47o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ανταποκρίσεις του Γιάννη Φραγκούλη
«ΣΤΑ ΟΡΙΑ» ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Σε δύο μέρες τελειώνει το Φεστιβάλ, και σχεδόν όλες οι ελληνικές ταινίες έχουν προβληθεί μέχρι σήμερα. Το πρόγραμμα, βέβαια, θα συνεχιστεί μέχρι τη Δευτέρα που θα επαναληφθούν οι προβολές των ελληνικών ταινιών για όσους δεν πρόλαβαν να τις δουν κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Το ξένο πρόγραμμα συνεχίζει με ταινίες που έχουν κάποιο ενδιαφέρον. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η φετινή και η περσινή χρονιά δε μας δίνουν καλές ταινίες σε παγκόσμιο επίπεδο, άρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δε θα περιμέναμε να βρούμε τα αριστουργήματα. Θα μείνουμε ικανοποιημένοι με κάποιες μετριότητες.
Οι ελληνικές ταινίες
Πρώτη και καλύτερη, η ταινία «Πεθαίνοντας στην Αθήνα», του Νίκου Παναγιωτόπουλου, προβλήθηκε πολύ νωρίς σήμερα. Ο Παναγιωτόπουλος ξεκίνησε από «Τα χρώματα της ίριδος» (1974), για να συνεχίσει με θρυλική «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» (1978). Μέχρι το 1988 συνέχιζε να κάνει ταινίες που ήταν ένας καλός κινηματογράφος. Η ποιότητα του κινηματογράφου του έπεσε από την ταινία «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» (1993), πιο πολύ με τον «Εργένη» (1997), ενώ από το 1999 και έπειτα έβαλε ένα στοίχημα να γυρίζει μια ταινία κάθε χρόνο. Δεν το τήρησε, θα ήταν κάτι το ακατόρθωτο στην Ελλάδα, τη χώρα όπου δύσκολα γυρνάς ταινίες, όμως κάθε δύο χρόνια έχουμε και μια ταινία δικιά του. Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος είναι θέμα έμπνευσης και όχι τήρησης των υποσχέσεων που κάποιος έχει δώσει. Η τελευταία του ταινία είναι ένα μιούζικαλ, μια σπάνια περίπτωση μιούζικαλ με λυπητερό θέμα. Πολύ γρήγορα το σενάριο εξαντλεί το ενδιαφέρον του, οι χαρακτήρες του είναι καρικατούρες και η ταινία μένει μετέωρη ανάμεσα στο σοβαρό και στο αστείο.
Θα αναφέρουμε, στη συνέχεια, ένα ντοκιμαντέρ, τους «Ικέτες», του Σταύρου Ιωάννου. Εδώ έχουμε μια αναφορά σε μια ομάδα λαθρομεταναστών που βρέθηκαν στην Εύβοια και έμεναν σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, όπου τους έβαλαν οι αρχές. Ο σκηνοθέτης κάνει ένα ντοκιμαντέρ, μια απλή καταγραφή των γεγονότων. Δεν μπαίνει μέσα στο γεγονός για να κάνει μια μετωνυμία αυτού του γεγονότος, δηλαδή μια μετάφραση της πραγματικότητας, μέσα από το ιδεολογικό φίλτρο του. Εδώ δεν έχουμε παρά μια ελάχιστη δραματουργία, όσο χρειάζεται για να συμβολοποιήσει την απόβαση των λαθρομεταναστών που δεν μπορούσε να την έχει σαν ντοκουμέντο. Απέχει, κατά συνέπεια, πολύ για την ονομάσουμε ταινία-ντοκιμαντέρ. Θα κρατήσουμε το «Έστι ουν τραγωδία» (1994), από τη φιλμογραφία του.
Ο Σάββας Καρύδας έρχεται στο Φεστιβάλ με την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, «Στα όρια», μετά από τις ταινίες μικρού μήκους. Εδώ κάνει μια ταινία δρόμου, με κύριο άξονα έναν ταξιτζή. Αυτός ακούει τις ιστορίες που οι άλλοι λένε, ζει μέσα σε ένα ψέμα. Σε κάποια σημεία της ταινίας υπάρχουν οι νύξεις ότι θα υπάρξει η σεναριακή αλλαγή και θα προσπαθήσει να βγει από αυτό το ψέμα, κάτι που έγινε προς το τέλος. Η γυναίκα που παίρνει με το ταξί του μπορεί να είναι και μια φαντασίωσή του, ο έρωτας που έζησε μαζί της, να είναι η ερωτική του επιθυμία που ήθελε να εκφρασθεί με κάτι διαφορετικό και όχι με κάτι συνηθισμένο, όπως με τη συνάδελφό και συγχωριανή του. Κάποια στιγμή θα αποφασίσει να ζήσει τη ζωή του και να ζήσει τη δική του ιστορία.
Η ταινία της Κατερίνας Ευαγγελάκου, «Ώρες κοινής ησυχίας» έρχεται σα μια παρανυχίδα στην καριέρα της συμπαθητικής σκηνοθέτιδας. Μετά από την ταινία «Θα το μετανιώσεις» (2002), η Ευαγγελάκου έρχεται με μια δουλειά που προσπαθεί να σατιρίσει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Όμως δε θα καταφέρει να δομήσει καλά τη σάτιρά της, θα πέσει στην παγίδα του γκροτέσκο, όπου η τραγωδία γίνεται κωμωδία και η κωμωδία μια γελοία παράσταση. Φαντάζομαι ότι θα είχε στο μυαλό της κάποιες γαλλικές ή αμερικάνικες παραγωγές, αλλά δεν κατάφερε να κάνει κάτι παρόμοιο. Η ταινία δεν πείθει παρά μόνο για τις καλές της προθέσεις.
Οι ξένες ταινίες
Πολύ καλή εντύπωση μας έκανε η ταινία του Kim Tae-yong, «Οικογενειακοί δεσμοί» («Family ties»), Νότια Κορέα. Ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος δεν ήθελε να περιγράψει την ιστορία κάποιων ανθρώπων, αλλά τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτά τα άτομα. Έτσι βλέπουμε πρόσωπα που δύσκολα τα αναγνωρίζουμε, το σενάριο δε μας διευκολύνει να κάνουμε αυτές τις διακρίσεις, και μένει στη σκιαγράφηση αυτών των χαρακτήρων. Με αυτό τον τρόπο έχουμε μια εικόνα της κοινωνίας, περισσότερο, παρά μια εικόνα των ατόμων ξεχωριστά. Πολύ καλή η σκηνοθεσία, με το μοντάζ αρθρώνει το λόγο του και κάνει μια σφιχτή ταινία, γεμάτη περιεχόμενο. Νομίζω ότι ήταν η καλύτερη ταινία του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος.
Αντίθετα η ταινία «Κάθε Παρασκευή απόγευμα» («On a Friday afternoon»), Ιράν, της Mona Zandi Xaghighi θα μπορούσε κάποιος να τη χαρακτηρίσει σα μια τυπική ιρανική ταινία. Αργοί ρυθμοί, απόλυτος ρεαλισμός, εδώ όμως δεν έχουμε την ποίηση να εισχωρεί και να μπολιάζει το ρεαλισμό οδηγώντας τον προς τον ποιητικό ρεαλισμό. Δε θα τη ξεχωρίζαμε για να τη βάλουμε μαζί με τις ταινίες του Μαχμαλμπάφ ή του Κιαροστάμι.
Θα τελειώσουμε με την ταινία του Kojtim Cashku, «Μαγικό μάτι» («Magic eye»), παραγωγή Αλβανίας και Γερμανίας. Έχουμε τον αλβανικό κινηματογράφο στις καλές στιγμές του. Έχουμε δει εδώ το «Τίρανα έτος 0», η οποία είχε πάρει πριν μερικά χρόνια και το Χρυσό Αλέξανδρο, τώρα έχουμε αυτή την ταινία στην οποία υπάρχει μια απογοήτευση για αυτή τη χώρα. Η χρονιά με τις πυραμίδες και η πτώση της κυβέρνησης Μπερίσα φαίνεται ότι έχει σημαδέψει για τα καλά τη συνείδηση και την ιστορική μνήμη των Αλβανών. Και πως θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, όταν έγινε ολόκληρη εξέγερση, κόντεψε να γίνει εμφύλιος πόλεμος, σκοτώθηκαν άδικα πολλοί άνθρωποι; Εδώ ο κινηματογράφος μπαίνει μέσα στον ίδιο τον κινηματογράφο, δείχνοντας ταινίες καλλιτεχνικές, βωβές, που προβάλλει κάποιος ερασιτέχνης κινηματογραφιστής στην παρέα του. Αυτός θα κινηματογραφήσει τυχαία το σκηνοθετημένο θάνατο ενός γέροντα από ένα ρεπόρτερ της τηλεόρασης. Αυτοί οι δύο θα βρεθούν να συνταξιδεύουν και να κινδυνεύει ο ένας από τον άλλο. Πολύ όμορφη σάτιρα της μαζικής επικοινωνίας και πως μπορεί να παρακινήσει ταραχές εκεί όπου ενδεχομένως να μην υπάρχουν.
Θα συνεχίσουμε για δύο μέρες ακόμα τις ανταποκρίσεις μας από τη Θεσσαλονίκη, μέχρι την τελετή λήξης των βραβείων του Φεστιβάλ. Μετά από τη λήξη του θα ασχοληθούμε με τα αφιερώματα και τις παράλληλες εκδηλώσεις που έγιναν όλο αυτό το διάστημα εδώ.
Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2006 Γιάννης Φραγκούλης