ΠΙΣΩ
|
12o Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
κοινωνία και περιβάλλον
Σε αυτό τον τομέα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έχουμε να κάνουμε με τη μελέτη της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Οι ταινίες που προβλήθηκαν προσπαθούν να απαντήσουν σε ερωτήματα όπως: Ποια είναι η σχέση του ανθρώπου με τη φύση; Ποιες είναι οι επιπτώσεις τα ανθρώπινης επέμβασης στο περιβάλλον; Ποιο αντίτιμο θα πληρώσει η ανθρωπότητα; Πρέπει όμως να πούμε από την αρχή ότι αυτό που γράψαμε για το τμήμα του ίδιου Φεστιβάλ, «Ο πλανήτης σε κίνδυνο», ισχύει και σε αυτό εδώ το τμήμα. Οι ταινίες έχουν ένα δυνατό σημείο, το θέμα το οποίο ερευνούν. Η αισθητική δεν είναι αυτό που θα τραβήξει το θεατή και, κυρίως, θα τον προτρέψει να φανταστεί και να οριοθετήσει τη δική του πορεία. Με άλλα λόγια, να μην είναι παθητικός θεατής, αλλά ενεργητικός, όσον αφορά στην εξέλιξη της αφήγησης. Αυτό θα το δούμε αναφερόμενοι στις ταινίες που απαρτίζουν αυτό το τμήμα, «Κοινωνία και περιβάλλον».
ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΚΑΙ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
Η ταινία «Κασουάριοι-τα σπάνια πουλιά της Αυστραλίας» («Cassowaries»), της Bianca Keeley, 2008, Αυστραλία, είναι ένα τυπικό παράδειγμα αυτής της διαπίστωσης που αναφέραμε. Έχουμε να κάνουμε με μια πολύ όμορφη αναφορά σε αυτά τα σπάνια πουλιά, μας συγκινεί η ιστορία και ταυτιζόμαστε με τη μοίρα τους, με τη ζωή τους που απειλείται. Όμως πέρα της αναφοράς, δεν υπάρχουν προεκτάσεις του τι σημαίνει η καταστροφή αυτού του κομματιού του φυσικού περιβάλλοντος, γιατί δεν είχαμε παλιότερα μια ανάλογη καταστροφή. Από εκεί καταλήγουμε σε κάποια συμπεράσματα που είναι κυρίως πολιτικού χαρακτήρα. Πάμε στην πολιτική που κανονίζει αυτό το παιχνίδι μιας κυβέρνησης που δε σεβάστηκε το περιβάλλον και την ιστορία, εξολοθρεύοντας ανθρώπους και φυσικά όντα. Η ταινία δεν μπόρεσε να φτάσει μέχρι εκεί.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην ταινία των Nathalie Granger-Charles-Dominique και Andre Charles-Dominique, «Τσαπάρι, οι εφτά αρκούδες του ιερού βουνού» («Chaparri, the seven bears of the sacred mountain»), 2009, Γαλλία. Εδώ μεταφερόμαστε στο βορειοδυτικό Περού. Οι κάτοικοι αποφάσισαν να ζήσουν αρμονικά με τη φύση. Η πολύ κλασική αφήγηση θα μπορούσε να φτάσει στο ανθρωπολογικό χώρο και εκεί να βρει τους θρύλους και τους μύθους. Να δείξει έτσι το έλλειμμα που έχει ο δυτικός πολιτισμός και η βαρβαρότητα που αυτή η εξέλιξη συνεπάγεται.
Ο Anqi Ju, με την ταινία «Οι τσιγγάνοι των λουλουδιών» («Gipsy in the flower»), 2009, Κίνα, αφηγείται την ιστορία των περιπλανόμενων μελισσοκόμων. Αυτοί ξεκινούν από ένα σημείο της Κίνα για να φτάσουν μέχρι την άλλη άκρη της χώρας, ζώντας πρωτόγονα, για να βγάλουν τα προς το ζην. Βλέπουμε στοιχεία κινηματογράφου, παύσεις, κοντινά πλάνα, πανοραμίκ, αλλά και την ηθογραφία που περιμένουμε από μια κινηματογραφική ταινία, όλα αυτά μέσα από μια ικανοποιητική δόμηση της ιστορίας, η οποία έγινε στο επίπεδο του μοντάζ. Αντίθετα στην ταινία «Στέγαση» («Housing»), 2009, Ιταλία, της Federica di Giacomo, έχουμε σοβαρή πολιτική ανάλυση, όμως η έλλειψη του ρυθμού δεν μπορεί να αρθρώσει τον κινηματογραφικό λόγο. Οι άνθρωποι που μένουν σε ένα κτίριο, ουσιαστικά το έχουν καταλάβει, αντιμετωπίζουν ανά πάσα στιγμή τον κίνδυνο να χάσουν ότι έχουν, αυτή την προσωρινή στέγη. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην ταινία «Στη σκιά του σεισμού» («In the shadow of the quake»), 2009, Ολλανδία, των Sibel Bilgin και Floor Kooij. Βλέπουμε κινηματογραφικά στοιχεία στην αφήγηση για το μεγάλο σεισμό στο Μαρμαρά, στην Τουρκία, αλλά δεν μπορούμε να δούμε το ανθρώπινο δράμα, τις προεκτάσεις του, αυτά τα στοιχεία που θα δημιουργήσουν την ταύτιση με το θεατή. Βλέπουμε πάλι ένα μη αρθρωμένο λόγο, λόγω της έλλειψης του ρυθμού στην αφήγηση.
Η ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ
Θα πάμε στην ταινία των Arni Gunnarsson, Steingrimur Karlsson και Thorvardur Bjorgulfsson, «Κράφτουρ-η τελευταία ιππασία» («Kraftur-the last ride»), 2009, Ισλανδία. Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο, αθλητή, και το άλογό του. Τρέχει μαζί του, όμως, λόγω των υγειονομικών κανόνων της Ισλανδίας, αναγκάζεται να το αφήσει στην Ολλανδία. Οι σκηνοθέτες συνδυάζουν εκπληκτικά τον ανθρώπινο πόνο και τη φιλία του ζώου με τον άνθρωπο, κάνοντας άμεσες αναγωγές στο παρελθόν, στους θρύλους, στους μύθους των σκανδιναβικών χωρών και τελικά, με άμεσο τρόπο, ηθογραφεί και μας αναγκάζει να πάρουμε θέση.
Εκεί που άφησε ο πρωταγωνιστής της προηγούμενης ταινίας το άλογό του, εκεί δημιουργεί ο Jan Louter. Η ταινία του «Οι τελευταίες μέρες του Σισμαρέφ» («The last days of Shishmaref»), 2008, Ολλανδία. Εδώ έχουμε την τραγωδία της φυλής Ίνγιουπακ. Ζουν λίγο πιο κάτω από το Βόρειο Πόλο. Η πολιτισμική εξέλιξη καταπίνει τον παραδοσιακό τρόπο διαβίωσης των Εσκιμώων. Ακόμα ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα ταλανίζει αυτή τη φυλή: Το λιώσιμο των πάγων και η υπερχείλιση των υδάτων θα σκεπάσει το νησί τους. Με άψογο κινηματογραφικό τρόπο ο σκηνοθέτης αναδεικνύει αυτά τα δύο προβλήματα. Η σύγκρουση πολιτισμών και συνθηκών διαβίωσης βγαίνει από το μοντάζ. Βλέπουμε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας αυτό το δράμα που παίρνει ουσιαστικά θείες διαστάσεις. Εμπλεκόμαστε και η κινηματογραφική αφήγηση κερδίζει το χώρο της. Η ταινία δημιουργεί ερωτήματα, στα οποία ο θεατής θα πρέπει να απαντήσει, ξεκινά έναν άτυπο αλλά ουσιαστικό διάλογο μεταξύ του δημιουργού και του θεατή.
Δε συμβαίνει το ίδιο στην ταινία «Oil Rocks-μια πόλη πάνω από τη θάλασσα» («Oil Rocks-city above the sea»), 2009, Ελβετία. Είμαστε στην Κασπία θάλασσα όπου έχει κατασκευαστεί μια τεράστια πλατφόρμα στην ανοιχτή θάλασσα για να παίρνουν και να επεξεργάζονται το πετρέλαιο. Αυτή η πλατφόρμα έγινε επί Στάλιν και εξελίχτηκε σε μια τεράστια πόλη. Ένα τοπίο σχεδόν ονειρικό, σουρεαλιστικό. Ο σκηνοθέτης δεν μπόρεσε να δει μέσα από αυτό το εγχείρημα τη ρωσική ψυχή που ήθελε να πετύχει η επανάσταση, να πάρει ο λαός τις τύχες στα χέρια του, να δείξει ότι μπορούν να συνεχίσουν το μεγαλείο της Αυτοκρατορίας. Από εκεί θα μπορούσε να ξεκινήσει η κριτική στη σοβιετική διακυβέρνηση, στην εφαρμογή του μαρξισμού και λενινισμού. Η αφήγηση έμεινε μετέωρη στη θάλασσα. Το «Οσαντνέ» («Osadne»), 2009, Σλοβακία-Τσεχία, του Marko Skop, δεν μπορεί και αυτό να βρει το δράμα της ψυχής δύο ανθρώπων ενός χωριού: του δημάρχου, ο οποίος κυβερνά για 36 συνεχιζόμενα χρόνια, και του ιερέα, ο οποίος έχει κηδέψει πέντε ανθρώπους και έχει βαφτίσει μόλις δύο παιδιά. Θα αγωνιστούν για την επιβίωση του χωριού τους. Γιατί όμως; Απαντήσεις δεν πρόκειται να βρούμε σε μια επίπεδη, χωρίς αιχμές αφήγηση.
Ο Aurelien Leveque θα δομήσει μια βιωματική αφήγηση. Στην ταινία του «Το πόστο» («El puesto»), 2009, Γαλλία-Βέλγιο, θα δούμε τη ζωή ενός ανθρώπου που είναι απόλυτα ενταγμένος στη φύση, στην Παταγονία, στη χώρα των θρύλων. Με βιωματικούς ρυθμούς παρακολουθούμε τη ζωή του και σιγά-σιγά ταυτιζόμαστε τόσο με αυτόν όσο και με τη φύση, στην οποία διακρίνουμε εμφανώς τα όρια του εξωτικού και του οικείου, παραλληλίζοντάς την με οικεία μας παραδείγματα.
Θα τελειώσουμε με την ταινία του Κίμωνα Τσακίρη, «Sugar Town-η επόμενη μέρα», 2009, Ελλάδα. Ο Τσακίρης ξεκίνησε πολύ δυναμικά και γοητευτικά με την ταινία ντοκιμαντέρ «Ξένος, όνειρο ή πραγματικότητα», μικρού μήκους. Στην ταινία του μεγάλου μήκους ασχολείται με τη Ζαχάρω, δίνοντάς της αυτό το «περίεργο» όνομα. Η αφήγησή του είχε να κάνει μόνο με την εύρεση νυφών για τους μεγάλους στην ηλικία γαμπρούς. Η τηλεοπτική αφήγηση αυτής της ταινίας σώθηκε από το χιούμορ και το χλευασμό που η ταινία ρίχνει σε αυτούς τους ανθρώπους, κερδίζοντας όμως και το άθλιο χώρο που επιφυλάσσουμε στη χλεύη. Σε αυτή, τη «συνέχειά» της, έχουμε τις πυρκαγιές. Μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να ξεχειλώσει ένα θέμα που από μόνο του ήταν φτωχό και ουσιαστικά ανάξιο των δυνατοτήτων του.
ΠΟΛΛΑ Ή ΚΑΛΑ;
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Έχουμε ανάγκη από πολλές ταινίες ή από καλές; Θέλουμε ένα Φεστιβάλ γεμάτο από «προϊόντα» ή γεμάτο από ποιότητα; Εμείς ψηφίζουμε σαφέστατα υπέρ της ποιότητας. Ψάχνουμε να βρούμε στην ποιότητα το πολύ, την ποσότητα, ακολουθώντας τις διδαχές των αρχαίων Ελλήνων.
Φαίνεται ότι το Φεστιβάλ δεν το έχει καταλάβει και ακολουθεί το παράδειγμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, του Νοεμβρίου, όπου η υπερδιόγκωση είναι ο κανόνας. Δε θα ήταν καλύτερα να είχαμε σε αυτά τα δύο τμήματα, «Ο πλανήτης σε κίνδυνο» και «Κοινωνία και περιβάλλον», λιγότερες ταινίες και περισσότερα σημεία με τα οποία θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας για τον κινηματογράφο, το ντοκιμαντέρ, την οικολογία και την πολιτική; Μια ευκαιρία που τη χάσαμε. Κάποια καλά έργα «πνίγηκαν» στον ωκεανό της μετριότητας.
Γιάννης Φραγκούλης
ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΟΝ
|
|