ΣΙΝΕΜΑ INFO.GR. Ένα website αφιερωμένο στον κινηματογράφο.
ΑΡΧΙΚΗ | ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ | ΤΑΙΝΙΕΣ | ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ | ΗΘΟΠΟΙΟΙ | ΝΕΑ
ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΑ MASTERCLASSES

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Η ΑΦΙΣΣΑ ΤΟΥ 49oυ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

 

49o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦOY ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΑ MASTERCLASSES

Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μας έχει συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια σε πολύ ενδιαφέροντα  masterclasses. Από τις αίθουσες Τώνια Μαρκετάκη και Τζον Κασσαβέτης έχουν ήδη περάσει τις προηγούμενες χρονιές  μερικές από τις πιο εξέχουσες μορφές  της διεθνούς κινηματογραφίας, οι οποίες αναλαμβάνουν τον ρόλο του ξεναγού στον κινηματογραφικό κόσμο του (πολυπληθούς) κοινού που συνωστίζεται για να ακούσει. Το 49ο Φεστιβάλ δεν αποτελεί εξαίρεση. Φτάνοντας σχεδόν στην λήξη του, θεωρούμε ενδιαφέρον να κάνουμε ένα μικρό απολογισμό των masterclasses που παρακολουθήσαμε έως τώρα.

Χαλάλι το τρέξιμο όλες αυτές τις ημέρες μετά από ελάχιστες ώρες ύπνου (τις τρεις κάτω από  καταρρακτώδη βροχή που μας μούσκεψε μέχρι το κόκαλο μέχρι να φτάσουμε στις αίθουσες), χαλάλι και η αγωνία του εάν θα βρούμε θέση ή όχι και να μη μιλήσουμε για τις ουρές. Εμείς θα κρατήσουμε το γεγονός  ότι οι συζητήσεις που κάναμε με μερικούς από τους πρωταγωνιστές της διεθνούς κινηματογραφικής σκηνής μας αποζημίωσαν με το παραπάνω. 

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
ΤΟΥΣ ΦΕΡΑΜΕ ΚΟΝΤΑ

Τη σειρά των masterclasses του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης άνοιξε ο πολυβραβευμένος δημιουργός Λυκ Νταρντέν   των αδελφών Νταρντέν, που φέτος τιμήθηκαν και με τον Χρυσό Αλέξανδρο. Συντονίστρια ήταν η Elise Domenach από το περιοδικό Positif.

«Οι Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντέν έχουν κερδίσει δύο φορές το Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών, έχουν αναδειχθεί σε εξέχουσες μορφές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, όμως παραμένουν σεμνοί δημιουργοί, άνθρωποι του μέτρου, για αυτό συνεχίζουν να κοιτάζουν με κατανόηση δίχως ίχνος αλαζονείας τους ήρωες τους και να κάνουν ένα σπαρακτικό και ανθρώπινο κινηματογράφο. Οι αδελφοί Νταρντέν στην πορεία τους εφευρίσκουν την απλότητα ως κινηματογραφική πρόταση και χρησιμοποιούν τον κινηματογράφο ως εργαλείο για να αλλάξουν τον κόσμο», επεσήμανε μεταξύ άλλων η διευθύντρια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Δέσποινα Μουζάκη.

Κάνοντας  μία αναδρομή στο παρελθόν, ο Λυκ Νταρντέν ξεκίνησε από την εποχή που εργάστηκαν, τα δύο αδέλφια, στο θέατρο ως βοηθοί του σκηνοθέτη και συγγραφέα Armand Gatti, τον οποίο χαρακτηρίζουν πνευματικό τους πατέρα και θέλησαν να τον μιμηθούν. Αμέσως μετά, διηγήθηκε πως άρχισαν με τον αδερφό του να γυρίζουν ντοκιμαντέρ, κινηματογραφώντας ανθρώπους που μιλούσαν για τη ζωή τους στα βιομηχανικά προάστια της πόλης τους. «Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ λέει ότι στην καπιταλιστική κοινωνία είμαστε διαχωρισμένοι και η πολεοδομία το ίδιο. Οι άνθρωποι που εμείς πλησιάσαμε, ήταν μέχρι πρότινος εγκλωβισμένοι στην δυσχερή καθημερινότητά τους. Κινηματογραφώντας τους, τους φέραμε πιο κοντά».

Ωστόσο η ανάγκη τους να αφηγηθούν νέες ιστορίες, τους οδήγησε στον κινηματογράφο μυθοπλασίας. Σε σχετική ερώτηση ο Λυκ Νταρντέν διευκρίνισε πως οι ταινίες τους δεν είναι πολιτικές. «Δε μας ενδιαφέρει η ιδεολογία, αλλά η ατομική πορεία του ανθρώπου και πως αντιμετωπίζει ένα ηθικό δίλημμα», είπε χαρακτηριστικά.

Σε ερώτηση για το πως προσπαθούν να διατηρήσουν το σασπένς στο έργο τους, ο Λυκ Νταρντέν απάντησε πως δουλεύουν με τον τρόπο του Κασσαβέτη, χρησιμοποιώντας πλάνα σεκάνς. Αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίον δουλεύουν με τους ηθοποιούς τους, ο Λυκ Νταρντέν είπε ότι έχουν πάγια τακτική να μη συζητάνε ποτέ μαζί τους για τους ήρωες που υποδύονται. «Τους αφήνουμε να βυθιστούν σιγά-σιγά στο κείμενο και να χτίσουν τον χαρακτήρα μόνοι τους».

Ακόμη μίλησε για τον κίνδυνο που ελλοχεύει στους επαγγελματίες ηθοποιούς, όταν γυρίζουν σκηνές, όπου η κατάσταση είναι ακραία και απαιτεί χρόνο. «Αντί να εμβαθύνουν, προσπαθούν να εφαρμόσουν μία τεχνική που γνωρίζουν για να τα βγάλουν πέρα και καταφεύγουν σε στερεότυπα», τόνισε ο Λυκ Νταρντέν.

ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΤΑΙΝΙΑ ΜΠΟΡΕΙ
ΝΑ ΚΑΘΟΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

Σε ερώτηση για το πως θέλουν το κοινό να βιώνει τις ταινίες τους, ο Βέλγος κινηματογραφιστής εξήγησε: «Θέλουμε ο θεατής να κρέμεται από το στόμα του ηθοποιού. Θέλουμε ο διάλογος να μην είναι προβλέψιμος, να αιφνιδιάζει. Δε θέλουμε να αποκαλύπτουμε τα πάντα για τους χαρακτήρες, καθώς όπως και στη ζωή, κανείς δε γνωρίζει τον άλλο απόλυτα».

Σχολιάζοντας την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, σε συνάρτηση με την κυριαρχία του αμερικανικού, ο Λυκ Νταρντέν διευκρίνισε πως μία λύση είναι να αυξηθούν οι αίθουσες που θα φιλοξενούν ανεξάρτητες ευρωπαϊκές και όχι μόνο παραγωγές και ανακοίνωσε πως μαζί με τον αδερφό του, θα ανοίξουν τέσσερις νέες αίθουσες στις Βρυξέλλες.

Επεσήμανε επίσης τη σημασία της εκπαίδευσης, στην διαμόρφωση των αυριανών θεατών: «Πρέπει να οργανώνονται επισκέψεις σχολείων στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ένα παιδί θα θυμάται μία ταινία που το συγκίνησε για μία ζωή και θα καθορίσει την ταυτότητα του», κατέληξε.

ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΚΡΥΒΟΥΝ ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΜΑΓΕΙΑ

Για τη δουλειά του με το φως, τη συνεργασία του με τους σκηνοθέτες αλλά και τη σχέση του με τις νέες τεχνολογίες μίλησε ο αναγνωρισμένος διευθυντής φωτογραφίας Χάρης Ζαμπαρλούκος στο masterclass που παρέδωσε την Κυριακή 15 Νοεμβρίου. Στη διάρκεια του masterclass προβλήθηκε μάλιστα και βίντεο με αποσπάσματα από ταινίες στις οποίες έχει συνεργαστεί.

O γεννημένος στην Κύπρο Χάρης Ζαμπαρλούκος πήγε στο Λονδίνο έχοντας το όνειρο να σπουδάσει ζωγραφική, τελικά όμως τον κέρδισε ο κινηματογράφος. «Από τη στιγμή που άρχισα να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο, δεν άγγιξα μολύβι για να ζωγραφίσω. Με ενδιαφέρει ωστόσο ακόμη στη δουλειά μου περισσότερο η εικαστική πλευρά, από την τεχνική», ανέφερε σχετικά.

Σε ερώτηση για το αν τον αγγίζουν περισσότερο τα τοπία ή τα πρόσωπα, απάντησε πως τον συγκινεί η ανθρώπινη φύση: «Με εμπνέει η ματιά και το πνεύμα των ηθοποιών και αυτό θέλω να αναδείξω στις εικόνες μου. Φροντίζω να δημιουργώ την κατάλληλη ατμόσφαιρα στο γύρισμα, ώστε να νιώθουν άνετα οι ηθοποιοί, να μπορούν να εκφραστούν και αυτό να καθρεφτίζεται στο αποτέλεσμα».

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Roger Michell, στην ταινία Enduring Love, που του χάρισε το πρώτο του βραβείο στα Βρετανικά Βραβεία Ανεξάρτητου Κινηματογράφου. «Ήταν δύσκολο, επειδή το 75% του «Enduring love» έγινε με περιορισμένο τεχνικό εξοπλισμό. Ο σκηνοθέτης μου ζήτησε να δουλέψω χωρίς πολλά μέσα, προκειμένου να δώσω στην ταινία μια ντοκιμαντερίστικη αίσθηση», πρόσθεσε.

Όντας λάτρης του κλασικού, διευκρίνισε πως δεν τον έχει συνεπάρει η ψηφιακή τεχνολογία: «Οι παλιές ταινίες κρύβουν μια ξεχωριστή μαγεία. Επιλέγω για αυτό το λόγο να δουλεύω με παραδοσιακούς φακούς και φιλμ, πιστεύω ότι είναι καλύτερο το αποτέλεσμα». Με αφορμή το συγκεκριμένο σχόλιο ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Χωραφάς, που παρακολούθησε το masterclass, το ρώτησε ποια είναι η γνώμη του για την ψηφιακή αποκατάσταση των κλασικών ταινιών. Ο κ. Ζαμπαρλούκος απάντησε πως η συγκεκριμένη εφαρμογή των νέων τεχνολογιών τον βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, καθώς συμβάλει θετικά στην επαφή των νεότερων θεατών με την ιστορία του κινηματογράφου.

Σχετικά με τη συνεργασία του με τη Phyllida Lloyd, σκηνοθέτρια του «Mamma mia», ο Χάρης Ζαμπαρλούκος, ανέφερε πως ανέπτυξαν μια εποικοδομητική σχέση μαθητή και δασκάλου. «H Phyllida δεν είχε κινηματογραφική εμπειρία, καθώς ασχολείται με τη σκηνοθεσία στο θέατρο και την όπερα, είχε όμως δουλέψει εννέα ολόκληρα χρόνια στο θεατρικό «Mamma mia». Συνεπώς εγώ της εξήγησα κάποια πράγματα για τον κινηματογράφο, ενώ εκείνη μου μετέδωσε τις γνώσεις της στο μιούζικαλ».

Κλείνοντας την κουβέντα, ο κ. Ζαμπαρλούκος αναφέρθηκε στις δυσκολίες του επαγγέλματός του και είπε πως ο ίδιος τις αντιπαρέρχεται αντλώντας δύναμη από την αγάπη του για τον κινηματογράφο: «Μέχρι να αναλάβω τη διεύθυνση φωτογραφίας στον κινηματογράφο πέρασα από διάφορες θέσεις -στην αρχή εργάστηκα ως μακενίστας, ηλεκτρολόγος, βοηθός διευθυντή φωτογραφίας- και ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Αγαπώ τη δουλειά μου και την κάνω με όρεξη, χωρίς εγωισμούς».

Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΞΕΡΕΙ
ΠΩΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ ΕΝΑ ΣΕΝΑΡΙΟ
ΕΦΟΣΟΝ ΑΓΑΠΑ ΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

Τον αυθορμητισμό και το χιούμορ που χαρακτηρίζουν και τη δουλειά της, ξεδίπλωσε η Ντιάμπλο Κόντι στο masterclass που έδωσε την Δευτέρα 17 Νοεμβρίου. Η Αμερικανίδα σεναριογράφος και παραγωγός, η οποία με το σεναριακό της ντεμπούτο για την ταινία «Juno» απέσπασε συνολικά 18 βραβεία, μεταξύ των οποίων το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου και το BAFTA Πρωτότυπου Σεναρίου, είναι ένα από τα εκλεκτά μέλη της διεθνούς κριτικής επιτροπής της φετινής διοργάνωσης. Το masterclass προλόγισε ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Χωραφάς.

«Η πιο απολαυστική εμπειρία για μένα ήταν το ίδιο το γράψιμο του σεναρίου. Μου άρεσε πιο πολύ ακόμα και από την κατάκτηση του Όσκαρ! Αγάπησα τη διαδικασία και οι χαρακτήρες έγιναν φίλοι μου. Κάθε βράδυ, ανυπομονούσα να βρω χρόνο για να συνεχίσω να γράφω», υπογράμμισε η Ντιάμπλο Κόντι και πρόσθεσε: «Εκείνο που δεν ήθελα, ήταν να γράψω μια ιστορία που θα έμοιαζε με αντίγραφο κάποιων άλλων. Δεν ήθελα η δική μου ιστορία να είναι ίδια με τις επαναλαμβανόμενες, χαζές ιστορίες, που υπάρχουν σε αφθονία στον αμερικάνικο κινηματογράφο». Για τους χαρακτήρες του «Juno» είπε επίσης πως αποτέλεσαν κολάζ από στοιχεία του εαυτού της και ανθρώπων που έχει γνωρίσει. «Ήθελα να είναι βγαλμένοι από την πραγματικότητα. Με εκνευρίζει όταν βλέπω ταινίες στις οποίες όλοι οι ήρωες είναι απίστευτα έξυπνοι ή παράξενοι. Ακόμα και όταν αυτοί οι χαρακτήρες είναι διασκεδαστικοί, δεν παύουν να είναι ψεύτικοι».

Παράλληλα, δήλωσε απόλυτα ικανοποιημένη από τη συμβολή του σκηνοθέτη Τζέισον Ράιτμαν στην επιτυχία της ταινίας: «Στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη, ίσως εξελισσόταν σε κακή ταινία. Συχνά οι σεναριογράφοι νιώθουν μια ταινία ως ιδιοκτησία τους, νιώθουν πως οι σκηνοθέτες προσπαθούν να τους την πάρουν. Στην περίπτωση του «Juno», όμως, ο Τζέισον έδειξε μεγάλο σεβασμό, μοιράστηκε το όραμά μου και με έκανε να νιώσω σίγουρη ότι θα διατηρήσει τις αρχικές ιδέες του σεναρίου. Το τελικό σενάριο ήταν πολύ κοντά στο αρχικό. Στην συνέχεια, βέβαια, σε άλλα πρότζεκτ που έκανα, είχα αντίθετες εμπειρίες. Είδα κάποιους να… λερώνουν πατόκορφα ένα καλό κείμενό μου!».

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην εμπειρία της από τα γυρίσματα της ταινίας: «Κατά τις δύο πρώτες εβδομάδες, ήμουν μαρμαρωμένη και απλώς παρατηρούσα. Εκείνο που θεωρούσα ιδιαίτερα σημαντικό σε αυτήν την ταινία ήταν ο ρυθμός του διαλόγου, πώς θα απέδιδαν τα λόγια τους οι ηθοποιοί. Συνήθως αυτό αποτελεί δουλειά του σκηνοθέτη, αλλά και ο Τζέισον από την πλευρά του ήθελε να νιώθω ασφαλής πως όλα θα γίνουν σωστά. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δε συμμετείχα στις πρόβες. Θα ήμουν άλλωστε η χειρότερη ηθοποιός του κόσμου!». Η Ντιάμπλο Κόντι απέδωσε στον Τζέισον Ράιτμαν και τα εύσημα για την επιτυχημένη επιλογή της Έλεν Πέιτζ στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Juno: «Ο Τζέισον γνώριζε την Έλεν επειδή είναι και οι δύο Καναδοί και την είχε δει στην ταινία «Hard candy». Από την πρώτη στιγμή, ήξερε ότι αυτή θα ήταν η Juno, η ηρωίδα του».

Αναφορικά με την «συνταγή» που οδηγεί σε ένα ενδιαφέρον σενάριο, η Κόντι τάχθηκε υπέρ του αυθορμητισμού και του προσωπικού στοιχείου. «Πιστεύω ότι ο καθένας ξέρει πώς να γράψει ένα σενάριο, εφόσον βλέπει ταινίες και αγαπά τον κινηματογράφο. Ακόμα και τα μικρά παιδιά μπορούν να γράψουν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αυτό χρειάζεται σε μία ιστορία. Δε θεωρώ απαραίτητο να γνωρίζει κανείς έννοιες όπως «σκηνή 1», «σκηνή 2», «δομή σκηνών» κλπ.», είπε και πρόσθεσε: «Δεν υπάρχουν συνταγές. Το σενάριο δεν είναι μαθηματικά. Χρειάζεται απλώς να βρεις κάτι που σε εμπνέει και να πεις την ιστορία με τη δική σου, μοναδική φωνή».

ΟΙ ΙΣΧΥΡΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ

Σχετικά με τα επόμενα βήματά της, η Κόντι επεσήμανε πως η ξαφνική αναγνώριση αποτελεί παγίδα: «Μετά από μια επιτυχία, όλοι θέλουν να κάνουν πιο σοβαρές ταινίες, να κερδίσουν περισσότερα βραβεία... Εγώ, όμως, θέλω να γράψω διασκεδαστικές ταινίες, όπως κωμωδίες και ταινίες τρόμου».

Με αυτήν την αφορμή, μίλησε και για το σενάριό της για την ταινία τρόμου «Jennifer’s Body», η οποία θα βγει στις αίθουσες την άνοιξη του 2009: «Λατρεύω τις ταινίες τρόμου. Όπως το «Juno», έτσι και το «Jennifer’s Body» θα χαρακτηρίζεται από έναν ισχυρό γυναικείο χαρακτήρα. Είναι κάτι που απουσιάζει από το Χόλιγουντ, όπου οι γυναίκες έχουν συνήθως συμπληρωματικούς, δευτερεύοντες ρόλους. Ποτέ δεν παίρνουν τις καλές ατάκες. Για αυτό, θεωρώ ότι είναι υποχρέωσή μου να τους τις δώσω εγώ!».

Με ανάλογο αυθορμητισμό δήλωσε φαν της ποπ κουλτούρας: «Με συναρπάζει η ποπ κουλτούρα, τα «σκουπίδια», η «υποκουλτούρα» αν θέλετε. Ορισμένοι αντλούν έμπνευση από έναν κλασικό πίνακα ζωγραφικής, αλλά εμένα με ενθουσιάζει ένα... φλιπεράκι, για παράδειγμα».

Απαντώντας σε ερωτήσεις για τα μελλοντικά της σχέδια, η Αμερικανίδα σεναριογράφος δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να δουλέψει στην διασκευή κάποιου μυθιστορήματος, αν και παραδέχθηκε ότι «κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ απαιτητικό και δύσκολο», αλλά ούτε και την περίπτωση να γράψει το σενάριο για μια ταινία blockbuster: «Ναι, γιατί όχι; Αρκεί να μου άρεσε η ιστορία της».

Σε ερώτηση για το αν θα ενδιαφερόταν να γράψει η ίδια ένα μυθιστόρημα ανέφερε χαρακτηριστικά: «Θα ήθελα να γράψω ένα χοντρό βιβλίο, από αυτά με τα οποία μπορείς να χτυπήσεις τον άλλον στο κεφάλι! Ξέρω όμως πως είναι εξαιρετικά δύσκολο και την ίδια στιγμή απολαυστικά εγωιστικό, επειδή ό,τι κάνεις εξαρτάται από εσένα και μόνο. Από την άλλη, όμως, δεν θα υπάρχει ένας σκηνοθέτης για να το βελτιώσει!».

Αναφερόμενη στη δραστηριότητά της ως blogger, η Κόντι επισήμανε: «Το ημερολόγιό μου ήταν βασισμένο στη δική μου ζωή και περιείχε πραγματικά περιστατικά. Έπρεπε όμως να δημιουργήσω μια περσόνα, να βάλω ένα ψεύτικο όνομα, όπως κάνουν όλοι στο διαδίκτυο. Αν το μάθαινε η μητέρα μου θα ένιωθε ντροπιασμένη. Όταν τελικά το πληροφορήθηκε, ήθελε να με σκοτώσει! Στα μάτια της επανόρθωσα μόνο όταν πήρα το Όσκαρ!». Παράλληλα, υπερασπίστηκε το blogging ως μέσο έκφρασης για οποιονδήποτε επίδοξο συγγραφέα: «Παρότι αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης, το blogging είναι πολύ σημαντικό. Για να βγάλεις ένα βιβλίο, πρέπει να κλείσεις ραντεβού με κάποιον εκδοτικό οίκο, να σκεφτείς τι να γράψεις για να τους αρέσει... Υπάρχει μια μεγάλη και περίπλοκη διαδικασία. Στο διαδίκτυο, όμως, όλα είναι πολύ ευκολότερα. Αν θέλω, μπορώ να γράψω ένα δοκίμιο σήμερα και αύριο κιόλας να το διαβάσουν χιλιάδες άνθρωποι», είπε και συμπλήρωσε: «Εξακολουθώ να γράφω σε blog κάπου-κάπου, αλλά είναι δύσκολο να βρίσκω κίνητρο να το κάνω απλώς και μόνο για τη διασκέδασή μου, την στιγμή που έχω πλέον και άλλες δραστηριότητες».

Σε ερώτηση εάν το παρελθόν της ως stripper αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το έργο της, σημείωσε πως δεν έγινε stripper επειδή αναζητούσε έμπνευση αλλά επειδή δεν ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή της και αναζητούσε μια διέξοδο. Αντίθετα, υποστήριξε ότι χρησιμοποιεί τα ταξίδια της ως πηγή έμπνευσης: «Ταξιδεύω για να αντλήσω ιδέες και για αυτό σας ευχαριστώ πραγματικά που με καλέσατε στην Ελλάδα».

Η Ντιάμπλο Κόντι μίλησε, τέλος, για τις προσωπικότητες και τις ταινίες που θαυμάζει: «Ένας από τους αγαπημένους μου σεναριογράφους και σκηνοθέτες είναι ο Αλεξάντερ Πέιν, ενώ η αγαπημένη μου ταινία είναι «Ο πρωτάρης», επειδή αφηγείται μια «μικρή» ιστορία, που εξελίσσεται σε επική και σε παρασύρει. Αυτές οι ‘μικρές’ ιστορίες με συναρπάζουν».

ΔΕ ΦΑΝΤΑΖΟΜΟΥΝ ΟΤΙ ΘΑ ΕΚΑΝΑ ΞΑΝΑ
ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ

Δημιούργησε μερικές από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες του αμερικάνικου κινηματογράφου. Ακόμα και αν επιλέγει να δουλεύει «εκ των έσω», υπήρξε και παραμένει επαναστατικό πνεύμα. Αναφερόμαστε στον διεθνούς φήμης σκηνοθέτη Όλιβερ Στόουν που παρέδωσε masterclass στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα Σταύρος Τορνές, την Τρίτη 16 Νοεμβρίου. Όπου βέβαια ο πολιτικός κινηματογράφος και η τελευταία του ταινία «W.» μονοπώλησαν το ενδιαφέρον.

Η συζήτηση ξεκίνησε με τον συντονιστή του masterclass, δημοσιογράφο και κριτικό κινηματογράφου, Γιώργο Κρασσακόπουλο να ρωτά ευθέως τον Όλιβερ Στόουν το λόγο που αποφάσισε να σκηνοθετήσει μια ταινία για έναν εν ενεργεία Αμερικανό πρόεδρο. «Ο Μπους ήθελε να γράψει ιστορία. Άλλαξε την Αμερική με καταλυτικό τρόπο, κάνοντας ακραίες επιλογές, σαν τους αρχαίους τυράννους. Οι συνέπειες στη χώρα μου, όπως και στη δική σας, ξεπέρασαν την πολιτική που είχαν ακολουθήσει ο Νίξον ή ο Κένεντι. Μεγάλωσα με έναν πατέρα που υποστήριζε το Νίξον και έφτασα να είμαι υπέρ του Κένεντι. Αυτοί οι δύο ήταν το δίπολο της νεανικής μου ηλικίας. Δε φανταζόμουν ότι θα έκανα ξανά μια ταινία για κάποιον πρόεδρο. Ο Κλίντον δε με ενδιέφερε. Μετά γνώρισα τον Μπους. Στα 40 του ήταν αλήτης. Δεν είχε δουλειά, έπινε, ζούσε στη σκιά του πατέρα του. Πρέπει να δείτε την ταινία για να καταλάβετε γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος έγινε πρόεδρος», σχολίασε ο σκηνοθέτης και πρόσθεσε: «Είχα αντιταχθεί στην πολιτική κατά της τρομοκρατίας που προπαγάνδιζε η κυβέρνηση του Μπους και χαρακτηρίστηκα αντιπατριώτης. Ο Μπους ήταν ο «Πρόεδρος του Πολέμου». Μπορούσε να βομβαρδίσει τους πάντες, επειδή το ήθελε. Αυτή ήταν η εντύπωση που σχηματίστηκε στον κόσμο το 2002. Οι άνθρωποι όμως ξεχνάνε. Ο Μπους επανεκλέχθηκε από τους ίδιους ανθρώπους που τον κατηγορούσαν και τον κορόιδευαν».

Σε ερώτηση για το αν πιστεύει πως το «W.» επηρέασε το αποτέλεσμα στις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές, η απάντηση του Όλιβερ Στόουν ήταν αρνητική, καθώς, όπως σημείωσε, η ταινία του δεν προσπαθεί να στρέψει τον κόσμο εναντίον του Τζορτζ Μπους: «Βασίσαμε τη μυθοπλασία μας σε πραγματικά γεγονότα. Προσπαθήσαμε να μπούμε στη θέση του Μπους και όχι να σχολιάσουμε τις κινήσεις και τις επιλογές του. Θέλαμε να δείξουμε τον αληθινό άνθρωπο που σηκώνεται το πρωί από το κρεβάτι του και του αρέσει αυτό που βλέπει, υποστηρίζει αυτό που κάνει, γιατί πιστεύει ότι κάνει καλό. Μη φέρνετε τις ιδεολογικές σας «αποσκευές» σε αυτή την ταινία, ελάτε να δείτε τον άνθρωπο”.

ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΠΩΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ0
 ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Στη συνέχεια της συζήτησης ο σκηνοθέτης ρωτήθηκε για τις ιστορικές ανακρίβειες και τις αντιφάσεις που χρεώνουν οι κριτικοί στα έργα του. Ο ίδιος υποστήριξε ότι σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να έγιναν λάθη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο σημαντικά ώστε να ακυρώσουν το συνολικό αποτέλεσμα. Όταν η κουβέντα στράφηκε στις ταινίες του με θέμα τον πόλεμο του Βιετνάμ και τον αντίκτυπο που είχαν για τον ίδιο, αλλά και το κοινό που τις παρακολούθησε, ο Ολιβερ Στόουν είπε ότι στις τρεις ταινίες για το Βιετνάμ που σκηνοθέτησε («Πλατούν», «Γεννημένος την 4η Ιουλίου», «Heaven and earth»), προσπάθησε να προσεγγίσει το θέμα από όλες τις πλευρές. «Οι αλλαγές στις κοινωνίες και δη την αμερικανική, γίνονται, όμως, πολύ αργά. Μην πιστεύετε πως μέσω του κινηματογράφου μπορεί να αλλάξει ο κόσμος», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Σχετικά με την ταινία «Μέγας Αλέξανδρος» και τις αντιδράσεις που προκάλεσε ο τρόπος που σκιαγραφείται σε αυτήν το πρόσωπο του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα, ο Όλιβερ Στόουν είπε πως κατά τη γνώμη του ο Μέγας Αλέξανδρος είχε μια πολύ ισχυρή «θηλυκή» πλευρά και σχολίασε σχετικά: «Όσοι δεν το καταλαβαίνουν αυτό είναι στενόμυαλοι. Εγώ προσωπικά το θαυμάζω αφάνταστα διότι ήταν ένας άνδρας με δυνατή θέληση και βαθιές γνώσεις. Βοήθησε το ελληνικό πνεύμα να κρατηθεί ζωντανό».

Αναφορικά με το αν θα μπορούσε να γίνει πολιτικός, ο Στόουν παραδέχτηκε ότι μάλλον δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για μια τέτοια θέση, καθώς δεν μπορεί να κάνει χάρες για να γίνει αρεστός στους άλλους, ενώ σε ερώτηση για τις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές είπε πως στηρίζει τον Μπαράκ Ομπάμα, αλλά στις ταινίες του προτιμά να αφήνει από έξω τις προσωπικές του πολιτικές πεποιθήσεις.

Απαντώντας σε ερωτήσεις που αφορούσαν στην ελευθερία επιλογών και κινήσεων που του δίνεται από τα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο, ο Αμερικανός σκηνοθέτης τόνισε ότι από τις 17 ταινίες που έχει σκηνοθετήσει είχε σχεδόν απόλυτη ελευθερία στις 16, με μικρούς συμβιβασμούς: «Από το Salvador και μετά κάνω αυτό που θέλω στις ταινίες μου. Τα χρόνια που έρχονται, ωστόσο, θα είναι δύσκολα για τους κινηματογραφιστές. Τα μεγάλα στούντιο ασχολούνται με ταινίες μαζικής παραγωγής, χωρίς μεγάλο προϋπολογισμό, απευθύνονται στο κοινό με τετριμμένες συνταγές επιτυχίας».

Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
ΩΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ

Πολυτάλαντος σκηνοθέτης,  κορυφαία προσωπικότητα του κινηματογράφου, που συνδέει με τη δική του ιδιαίτερη ματιά την ποίηση με τη βία, το χιούμορ με το δράμα. Ο Τακέσι Κιτάνο, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ιάπωνες σκηνοθέτες,  στο masterclass που έδωσε την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου, μίλησε για τις ταινίες του, για τη ζωγραφική, αλλά και για τους φοιτητές του. Συντονιστής ήταν ο Tony Rayns, κριτικός κινηματογράφου, ειδικός στον ασιατικό κινηματογράφο. Κατά τη διάρκεια του masterclass προβλήθηκε η ταινία μικρού μήκους του Κιτάνο «Οne fine day», ένα από τα φιλμάκια του επετειακού Chacun son cinema των Καννών.

«Η τέχνη ως δημιουργική διαδικασία δεν έχει σχέση με την τέχνη ως καταναλωτικό προϊόν. Σήμερα, ωστόσο, το περισσότερο βάρος πέφτει στις κριτικές, στις δημόσιες σχέσεις, στους dealers. Η κατάσταση έχει ξεφύγει από τα χέρια του καλλιτέχνη». Οι πιο δημοφιλείς ταινίες μου είναι ταινίες δράσης ή αρχετυπικά δράματα, όμως δεν μπορώ να επαναλαμβάνω τον εαυτό μου. Σε αυτό το φιλμ πέθανα ως καλλιτέχνης, με την επόμενη θα αναγεννηθώ», σχολίασε ο Τακέσι Κιτάνο για την τελευταία ταινία του «Ο Αχιλλέας και η χελώνα». Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός ζωγράφου που αποζητά την αναγνώριση, ενώ οι πίνακες του ήρωα είναι πρωτότυπα έργα του Κιτάνο, ο οποίος, όπως είπε, προσπαθεί συνειδητά να παραμείνει ερασιτέχνης ζωγράφος.

«Δε θέλω να ζωγραφίσω το πορτρέτο ενός αποτυχημένου καλλιτέχνη», εξήγησε όταν ρωτήθηκε γιατί ένιωσε την ανάγκη να ασχοληθεί με την καλλιτεχνική αποτυχία. «Θέλω να δείξω τον εσωτερικό διάλογο για την τέχνη και την καλλιτεχνική δημιουργία. Η τέχνη είναι κάτι τρομακτικό, «επιμολύνει» τον περίγυρο του καλλιτέχνη και μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα».

Ο ίδιος ο Κιτάνο βρέθηκε αντιμέτωπος με την αποτυχία: «Τελειώνοντας τη «Sonatina» είχα πλέον φανατικούς φίλους στη Δύση, αλλά στην Ιαπωνία είχα σημειώσει παταγώδη εισπρακτική αποτυχία. Σκεφτόμουν ότι ίσως να μην έχω ταλέντο. Ακολούθησαν προσκλήσεις σε φεστιβάλ του εξωτερικού και εκεί είδα ότι οι ταινίες μου άρεσαν. Στην Ιαπωνία το κοινό με είχε χαρακτηρίσει ως έναν κωμικό της τηλεόρασης που γυρίζει ταινίες για την πλάκα του. Μετά τα «Πυροτεχνήματα» έγινα ξαφνικά... δάσκαλος».

Τα τελευταία χρόνια ο Τακέσι Κιτάνο διδάσκει στη σχολή κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Τεχνών του Τόκιο. «Δεν μπορείς να πεις αυτό που κάνω διδασκαλία, γιατί δεν μπορεί να διδάξει κανείς το πως κάνει ταινίες. Βγαίνω με τους φοιτητές μου για φαγητό, για ποτό, συζητάμε, περνάμε καλά», σχολίασε σχετικά.

Ο Τακέσι Κιτάνο ρωτήθηκε και για τη σχέση του με τη γιαπωνέζικη μαφία, συχνό θέμα των ταινιών του. Μάλιστα, όπως σχολίασε ο Tony Rayns, κάποιοι θεωρούν και τον ίδιο μέλος της! «Δούλευα σε εργατική γειτονιά και πολλοί φίλοι μου από εκεί έγιναν μέλη της Γιάκουζα και βρήκαν τραγικό θάνατο. Είναι δύσκολο να αποτυπώσεις στον κινηματογράφο την πραγματική εικόνα του χώρου και δε θα ήθελα να με εκτελέσουν παλιοί φίλοι επειδή έκανα την ιστορία τους ταινία», είπε αστειευόμενος ο σκηνοθέτης.

Σε ερώτηση σχετικά με τα αυτοβιογραφικά στοιχεία των ταινιών του, ο Κιτάνο ανέφερε: «Μετά από τόσα χρόνια στην τηλεόραση, έχω γνωρίσει πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους εκτός του κινηματογραφικού χώρου. Χωρίς να το καταλάβω αυτή η εμπειρία συσσωρεύεται ως γνώση και ενδεχομένως όταν αναζητώ κάποια στοιχεία να αντλώ από αυτήν».

Ανήσυχος δημιουργός, ο Τακέσι Κιτάνο δε φαίνεται να βασίζεται στις δοκιμασμένες συνταγές. «Είχα βαρεθεί τα σταθερά μονοπλάνα, για αυτό δοκίμασα τις πανοραμικές λήψεις, αλλά σιγά-σιγά το βαριέμαι και αυτό». «Είδαμε πίνακες σε στιλ Άντι Γουόρχολ, να περιμένουμε και ταινίες τέτοιου τύπου;» τον ρώτησε ο Tony Rayns, για να λάβει ως απάντηση το αινιγματικό χαμόγελο του Ιάπωνα σκηνοθέτη.

ΜΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
ΤΟΥ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ
        
Η δουλειά του Τέρενς Ντέιβις τον κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα στους σύγχρονους Βρετανούς σκηνοθέτες. Σκέφτεται με κινηματογραφικούς όρους και καταλαβαίνει τον κινηματογράφο με τρόπο μοναδικό. Οι ταινίες του είναι πολύ προσωπικές, επειδή εμπνέεται από τα συναισθήματά του και καταθέτει τα βιώματά του. Για το ξεχωριστό και βαθιά βιωματικό έργο του μίλησε ο Βρετανός δημιουργός, στο masterclass που παρέδωσε την Πέμπτη 20 Νοεμβρίου.

Ο διακεκριμένος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός αλλά και συγγραφέας, που αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές μορφές του ανεξάρτητου βρετανικού κινηματογράφου, αποκαλύπτεται μέσα από το πλήρες αφιέρωμα στο έργο του, που πραγματοποιεί το τμήμα Ημέρες Ανεξαρτησίας του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη του Βρετανικού Συμβουλίου. Συντονιστής του masterclass ήταν ο Βρετανός κριτικός κινηματογράφου Τζεφ Άντριου.

Ανοίγοντας το masterclass ο Τέρενς Ντέιβις, μίλησε για την τελευταία του δουλειά, ένα ιδιότυπο ντοκιμαντέρ για τη γενέθλια πόλη του, το Λίβερπουλ. Το «Για το χρόνο και την πόλη» «Of time and the city») σηματοδοτεί και την επιστροφή του στον κινηματογράφο έπειτα από 8 χρόνια υποχρεωτικής απουσίας, ελλείψει κονδυλίων: «Αν το για το χρόνο και την πόλη» αποτελέσει το τελευταίο μου φιλμ, πράγμα που είναι πολύ πιθανό να συμβεί, δε θα είναι καθόλου άσχημο φινάλε. Είναι μια ταινία που πραγματοποιήθηκε με πολύ ταπεινό προϋπολογισμό και με πολύ ταπεινές προθέσεις. Ήδη, όμως, την έχουν ζητήσει σε 87 φεστιβάλ», τόνισε, αναφερόμενος στη δυσπιστία με την οποία τον αντιμετωπίζουν οι φορείς του βρετανικού κινηματογράφου.

«Με αφορμή το γεγονός ότι το «Λίβερπουλ» είναι η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2008, οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν 3 ταινίες σχετικές με την πόλη. Υπήρχαν 157 υποψηφιότητες και δεν πίστευα ότι η δική μου πρόταση θα επιλεγόταν, αλλά τελικά αυτό έγινε», συνέχισε ο Βρετανός δημιουργός και επισήμανε: «Είχα ήδη γυρίσει ταινίες μυθοπλασίας για το Λίβερπουλ, με βάση τις παιδικές μου αναμνήσεις, για αυτό δεν με ενδιέφερε να κάνω κάτι τέτοιο ξανά. Σκέφτηκα λοιπόν να αναπαραστήσω την εποχή χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό από τη δεκαετία του 1950, όχι όμως δημιουργώντας ένα συμβατικό ντοκιμαντέρ. Δεν πρόκειται για μια αντικειμενική παρουσίαση της εποχής».

Ο Βρετανός κινηματογραφιστής, ο οποίος μεγάλωσε σε μια αυστηρή καθολική οικογένεια, πλέον δηλώνει άθεος, μίλησε και για την επώδυνη σχέση του με τη θρησκεία: «Ήμουν πολύ θρησκευόμενο παιδί. Πίστευα πραγματικά ότι, αν ζω σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας, θα οδηγηθώ στην αγιοσύνη. Θεωρούσα μάλιστα ότι κάθε αμφιβολία για την ύπαρξη του Θεού, είναι έργο του διαβόλου. Ωστόσο, όταν ήμουν απελπισμένος και πήγαινα συχνά για να προσευχηθώ, δεν είχα από το Θεό καμία απάντηση για να απαλύνει την απελπισία μου. Ένιωθα ολομόναχος σε μία άβυσσο. Ήθελα να είμαι φυσιολογικός, όπως όλοι οι άνθρωποι, αλλά δεν ήμουν. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι όλα ήταν ένα ψέμα. Ήταν απαίσιο», είπε εμφανώς φορτισμένος συναισθηματικά ο 63χρονος Βρετανός δημιουργός και συμπλήρωσε: «Η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει Θεός, μου στοίχισε πολύ όταν έχασα δικούς μου ανθρώπους, καθώς γνώριζα ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή και δεν πρόκειται να τους ξαναδώ. Ειδικά όταν έχασα τη μητέρα μου, η οποία ήταν η αγάπη της ζωής μου. Θα έδινα ό,τι έχω και δεν έχω για να ξανακούσω τη φωνή της μία ακόμη φορά. Αλλά δεν θα την ακούσω ξανά...».

Αναφερόμενος στην αυτοβιογραφική του ταινία «Η μεγάλη μέρα τελειώνει» «The long day closes»), 1992, ο Ντέιβις μίλησε για την ανακάλυψη της σεξουαλικής του ταυτότητας: «Η ιστορία του «Η μεγάλη μέρα τελειώνει» είναι απλοϊκή, αλλά και επική για εμένα προσωπικά. Η παιδική μου ηλικία τελείωσε στα 11 μου, μέσα σε μια στιγμή, όταν συνειδητοποίησα ότι είμαι ομοφυλόφιλος, πράγμα που εκείνη την εποχή αποτελούσε ποινικό αδίκημα. Ξέρω πώς είναι να σε απεχθάνονται, επειδή το έχω ζήσει. Για αυτό και νιώθω υπέροχα όταν εισπράττω την αποδοχή κάποιων θεατών. Θέλω οι ταινίες μου να είναι ειλικρινείς και αληθινές», υπογράμμισε και συνέχισε: «Έχω εμμονή με την έννοια του χρόνου και με το πώς παραβιάζεται στον κινηματογράφο. Όταν τελειώνει μια σκηνή, δε με ενδιαφέρει ποια εξέλιξη ακολουθεί, αλλά ποιο συναίσθημα έρχεται. Στην αφήγηση των ιστοριών μου, προσπαθώ να είναι ισχυρή η συναισθηματική γραμμή». Ο Βρετανός σκηνοθέτης ανέφερε επίσης πως δεν παρακολουθεί τις παλαιότερες ταινίες του: «Δε χρειάζεται να τις ξαναδώ, επειδή υπάρχουν μέσα μου».

ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΛΛΟΣ
                                        
Με αφορμή την προηγούμενη ταινία του, «Το σπίτι της ευθυμίας» («The house of mirth»). 2000, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Ίντιθ Γουόρτον, ο Ντέιβις παραλλήλισε τη Νέα Υόρκη των τελών του 19ου αιώνα, όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση της ταινίας, με την σύγχρονη πραγματικότητα στην αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία.

«Η κοινωνία της Νέας Υόρκης στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν ιδιαίτερα αυστηρή. Σε μεγάλο βαθμό, θυμίζει την τυπολατρία και την καταπίεση που χαρακτηρίζουν ένα επαγγελματικό γεύμα στο Λος Άντζελες, μεταξύ ανθρώπων του κινηματογράφου. Υπάρχουν ένας σωρός απαγορεύσεις, που κανείς δεν σου τις λέει, αλλά ξέρεις ότι υπάρχουν. Απαγορεύεται να κάνεις κουβεντούλα για άσχετα θέματα, απαγορεύεται να παραγγείλεις ένα τζιν τόνικ πριν από το γεύμα επειδή θα σε θεωρήσουν αμέσως αλκοολικό, δεν υπάρχει χιούμορ... Είναι μια αφόρητη κατάσταση, που για να την αντέξεις χρειάζεσαι οπωσδήποτε ένα τζιν τόνικ! Αλλά δεν γίνεται να το ζητήσεις...», είπε χαριτολογώντας, και συμπλήρωσε: «Εξίσου ανυπόφορα είναι και τα αντίστοιχα πάρτι, όπου κάθομαι μόνος στη γωνία, αμήχανος... Είναι πραγματικό μαρτύριο. Όλοι οι υπόλοιποι μοιάζουν με κινηματογραφιστές, αλλά εγώ μοιάζω με λογιστή! Οι εύκολες φιλίες που υπάρχουν στον αμερικανικό κινηματογραφικό χώρο είναι τρομακτικές. Βλέπεις εγκάρδιους χαιρετισμούς και φιλιά μεταξύ ανθρώπων που παριστάνουν ότι γνωρίζονται. Η ανταγωνιστικότητα οδηγεί σε αδίστακτες συμπεριφορές».

Ποιος θα ήθελε, τελικά, να είναι; «Θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος. Κάποιος πανέμορφος, με υπέροχο σώμα και ηλίθιος. Πραγματικά ηλίθιος. Αυτός ο συνδυασμός είναι όντως αήττητος, πιστέψτε με!».

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΓΟΝΙΔΙΑ ΜΟΥ

Έχει ντύσει με τη μουσική του ορισμένες από τις αξέχαστες ταινίες των τελευταίων χρόνων, όπως το «Βαβέλ», τα «Ημερολόγια μοτοσικλέτας», το «Brokeback Mountain», τα «21 γραμμάρια». Ο βραβευμένος με δύο Όσκαρ Μουσικής, αργεντινός συνθέτης Γουστάβο Σανταολάγια, στο masterclass που έδωσε την Παρασκευή 21 Νοεμβρίου, μίλησε, για τον ιδιαίτερο τρόπο που προσεγγίζει μουσικά τις κινηματογραφικές ταινίες, για τη ζωή του και πώς μπήκε στη μουσική βιομηχανία, αλλά και για δύο νέες ταινίες στις οποίες θα γράψει μουσική.

Ανοίγοντας το masterclass, ο Γουστάβο Σανταολάγια, μίλησε για τις επιλογές που έκανε στη ζωή του από μικρή ηλικία και καθόρισαν την εξέλιξη του στον χώρο της μουσικής, της παραγωγής και της σύνθεσης, αποκαλύπτοντας στο κοινό ότι ποτέ δεν κατάφερε να διαβάσει ή να γράψει μουσική σε παρτιτούρες: «Στα 10 μου χρόνια η καθηγήτρια μουσικής που είχα, τα παράτησε λέγοντας στη μητέρα μου ότι έχω πολύ καλό μουσικό αυτί, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο για τη μουσική θεωρία. Από τότε άρχισα να γράφω τα δικά μου τραγούδια φτιάχνοντας μικρά συγκροτήματα. Στη ζωή μου η μουσική είχε μεγάλη σχέση με τις πνευματικές μου αναζητήσεις. Στράφηκα στις ανατολίτικες θρησκείες και πέρασα ένα διάστημα σε κοινόβιο. Ήξερα όμως ότι ήθελα να αφιερώσω τη ζωή μου στη μουσική».

Η τεταμένη πολιτική κατάσταση στην Αργεντινή και οι προσωπικές του αναζητήσεις οδήγησαν τον Γουστάβο Σανταολάγια να εγκαταλείψει την πατρίδα του το 1978. Μετακομίζοντας στο Λος Αντζελες ξεκίνησε να εργάζεται στη μουσική βιομηχανία ως παραγωγός. Στη συνέχεια ξεκίνησε τη δισκογραφική του εταιρεία πετυχαίνοντας την αναγνώριση που ήθελε, ενώ παράλληλα ηχογραφούσε τη μουσική που έγραφε για προσωπική του χρήση. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, την οποία «έντυσε» με μουσική του, ήταν το «She dances alone» (1981), του Ρόμπερτ Ντόρνχελμ. «Μου αρέσει να γράφω τη μουσική πρώτα με βάση το σενάριο και τις συζητήσεις που κάνω με τον σκηνοθέτη και όχι αφού έχει γυριστεί η ταινία. Από τις εντυπώσεις που αποκομίζω γράφω στην αρχή μια μελωδία και σταδιακά μου βγαίνει όλη η σύνθεση. Αφού δω την ταινία μπορεί να επιμηκύνω ή να μειώσω ορισμένα κομμάτια, όπως έκανα στο «Brokeback Mountain». Παίζω μουσική με όργανα που πολλές φορές δεν γνωρίζω όπως το oύτι («Βαβέλ»), διότι η απειρία μου με οδηγεί στο να ανακαλύψω διαφορετικό τρόπο παιξίματος από τον συνηθισμένο και διαφορετικό ύφος», σημείωσε χαρακτηριστικά ο συνθέτης.

Μιλώντας για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στη σύνθεση της μουσικής για την ταινία «Βαβέλ», ο Γουστάβο Σανταολάγια υπογράμμισε: «Έπρεπε να βρούμε μια μουσική που να συνδέει τους τρεις διαφορετικούς γεωγραφικούς τόπους. Δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε παραδοσιακή μουσική από την κάθε περιοχή γιατί δεν θέλαμε η ταινία να μοιάζει με ντοκιμαντέρ. Το ούτι μας βοήθησε σε αυτή την περίπτωση και μας άφησε περιθώρια για “παιχνίδι”».

Για τον Γουστάβο Σανταολάγια, η μουσική πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ καθώς μπορεί να καταστρέψει ή να βελτιώσει μια σκηνή: «Δε μου αρέσουν οι ταινίες που η μουσική παίζει συνεχώς από την αρχή έως το τέλος τους. Η χρήση των παύσεων στη μουσική μιας ταινίας είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς οι σιωπές «τραβούν» τον θεατή μέσα στην ταινία», εξήγησε.

Για τη μουσική του ντοκιμαντέρ «Cafe de los maestros», το οποίο προβάλλεται στο 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και φέρει την υπογραφή του, ο Γουστάβο Σανταολάγια επισήμανε: «Στην Αργεντινή το τάνγκο ήταν παντού. Ο πατέρας μου το τραγουδούσε κάθε πρωί, το ακούγαμε στα ραδιόφωνα, είναι στα γονίδια μου. Σεβόμουν πάντα αυτή τη μουσική, η οποία είναι ταυτοχρόνως λαϊκή, αλλά τόσο περίπλοκη μουσικά. Ήξερα ότι κάποια στιγμή στη ζωή μου θα παραδινόμουν στη μαγεία του. Ένιωθα σαν να με περίμενε. Πολλοί παρομοιάζουν το «Cafe de los maestros» με το «Buena Vista Social Club», το οποίο και λατρεύω, όμως έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους».

ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΑ
ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΜΟΥ, ΟΧΙ ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ
         
Απαντώντας στις ερωτήσεις του κοινού, σχετικά με το κινηματογραφικό κατεστημένο, τις δυσκολίες που συνάντησε σ’ αυτό ως συνθέτης, αλλά και το τι σημαίνουν για αυτόν τα Όσκαρ που έχει κερδίσει, ο Γουστάβο Σανταολάγια, είπε: «Ορισμένοι προσπαθούσαν να με μειώσουν και να με απορρίψουν. Σχολίαζαν το γεγονός ότι δεν μπορώ να διαβάσω ή να γράψω μουσική. Τα βραβεία που πήρα όλα αυτά τα χρόνια είναι μια αναγνώριση για το έργο μου. Το Όσκαρ για το «Brokeback Mountain» ήταν μια αναγνώριση, ενώ το δεύτερο για το «Βαβέλ» ήταν μια επιβεβαίωση της μουσικής μου, η οποία ήταν λιτή χρησιμοποιώντας λίγα όργανα».

Ο Γουστάβο Σανταολάγια αποκάλυψε ότι αυτή την περίοδο γράφει μουσική για δύο νέες ταινίες, το «Biutiful», του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου («Βαβέλ», «21 γραμμάρια») και το «On the road», του Βάλτερ Σάλες («Ημερολόγια μοτοσικλέτας»), βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Τζακ Κέρουακ. «Το «Biutiful» αφηγείται μια πανανθρώπινη ιστορία, η οποία γυρίζεται στη Βαρκελώνη, με θέμα, τρεις εθνότητες: κινέζους, ισπανούς και αφρικανούς. Πήγα στη Βαρκελώνη και άρχισα να ηχογραφώ κινέζους μουσικούς, αφρικανούς και τσιγγάνους, οι οποίοι έπαιζαν gospel. Ήταν απίστευτο. Συλλέγω αυτά τα στοιχεία, πηγαίνω και στις γειτονιές που θα γίνουν τα γυρίσματα και με κάποιον τρόπο όλα αυτά θα αποτυπωθούν στην ταινία. Από την άλλη για το «On the road», η πρόκληση είναι μεγάλη. Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα καθώς η beat γενιά άκουγε πολύ μουσική και συγκεκριμένα τζαζ, όπως αυτή που έπαιζε ο Τσάρλι Πάρκερ».

Κλείνοντας το masterclass, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, ο Γουστάβο Σανταολάγια έπαιξε μουσική από τις ταινίες «Brokeback Mountain» και «Βαβέλ».

Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΣΜΟΑΝΤΙΛΗΨΗ
 Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ΑΦΟΜΟΙΩΝΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΟΙ ΗΘΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ

Ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο του κινηματογράφου του Μάνου Ζαχαρία. Ο άνθρωπος και τα μεγάλα διλήμματα που καλείται να αντιμετωπίσει σε κάποια στιγμή της ζωής του, τότε που έρχεται αντιμέτωπος με το νόμιμο και το ηθικό. Όπως ο ήρωας της ταινίας του «Εκτέλεση», απόσπασμα της οποίας προβλήθηκε στο masterclass που έδωσε ο σκηνοθέτης, την Παρασκευή 21 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο του πλήρες και αναδρομικού αφιερώματος στο έργο του, που πραγματοποιεί το 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

«Με αυτή την πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση κορυφώνεται το αφιέρωμα που χρωστούσε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Μάνο Ζαχαρία αλλά και στο κοινό, όπως αποδεικνύουν οι γεμάτες αίθουσες στις προβολές των ταινιών του», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσφωνώντας το δημιουργό, ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Χωραφάς.

Ο κριτικός κινηματογράφου Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, ο οποίος συντόνισε τη συζήτηση, χαρακτήρισε το Μάνο Ζαχαρία «πλήρη και ιδανικό άνθρωπο, με γνώμονα τη βαθύτερη ηθική της φιλοσοφίας» αλλά και «πατέρα του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου».

«Η σκηνοθεσία δε διδάσκεται για αυτό κι εγώ δεν πρόκειται να κάνω διδασκαλία αλλά να μοιραστώ κάποιες σκέψεις για τον κινηματογράφο», ξεκαθάρισε ο Μάνος Ζαχαρίας ανοίγοντας το masterclass. «Ο δάσκαλός μου ο Μιχαήλ Ρομ μας είπε στο πρώτο μάθημα ότι σκηνοθέτης μπορεί να γίνει οποιοσδήποτε ελάχιστα γραμματιζούμενος άνθρωπος. Πράγματι, κάποιος που γνωρίζει τη γλώσσα του κινηματογράφου μπορεί να κάνει ταινίες, αλλά για να προχωρήσει την τέχνη του ένα βήμα μπροστά χρειάζεται να έχει το χάρισμα. Το ταλέντο δε διδάσκεται. Καλλιεργείται με τη δουλειά, με τις εμπειρίες, αλλά δε διδάσκεται. Η σκηνοθεσία τελικά είναι κοσμοαντίληψη, είναι ο τρόπος που αφομοιώνεις τον κόσμο, οι ηθικές αξίες», σημείωσε ο σκηνοθέτης.

Για το Μάνο Ζαχαρία δύο είναι τα βασικά ερωτήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο δημιουργός: η επιλογή του θέματος και η μεταγραφή του σε εικόνες: «Το θέμα στον κινηματογράφο είναι η ιστορία, το μέλλον, οι ηθικές αξίες και, για αυτό, δεν αρκεί η κινηματογραφική παιδεία. Ο σκηνοθέτης πρέπει να ξέρει επιστήμες, ψυχολογία, ζωγραφική. Όσο πλαταίνει τους ορίζοντές του τόσο πλαταίνει τη δυνατότητα των επιλογών του. Την πραγμάτωση του θέματος σε εικόνες καθορίζουν πλέον η αισθητική, η ηθική, το μέτρο. Ο Στανισλάφσκι έλεγε ότι ο σκηνοθέτης του θεάτρου πρέπει να διαλυθεί μέσα στον ηθοποιό. Ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου πρέπει να διαλυθεί μέσα στον ηθοποιό, τον σεναριογράφο, τον σκηνογράφο, το μουσικό. Χρειάζεται να έχεις το χάρισμα για καθοδηγήσεις όλους αυτούς προς το δικό σου σκοπό».

Κατά τη διάρκεια του masterclass προβλήθηκαν αποσπάσματα από τις ταινίες του Μάνου Ζαχαρία «Εκτέλεση» και «Η πόλη της πρώτης αγάπης». Στην «Εκτέλεση» ο σκηνοθέτης αναφέρεται στην περίοδο της χούντας στην Ελλάδα και στο ηθικό δίλημμα ενός στρατιώτη που συμμετείχε στην εκτέλεση ενός πολιτικού κρατουμένου. Όπως διηγήθηκε ο Μάνος Ζαχαρίας, όταν γυρίστηκε η ταινία, την περίοδο 1968-1969, αντιμετώπισε θέμα λογοκρισίας από τις αρχές: Είχε μεσολαβήσει η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Τσεχοσλοβακία και, κατά την επιτροπή λογοκρισίας, στην ταινία θα έπρεπε να γίνεται σαφές ότι πρόκειται για τα «κακά τανκς του ΝΑΤΟ». Τελικά το κύρος του Μιχαήλ Ρομ έπαιξε καταλυτικό ρόλο ώστε να μην αλλάξει τίποτα στο φιλμ. «Η σκηνοθεσία του Μάνου Ζαχαρία είναι ανθρωποκεντρική. Η ανθρώπινη υπόσταση είναι ηθική αφετηρία αλλά και κατάληξη», σχολίασε με αφορμή την Εκτέλεση ο σκηνοθέτης Φώτος Λαμπρινός και συμπλήρωσε: «Ο Μάνος είναι τρομερά απλός στην αφήγηση, στο καδράρισμα, στην κίνηση της μηχανής. Δε σε οδηγεί σε σκέψεις για το πλάνο, την αισθητική, ενστικτωδώς αποφεύγει το ναρκισσισμό του σκηνοθέτη».

Δωρική χαρακτήρισε τη σκηνοθεσία του Ζαχαρία και ο σκηνοθέτης Ανδρέας Πάντζης, σχολιάζοντας την ταινία του «Η πόλη της πρώτης αγάπης», η οποία αναφέρεται σε ανθρώπους που βρέθηκαν σε μια στιγμή της ζωής τους μπροστά στην ευθύνη μιας καθοριστικής απόφασης: «Ο Ζαχαρίας βγάζει τους ήρωες από τη μυθοπλασία, το χώρο και το χρόνο, παραθέτει δύο μονολόγους χωρίς να μας δίνει τις απαντήσεις. Εμείς καλούμαστε να βγάλουμε μόνοι μας τα συμπεράσματα». «Η ταινία γυρίστηκε το 1969 και αν αναλογιστούμε ποιο ήταν τότε το επίπεδο του ελληνικού κινηματογράφου, θα αντιληφθούμε ότι ο Μάνος Ζαχαρίας είναι ένας κορυφαίος σκηνοθέτης», συμπλήρωσε ο Φώτος Λαμπρινός.

Ο Μάνος Ζαχαρίας δέχτηκε πολλές ερωτήσεις για το θέμα της παιδείας στον κινηματογράφο. Αν και κατά τη γνώμη του «η τέχνη δεν είναι θέμα μαθητείας, είναι κοσμοαντίληψη» και τα μόνα που μπορούν να διδαχτούν είναι τα στοιχεία που έχουν σχέση με το επάγγελμα, σημείωσε ότι αν δεν γίνει η Ακαδημία Κινηματογράφου δεν πρόκειται να έρθουν καλύτερες μέρες: «Η παιδεία μπορεί να μην έχει άμεσα αποτελέσματα αλλά όσο αργούμε τόσο το χειρότερο, τα νέα παιδιά πρέπει να πάρουν γερές βάσεις».

Σε ερώτηση γιατί δεν έκανε ποτέ μια ταινία με θέμα τον ελληνικό εμφύλιο, ο Μάνος Ζαχαρίας σχολίασε: «Ο ελληνικός εμφύλιος δεν είχε διεθνείς διαστάσεις, ήταν ο πρώτος εμφύλιος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ένας ταξικός πόλεμος. Σε όλη την Ευρώπη τιμήθηκε η αντίσταση και εδώ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε, ενώ οι δοσίλογοι παρασημοφορήθηκαν. Είναι ένα θέμα τραυματικό, σκληρό. Δεν σας κρύβω ότι το φοβάμαι».

Ρέα Κατσανεβάκη

49ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

Το www.cinemainfo.gr είναι ένα website αφιερωμένο στην κινηματογραφική τέχνη και τους συντελεστές της. Μια δημιουργία του www.internetinfo.gr

2006-2008 © www.CINEMAINFO.GR