49o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΛΟΓΙΕΣ
Συνηθίζουμε στην εισαγωγή μας να αναφερόμαστε στα προβλήματα που αντιμετωπίζει το κοινό στο Φεστιβάλ. Καλό θα ήταν να αναφερθούμε και σε αυτά που δημιουργούν οι ίδιοι οι θεατές. Το στριμωξίδι για να μπει κανείς στην αίθουσα, ενώ έχει εξασφαλίσει εισιτήριο, μπορεί να είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Όπως και οι φωνές για να μπουν οι θεατές, πριν να εκκενωθεί η αίθουσα από τους προηγούμενους θεατές. Να βάλουμε σε αυτά και την αδιαφορία να δημιουργηθεί διάδρομος για να βγαίνουν οι θεατές της επόμενης ταινίας πιο γρήγορα, άρα να μπαίνουν αυτοί της επόμενης πιο γρήγορα; Τελικά η εικόνα που δίνουμε στους ξένους επισκέπτες είναι η χείριστη.
Αν, βέβαια, λάβουμε υπόψη μας ότι από φέτος τα εισιτήρια, μηδενικής τιμής ή όχι, έχουν και το νούμερο της θέσης, τότε σχηματίζουμε μια πιο καλή εικόνα για τη διοργάνωση του Φεστιβάλ, την οποία φροντίζουν οι ίδιοι οι θεατές να τη χαλούν, αφού προκαλούν σύγχυση στους υπαλλήλους με το να τους πιέζουν να κάνουν πιο γρήγορα τη δουλειά τους (με το στιλ: θέλω να μπω τώρα), τελικά να μην την κάνουν έτσι όπως είχε σχεδιαστεί από τη Διοίκηση του Φεστιβάλ. Για να μην έχουμε μόνο παράπονα από τους διοικούντες.
ΟΙ ΞΕΝΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Θα ήταν προτιμότερο να ξεκινήσουμε, αυτή τη φορά, με τις ξένες ταινίες. Όχι μόνο γιατί ήταν καλύτερες, αλλά γιατί παρουσίαζαν περισσότερο ενδιαφέρον και μας δίνουν αφορμή για να μιλήσουμε περισσότερο για την τέχνη του κινηματογράφου.
Να ξεκινήσουμε, όπως το δηλώνει και ο τίτλος, με την ταινία του Oliver Stone, “W.”. Παρήχθη το 2008 και αναφέρεται στον απερχόμενο Πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Τζορτζ Μπους, το νεότερο. Ο ίδιος δεν ήθελε να αναφέρουν το “τζούνιορ” δίπλα από το όνομά του, προφανώς για να μην το συγκρίνουν με τον πατέρα του. Ο Stone κοροϊδεύει αυτό το πείσμα του, όπως κοροϊδεύει και τις αντιλήψεις του, τον τρόπο συμπεριφοράς του και την ιδιοφυΐα του. Δεν είμαστε υποστηρικτές του Μπους, πατέρα και γιού, πως θα μπορούσαμε άλλωστε (;), όμως και σε αυτή την ταινία του Stone δεν υπάρχει μια ανάλυση της κατάστασης, μια πολιτική εκτίμηση, κάτι που θα μπορούσε να βρει τα αίτια αυτής της κρίσης, πολιτικής, οικονομικής και ηθικής, που μαστίζει τόσο τις ΗΠΑ όσο και τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου. Σίγουρα δε φταίει μόνο ένας άνθρωπος, ο οποίος κάνει τον κλόουν και είναι μια χείριστη απομίμηση του καραγκιόζη. Είναι πολλοί πίσω από αυτόν. Φαίνεται ότι μετά το “Nixon” (1995) δεν μπόρεσε να κάνει μια καλή ταινία, με αποθέωση το “World Trade Center” (2006).
Ο Takeshi Kitano συνεχίζει την ενασχόλησή του με την τέχνη. Στην ταινία “Ο Αχιλλέας και η χελώνα” (“Akires to kame”) θα ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Το σχόλιό του είναι δεικτικό για τους καλλιτέχνες που μιμούνται και δεν κάνουν τη δική τους δουλειά, αυτή που τους αντιπροσωπεύει. Όμως δεν καταφέρνει να ανοίξει την προβληματική του σε παγκόσμιο επίπεδο, μένει στην Ιαπωνία.
Αντίθετα ο Michal Rosa, στην ταινία “Αμυχή” (“Rysa”) έχουμε ένα πρόβλημα πολύ σύνηθες σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Αναφέρεται στη λογοκρισία και στην καταπίεση του ατόμου, όπως και στην παραποίηση των προσωπικών στοιχείων από βιογράφους και συγγραφείς. Η σχέση ενός ζευγαριού περνά κρίση όταν η γυναίκα πάει να βρει ένα συγγραφέα, πρώην πράκτορα της ασφάλειας, δείχνοντας έτσι ότι ερευνά τη ζωή του άντρα της. Η κρίση αυτή πλήττει την υγεία της, παθαίνει ένα μικρό εγκεφαλικό και μειώνεται η δραστηριότητά της.
Κλασική αμερικάνικη ταινία, του ανεξάρτητου κινηματογράφου, η ταινία “Τα έρμα” (“Ballast”), του Lance Hammer, μας βάζει μέσα στην παράνοια της αμερικάνικης κοινωνίας, στις μέρες μας. Ένας θάνατος και μια απόπειρα αυτοκτονίας του αδελφού του θανόντος, είναι η αφορμή για να περιπλανηθεί η κάμερα στην αμερικάνικη επαρχία, στη δεύτερη ταινία του Αμερικάνου σκηνοθέτη. Ξεφεύγουμε από τα κλασικά στερεότυπα και πάμε σε μια νέα αφήγηση, πολύ νεανική, γεμάτη ρυθμό και αργούς ρυθμούς εκεί που χρειάζονται. Αυτό που δε βρίσκουμε στο Χόλιγουντ, μια εξέλιξη του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ένα πάντρεμα της αισθητικής και της πολιτικής. Αξιοπρόσεχτες οι δουλειές των νέων Αμερικάνων, καλή η επιλογή του Φεστιβάλ να κάνει αφιέρωμα σε αυτούς.
Θα κλείσουμε με τη “Σιωπή της Λόρνα” (“Le silence de Lorna”), 2008. Πιο μπροστά προβλήθηκε μια τρίλεπτη ταινία “Στο σκοτάδι” (“Dans l'obscurite”), 2007, των ίδιων σκηνοθετών, των Jean-Piere και Luc Dardenne. Η Λόρνα είναι μια Αλβανίδα που έχει πάει στο Βέλγιο και αποκτά τη βελγική υπηκοότητα, μετά από ένα εικονικό γάμο με ένα ναρκομανή. Ο φίλος της την πιέζει να σκοτώσουν αυτό τον τύπο για να παντρευτεί, πάλι εικονικά, ένα Ρώσο, έτσι θα κερδίσουν λεφτά για να ανοίξουν ένα μπαρ. Η Λόρνα πιστεύει ότι είναι έγκυος από το Βέλγο ναρκομανή, χαλάει έτσι το γάμο με το Ρώσο και όλη η επιχείρηση ακυρώνεται. Ο μεσάζων και ο φίλος της θέλουν να επιστρέψει τα λεφτά, αυτή όμως έχει την εντύπωση ότι πρόκειται να τη σκοτώσουν, καταφέρνει να ξεφύγει και να προφυλάξει το παιδί της, το οποίο παραμένει μια φαντασίωσή της. Οι Βέλγοι σκηνοθέτες μένουν πιστοί στην θεματολογία της “Υπόσχεσης”, εδώ ασχολούνται πάλι με την παράνομη μετανάστευση, βάζουν μέσα το παιχνίδι της συναισθηματικής εμπλοκής, μετά της απομάκρυνσης και τελικά της αποξένωσης από το αρχικό περιβάλλον. Ένας όμορφος τρόπος και οικουμενικός να ασχοληθεί κανείς με αυτό το πρόβλημα, εντελώς διαφορετικός από αυτόν που παρατηρούμαι στη δική μας κινηματογραφία. Κέρδισαν, με αυτή την ταινία το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών.
ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΕΔΙΟΥ
Ας ξεκινήσουμε με τα ντοκιμαντέρ. Αυτή τη φορά όμως έχουμε δύο ελληνικά δείγματα που δε μας αντιπροσωπεύουν. Τα “Είδωλα στον καθρέφτη”, του Γιάννη Βαμβακά, δεν είναι παρά ένα μεγάλο ρεπορτάζ για το Δημήτρη Μυταρά, χωρίς ρυθμό, χάνοντας έτσι κάθε στοιχείο του κινηματογράφο. Η περίπτωση της Λυδίας Καρρά, στην ταινία “Μια ζωή μια εποχή-Μιχάλης Κακογιάννης”, είναι διαφορετική. Είχε κάνει την έναρξη του Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, δεν παύει όμως να είναι ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ με ελάχιστα κινηματογραφικά στοιχεία. Δεν μπορεί να γίνει κινηματογράφος, μένει μια πολύ καλή τηλεοπτική εκπομπή.
Στις ταινίες μυθοπλασίας είχαμε μια διαφορετική κατάσταση. Η ταινία “Τρυφερότητα”, του Παναγιώτη Καραμήτσου, ξεκίνησε πολύ καλά. Το πρόβλημα της εποχής μας, τα ναρκωτικά και η αποξένωση του ατόμου από τον κοινωνικό περίγυρό του, εδώ πιάνεται με πολύ όμορφο τρόπο. Ο καλός ρυθμός βοηθά να αρθρωθεί η ταινία. Μετά όμως από λίγο χρόνο ο ρυθμός χάνεται, ξεκινά μια μεγάλη σε έκταση αναζήτηση ψυχικών καταστάσεων της νεαρής κοπέλας και της μεγαλύτερης σε ηλικία φίλης της, κάτι που μας οδηγεί σε ένα αδιέξοδο, αφού ο σκηνοθέτης δεν μπορεί να πλέξει τον ιστό των διαπροσωπικών σχέσεων. Στο ίδιο αδιέξοδο που φτάνει το αυτοκίνητό τους, σε ένα ονειρικό ταξίδι, κατά πάσα πιθανότητα. Εκεί η ταινία βυθίζεται στον ωκεανό του τίποτε.
Η τελευταία ταινία του Πέτρου Σεβαστίκογλου, σκηνοθέτη του “Άνεμος στην πόλη” (1997), ήταν πολυαναμενόμενη. Η προηγούμενη ταινία του, γυρισμένη στη Ρωσία, πάντρευε το εικαστικό με το αφηγηματικό, σε τέτοιο βαθμό που ήταν ένας ενιαίος οργανισμός, όπως ο Κουλέσοφ και ο Πουντόβκιν το προτείνουν θεωρητικά. Σε αυτή την ταινία, “Τρεις στιγμές”, έχουμε ένα ζευγάρι που το παρακολουθούμε σε τρεις διαφορετικές στιγμές της ζωής τους. Συναντιούνται κάθε 20 χρόνια, εμείς βλέπουμε αυτή τη συνάντηση, ενσαρκωμένη από τρεις διαφορετικούς ηθοποιούς, για το κάθε πρόσωπο. Η ανάμνηση συμβολίζεται με την επαφή του πιο μεγάλου προς το νεώτερο. Όλοι συναντιούνται στο τέλος, όπου η βροχή δε δίνει την κάθαρση και έρχεται η λύση της τραγωδίας, η οριστική ρήξη των δυο τους. Με πολύ αργούς ρυθμούς, οι οποίοι δε δικαιολογούνται μετά από τη δόμηση των χαρακτήρων, με πολύ όμορφα σκηνικά και καταπληκτική διεύθυνση των ηθοποιών, όμως σε λάθος κατεύθυνση, αφού παίζουν όλοι πολύ θεατρικά, ιδίως η Πατεράκη, η ταινία βυθίζεται στην ασάφεια και στην έλλειψη προσδιορισμού του κοινωνικού συνόλου.
Θα τελειώσουμε με την ταινία “Carousel”, του Σταμάτη Τσαρουχά. Εδώ έχουμε μια αστυνομική αφήγηση, η οποία εμπλουτίζεται με συναισθηματικά στοιχεία. Μια γυναίκα κακοποιημένη η οποία προσπαθεί να ξεπεράσει το πρόβλημά της, αλλά έρχεται κάποιος από το παρελθόν για να την πάει πάλι πίσω. Η αφήγηση δεν προχωρά πάρα πέρα, μένει σε αυτό το επίπεδο, το διαχειρίζεται όμως καλά και κρατά ένα καλό αφηγηματικό και σκηνοθετικό επίπεδο.
ΤΑ ΠΑΡΕΛΚΟΜΕΝΑ
Δημοσιογραφικές προβολές, κάποιες επαφές με φίλους, με τους οποίος τόσα χρόνια βρισκόμαστε στα Φεστιβάλ, και συνεντεύξεις γεμίζουν, μέχρι πολύ αργά το βράδυ, το πρόγραμμά μας.
Γιάννης Φραγκούλης
49ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ