τοπικού πολέμου συνόρων», αναφέρει ο Ι. Κολιόπουλος, στο προαναφερθέν λήμμα.
Ο Μεταξάς πέθανε την 29η Ιανουαρίου 1941, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, ακόμη και σήμερα. Έχουν ειπωθεί πολλά για το θάνατό του, δεν έχει αποδειχθεί όμως τίποτε, κατά συνέπεια δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε καμιά από αυτές τις εικασίες που δεν έχουν υποστεί την ελάχιστη ιστορική διερεύνηση. Το διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία ο Αλέξανδρος Κορυζής. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ο Μεταξάς δεν ενδιαφερόταν για μια πιο γενικευμένη σύρραξη, είχε θωρακίσει την Ελλάδα για τις ανάγκες ενός τοπικού πολέμου, με τη Βουλγαρία ή την Τουρκία, και πέραν τούτου την είχε αφήσει εντελώς απροστάτευτη, δεν είχε εισπράξει τα μηνύματα της εποχής του, ίσως παρασυρόμενος από την αισιοδοξία του προς τη γερμανική δύναμη και υποεκτιμώντας τις δυνάμεις, πολιτικές και στρατιωτικές, των συμμάχων.
Γιάννης Φραγκούλης
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ - Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ
|
|