47o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ανταποκρίσεις του Γιάννη Φραγκούλη
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Την πέμπτη μέρα του Φεστιβάλ κάτι φάνηκε να μπορεί να αλλάξει στον ελληνικό κινηματογράφο, έτσι όπως παρουσιάζεται εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Δύο ταινίες παρουσιάστηκαν, εκ των οποίων η μία μας έκανε να θυμηθούμε τις παλιές καλές στιγμές του ποιοτικού κινηματογράφου στη χώρα μας. Αν, βέβαια, κατάφερνε να αποφύγει κάποιες κακοτοπιές, τότε θα μιλάγαμε για μια μεγάλη ταινία. Ας αναφερθούμε, όμως στα πράγματα ως έχουν, με τη σειρά τους.
Οι ελληνικές ταινίες
Δύο ελληνικές ταινίες είχαμε αυτή την ημέρα. Η πρώτη είναι μια συμπαραγωγή Ελλάδας και Κύπρου, το «Μέλι και γάλα», του Μαρίνου Καρτίκκη, μιλά για τη σχέση που αποκτούν, από μια τυχαία συνάντηση, δύο γυναίκες. Η Ελένη και η Ρέα, τα σπίτια τους γειτονεύουν, δεν έχουν γνωριστεί όμως ποτέ, μέχρι που η Ρέα της χτυπά την πόρτα για να τηλεφωνήσει σε έναν κλειδαρά. Θα αναπτυχθεί μια σχέση μεταξύ τους που θα πάρει άλλες διαστάσεις όταν η Ελένη θα δει έναν καυγά μεταξύ της Ρέας και του φίλου της. Οι μνήμες, το παρόν και το παρελθόν, μπλέκονται για να φτιάξουν έναν καινούργιο κόσμο. Όμως ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος δεν μπορεί να βρει αυτές τις γραμμές που θα δώσουν μια συνοχή, δεν απαντά σε όλες τις σεναριακές ερωτήσεις και αφήνει τους χαρακτήρες του σε μια ασάφεια. Το μοντάζ δεν μπορεί να αρθρώσει τον κινηματογραφικό λόγο και η ταινία μένει μετέωρη.
Η τελευταία ταινία του Στράτου Στασινού, «Πέρα από τη λίμνη», είναι μια ευκαιρία να δούμε ξανά δουλειά του, μετά από οκτώ χρόνια, όταν προβλήθηκε η «Ήπειρος». Και αυτή η ταινία μιλά για την Ήπειρο, αλλά με έναν τρόπο κάπως διαφορετικό, χρησιμοποιώντας την ποίηση για να αποδώσει καλύτερα την πραγματικότητα. Ένα νέος που ζει σε ένα χωριό έρχεται σε επαφή με μια γυναίκα η οποία φαίνεται σα νεράιδα. Θα την ερωτευτεί αμέσως και θα ψάξει να τη βρει. Τα βήματά του θα τον οδηγήσουν στους τόπους πέρα από τη λίμνη, σε ένα εγκαταλελειμμένο χωριό, όπου είχε διαδραματιστεί ένα δράμα ανάμεσα σε μια μάγισσα και μια οικογένεια. Μια γυναίκα, που θα συναντήσει εκεί, θα το μαγέψει και θα την ερωτευτεί. Η απώθηση που αυτή εξασκεί πάνω του θα λειτουργήσει δυναμωτικά για τον έρωτά του. Ο Στασινός έχει δημιουργήσει μια ονειρική ατμόσφαιρα, με τις πολύ όμορφες φωτογραφίες του, με τον καταπληκτικό φωτισμό του, παρεμβάλει στοιχεία μιας ωμής πραγματικότητας που σπα το ονειρικό και, κατά συνέπεια, δημιουργεί προβλήματα στη δομή του παραμυθένιου κόσμου που θέλει να φτιάξει. Σε γενικές γραμμές, η προσπάθειά του είναι αξιοπρόσεχτη και ενδιαφέρουσα.
Οι ξένες ταινίες
Στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα, η ταινία του Joshua Dorsey, «The point», καναδέζικη παραγωγή, είναι μια αναφορά στη σύγχρονη αμερικάνικη κοινωνία. Κινηματογραφεί το αστικό τοπίο αυτής της χώρας με τρόπο μοντέρνο, συνδέει τα αφηγηγματικά του κομμάτια με γρήγορο μοντάζ, κάνει μια σύγχρονη ταινία για ένα επίκαιρο πρόβλημα. Η βία ελλοχεύει, εκδηλώνεται σε μεγάλο βαθμό και χαρακτηρίζει τα άτομα στα οποία η αφήγηση του αναφέρεται. Με αυτό τον τρόπο κάνει μια ρεαλιστική ταινία, βάζοντας και ορισμένα στοιχεία ποίησης, αυτό όμως δεν τον κάνει να πάει προς τον ποιητικό ρεαλισμό. Δε βγάζει όμως ένα σαφές κεντρικό νόημα στο τέλος και η ταινία μένει κάπως μετέωρη.
Στο αφιέρωμα του Κινέζικου Κινηματογράφου, είδαμε την ταινία «Περιμένοντας μόνος» («Waiting alone»), του Dayyan Eng, κινέζικη παραγωγή. Έχουμε μια ταινία χαρακτήρων, με πολύ απλό σενάριο και γραμμικό μοντάζ. Η αφήγηση δεν προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον από τη μεριά του θεατή, η ταινία απλά διεκπεραιώνει αυτή την ιστορία, μια ερωτική σχέση μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας, η οποία τελικά βαίνει προς ένα τέλος.
Στο αφιέρωμα των Νέων Αμερικάνων, η ταινία της Kelly Reichardt, «Περασμένη ευτυχία» («Old joy»), είναι, θα λέγαμε, μια καθαρά τυπική αμερικάνικη ταινία. Κλασική αφήγηση, απόδοση με νατουραλιστικό τρόπο της αμερικάνικης κοινωνίας και φύσης, το ταξίδι δύο παλιών φίλων, τα αδιέξοδά τους και οι λύσεις που θα προταθούν στο τέλος. Αυτή τη δομή του σεναρίου την έχουμε δει σε μικρούς και μεγάλους σκηνοθέτες, μια ακόμα φορά δε θα μας πει και πολλά.
Οι υπόλοιπες ταινίες
Η ταινία που μας εξέπληξε με τη δύναμη της είναι αυτή από την Ταϊβάν, Γαλλία και Αυστρία, «Δε θέλω να κοιμηθώ μόνος» («Don’t want to sleep alone»), του Tsai Ming –liang. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου, ενός άστεγου Κινέζου, ο οποίος δέχεται επίθεση και κάποιοι μετανάστες το φροντίζουν για να αναρρώσει. Μετά θα αναπτυχθεί ένας ερωτικός δεσμός με μια γκαρσόνα και με την ιδιοκτήτρια του μαγαζιού στο οποίο αυτή δουλεύει. Με πολύ απλό τρόπο, σχεδόν βιωματικό, ο σκηνοθέτης χτίζει τους χαρακτήρες του, τους δοκιμάζει στις αντιξοότητες στις οποίες ζουν και από εκεί θα βγει ένα νόημα που είναι τόσο γενικευμένο και αποκτά πανανθρώπινη αξία. Το μοντάζ είναι αργό εκεί που χρειάζεται να δομηθούν οι χαρακτήρες, είναι πιο γρήγορο εκεί που έχουμε δράση, άρα αφηγηματικά στοιχεία εύκολα κατανοητά σε όλους. Ο απόλυτος ρεαλισμός κρύβει πίσω του την ποιητικότητα η οποία θα το οδηγήσει στον ποιητικό κινηματογράφο, σε μια ελεύθερη απόδοση της πραγματικότητας. Ένα ακόμα δείγμα μεγάλων στιγμών του κινηματογράφου από την Ταϊβάν, το οποίο θα έρθει να προστεθεί σε αυτά του Hou Hsiao-hsien.
Από τη Μαλαισία έρχεται η ταινία του Ho Yuhang, «Rain dogs». Εδώ έχουμε μια τυπικά ανατολική ταινία, σύγχρονης αφήγησης. Αργοί ρυθμοί, στιλιζαρισμένα πλάνα, μεγάλες σιωπές, προσοχή στα τοπία. Ο σκηνοθέτης εστιάζει στην αντίθεση μικρής-μεγάλης πόλης, στην αθωότητα και την αλλοτρίωση, αντίστοιχα, κάνει ένα όμορφο κοινωνικό σχόλιο, αλλά μέχρι εκεί.
Θα συνεχίσουμε την αναφορά μας στις επόμενες μέρες, θα δούμε όσες ταινίες μπορέσουμε για να μιλήσουμε για αυτές σε εσάς. Προσπαθούμε να βάλουμε τον αναγνώστη στο κλίμα του Φεστιβάλ, σε ένα κλίμα που έχει μεταδοθεί σε όλη την πόλη και -κυρίως- στο λιμάνι της και στη μεγαλύτερη πλατεία της.
Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2006 Γιάννης Φραγκούλης