|
|
|
|
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ - ΜΕ ΤΟΝ ΚΙΣΛΟΦΣΚΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΒΕΝΣ
|
ΠΙΣΩ
|
12o Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
αφιερώματα
Με Τον Κισλόφσκι Και Τον Ιβενς
Το 12ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης οργανώνει επιτέλους ένα αφιέρωμα σε κορυφαίους δημιουργούς που σηματοδότησαν με το έργο τους σπουδαία κεφάλαια της ιστορίας του κινηματογράφου. Φέτος το Φεστιβάλ πραγματοποιεί αφιερώματα στον Κριστόφ Κισλόφσκι, προβάλλοντας το άγνωστο έργο ενός διάσημου δημιουργού, καθώς και στο Γιόρις Ίβενς, έναν απ’ τους «πατέρες» ττου κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ.
ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΚΡΙΣΤΟΦ ΚΙΣΛΟΦΣΚΙ
«Αυτό που προσπαθώ να συλλάβω είναι... ίσως η ψυχή. Σε κάθε περίπτωση, μία αλήθεια που εγώ ο ίδιος δεν έχω βρει. Ίσως τον χρόνο που κυλάει και δεν αιχμαλωτίζεται ποτέ».
Κριστόφ Κισλόφσκι
Στην σύντομη, αλλά πλούσια σε κινηματογραφικό έργο ζωή του, ο Κριστόφ Κισλόφσκι (1941–1996) διερεύνησε σε βάθος το εύθραυστο τοπίο της ανθρώπινης ύπαρξης, κύριο τροφοδότη της ηθικής προβληματικής και της φιλοσοφικής διάστασης, που διατρέχουν όλο το έργο του. Το 12ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιεί μεγάλο αφιέρωμα, που συνοδεύεται από ειδική δίγλωσση έκδοση, στα ντοκιμαντέρ του οραματιστή Πολωνού σκηνοθέτη, κυρίαρχης κινηματογραφικής μορφής της ανατολικής Ευρώπης. Δεινός μυθοπλάστης, ο Κισλόφσκι άφησε σημαντική παρακαταθήκη ένα έργο που αναγνωρίστηκε διεθνώς και αγαπήθηκε ιδιαίτερα. Όμως το κεφάλαιο «κινηματογράφος», άνοιξε για το δημιουργό με τις ταινίες τεκμηρίωσης, στις οποίες αποτύπωσε το ασφυκτικό πολιτικό καθεστώς της χώρας του.
Με τρόπο ρεαλιστικό που δεσπόζει και στο μετέπειτα έργο του, ο Κισλόφσκι, αντιμετωπίζοντας τον διαρκή σκόπελο της λογοκρισίας, ύφανε μέσα από τα ντοκιμαντέρ του τον κοινωνικό ιστό όπως διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 στην Πολωνία. Η θητεία του στο ντοκιμαντέρ, σε μια περίοδο που το είδος γνώριζε μεγάλη άνθηση, καθόρισε τα στοιχεία που όρισαν την κινηματογραφική του εξέλιξη. Στοιχεία που μετουσιώθηκαν σε έναν κινηματογράφο αφηγηματικά λιτό, άμεσο, διαυγές, συχνά σκληρό και αυστηρό που σφύζει από εσωτερική δύναμη.
Ένα θεματικά στιβαρό κινηματογραφικό όχημα που συχνά ο ίδιος ο Κριστόφ Κισλόφσκι, «υπονόμευε» με μια μεταφυσική διάσταση, στην οποία ο έρωτας, η τύχη, η μοναξιά και ο θάνατος διαρρηγνύουν βεβαιότητες και την επιφανειακή νηνεμία που επικρατεί πριν την καθαρτική καταιγίδα. Συνεπαρμένος από την παραδοξότητα της ζωής, ο Κισλόφσκι καταγράφει ή πλάθει ήρωες καταδικασμένους από το καφκικό και άλλες φορές οργουελικό σύμπαν που τους περιβάλλει. Τα ντοκιμαντέρ του Πολωνού κινηματογραφιστή, έχοντας ως σημείο εκκίνησης το ατομικό, ανιχνεύουν το συλλογικό, με εφαλτήριο το ορατό, διερευνούν το αόρατο.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΛΟΤΖ
Μετά τις σπουδές του στην Κινηματογραφική Σχολή του Λοτζ, φυτώριο για τον πολωνικό κινηματογράφο, ο Κισλόφσκι πειραματίστηκε με τα όρια του ντοκιμαντέρ. Κάθε βήμα του συνιστούσε και ένα ταξίδι στο ανθρώπινο πνεύμα, μια κινηματογραφική διαδρομή που έθετε ηθικά διλήμματα, επιχειρώντας ταυτόχρονα να βρει τη λύση τους. Με τα πρώτα του καρέ σε άσπρο και μαύρο, ο σκηνοθέτης άρχισε να αναπτύσσει το ιδιαίτερο κινηματογραφικό του ύφος, επιλέγοντας να προσεγγίσει θεματικά την αντίξοη καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης, των εργατών και των στρατιωτών.
Στο «Ήµουν ένας στρατιώτης» («Ι was a soldier»), (1970), επανεξετάζει τις προπαγανδιστικές θέσεις ή απόψεις που ήταν ευρέως διαδεδομένες στη χώρα, απομυθοποιώντας ταυτόχρονα την εικόνα του ήρωα που αποδίδεται στους στρατιώτες. Το «Εργοστάσιο («Factory»), 1970, αποτελεί μια μεταφορά και την ίδια στιγμή ένα καυστικό σχόλιο για την κομμουνιστική Πολωνία. Το ντοκιμαντέρ του «Πριν από το ράλι» («Before the rally»), 1971, είναι μια αλληγορία για τα βιομηχανικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας. Στην «Επωδό» («Refrain»), 1972, ταινία για τη γραφειοκρατία στις κηδείες, διαφαίνεται μια λεπτών αποχρώσεων ειρωνεία, αλλά και μακάβριο, σχεδόν καφκικό, χιούμορ για τη σύγχρονη πολωνική πραγματικότητα. Στο «Χτίστη» («Bricklayer»), 1973, μια από τις πιο πολιτικές του ταινίες, ο Κισλόφσκι παρακολουθεί έναν άνθρωπο που εγκαταλείπει την κομματική του καριέρα, αποφεύγοντας να ταυτιστεί με το σύστημα. Στο «Νοσοκομείο» («Hospital»), 1977, βραβείο Golden Dragon στο Φεστιβάλ Κρακοβίας, η κάμερα καταγράφει τη βάρδια 31 ωρών μιας ομάδας ορθοπεδικών χειρουργών, τοποθετώντας στο χειρουργικό τραπέζι όλο το σύστημα υγείας.
Το έργο του Κισλόφσκι, συνεπές και άμεσα συνδεδεμένο με κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, ακολούθησε τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας στην πάλη τους για επιβίωση, αναδεικνύοντας διαφορετικές πτυχές της πολωνικής ζωής και κουλτούρας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο κινηματογραφιστής συγκαταλεγόταν ήδη στους βασικούς εκπροσώπους του νέου κύματος του πολωνικού ντοκιμαντέρ. Μολονότι τα πρώτα του έργα δεν ήταν έντονα πολιτικά, ο Κισλόφσκι αντιλήφθηκε σύντομα ότι η έντιμη απεικόνιση της σύγχρονης πολωνικής πραγματικότητας αποτελούσε ευθύ πολιτικό σχόλιο, γεγονός που τον έφερε σε σύγκρουση με το κομμουνιστικό καθεστώς.
Το τηλεοπτικό του ντοκιμαντέρ «Εργάτες ’71» («Workers ‘71»), 1972, στο οποίο καταγράφει μια παρέα εργατών που αναλύουν τους λόγους της μαζικής απεργίας του 1970, βρέθηκε στο στόχαστρο των αρχών που επέτρεψαν την περιορισμένη προβολή μιας αυστηρά λογοκριμένης κόπιας. Η συγκεκριμένη «εισβολή» στο έργο του, καθώς και η ανάγκη του να εκφραστεί δίχως περιορισμούς, λειτούργησαν μεταξύ άλλων καθοριστικά στην μετέπειτα στροφή του στο μυθοπλαστικό σινεμά, το οποίο του προσέφερε την καλλιτεχνική ελευθερία που αναζητούσε.
Αυθεντικός auteur, ο Κισλόφσκι δημιούργησε έργο που αναλύθηκε σε βάθος, αποφεύγοντας σχηματικές ερμηνείες. Η κάμερά του ταλαντεύτηκε ανάμεσα στο αναπόφευκτο και το παράδοξο, άγγιξε ιδεολογίες και μύθους, διείσδυσε στις ανήλιες πλευρές της ίδιας της ζωής. Έφυγε από αυτήν, στις 13 Μαρτίου του 1996.
ΤΟ AΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΟΡΙΣ ΙΒΕΝΣ
Ο ασυμβίβαστος, πρωτοπόρος δημιουργός Γιόρις Ίβενς έχει την τιμητική του στο 12ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο επιτέλους πραγματοποιεί αφιέρωμα στο έργο του. Πιστεύουμε ότι ένα Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ θα έπρεπε να ξεκινήσει με ανθρώπους σαν τον Ίβενς, το Ρους κ.ά. Το αφιέρωμα το οποίο περιλαμβάνει συνολικά 20 ταινίες, συνοδεύεται από ειδική δίγλωσση έκδοση.
Γεννημένος το 1898 στην Ολλανδία, ο πολυταξιδεμένος σκηνοθέτης, ένας από τους πατέρες της τέχνης του ντοκιμαντέρ, κληροδότησε στην ανθρωπότητα περισσότερες από 80 ταινίες γυρισμένες σε πάνω από 20 χώρες του κόσμου, διαγράφοντας μια συναρπαστική κινηματογραφική διαδρομή στην ιστορία του 20ου αιώνα. Από τον ισπανικό εμφύλιο ως τα πρώτα βήματα της ΕΣΣΔ στο σοσιαλισμό, από την ιαπωνική εισβολή στην Κίνα ως τον πόλεμο του Βιετνάμ, από τον μετασχηματισμό της Κίνας του Μάο ως την επαναστατημένη Κούβα του Κάστρο, ο Ίβενς δήλωνε πάντα παρών με μόνιμη «σύντροφό» του την κάμερα, απαθανατίζοντας τις πλέον καθοριστικές στιγμές του αιώνα που έφυγε.
Όπως έχει εύστοχα ειπωθεί ο Γιόρις Ίβενς αποτελεί την επιτομή του κινηματογραφικού διεθνισμού. Κατά τη διάρκεια της περιπετειώδους περιπλάνησής του στην Έβδομη Τέχνη έγινε συνοδοιπόρος με θρυλικές καλλιτεχνικές προσωπικότητες, συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τους Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Ρόμπερτ Κάπα, Τζον Γκρίερσον, ενώ το έργο του «συνάντησε» κορυφαίους πολιτικούς ηγέτες όπως ο Φράνκλιν Ρούζβελτ, ο Χο Τσι Μινχ και ο Σαλβαδόρ Αλιέντε. Παράλληλα, όμως, ο Ίβενς έδωσε ηχηρή φωνή σε εκατομμύρια ανώνυμους εργάτες, αγρότες, στρατιώτες και αγωνιστές.
Γόνος μιας οικογένειας πρωτοπόρων φωτογράφων -ο παππούς του έλαβε σημαντικές διακρίσεις, ενώ ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης της γνωστής εταιρείας φωτογραφικού εξοπλισμού CAPI- ο Γιόρις Ίβενς έλαβε το «βάπτισμα του πυρός» υλοποιώντας την πρώτη του ταινία σε ηλικία 13 ετών, ένα ερασιτεχνικό γουέστερν με πρωταγωνιστές την οικογένειά του. Έπειτα από σπουδές οικονομικών στο Ρότερνταμ και φωτοχημείας στο Βερολίνο, όπου οι διαδηλώσεις των εργατών διαμόρφωσαν τα πολιτικά του πιστεύω, επέστρεψε στην Ολλανδία και το 1926 έγινε ιδρυτικό μέλος της κινηματογραφικής λέσχης Filmliga.
Εκείνη την περίοδο, επηρεασμένος από το γερμανικό εξπρεσιονισμό, τη ρωσική avant-garde, αλλά και την εικαστική φόρμα των μεγάλων Ολλανδών ζωγράφων, δημιουργεί μια νέα κινηματογραφική γλώσσα. Έτσι, γεννιούνται δύο από τα πιο αναγνωρισμένα έργα της καριέρας του, τα οποία τον κατέταξαν ανάμεσα στους σπουδαιότερους avant-garde κινηματογραφιστές της δεκαετίας του 1920: πρόκειται για το «Η γέφυρα» («The bridge»), 1928, μια δυναμική κινηματογραφική προσέγγιση της μεγάλης σιδερένιας γέφυρας στο Ρότερνταμ, και το «Η βροχή» («Rain»), 1929, ένα φιλμικό ποίημα, ωδή σε μια νεροποντή στους δρόμους του Άμστερνταμ. Με το Borinage (1934) εγκαινιάζει την καλλιτεχνική μετάβασή του σε μια μακρά περίοδο όπου ο προσανατολισμός του γίνεται αυστηρά κοινωνικός και η στρατευμένη πολιτική διάσταση συμπορεύεται με το λυρισμό και το συναίσθημα. Στην «καρδιά» των ιστορικών συγκυριών -πόλεμοι, απεργίες, εξεγέρσεις, εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες- που καταγράφει στις ταινίες του, βρίσκεται η μάχη για τον ανθρωπισμό.
Το έργο του Γιόρις Ίβενς «διαπερνά» ένα ευρύ φάσμα ειδών και στυλ, από τα επίκαιρα και τη συρραφή ταινιών μέχρι τη μυθοπλασία και το animation. Ο σπουδαίος δημιουργός ύμνησε τα στοιχεία της φύσης («Η βροχή» («Rain»), 1929, «For the Mistral», 1965, «A tale of the wind», 1988) στις πιο ποιητικές, αλλά και σαρωτικές τους εκφάνσεις. Στον αντίποδα, δημιούργησε ταινίες «κατά παραγγελία» εταιρειών-κολοσσών όπως η Philips («Philips radio», 1931), ταινία η οποία συγκρίθηκε με τους «Μοντέρνους καιρούς», του Τσάπλιν, ως προς τη θέση του ανθρώπου στη νέα βιομηχανοποιημένη εποχή. Το 1932 αγγίζοντας το λεπτό σύνορο ανάμεσα στην τέχνη και την προπαγάνδα, ο Ίβενς προσκεκλημένος από την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ, καταγράφει το πρώτο πενταετές σχέδιο ανάπτυξης της χώρας στο «Komsomol».
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΤΟΥ
Με την κάμερά του σε αδιάκοπη ετοιμότητα, ο δημιουργός υπήρξε μάρτυρας σε κρίσιμα πεδία μάχης: Χαρακτηριστικό παράδειγμα το αριστούργημα «The spanish earth» (1937), όπου ο κινηματογραφιστής φανέρωσε το αληθινό πρόσωπο του Ισπανικού Εμφυλίου, όπως και το «The four hundred million» (1939), στο οποίο συντάσσεται υπέρ των Κινέζων στον κινεζοιαπωνικό πόλεμο. Στην Κίνα θα επιστρέψει κατά τη διάρκεια της πολιτιστικής επανάστασης, κινηματογραφώντας το μνημειώδες 12ωρης διάρκειας «How Yukong moved the mountains» (1976).
Ανυπότακτος και ακλόνητος στα πιστεύω του, ο Ίβενς δε δίστασε να γίνει persona non grata στην ίδια την πατρίδα του και, στρεφόμενος ενάντια στην ολλανδική αποικιοκρατική λογική, κατέγραψε θαρραλέα τον απελευθερωτικό αγώνα των Ινδονήσιων στο συγκλονιστικό «Indonesia calling!» (1946). Η ανήσυχη φύση του τον οδήγησε και στο Βιετνάμ, όπου μαζί με τη σύζυγό του, ηθοποιό και σκηνοθέτιδα, Μαρσελίν Λορεντάν, βίωσαν μαζί με τους Βιετκόνγκ τους ανελέητους βομβαρδισμούς των αμερικανών, παραδίδοντας το ντοκιμαντέρ «The 17th Parallel» (1968).
Με το κύκνειο άσμα του «A tale of the wind» (1988) ο Γιόρις Ίβενς απευθύνει έναν προσωπικό ποιητικό αποχαιρετισμό, συνθέτοντας την ίδια στιγμή ένα ευφυές φιλμικό δοκίμιο για την σημασία της τέχνης. Με αφορμή αυτή την ταινία ο Ίβενς τιμήθηκε με το Χρυσό Λιοντάρι για το σύνολο του έργου του στο Φεστιβάλ Βενετίας, λίγο πριν το θάνατό του στο Παρίσι το 1989.
Αυτός ο κινηματογραφικός επίλογος, σφράγισε εύγλωττα και παντοτινά την μοναδική μαεστρία του, επιβεβαίωσε τη διαχρονική ακτινοβολία ενός νομάδα του σινεμά, ενός πολίτη του κόσμου, που ζούσε και κινηματογραφούσε με αλάνθαστη πυξίδα την καρδιά και το νου, χωρίς συμβιβασμούς και χωρίς σύνορα.
Γιάννης Φραγκούλης
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ - ΜΕ ΤΟΝ ΚΙΣΛΟΦΣΚΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΒΕΝΣ
|
|