47o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ανταποκρίσεις του Γιάννη Φραγκούλη
Ο ΕΝΤΟΥΑΡΤ ΕΣΩΣΕ
ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Τελευταία μέρα του Φεστιβάλ και όλοι περιμένουν με αγωνία τη βραδιά που θα ανακοινωθούν τα βραβεία του διαγωνιστικού τμήματος, μαζί με αυτά κάποιων Σωματείων, όπως της Πενελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) και της Ένωσης Τεχνικών Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (Ε.Τ.Ε.Κ.Τ.-Ο.Τ.). Οι ελληνικές ταινίες δε διαγωνίζονται στο Φεστιβάλ, μια επιτροπή απο 50 μέλη επιλέγει αυτές τις ταινίες στις οποίες θα δώσει τα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας, τα οποία θα δωθούν μια μέρα μετά τη λήξη του Φεστιβάλ, στο Μέγαρο Μουσικής, στη Θεσσαλονίκη. Τώρα γιατί ο προσδιορισμός «Ποιότητας» υπάρχει στην ονομασία αυτών των βραβείων, αυτό δεν το ξέρω. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ήταν βραβεία κακογουστιάς; Τα μόνα τέτοια βραβεία που ξέρουμε είναι τα Βατόμουρα τα οποία δίνονται στο Χόλιγουντ. Ας μπούμε όμως στο θέμα μας.
Οι ελληνικές ταινίες
Το Σάββατο προβλήθηκαν οι ελληνικές ταινίες, όπως πάντα, στο Ολύμπιον. Οι προβολές άρχισαν με την ταινία του Γιάννη Ξανθόπουλου, «Πέντε λεπτά ακόμα». Ο σκηνοθέτης ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα το 1980 με τη μικρού μήκους ταινία «Απαγορεύεται», έκανε ακόμα τρεις ταινίες μικρού μήκους, η τελευταία το 1993 («Ο σκύλος»), κατόπιν ασχολήθηκε με την τηλεόραση. Αυτή η ταινία είναι πρώτη του μεγάλου μήκους. Το εκπληκτικό είναι ότι πέτυχε ήδη, το λίγο καιρό που έχει βγει στις αίθουσες, να κόψει αρκετά εισιτήρια. Πρόκειται για μια ελαφριά κωμωδία, μια φρέσκια ματιά, χωρίς όμως να περιμένει κανείς από αυτή πολλά.
Ένα ντοκιμαντέρ του Κίμωνα Τσακίρη, «Sugartown-οι γαμπροί», ήταν, στην κυριολεξία, μια δυσάρεστη έκλπηξη. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, μετά από τρεις μικρού μήκους, εκ των οποίων η «Ο ξένος (όνειρο ή πραγματικότητα;)» μου άρεσε πολύ. Θα περίμενα μια ταινία από τον Τσακίρη που να συνδυάζει τη φαντασία και την πραγματικότητα, κάνοντας τελικά μια ταινία μυθοπλασίας η οποία θα είχε για βάση της το ντοκουμέντο, με δεδομένο ότι έχει αυτές τις ικανότητες. Αντί αυτού είχαμε ουσιαστικά ένα ρεπορτάζ, με κάποια στοιχεία χιούμορ, καθαρά ένα τηλεοπτικό προϊόν.
Χιούμορ είχε και η ταινία «Ένας ήρωας... στη Ρώμη», του Πάνου Αγγελόπουλου. Ουσιαστικά είναι η δεύτερη ταινία του, η πρώτη ήταν το «Made in Greece», μια ταινία όπου έπαιζε ο Χάρι Κλυν. Αν αυτή η ταινία είχε περίεργο χιούμορ, τότε αυτή εδώ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άνετα cult, αν και δεν έχει την ποιότητα των cult ταινιών που έχουμε δει κατά καιρούς στον κινηματογράφο. Αμφιβάλω πολύ αν αυτό το παράξενο χιούμορ και οι περίεργες καταστάσεις ήταν σχεδιασμένες από το σκηνοθέτη για να γίνουν έτσι. Εκτός των άλλων, συμβαίνουν απίστευτα πράγματα που είναι σοβαρά σεναριακά λάθη. Μια κακή ταινία που δε θα μας απασχολήσει περισσότερο.
Θα τελειώσουμε την αναφορά μας στις ελληνικές ταινίες του Φεστιβάλ με αυτή της Αγγελικής Αντωνίου, «Eduart». Είναι η ένατη ταινία της σκηνοθέτιδας, η οποία ξεκίνησε από το 1987 να κάνει ταινίες με τη μικρού μήκους «Περσεφόνη». Εδω στη Θεσσαλονίκη τη γνωρίσαμε με τη «Δονούσα» (1992) και με τις «Χαμένες νύχτες» (1997). Φέτος είρθε με αυτή την ταινία και έκανε την έκπληξη. Πριν να αναφερθούμε στην ταινία, θα πρέπει να πούμε δύο λόγια για το περίφημο θέμα της ελληνικότητας. Με δύο λόγια υπάρχει ένα πρόβλημα για τις ταινίες να χαρακτηριστούν ή να μη χαρακτηριστούν ελληνικές. Αν δε χαρακτηριστούν ως ελληνικές, τότε δεν μπορούν να διαγωνιστούν για τα Κρατικά Βραβεία. Σε αυτό το θέμα θα αναφερθούμε σε άλλο κείμενό μας, στην αποτίμηση του Φεστιβάλ. Αυτή η ταινία παρέβαινε όλους τους κανόνες για να χαρακτηριστεί ελληνική. Έγιναν κάποια δημοσιεύματα σε εφημερίδες και παράνομα μπήκε στα Κρατικά Βραβεία. Εγώ αδυνατώ να καταλάβω αυτή τη νομοθεσία περί ελληνικότητας, είμαι πεισμένος ότι με αυτό τον τρόπο κόβεται ο δρόμος σε αξιόλογες δουλειές για να πετύχουν μια αναγνώριση στην Ελλάδα. Αυτή ακριβώς ήταν η περίπτωση της ταινίας της Αντωνίου.
Η ταινία διαδραματίζεται στην Ελλάδα και στην Αλβανία. Ο Έντουαρτ είναι Αλβανός, έχει έρθει παράνομα στη χώρα μας, κλέβει για να ζήσει. Άστεγος, άνεργος και χωρίς λεφτά θα πάει σε ένα φίλο του, επίσης Αλβανό, για να του ζητήσει βοήθεια. Εν τω μεταξύ, αυτός ο φίλος του έχει γνωρίσει στον Έντουαρτ έναν πλούσιο δικηγόρο ο οποίος είναι ομοφυλόφιλος. Θα πάνε μαζί στο διαμέρισμά του και εκεί, αφού προσπαθήσει να τον κλέψει, τελικά θα το σκοτώσει. Τον πιάνουνε και θα πάει πίσω στην Αλβανία, μαζί με άλλους λαθρομετανάστες. Εκεί θα τον πιάσουν για μια κλοπή που έκανε πριν να φύγει, θα καταδικαστεί πέντε χρόνια στη φυλακή. Η φυλακή για αυτόν θα είναι ένα μεγάλο σχολείο. Θα μάθει την άσχημη πλευρά της ζωής αλλά και να σέβεται το συνάνθρωπό του. Στο πρόσωπο ενός ισοβίτη γιατρού από τη Γερμανία, θα βρει ένα μέντορα. Όταν θα ανοίξουν οι φυλακές, από τους στασιαστές οι οποίοι είχαν εναντιωθεί στο καθεστώς Μπερίσα, θα φύγει και τελικά θα πάει πίσω στην Ελλάδα, αφού αφήσει στην Αλβανία το γιατρό ο οποίος έχει τραυματιστεί σοβαρά και έχει πεθάνει. Εκεί θα παραδοθεί στις αρχές και θα καταδικαστεί.
Η Αντωνίου κινηματογραφεί πολύ καλά αυτή την ιστορία. Το μοντάζ είναι πάρα πολύ καλό, αργό εκεί που πρέπει να δομήσει τους χαρακτήρες, γρήγορο όπου πρέπει να δώσει ρυθμό για να αρθρωθεί ο κινηματογραφικός λόγος. Πάρα πολύ καλή φωτογραφία, αναδεικνύει τα θέματα έτσι όπως πρέπει για να φτιάξει μια ατμόσφαιρα, πολύ χρήσιμη στις σκηνές της φυλακής. Η ταινία είναι συμπαραγωγή Ελλάδας και Γερμανίας, στέκεται άνετα σε μια παγκόσμια διανομή. Μια πολύ καλή δουλειά που αντιπροσωπεύει τη χώρα μας και κοσμεί τον ελληνικό κινηματογράφο. Ελπίζουμε να βραβευτεί στα Κρατικά Βραβεία.
Οι ξένες ταινίες
Θα αναφερθούμε σε μια μόνο ταινία, αυτή του Rabah Ameur-Zaimeche, «Πίσω στην πατρίδα» («Bled number one»). Εδώ έχουμε την ιστορία όπως την καταγράφει το βλέμα ενός Αλγερινού ο ο οποίος θα απελαθεί στη χώρα καταγωγής του από τη Γαλλία, αφού βγει από τη φυλακή, όπου ζούσε. Εκεί θα γίνει μάρτυρας των πολύ μεγάλων αλλαγών που θα γίνουν στην Αλγερία, σε μια χώρα που κινείται ανάμεσα στον εκμοντερνισμό και στην παράδοση. Ο φακός καταγράφει την πραγματικότητα, έτσι όπως θα τη δει και ένας προσεχτικός παρατηρητής, με πολύ αργούς ρυθμούς, πολλές φορές αδικαιολόγητα. Είναι μια πολιτική καταγγελία, αλλά, σε καλλιτεχνικό επίπεδο, δεν μπορεί να ολοκληρώσει με επιτυχία την αφήγησή της.
Θα αναφερθούμε, στο επόμενο σημείωμά μας, στην τελετή λήξης και στην τελευταία ανταπόκρισή μας από τη Θεσσαλονίκη θα γράψουμε για τα Κρατικά Βραβεία. Δε θα σταματήσουν όμως εδώ οι αναφορές σε αυτό Φεστιβάλ. Έχουμε τα αφιερώματα, τις τιμητικές προβολές, τα διάφορα τμήματα, στα οποία έπαιξαν σημαντικές ταινίες και στα οποία δεν αναφερθήκαμε καθόλου, λόγω έλλειψης χρόνου. Όλα αυτά όμως στην Αθήνα, την ερχόμενη εβδομάδα, θα ολοκληρώσουμε την αναφορά μας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, δίνοντας έτσι μια πολύ πλήρη εικόνα του.
Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2006 Γιάννης Φραγκούλης