47o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ανταποκρίσεις του Γιάννη Φραγκούλη
Η ΕΚΠΛΗΞΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Με το βάρος του θανάτου του Όλτμαν, το Φεστιβάλ συνεχίζει κανονικά τους ρυθμούς του. Εμείς βλέπουμε ταινίες, ελληνικές και ξένες και, μαζί με αυτές, ταξιδεύουμε σε μακρινές χώρες ή ανακαλύπτουμε πρόσωπα στον κόσμο. Τρεις ήταν οι ελληνικές ταινίες που προβλήθηκαν σήμερα και, ευτυχώς, έχουμε να κρατήσουμε αρκετά πράγματα.
Οι ελληνικές ταινίες
Με την ταινία του Αντώνη Μποσκοΐτη, «Ζωντανοί στο Κύτταρο», ξεκινάμε το σημερινό μας ρεπορτάζ. Μια ταινία που μας γύρισε κοντά 40 χρόνια πίσω, την εποχή που στην Ηπείρου και Αχαρνών, το φημισμένο κλαμπ Κύτταρο φιλοξενούσε αρκετά ροκ γκρουπάκια, τα οποία θα έπαιζαν σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα σημαντικό ρόλο στην ελληνική ροκ σκηνή. Το γκρουπ του Πουλικάκου, του Σιδηρόπουλου, οι Αγάπανθονς κ.ά., σήμερα λίγο άγνωστοι, εκεί πρωτοπαρουσιάστηκαν. Ο Μποσκοΐτης είναι άριστος γνώστης της μουσικής σκηνής, δημοσιογράφος ο ίδιος σε μουσικό περιοδικό, ήταν πολύ εύκολο για αυτόν να κάνει την έρευνα. Μετά όμως από την έρευνα ξεκινά το πρόβλημα. Το πως θα καταφέρουμε να εισαγάγουμε το ντοκουμέντο και να το κάνουμε μυθοπλασία, αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα, και εδώ πολλά ελληνικά ντοκιμαντέρ αποτυγχάνουν. Στην περίπτωση που δε θα γίνει αυτό, τότε θα έχουμε ένα τηλεοπτικό προϊόν. Σε αυτή την ταινία ξεκινάμε με μια απαγγελία ποιήματος, μας βάζει σε μια μυθοπλασία για να αποκτήσει μια μυθοπλαστική ροή η οποία θα διακοπεί όταν η ταινία τελειώσει και δώσει το παράγγελμα ο Πουλικάκος, κάνοντας με το χέρι του τη χαρακτηριστική κίνηση του cut.
Η δεύτερη ταινία ήταν «Ο γιος του φύλακα», του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου. Πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του, έρχεται με τρεις ταινίες μικρού μήκους, απόλυτα πετυχημένες, ανάμεσα στις οποίες και ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για τον Αχελώο. Εδώ έχουμε μια περιπέτεια στα ελληνικά βουνά, στην Ήπειρο, η δεύτερη ταινία φέτος για αυτό το μέρος της Ελλάδας. Ένας δημοσιογράφος θα κάνει μια φάρσα, αλλά θα πάρει κάποιος το πιστόλι που έχει κρύψει. Δυστυχώς για αυτόν, αυτό το όπλο είναι του πατέρα του, ανήκει στην Αστυνομία και αυτός έχει μπλέξει για τα καλά. Βρίσκει τα ίχνη του κλέφτη, θα πρέπει όμως να κάνει ένα ταξίδι στο χωριό της μάνας του για το βρει. Εκεί θα συναντήσει το ένα πρόβλημα μετά το άλλο, όλα αυτά τα προβλήματα εστιάζονται στο πρόσωπο του γιου του φύλακα του χωριού. Μια αντιπαλότητα θα δημιουργηθεί ανάμεσα στους δύο νέους που θα έχει τραγικά αποτελέσματα. Δυστυχώς το σενάριο δεν είναι τόσο δεμένο όπως στις προηγούμενες του Κουτσιαμπασάκου, πολύ γρήγορα εξαντλείται και ελάχιστο ενδιαφέρον απομένει για το τέλος. Πολύ καλό το μοντάζ και η φωτογραφία, σώζουν τελικά την ταινία.
Στην ταινία «Ροζ», του Αλέξανδρου Βούλγαρη, βρήκαμε μια έκπληξη. Είναι αλήθεια ότι πήγαμε να δούμε την ταινία με αρνητική διάθεση διότι η μικρού μήκους ταινίας του, «Καλή τάπα καρφίτσα», όπως και η πρώτη μεγάλου μήκους του, «Κλαις;», δε μας άρεσαν. Είχαμε δει κάποια διάθεση πειραματισμού αλλά δεν οδηγούσε πουθενά. Σε αυτή την ταινία ο Βούλγαρης ακολουθεί ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο από τον πατέρα του, Παντελή Βούλγαρη, κάνει μια σχεδόν ισοτονική αφήγηση, χωρίς εξάρσεις και εναλλαγές. Κρατά όμως το ενδιαφέρον του θεατή διότι κάτω από αυτή την αφήγηση κρύβονται σοβαρά μηνύματα, που ενδιαφέρουν όλους, Έλληνες και ξένους. Ένας έρωτας μεταξύ μιας εφήβου και του πρωταγωνιστή, που μένει σε πλατωνικό επίπεδο, η απομόνωση του κεντρικού προσώπου, μας βάζουν σε μια διάθεση, σε αυτή της πόλης που καταπίνει τους ανθρώπους της. Στο τέλος υπάρχει η έξαρση και η κάθαρση, αλλά, πάλι, με πολύ ήπιο τρόπο. Ένας τρόπος αφήγησης που δύσκολα συναντούμε στην Ελλάδα, εκτός όμως της χώρας μας χάνει την πρωτοτυπία της.
Οι ξένες ταινίες
Με την ταινία «Ανάκτηση» («Retrivial»), του Slawomir Fabicki, ξεκίνησε η προβολή των ξένων ταινιών. Σε αυτή την πολωνική παραγωγή είδαμε μια κλασική, αμερικάνικη θα λέγαμε, αφήγηση, που δεν έχει πολλά να προσθέσει στην παγκόσμια σκηνή του κινηματογράφου. Η κίνηση της κάμερας ήταν πολύ καλή, σχεδόν κινιόταν σε υποκειμενικό πλάνο, το μοντάζ σχετικά γρήγορο, ακολουθούσε τους κανόνες για να δομήσει καλά τους χαρακτήρες. Όμως δεν υπήρχαν αυτά τα σημεία που θα δημιουργούσαν κάποιο ενδιαφέρον. Το σενάριο στο πρώτο δεκάλεπτο είχε τελειώσει και περιμέναμε το τυπικό τέλος που και αυτό δε μας εξέπληξε καθόλου.
Από τις Φιλιππίνες μας ήρθε η ταινία «Συλλέκτρια στοιχημάτων» («Kubrador, The bet collector»), του Jeffrey Jeturian. Έχουμε μια ρεαλιστική αφήγηση, η οποία μας θύμισε πολύ τον ιταλικό νεορεαλισμό, ένα πολύ καλό θέμα, τη φτώχεια σε αυτή τη χώρα και τους πλάγιους τρόπους να βγάλει κανείς λεφτά, ακόμα και οι άνθρωποι της Αστυνομίας. Πέρα όμως από την καταγγελία, δεν είχαμε τίποτε άλλο. Το μοντάζ δε βοηθούσε για να αρθρώσει η ταινία το λόγο της.
Αντίθετα η ταινία του Pavel Lounguine, «Το νησί» («The island»), μας θύμισε πολύ τον παλιό ρώσικο κινηματογράφο. Έχουμε έναν παράξενο άνθρωπο ο οποίος πληρώνει κάποια λάθη από το παρελθόν. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε, μετά από πίεση, σκοτώσει τον καπετάνιο του πλοίου στο οποίο υπηρετούσε. Τώρα ζει και υπηρετεί σε ένα μοναστήρι, απομονωμένος από τον κόσμο. Έχει τη φήμη του πνευματικού ανθρώπου, αλλά αυτός πιστεύει ότι είναι ένα τίποτε. Η ταινία, γεμάτη πνευματισμό, μας δίνει όλη τη διάσταση του θέματος. Το μοντάζ πολύ αργό, περιγράφει και αναλύει τις κοινωνικές και τις ψυχολογικές καταστάσεις, τα πλάνα εναλλάσσονται από κοντινά σε γενικά και το αδιόρατο τράβελινγκ μας ταξιδεύει στο πολύ όμορφο τοπίο της βόρειας Ρωσίας. Πολύ όμορφη ταινία, κρατά καλά από τη ρώσικη παράδοση και ειδικά από τον κινηματογράφο του Ταρκόφσκι και του Παρατζάνοφ.
Από τη Γαλλία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, η ταινία «Ταρίχευση» («Taxidermia»), του Gyorgy Palfi, κάνει μια ιστορική αναφορά σε αυτή τη χώρα παίρνοντας σαν παραδείγματα τον παππού, τον πατέρα και το γιο. Αυτά τα τρία πρόσωπα και οι σχέσεις που συνάπτουν με διάφορους ανθρώπους, είναι μια καλή ευκαιρία να δούμε την ιστορία της Ουγγαρίας από το 1940 μέχρι σήμερα. Με πολύ όμορφο τρόπο ταξιδεύουμε από εποχή σε εποχή, χωρίς να σταματήσει η αφήγηση, αλλά με κλιμακούμενη εναλλαγή των πλάνων. Βέβαια, σε κάποια σημεία η ταινία προκαλεί, φτάνει στα όρια του γκροτέσκο, όμως αυτός ο χαρακτήρας ταιριάζει απόλυτα στο παράλογο της Ουγγαρίας, στην πρόσφατη ιστορία της.
Τέσσερις μέρες μείνανε ακόμα και το Φεστιβάλ τελειώνει. Έχουμε να δούμε αρκετές ταινίες και να γράψουμε αρκετά πράγματα. Δεν έχουμε δει ακόμα όλες τις ελληνικές ταινίες ούτε τις ξένες.
Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2006 Γιάννης Φραγκούλης