49o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Χτες πίναμε. Είπαμε να το “ρίξουμε” στα τσίπουρα, για αυτό ζητούμε την επιοικεία σας, αν βρείτε κάτι το επιλήψιμο στο σημερινό κείμενό μου. Ταινίες πάντως είδαμε και, όπως θα διαπστώσετε, αρκετές. Ευτυχώς είδαμε και καλλές ταινίες που μας δίνουν την ευκαιρία να αναφερθούμε σε σοβαρά και καίρια θέματα του κινηματογράφου.
Το πιο καλό όμως είναι ότι πολλές από αυτές τις ταινίες ήταν από γείτονες, από σκηνοθέτες βαλκανικών χωρών. Κατά συνέπεια, δεν έχουμε μόνο να γράψουμε, αλλά και να συγκρίνουμε ταινίες μεταξύ τους και καλλιτεχνικές τάσεις, έτσι όπως εμφανίζονται εδώ στο Φεστιβάλ. Θα ξεκινήσουμε, όμως, με τις ελληνικές ταινίες.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Σε ένα ντοκιμαντέρ θα αναφερθούμε από την αρχή. Η ταινία του Δημήτρη Βερνίκου, “Μάνος Χατζιδάκις-είδωλο στον καθρέφτη”, έκανε πολλά χρόνια να γυριστεί. Ο σκηνοθέτης τράβαγε πλάνα από διάφορες συναυλίες που έδωσε ο Μάνος, αρκετά χρόνια και αποφάσισε να τα μοντάρει το 2007. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που μιλά για το έργο και τη ζωή του Χατζιδάκι, μυθοποιεί τη ζωή του συνθέτη με το μοντάζ. Φτιάχνει μια ταινία που μιλά με προσωπικό ύφος για τον άνθρωπο που ο σκηνοθέτης παρακολουθούσε τόσα χρόνια. Δημιουργεί συγκίνηση για ένα θρύλο στην ελληνική μουσική και μια διακεκριμένη προσωπικότητα, παγκοσμίως. Είναι το τρίτο ντοκιμαντέρ που ξεχωρίζουμε και η τρίτη ταινία που διακρίνουμε από όλες τις ελληνικές που έχουν προβληθεί μέχρι σήμερα, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Και από τη μουσική να πάμε στα δικαστήρια. Η ταινία του Μάρκου Γκαστίν, “Θέμις”, είναι κάτι σαν το direct cinema, αλλά εδώ δεν έχουμε την ελάχιστη δραματουργία, ούτε στο μοντάζ ούτε σε κάποια άλλη παρέμβαση στο φιλμικό έργο. Είναι σα να παρακολοθούμε μια δίκη, ή πολλές δίκες, αφού αποσπάσματα πολλών δικών υπάρχουν στην ταινία. Το ντοκιμαντέρ τελειώνει κάπου εκεί. Έτσι απότομα όπως ξεκίνησε.
Η επιστροφή του Πάνου Καρκανεβάτου, “Καλά κρυμμένα μυστικά-Αθανασία”, η έβδομη ταινία του, μετά από μια μικρού μήκους και ένα ντοκιμαντέρ, δεν μας οδήγησε εκεί που θα περιμέναμε. Μεταξύ Αμερικής και νησιωτικής Ελλάδας, η ταινία μιλά πολύ κλασικά και περιγραφικά για την ιστορία μιας οικογένειας. Μέσα όμως από αυτή την ιστορία δεν υπάρχουν αναφορές στην τοπική κοινωνία, στην ιστορία και στον πολιτισμό της περιοχής, στοιχεία που επηρεάζουν τον κάθε άνθρωπο και, κατά συνέπεια, και τους κεντρικούς χαρακτήρες της ταινίας. Η φωτογραφία είναι πολύ προσεγμένη, το μοντάζ με πολύ όμορφο τρόπο μας βάζει στο παρελθόν και μας επαναφέρει στο παρόν, όμως και εκεί δεν δημιουργείται η δραματουργία που θα περιμέναμε από τον Καρκανεβάτο, όπως στο “Μεταίχμιο”.
Μια προσπάθεια να κάνει μια αστυνομική ταινία έκανε ο Κάρολος Ζωναράς, με την ταινία “Ο γιός του Τσάρλι”. Επιστρατεύει το Φαίδωνα Γεωργίτση και τον Κώστα Βουτσά, δεν μπορεί όμως να εστιάσει σε ένα ύφος. Ξεκινά από μια αστυνομική αφήγηση και το γυρνά στη δοκιμιακή και από εκεί στη φαρσοκωμωδία, μπερδευει τα διαφορετικά στιλ, με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο έργο, αυτό που θα είχε την υπογραφή του. Έτσι η ταινία μας αφήνει αδιάφορους.
Καταλήγουμε στην ταινία του Αλέξη Αλεξίου, “Ιστορία 52”. Αξιοπροπέστατη ταινία, έχει το δικό της στιλ. Βουτά στον αμερικάνικο κινηματογράφο και μετά βλέπει για τα καλά τον ευρωπαϊκό. Νεανική ματιά και προτοποριακό στιλ, τουλάχιστον για την ελληνική κινηματογραφία. Ο Αλεξίου πιάνει μια ιστορία και την επαναλαμβάνει σε διαφορετικές εκδοχές. Το ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι αυτή η επανάληψη γίνεται επειδή πρόκειται για μια ιστορία κάποιου ανθρώπου που μιλά για την ιστορία κάποιου άλλου, η οποία μοιάζει με τη δική του. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, από την αρχή ότι πρόκειται για ένα διαταραγμένο μυαλό, για έναν παράφρονα. Η τρέλα αποδίδεται με ωραίο τρόπο, όπως ακριβώς είναι η παράνοια. Αλλόκοτη διήγηση, δημιουργία ενός κλίματος που μας βάζει στις ιστορίες που το μυαλό μπορεί να φτιάξει. (Και όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης: “Το μυαλό είναι το πιο επικίνδυνο μέρος για να ξυπνήσεις”.) Παιχνίδια του μυαλού, με αποτέλεσμα να γίνονται τα χειρότερα, ακόμα και ένας φόνος. Έχουμε λοιπόν την τέταρτη ταινία που κρατάμε στις αποσκευές μας, τουλάχιστον μέχρι τώρα.
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΓΕΙΤΟΝΟΥΣ
Δεν είμαστε σε ευχάριστη θέση όταν γράφουμε κακές κριτικές για τις ελληνικές ταινίες (άλλοι τις χαρακτηρίζουν κακίες, αλλά δεν είναι). Προσπαθούμε να πούμε με ειλκρίνεια και τιμιότητα για αυτά που είδαμε. Ακόμη περισσοτερη είναι η στεναχώρια μας όταν ταινίες από διπλανές χώρες, που δεν έχουν αναπτυχθεί οικονομικά όπως εμείς, μας εκφράζουν απόλυτα.
Θα αναφερθώ στην ταινία “Πίσσα” (“Zift”), του Javor Gardev. Βουλγάρικη παραγωγή από ένα σκηνοθέτη που έρχεται από το θέατρο. Έχουμε να κάνουμε με την ιστορία ενός μικροκακοποιού ο οποίος έχει κλέψει ένα διαμάντι και κατηγορείται για το φόνο του κατόχου του. Είναι αθώος, όμως έχει αποδεχτεί την ενοχή του γιατί δε θέλει να βλάψει τη γυναίκα και το παιδί του. Αποφυλακίζεται. Τότε θα γνωρίσει τη πραγματική και ωμή βία από τον πρώην συνέταιρό του, στην κλοπή, νυν διοικητή σε μια στρατιωτική μονάδα, όπως επίσης και την αλήθεια, ότι η γυναίκα του έχει γίνει ερωμένη του συνεταίρου του, ενώ δεν είχε ποτέ παιδί. Με πολύ όμορφο εικαστικό τρόπο αποδίδει τα συνιασθήματα, χρησιμοποιώντας σύμβολα και βάζοντάς τα στο λόγο του, εντάσσοντάς τα έτσι που γίνεται ένα ενιαίο οργανικό σύνολο, ένα δημιούργημα που είναι η ταινία του. Με αυτό τον τρόπο κάνει τις αναγωγές του στο παρελθόν και στο παρόν και μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε και εμείς ένα διαχρονικό ταξίδι στην ιστορία της Βουλγαρίας. Αυτό που δεν έκανε ο Σεβαστίκογλου και ο Βρανάς στις ταινίες τους (βλέπε τις αναφορές μας σε αυτό το site, για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης).
Να πάμε σε ένα ιερό “τέρας” της παγκόσμιας κινηματογραφίας, τον Goran Markovic. Η ταινία του μας μιλά για τον εμφύλιο πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Το αφηγηματικό μοτίβο, αυτό που λειτουργεί σα ραχοκοκκαλιά της αφήγησης της ταινίας, είναι ένας θίασος που πάει στις περιοχές όπου γίνεται πόλεμος, να παίξει μια κωμωδία για να βγάλει εύκολα λεφτά. Όλα θα έρθουν ανάποδα. Οι αντιμαχόμενες πλευρές θα τους δημιουργήσουν πολλά προβλήματα, στην επιστροφή τους θα είναι άλλοι άνθρωποι, συνειδητοποιημένοι για τον πόλεμο και τα δεινά του. Ο σκηνοθέτης μιλά με έμμεσο τρόπο για τον πόλεμο. Αναφορικό, άρα λειτουργεί με το ποιητικό αίτιο. Πολύ απλός ο λόγος του, εξαιρετικό μοντάζ και πολύ προσεγμένη η φωτογραφία. Η ταινία δεν είναι ακόμα μια ταινία για τον εμφύλιο πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, είναι μια προσεγμένη άποψη για αυτό το γεγονός. Η κινηματογραφική γραφή του είναι ένα παράδειγμα για τους συναδέλφους του.
Και αν μιλήσαμε για τη μουσική, στην αναφορά μας για τις ελληνικές ταινίες, θα κάνουμε το ίδιο με αφορμή την ταινία του Nezih Unen, “Τα χαμένα τραγούδια της Ανατολίας” (“Anadolu'nun kayip sarkilari”, “Last songs of Anatolia”). Ένα ντοκιμαντέρ και αυτό, μας μιλά για τη ζωή στη μεγαλούπολη και στην επαρχία, στην Κωνσταντινούπολη και στην Ανατολία. Δηλαδή για την αλλοτρίωση και την απόλυτη εναρμόνιση με τη φύση. Αυτό, όπως και η παράδοση, περνούν μέσα στα τραγούδια της Ανατολίας, της περιοχής όπου ζουν οι Κούρδοι. Καταπληκτικές μουσικές, εξαιρετική φωτογραφία, παράλληλη αφήγηση, με σύμβολα και ρεαλιστικές απεικονίσεις, λίγες συνεντεύξεις, μια ταινία που είναι ολοκληρωμένη και μεστή, για μια μουσική παράδοση που αγνοούμε και, από ότι φαίνεται, είναι πλούσια.
ΤΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ
Μπορεί να φαίνεται παράδοξο: ταινίες μικρού μήκους σε ένα Φεστιβάλ που έχει ταινίες μεγάλου μήκους. Και όμως δεν είναι! Στο αφιέρωμα για το ρουμάνικο κινηματογράφο, χώρεσαν οι ταινίες μικρού μήκους που έχουν κάνει σκηνοθέτες από αυτή τη χώρα. Πολύ καλά έκανε το Φεστιβάλ, πιο συγκεκριμένα ο Δημήτρης Κερκινός, να βάλει αυτές τις ταινίες, δίνοντας μας μια ολοκληρωμένη εικόνα για το ρουμάνικο κινηματογράφο.
Είδαμε και τις δέκα ταινίες σε αυτό το τμήμα. Δε θα μιλήσουμε για όλες, αλλά μόνο για αυτές που μας έκαναν μεγάλη εντύπωση. Να ξεκινήσουμε λοιπόν με την ταινία του Bogdan Mustata, “Ωραία μέρα για κολύμπι” (“O zi buna de plaja”, “A good day for a swim”). Ο μινιμαλιστικός τρόπος της αφήγησης μας εντυπωσιάζει. Τρεις νεαροί έχουν κλάψει ένα φορτηγό, έχουν δέσει μέσα σε αυτό τον οδηγό του και παίρνουν μια πόρνη για να πάνε όλοι μαζί για μπάνιο. Αφού εξασκούν τρομερή βία και στους δύο, τους δένουν μαζί και, τελικά, τους ορίζουν ότι είναι ζευγάρι. Φεύγουν με τα πόδια γιατί το φορτηγό έχει κολλήσει στην άμμο. Πολύ απλή αφήγηση, γρήγορος ρυθμός, πολύ καλό χιούμορ, η ταινία δε σοκάρει στο ελάχιστο.
Το χιούμορ δε λείπει και από την ταινία “Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου” (“Cronica unei morti amanate” “Chronicle of a death foretold”), του Andrei Gruzsniczki. Ένας νεκρός έτοιμος για νεκρωψία και ο γιατρός του νεκρωτομείου τρώει με την ησυχία του. Ο νεκρός ζωντανεύει και από εκεί ξεκινά μια σουρεαλιστική αφήγηση, μια καλή ευκαιρία για κριτική στο σύγχρονο τρόπο διαβίωσης. Στην ταινία του Hadrian Marcu, “Πέμπτη” (“Joi”, “Thursday”), έχουμε μια ελλειπτική αφήγηση, απλή και εντελώς συμβολική. Μια εργάτρια σε ένα εργοστάσιο πετσετών και ένας συνάδελφός της θα συνβρεθούν μια Πέμπτη, όμως δε θα βγει τίποτε από αυτή τη συνάντηση, ένας ευκαιριακός έρωτας, για να μείνουν τελικά μόνοι. Αυτό το ζευγάρι θα μπορούσε να ήταν οποιοδήπτε ζευγάρι, όχι μόνο στη Ρουμανία. Άρα υπάρχει η ταύτιση με το θεατή, ο οποίος αναγνωρίζει εκεί τον εαυτό του.
ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Τελειώνοντας αυτό το κείμενο, βλέπω ότι μάλλον καλά τα κατάφερα αυτή τη φορά. Φαίνεται ότι η ποιότητα των ταινιών, οι καλλιτεχνικές αρετές τους μου έδωσαν δύναμη να ξεπεράσω τον πονοκέφαλο από την οινοποσία και να μπορέσω να συγκεντρωθώ στο μοναδικό θέμα της ζωής μου, αυτές τις μέρες, στις ταινίες.
Γιάννης Φραγκούλης
49ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ