48o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΚΟΡΙΤΣΑ
Η Τρίτη ξεκίνησε καλά. Υπήρχαν βέβαια τα οργανωτικά προβλήματα, για τα οποία θα μιλήσουμε αναλυτικά στο τέλος, στην ανασκόπηση του Φεστιβάλ, οι ταινίες όμως μας αποζημίωσαν.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Η καινούργια ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα, «Παρέες», ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για εμάς. Μια ταινία που μας φέρνει πίσω στο «Απ’το χιόνι», όταν, μαζί με το «Λευτέρη Δημακόπουλο», του Χούρσογλου, έκαναν μια μεγάλη στροφή προς τον ποιοτικό ελληνικό κινηματογράφο. Εδώ έχουμε μια παρέα, δύο ζευγάρια και το μικρό παιδί ενός από αυτά. Ένα πτώμα βρίσκεται ξαφνικάστην αυλή τους, ένα πρωί, στο σπίτι ενός φίλου, στο Πήλιο, όπου έκαναν πασχαλινές διακοπές. Η αστυνομία ερευνά το θέμα, αρχίζουν οι κόντρες μεταξύ τους και με τους κατοίκους του χωριού, αποκαλύπτεται ο παράνομος έρωτας του άντρα με τη γυναίκα του άλλου ζευγαριού, όπως και ένα παιδί, που θα προκύψει από αυτόν. Ο Γκορίτσας ηθογραφεί πολύ καλά, με λεπτομέρειες χωρίς να κουράζει το θεατή, περιγράφει το κοινωνικό περιβάλλον και αφήνει να εννοηθεί το αστικό περιβάλλον από το οποίο ξεκίνησαν. Ο Λίτσης, ο Μουρίκης και ο Μιχαηλίδης είναι πολύ καλοί, αποδίδουν με ακρίβεια το ρόλο τους. Έχουμε μια ταινία που λίγο έλειψε να αναγνωρίσουμε σε αυτή ένα νέο ξεκίνημα του ελληνικού κινηματογράφου, αν δεν υπήρχαν κάποιες σεναριακές ανακρίβειες. Η κυριώτερη από αυτές είναι για το νεκρό: σκοτώθηκε από τροχαίο ή από πυροβολισμό; Άλλο αναφέρεται στην αρχή της ταινίας και άλλο στο τέλος της. Πάντως μια δουλειά που θα την κρατήσουμε στα υπόψη μας.
Στην ταινία του Βασίλη Δούβλη, «Η επιστροφή», είδαμε την μικρού μήκους που είχε κάνει πριν δύο χρόνια. Το θέμα πάλι κάποιος που φεύγει μετανάστης στο εξωτερικό και επανέρχεται πίσω στην πατρίδα, μετά από πολλά χρόνια. Θα αντιμετωπίσει προβλήματα, είναι ουσιαστικά ξένος, ξανά, στο τόπο που το γέννησε. Ο Δούβλης δεν μπαίνει βαθιά στο θέμα, περιγράφει, δεν ηθογραφεί, χειρίζεται καλά την κάμερα του, έχει, όμως, κάποια προβλήματα στο μοντάζ, δεν υπάρχει ο ρυθμός που θα αρθρώσει αποτελεσματικά τον κινηματογραφικό του λόγο. Ο Δημήτρης Κιτσικούδης, στο «Πολύ μιλάς... πολύ κλαις», κάνει ένα αρκετά καλό ντοκιμαντέρ για τους Πομάκους. Δείχνει το πραγματικό πρόβλημα, ότι, δηλαδή, αυτό το κομμάτι του ελληνικού λαού ήταν πάντα κυνηγημένο: από τους Τούρκους, από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, ακόμη και από τις αντιστασιακές οργανώσεις, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, απόκτησε πριν λίγα χρόνια τις στοιχειώδεις ελευθερίες που θέλει κάθε άνθρωπος. Με κινημτογραφικές αρετές, ξεφευγει από τα τηλεοπτικά πρότυπα, μας δείχνει, και αυτό, τη διαφορά μεταξύ του κινηματογραφικού και του τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ, όπως επίσης ότι αυτό ανήκει στον κινηματογράφο και όχι στο περιθώριό του.
Η δουλειά της Όλγας Μαλέα, «Πρώτη φορά νονός, σε σενάριο του Αντρέα Παπανδρέου (του νεότερου), δεν μπόρεσε να μας πείσει ότι είναι μα κωμωδία αξιώσεων. Το σενάριο ελάχιστα δομημένο, πατάει σε κινούμενη άμμο και φεύγει μαζί με τις εικόνες για να μείνει ένα κενό τοπίο, δεν είδαμε σε αυτό τις πρώτες δουλειές της σκηνοθέτιδας που μας είπαν κάτι. Ακόμη μια απογοήτευση από την Κωνσταντίνα Βούλγαρη. Η ταινία της «Valse sentimentale» δεν είχε τίποτε από την ταινία της μικρού μήκους. Έμοιαζε πολύ με το «Κλαις;», του αδελφού της, Αλέξανδρου Βούλγαρη, ο οποίο έπαιζε σε αυτή την ταινία. Το πρόβλημα επικοινωνίας δύο νέων ανθρώπων, ένα πρόβλημα που θα γίνει μετά ερωτικό, μια αδυναμία να κάνουν έρωτα και να το ευχαριστηθούν, δε συνδέεται με κανένα στοιχείο κοινωνικό και ψυχολογικό που να είναι πρώτα δικό τους και μετά της κοινωνίας. Βλέπουμε δύο άτομα, σα να λέμε δύο παραδείγματα από την ελληνική κοινωνία, τα οποία είναι αποκομμένα από όλο το κοινωνικό σύνολο. Έτσι η ηθογραφία, που υπάρχει, δε μας οδηγεί πουθενά, δεν έχει κάποιο αναφερόμενο για να μπορέσει ο θεατής να πιάσει ένα νήμα της. Για αυτό το λόγο η ταινία μένει μετέωρη.
Η μεγάλη όμως απογοήτευση έρχεται από ένα παλιό κινηματογραφιστή, το Γιάννη Σμαραγδή. Μετά τον «Καβάφη» κάνει μια ταινία γιια τον συμπετριώτη του, το Θεοτοκόπουλο. Ο «El Greco» είναι μια μεγάλη παραγωγή, συμπαραγωγή με άλλες χώρες, πλούσια σε ακριβά σκηνικά και κοστούμια, όμως έλειπε κάτι. Είναι εύκολο να κάνεις μια βιογραφία ενός θρυλικού προσώπου. Δύσκολο είναι να μεταδώσεις αυτά τα στοιχεία που είναι ο πυρήνας της προσωπικότητάς του. Ο Θεοτοκόπουλος, πήγε ή δεν πήγε στη Βενετία, κάτι που δεν είναι ιστορικά εξακριβωμένο, δε ζωγράφιζε την ύλη, αλλά τη διαπερνούσε για να φτάσει στην ψυχή του ανθρώπου, να αποδώσει τον άνθρωπο σαν ψυχή και σα σώμα, έτσι αυτός που έβλεπε τον πίνακα έβρισκε στοιχεία από τον ίδιο τον εαυτό του, επικοινωνούσε πνευματικά και ένα κοινωνικό ρεμάλι γινόταν άγιος. Το ρεμάλι στην αντίληψη του Θεοτοκόπουλου δεν υπήρχε. Το περιθώριο της κοινωνίας είχε ενταχθεί με το κοινωνικό σύνολο. Έβλεπε στον άνθρωπο την αιτία του, αυτό που τον ώθησε να γίνει έτσι και αυτή ζωγράφιζε. Ο Σμαραγδής δεν μπόρεσε να αποδώσει αυτή την πεμπτουσία της ζωγραφικής του Θεοτοκόπουλου και έκανε μια βιογραφία σαν αυτές που θα διάβαζαμε σε ένα βιβλίο που δεν είναι εξειδικευμένο στη ζωγραφική. Οι ηθοποιίες ήταν επιφανειακές, με εξαίρεση αυτή του Σωτήρη Μουστάκα, η γλώσσα αγγλική, σε Έλληνες, Ιταλούς και Ισπανούς (!!), έλειπαν οι κομπάρσοι και οι μαθητές που θα έπρεπε να είχε ο Θεοτοκόπουλος σαν ένας δάσκαλος που ήταν στην Ισπανία.
ΟΙ ΞΕΝΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Θα ξεκινήσουμε με μια ρωσική ταινία, «Φορτίο 200» («Cargo 200»), του Alexey Balabanov. Είμαστε στη κομμουνιστική εποχή, υπάρχουν περισσότερες ελευθερίες, αλλά η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί. Οι αστυνομικοί με τους μαφιόζους είναι ένα, ο στρατός πολεμά στο Αφγανιστάν και έρχονται πίσω τα φέρετρα, με τον κωδικό «φορτίο 200». Οι ήρωες που αγωνίζονται για την ελευθερία των άλλων, σε έναν πόλεμο του παραλόγου, θάβονται όπως-όπως και πίσω τους η διακυβέρνηση είναι δουλειά της Μαφίας. Παρακολουθούμε τη φρικτή κατάσταση όπου όλα είναι λογικά, το χρήμα είναι το κριτήριο αν κάποιος αξίζει ή όχι, οι σφαίρες επιβάλουν τη δική τους λογική. Άψογη κινηματογράφηση, εκπληκτικό μοντάζ, δεν άφησε ούτε ένα λεπτό να «πέσει» κάτω, η ταινία έγινε ένα ταμπλό της φρίκης σε μια σχετικά σύγχρονη Ρωσία.
Μια άλλη πολύ καλή ταινία μας ήρθε από την Ινδία, ο Shivajee Chandrabhushan κάνει την ταινία «Παγωνιά» («Frozen»). Παρακολουθεί μια οικογένεια Ινδών, πάνω στα Ιμαλάια, η μητέρα έχει πεθάνει και ο πατέρας, με τη βοήθεια μιας οικονόμου, μεγαλώνει το μικρό αγόρι και την έφηβη κόρη του, τη Λάσια. Τα δύσκολα αρχίζουν όταν μια μέρα έρχεται, απρόσκλητος, ο στρατός να στρατοπεδεύσει σε αυτή την περιοχή, χαλώντας την ησυχία των κατοίκων και ενοχλώντας την οικογένεια αυτή, πολύ περισσότερο τη Λάσια, η οποία είναι υπερβολικά άτακτη. Μετά από ένα χρόνο όλα θα είναι διαφορετικά. Η Λάσια θα έχει αναγκαστικά ενηλικιωθεί, ο σκηνοθέτης εντέχνως μας αφήνει μια αμφιβολία αν ο όντως υπήρξε ο αδελφός της και αν αυτός ήταν το alter ego της. Ο συλλογισμός της ταινίας φτάνει στις ρίζες της βουδιστικής φιλοσοφίας, η κινηματογράφηση είναι σε βιωματικό επίπεδο, και όλη η ταινία μιλά με το μεγαλύτερο σεβασμό για τον άνθρωπο που ζει σε αυτή την περιοχή.
Μια πολύ γλυκιά ταινία έχει έρθει από τη Μαλαισία, η Yasmin Ahmad φέρνει το «Μουχσίν» («Mukhsin»), μας μιλά με τον πιο τρυφερό τρόπο για ένα εφηβικό έρωτα, ο οποίος θα μείνει ανεκπλήρωτος. Όπως στο «Δέντρο που πληγώναμε», του Δήμου Αβδελιώδη, και στο «Σινεμά ο Παράδεισος», του Τζουζέπε Τορνατόρε, εδώ ένα αγόρι, ο Μοχσίν, ερωτεύεται την Ορκέντ, είναι μαζί για ένα καλοκαίρι και μετά χωρίζουν. Όλη η αφήγηση γίνεται σε επίπεδο ημερολογίου που προεκτείνεται στο σήμερα, στην κινηματογράφηση, λέγοντας ότι όλα αυτά είναι ένας μύθος κινηματογραφικός που θα μπορούσε να συνέβαινε στην πραγματική μας ζωή. Η ταινία του John Sayles, «Honeydripper», μας μιλά για το ρατσιστικό Νότο της Αμερικής, για το μπλουζ, σα μια μορφή αντίστασης, μια ματιά αριστερού που, για τους Ευρωπαίους, δεν είναι και τόσο εξτρεμιστική. Τα βλέπει όλα με μια διάθεση συμβιβασμού και όχι ανατροπής όπως έκανε ο μαύρος κινηματογράφος τη δεκαετία του 1960, στις ΗΠΑ, προκαλώντας ανατροπές και σε κοινωνικό επίπεδο.
ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ
Λίγο πιο πάνω, από τον Καναδά, μια ταινία του Stephane Lafleur, «Μια ταινία χωρίς όπλα» («Continental, un film sans fusil») θα μας μιλήσει για την καταπίεση του ανθρώπου, όπως και για τον εκμηδενισμό του, αφού το κοινωνικό σύστημα το βλέπει σα μονάδα. Η ηθική πτώση της καναδικής κοινωνίας φαίνεται σε όλα τα παραδείγματα, εξετάζεται σα διαφορετικές περιπτώσεις και όχι σαν καταστάσεις, για να μπει πιο βαθιά και να σκάψει την πληγή. Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό συμβαίνει στην ταινία του Joe Swanberg, «Η Χάνα ανεβαίνει σκαλιά» («Hannah takes the stairs»), από τις ΗΠΑ. Και εδώ έχουμε περιπτώσεις καταστάσεων που βρίσκονται σε κρίση, όμως δεν υπάρχει η σύνδεση του αιτίου και του αιτιατού. Φαίνεται ότι ο αμερικάνικος, εκτός κάποιων φωτεινών, και λίγων, εξαιρέσεων, δεν καταφέρνει να κάνει μια διαλεκτική ανάλυση για να φτιάξει έργα που θα αγγίζουν το υπαρξιακό ερώτημα του ανθρώπου.
Θα τελειώσουμε με μια ταινία του 1996, συμπαραγωγή Ρουμανίας και Γαλλίας, με τη δουλειά του Nae Caranfil, «Ταγκό στην άσφαλτο» («Asfalt tango»). Μια ομάδα γυναικών πρόκειται να πάνε στη Γαλλία για να δουλέψουν σαν καλλιτέχνιδες, σχετικά ελεύθερων ηθών. Η περιπέτειά τους ξεκινά από τη στιγμή που ο άντρας μιας από αυτές αποφασίζει να διεκδικήσει τη γυναίκα του. Γίνονται απίστευτα πράγματα, κωμικοτραγικές καταστάσεις, περιπέτειες στο κυνήγι του έρωτα. Με πολύ σφιχτό μοντάζ ο Caranfil φτιάχνει μια ηθογραφία. Κάθε σκηνή του είναι μια πινελιά ακριβείας στο ταμπλό των ηθών της Ρουμανίας στη μετά Τσαουσέσκου εποχή. Το σενάριο γεμάτο ανατροπές σε κρατά συνέχεια σε ένταση και φιλάει στο τέλος τη μεγάλη ανατροπή, στην ψυχολογία μιας από αυτές τις γυναίκες που ερωτεύεται τελικά αυτόν τον άντρα της φίλης της. Ελπιδοφόρο το μήνυμα της ταινίας, η αγάπη κερδίζει και επιβάλει τους δικούς της νόμους μπροστά σε αυτούς μιας παράλογης και άκριτης διεκδίκησης της «ευτυχίας», σε νέα μέρη.
Το Φεστιβάλ έχει αρχίσει να παίρνει την κατηφόρα, να βλέπει τη λήξη των εργασιών του, οι ταινίες προβάλλονται και ο κόσμος συνεχίζει να τρέχει από αίθουσα σε αίθουσα και να στριμώχνεται σε αυτές, σε ένα κυνήγι του χαμένου (κινηματογραφικού) θησαυρού.
Γιάννης Φραγκούλης
ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΚΟΡΙΤΣΑ