49o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
Συνεχίζουμε να βλέπουμε ταινίες και να παρατηρούμε τα όποια προβλήματα υπάρχουν για να σας τα αναφέρουμε, με την ελπίδα να δοθεί μια λύση σε αυτά. Το πιάνο στο Παύλος Ζάννας μεταφέρθηκε από δεξιά στα αριστερά, χωρίς να θέλουμε να πούμε ότι αυτό έγινε λόγω της δικής μας παρέμβασης, το πρόβλημα έχει μειωθεί, δεν έχει λυθεί. Ένα άλλο πιο σημαντικό πρόβλημα παρατηρήθηκε αυτές τις μέρες. Είμαστε δέκτες παραπόνων κατόχων της κάρτας cinephile, με την οποία, μέχρι πέρυσι, έπαιρνες εισιτήρια για 60 προβολές. Φέτος είναι για μόνο τρεις ταινίες κάθε μέρα. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν οι κάτοχοί της να δουν 30 ταινίες το περισσότερο, κατά συνέπεια, αυξήθηκε η τιμή της 100% από πέρυσι. Επιπλέον, μέχρι πέρυσι οι κάτοχοι της είχαν έκπτωση στις εκδόσεις του Φεστιβάλ, φέτος αυτή η έκπτωση είναι πολύ μικρότερη, σα να μη θέλει το Φεστιβάλ να αγοράζουν περισσότεροι τα βιβλία του. Αλλαγή πολιτικής ή εισπρακτική λογική που πάει να καλύψει τα έξοδα του Φεστιβάλ με έναν πρόχειρα σχεδιασμένο τρόπο;
Παρόλα αυτά, το ψαράκι της παραλίας, αν μπορούσε να περιηγηθεί στο χώρο, θα έβρισκε τις μικρές πυραμίδες, ένα εικαστικό ινσταλέισιον, δίπλα από την είσοδο του λιμανιού, που δίνει μια χάρη, αλλά και λειτουργικότητα, αφού μία από αυτές, η οποία είναι η πιο μεγάλη, χρησιμοποιείται για περίπτερο πληροφοριών. Ανάλογο βιομηχανικό υλικό υπάρχει στους χώρους μπροστά από τις αίθουσες του λιμανιού, μικρά παγκάκια από πλεξιγκλάς, όμορφα όπου μπορούν να καθίσουν όσοι έχουν κουραστεί.
ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ
Η ταινία της Celina Murga, “Μια εβδομάδα μόνοι” (“Una semana solos”), μας μεταφέρει τους φόβους και τις ανησυχίες των παιδιών όταν θα γνωρίσουν, επιτέλους τον εφηβικό έρωτα. Η αφήγησή της είναι πολύ αργή, εκεί όπου δομεί τους χαρακτήρες της, όμως αυτός ο ρυθμός συνεχίζεται και εκεί που δε χρειάζεται. Έτσι η ταινία κουράζει τους θεατές και διώχνει το ενδιαφέρον από πράγματα που είναι πιο σημαντικά, όπως οι διαπροσωπικές σχέσεις και αυτά που τα επηρεάζουν στο περίγυρό τους.
Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στην ταινία του Lisandro Alonso, “Liverpool”. Εδώ έχουμε ένα συνεχή αργό ρυθμό διότι ο σκηνοθέτης ηθογραφεί τόσο στον κεντρικό πρόσωπό του όσο και στο κοινωνικό σύνολο, στο οποίο αναφέρεται. Από την αρχή της ταινίας μέχρι το τέλος έχουμε μια περιγραφή στα ήθη, στις συμπεριφορές και το σενάριο μας δίνει χρόνο να σκεφτούμε για αυτά. Εδώ υπάρχει η ανάγκη να βρούμε τα διακριτά σημεία και τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτά. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να αναγεννήσουμε την αργεντίνικη κοινωνία, σε όλη την έκτασή της. Στην κυριολεξία μέχρι το τέλος της αυτή η διαδικασία γίνεται και απαιτεί την προσοχή μας και την ερευνητική μας σκέψη.
Μια πολύ ευχάριστη έκπληξη ήταν η ταινία του Tomas Alfredson, “Άσε το κακό να μπει” (“Lat den ratte komma in”, “Let the right one in”). Μια κωμωδία που έχει να κάνει με βαμπίρ, εδώ όμως τα αποκρουστικά αυτά τέρατα είναι φίλοι του ανθρώπου που δέχεται να έρθει σε επαφή μαζί τους και τους δείχνει τη συμπάθειά του. Όμορφη ταινία που ξεκίνησε πριν 20 χρόνια περίπου να κινηματογραφείται. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης με πολύ χιούμορ μίλησε στους θεατές, πριν την προβολή της ταινίας, κράτησε δε ως αναμνηστικό μια φωτογραφία από το κοινό, το οποίο είχε γεμίσει την αίθουσα, αν και η προβολή ξεκίνησε ακριβώς τα μεσάνυχτα.
Η Νοτιοκορεάτικη ταινία, “Μια σκούπα γίνεται χρυσόψαρο” (“Bitjaru geumbungeo doeda”, “A broom becomes a goldfish”), του Kim Dong-joo, μας βάζει στην κακή πλευρά της νοτιοκορεάτικης κοινωνίας. Και εδώ έχουμε τους αργούς ρυθμούς που περιγράφουν άγνωστες σε εμάς πτυχές του περιθωρίου της Νότιας Κορέας, η φωτογραφία είναι πολύ καλή και μας βάζει μέσα στο πνεύμα του κακού και του καλού, όπως επίσης και στη μεταστροφή αυτού.
Η ΕΚΠΛΗΞΗ ΑΠΟ ΤΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
Έχοντας δει όλες τις ελληνικές ταινίες, οι οποίες έχουν προβληθεί στο Φεστιβάλ, μπορούμε να πούμε ότι το ντοκιμαντέρ, σαν κινηματογραφικό είδος, πήρε την “εκδίκησή” του. Ταινίες όπως “Ψυχραιμία”, του Νίκου Περάκη, που περιγράφουν μια νοσηρή κατάσταση, αλλά με ένα τρόπο εντελώς επιδερμικό, εδώ τα περίφημα Ζωνιανά, είναι μία από τις καλύτερες περιπτώσεις. Δυστυχώς, το “Μικρό έγκλημα”, του Χρίστου Γεωργίου, έχει φόντο τη Σαντορίνη και περιγράφει καταστάσεις κωμικοτραγικές. Αυτό όμως που καταφέρνει είναι να γελοιοποιεί είτε τον περιθωριακό τύπο, ο οποίος φαντασιώνεται ότι είναι ο Μαραντόνα, είτε τον μπάτσο, ο οποίος προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του και ζει μέσα σε ένα αδιάφορο κοινωνικό περιβάλλον, και να κριτικάρει, δίνοντάς του μια θέση ισχύος, τον προϊστάμενο της αστυνομίας, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για τίποτε. Έτσι η ταινία μπορεί να ιδωθεί μόνο σα μια ενδιαφέρουσα μπουρλέσκ κωμωδία, αλλά μέχρι εκεί.
Θα μείνουμε όμως σε δύο ντοκιμαντέρ που μας δίνουν την ευκαιρία να θίξουμε κάποια πράγματα που αναφέρονται στη θεωρία του κινηματογράφου, ειδικά στο χώρο του ντοκιμαντέρ, όπου αυτό νοείται σαν ένα κινηματογραφικό είδος.
Το πρώτο από αυτά είναι η ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, “Τη νύχτα που ο Πεσσόα συνάντησε τον Καβάφη”. Εδώ έχουμε πολλές ιστορικές ανακρίβειες. Ο Πεσσόα δε συνάντησε ποτέ τον Καβάφη. Πιθανόν ο λογιστής που πήγε στην Αμερική για να δουλέψει και γύρισε πίσω στην Αρκαδία, για να μείνει μόνιμα, σε προχωρημένη πλέον ηλικία, δεν ενδιαφέρεται να γίνει συγγραφέας. Όμως αυτός είναι το μόνο υπαρκτό πρόσωπο και το ενδιαφέρον του για τον Πεσσόα και τον Καβάφη είναι επίσης ένας γεγονός: αυτός είναι ο αφηγηματικός πυρήνας του ντοκιμαντέρ. Γύρω από αυτόν δομείται μια αφήγηση, η οποία είναι αυθαίρετη, όσο αυθαίρετη είναι η κάθε μυθοπλασία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η ταινία μπαίνει στο χώρο του κινηματογράφου και ριζώνει εκεί. Παίρνει όλα τα χαρακτηριστικά μιας καλής κινηματογραφικής ταινίας, είναι κινηματογράφος. Συναντά τον κινηματογράφο του Ρους, του Μαρκέρ, του Φλάερτι και του Ίβενς, για να αναφέρουμε μερικούς μόνο από αυτούς που έδωσαν μια νέα πνοή στο ντοκιμαντέρ, το ενέταξαν στον κινηματογράφο, του έδωσαν τη δραματοποίηση, κάνοντας το ένα όμορφο και γλαφυρό είδος αφήγησης. Και η ταινία του Χαραλαμπόπουλου είναι σαν αυτές: όμορφη, γοητευτική, άριστα δομημένη στην κινηματογραφική αφήγησή της. Της ευχόμαστε ένα καλό ταξίδι στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Το δεύτερο ντοκιμαντέρ υπηρετεί ένα πολύ δύσκολο είδος στον κινηματογράφο. Μιλάμε για το cinema verite ή kino ravda, όπως συνηθίζεται να λέγεται, όπως το έχουμε δει στις περισσότερες ταινίες του Τζίγκα Βερτόφ, ειδικά στον “Άνθρωπο με τη μηχανή”. Η προέκταση αυτού του κινηματογράφου είναι το direct cinema, όπως έχει ξεκινήσει με το Λικόκ. Εδώ ο Γεράσιμος Ρήγας, στην ταινία “Πάρβας, άγονη γραμμή”, κάνει καλύτερο κινηματογράφο από το Φρέντερικ Γουάιζμαν, πλησιάζοντας του αδελφούς Μέιζλες, οι οποίοι έκαναν direct cinema, κινηματογραφώντας τις συναυλίες γνωστών μουσικών συγκροτημάτων. Εδώ έχουμε τον Πάρβα. Είναι καφετζής και ζει στην Αμοργό. Η κάμερα παρακολουθεί τη ζωή του, όπως και αυτή των φίλων του. Ο σκηνοθέτης δεν επεμβαίνει κάνοντας ερωτήσεις (τουλάχιστον αυτό φάνηκε στην ταινία, δεν ξέρουμε τι έγινε σε επίπεδο προετοιμασίας παραγωγής). Όλοι συζητούν μεταξύ τους και ξεδιπλώνουν σε εμάς την πραγματικότητα. Οι μεσότιτλοι μας φέρνουν στην εποχή του βωβού κινηματογράφου, απαιτώντας από εμάς τη σιωπή μας και το σεβασμό μας στο υποκείμενο της έρευνας του σκηνοθέτη. Ο Πάρβας πεθαίνει και από τότε ξεκινά μια άλλη αφήγηση, πάντα στο ίδιο στιλ, που, αυτή τη φορά, μας βάζει μέσα στην περιγραφή της αμοργιανής καθαρά κοινωνίας. Μετά από όλα αυτά καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση ενός κατοίκου της Αμοργού, αλλά με την ίδια την Αμοργό. Η συγκίνηση έρχεται κατά κύματα, ο σκηνοθέτης δεν την εκβιάζει, είναι το αποτέλεσμα μιας πολύ καλής αφήγησης.
ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ
Και οι προβολές συνεχίζονται. Πάμε να βγάλουμε εισιτήρια, να δούμε τις υπόλοιπες ταινίες για να γράψουμε την αυριανή μέρα. Να σας προσκαλέσουμε να έρθετε και εσείς, να δείτε ταινίες και να νιώσετε την ίδια χαρά και ένταση όπως εμείς.
Γιάννης Φραγκούλης
49ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ