49o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟY ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΜΕ ΤΟΝ ΝΤΑΦΟΕ ΚΑΙ ΤΟ ΤΖΟΜΠΣΟΝ
Τελειώνει σήμερα το 49ο Φεστιβάλ Διεθνούς Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και σίγουρα κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του ήταν οι συναντήσεις με εξέχουσες προσωπικότητες της διεθνούς κινηματογραφικής σκηνής.
Για το τέλος λοιπόν φυλάξαμε το masterclass του Γουίλεμ Νταφόε, πρωταγωνιστή διεθνούς φήμης (ποιος δεν τον θυμάται άραγε στο «Platoon», του Όλιβερ Στόουν, ο οποίος παρευρέθηκε και αυτός φέτος στο φεστιβάλ), ο οποίος έχει κεντρικό ρόλο στην τελευταία ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, «Η σκόνη του χρόνου». Η συνεργασία του με τον τελευταίο αλλά και η δουλειά του με σπουδαίους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως και ο τρόπος που προσεγγίζει τους ρόλους του, υπήρξαν τα βασικά θέματα στα οποία κινήθηκε η συζήτηση το Σάββατο 23 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, στο Λιμάνι. Παράλληλα ο αναγνωρισμένος Αμερικανός ηθοποιός παρέλαβε τιμητική πλακέτα για την προσφορά του στον κινηματογραφικό χώρο.
Η ΑΠΟΤΥΧΊΑ ΒΟΗΘΑ
ΣΕ ΤΑΡΑΚΟΥΝΑ
ΣΕ ΞΑΝΑΒΑΖΕΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΣΟΥ
Ο Γιώργος Χωραφάς παρουσίασε τον Γουίλεμ Νταφόε στο κοινό, λέγοντας πως είναι ένας καλλιτέχνης που έχει προσφέρει πολλά, τόσο στους θεατές των ταινιών του, όσο και στους σκηνοθέτες με τους οποίους έχει συνεργαστεί. «Είναι ένας άνθρωπος με πολλά ταλέντα αλλά το πιο μεγάλο του ταλέντο είναι η ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζει ότι κάνει», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Χωραφάς.
Ανοίγοντας το masterclass, o Γουίλεμ Νταφόε αναφέρθηκε στο ξεκίνημα της καριέρας του με το θεατρικό γκρουπ Theater X, του οποίου ήταν ιδρυτής καθώς και στον πρώτο του μικρό ρόλο στην ταινία «Heaven's gate»: «Το θέατρο μου έμαθε να εμβαθύνω στους χαρακτήρες των ρόλων μου. Ο ρόλος μου στο «Heaven's gate» ήταν η πρώτη μου συμμετοχή σε ταινία των στούντιο, όμως είχαν προηγηθεί αρκετές συνεργασίες μου σε ταινίες μικρού μήκους ανεξάρτητων σκηνοθετών».
Μετά την προβολή ενός χαρακτηριστικού αποσπάσματος από το «Platoon», o Γουίλεμ Νταφόε μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο προετοιμάζεται για τους ρόλους του: «Μερικές φορές χρειάζεται μεγάλη έρευνα και προετοιμασία για να προσεγγίσεις ένα ρόλο, άλλοτε γίνεται πιο εύκολα. Τα κοστούμια ή για παράδειγμα τα ψεύτικα δόντια που φορούσα στο «Wild at heart», του Ντέιβιντ Λιντς, με οδήγησαν να βρω εύκολα το κλειδί του χαρακτήρα. Συχνά έχεις κάποιες τεχνικές σαν άσσο στο μανίκι σου, αν για παράδειγμα υπάρχει μία ιδιαίτερη γλώσσα ή προφορά έχεις μια αφετηρία από την οποία ξεκινάς».
Ειδικότερα για το ρόλο του στην ταινία Ο τελευταίος πειρασμός, διάβασε, όπως είπε, φιλοσοφικά δοκίμια για την αγάπη και την συγχώρεση, ενώ χαρακτήρισε σπουδαία τη συνεργασία του με τον Μάρτιν Σκορτσέζε, ο οποίος του έδωσε μία εξαιρετική βάση για να προσεγγίσει το ρόλο του: «Ο Σκορτσέζε είχε ήδη φτιάξει την ταινία στο μυαλό του και ήξερε τι έπρεπε να γίνει. Ήταν ένα χαμηλού προϋπολογισμού φιλμ, οι σκηνές γυρίστηκαν μόνο 3 φορές, με αποτέλεσμα να μη χάνεται η ενέργεια, κάτι που νομίζω πως φαίνεται στο αποτέλεσμα».
Ουσιαστικό προσόν για ένα σκηνοθέτη, σύμφωνα με τον Willem Dafoe, είναι «το πάθος του για αυτό που κάνει, το να σου παρέχει ένα καλό σκηνικό και να σου εξηγεί τι θέλει από σένα. Το να σε καλεί να γίνεις ένας ουσιαστικός παράγοντας στην ιστορία του και μετά να σε αφήνει να την οδηγείς εσύ». Και όταν μια ταινία δε γνωρίζει επιτυχία; «Η αποτυχία βοηθά. Δεν μπορείς να καθορίζεις την πορεία σου μόνο μέσα από τις επιτυχίες σου. Η αποτυχία σε ταρακουνά, σε ξαναβάζει στο δρόμο σου. Θέλω να έχω καλά αποτελέσματα, όμως η αποτυχία ή η επιτυχία δεν προγραμματίζονται», σημείωσε σχετικά ο ηθοποιός.
Για τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ηθοποιό και το σκηνοθέτη που μπορεί να είναι και συγκρουσιακή, ο Νταφόε δήλωσε ότι «παραδίνεται» στον σκηνοθέτη και γίνεται φορέας της επιθυμίας του: «Κάποιες φορές το ένστικτό μου μπορεί να μου λέει ότι κάτι δεν είναι σωστό, όμως την τελική ευθύνη την έχει πάντα ο σκηνοθέτης». Όταν έχει την επιλογή προτιμά να δουλεύει με ανθρώπους που θαυμάζει, ωστόσο δε διστάζει να ρισκάρει να δουλέψει με νέους δημιουργούς, αρκεί να έχουν πάθος για τη δουλειά τους. «Το πάθος τους παρασύρει και μένα», σχολίασε χαρακτηριστικά
Στη συνέχεια ο Γουίλεμ Νταφόε αναφέρθηκε στην πρόσφατη συνεργασία του με το Θόδωρο Αγγελόπουλο για την ταινία «Σκόνη του χρόνου»: «Ήθελα να γίνω πλάσμα του Τheo. Είναι πασίγνωστος για τα πλάνα σεκάνς του, είναι επίσης πολύ ακριβής σε αυτό που κάνει. Εσύ γίνεσαι ένα απειροελάχιστο κομμάτι του κόσμου του, πρέπει να μπεις σε αυτόν. Με εμπιστεύτηκε πολύ γρήγορα κι εγώ αμέσως χαλάρωσα και αφέθηκα».
Σε ερώτηση για τα Όσκαρ και τις δύο υποψηφιότητες του, απάντησε πως δε θεωρεί ότι ανήκει στο προβλέψιμο αυτό παιχνίδι με το τεράστιο παρασκήνιο, τη δημοσιότητα και τις μεγάλες καμπάνιες: «Οι δύο υποψηφιότητες προέκυψαν από το πουθενά και ήταν σα δώρο. Δεν θεωρώ όμως ότι είμαι κομμάτι αυτού του μηχανισμού ή τουλάχιστον αναπόσπαστο τμήμα του.»
Ο Γουίλεμ Νταφόε αναφέρθηκε τέλος στην ταινία που πρόσφατα ολοκλήρωσε με τον Λαρς φον Τρίερ (πρόκειται για τη δεύτερη συνεργασία του με το Δανό σκηνοθέτη μετά το «Manderlay») και στα μελλοντικά του σχέδια που περιλαμβάνουν μία συνεργασία με τη γυναίκα του σε ένα φιλμ που ετοιμάζουν μαζί αλλά και μία ταινία με τον Βιμ Βέντερς.
ΣΤΟΝ ΨΗΦΙΑΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΤΡΕΙΣ ΣΥΓΧΟΡΔΙΕΣ
ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΚΑΤΙ ΝΑ ΠΕΙΣ
(ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΚ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΚΗΝΗ)
Ποια είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που δίνει η χρήση του ψηφιακού φορμά στο σύγχρονο κινηματογράφο; Την απάντηση μας έδωσε ο Σκοτσέζος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός Ρίτσαρντ Τζόμπσον -δημιουργός του «New town killers» που περιλαμβάνεται στις Ειδικές Προβολές του Διεθνούς προγράμματος του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης -στο masterclass που παρέδωσε το Σάββατο 22 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας.
Ο Ρίτσαρντ Τζόμπσον, ο οποίος δουλεύει αποκλειστικά με ψηφιακό βίντεο, έχει ήδη γυρίσει τέσσερις low budget, ταινίες μεγάλου μήκους: «Ο χαμηλός προϋπολογισμός αποτελεί σημαντικό προτέρημα, επειδή σου επιτρέπει να πειραματιστείς, να δοκιμάσεις τις ιδέες σου. Στον συμβατικό κινηματογράφο, πολλοί σκηνοθέτες γυρίζουν μόνο μία ταινία και όλα τελειώνουν εκεί για αυτούς. Αν η ταινία δεν πάει καλά, δεν τους δίνεται η δυνατότητα να κάνουν κι άλλες. Ισχύει ό,τι ακριβώς και στη μουσική βιομηχανία, όπου έχεις μόνο μια ευκαιρία για να σημειώσεις επιτυχία. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι πολύ λυπηρό», τόνισε ο σκηνοθέτης, ο οποίος από την εφηβεία του κιόλας υπήρξε τραγουδιστής και στιχουργός του punk συγκροτήματος The Skids, ενώ στην συνέχεια δούλεψε ως τηλεπαρουσιαστής, για να περάσει τελικά στο χώρο του κινηματογράφου. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι «στη Βρετανία τουλάχιστον, ο κινηματογράφος αποτελεί ένα χόμπι για πλούσιους. Είναι κάτι που με ενοχλεί, αλλά πρέπει πάντα να χρησιμοποιείς το θυμό σου δημιουργικά, γιατί αλλιώς θα κουβαλάς πικρία μέσα σου και τελικά αυτό θα σκοτώσει τη δημιουργικότητά σου».
Ο Ρίτσαρντ Τζόμπσον αναφέρθηκε στην συνέχεια στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει. «Ξεκίνησα το 2003 και κατά μέσο όρο γυρίζω μία ταινία κάθε ενάμιση χρόνο. Ακολουθώ πιστά το πλάνο μου και μέχρι στιγμής αποδίδει. Η πρώτη μου ταινία, το «Sixteen years of alcohol», στοίχισε γύρω στις 400.000 στερλίνες. Η δεύτερη, το «The purifiers», κόστισε τόσο λίγα που δεν θυμάμαι καν το ποσό. Πρέπει να ήταν γύρω στις... 50 πένες! Κατόπιν, γύρισα το «A woman in winter», με προϋπολογισμό 300.000 στερλίνες και η νέα μου ταινία, «New town killers», είναι η ακριβότερη όλων, με συνολικό κόστος 1 εκατ. στερλίνες», είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε: «Πάντοτε ξεκινώ γνωρίζοντας εκ των προτέρων τον προϋπολογισμό. Αντίθετα μάλιστα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες κινηματογραφικές παραγωγές, στις δικές μου ταινίες το κόστος δεν πρόκειται να αυξηθεί στην πορεία. Η ψηφιακή τεχνολογία σου δίνει τη δυνατότητα να διατηρήσεις τον έλεγχο της κατάστασης».
Παράλληλα, υπερασπίστηκε την αισθητική του ψηφιακού φορμά: «Πριν από την είσοδο του high definition, o ψηφιακός κινηματογράφος έμοιαζε πολύ επίπεδος, έλειπε εντελώς το βάθος πεδίου. Πλέον, όμως, αυτό έχει αλλάξει. Η ψηφιακή εικόνα δε μου αρέσει μόνο για λόγους οικονομίας, αλλά κυρίως για την αισθητική και για την ταχύτητά της. Κάποιος σχολίασε τις ταινίες μου, που είναι γυρισμένες σε high definition, χαρακτηρίζοντάς τες υπερβολικά θορυβώδεις και γρήγορες. Εγώ, όμως, ενθουσιάστηκα! Επιπλέον, η ψηφιακή καταγραφή σου δίνει τη δυνατότητα να δεις τι τράβηξες την ίδια στιγμή και να διορθώσεις άμεσα τα λάθη στο γύρισμα. Τέλος, κάνει ευκολότερη την επεξεργασία μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή καθώς και την προσθήκη ειδικών εφέ».
Ο 48χρονος Σκοτσέζος, που χρησιμοποιεί ουκ ολίγα στοιχεία δράσης και πολεμικών τεχνών στις προσωπικές του δημιουργίες («από την παιδική μου ηλικία, λάτρευα τις ταινίες κουνγκ φου»), υποστήριξε επίσης ότι στο έργο του η εικόνα και το sound designing είναι σημαντικότερα στοιχεία από ό,τι το σενάριο: «Ο διάλογος δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο στις ταινίες μου. Δε μου αρέσουν τα δράματα κλειστού χώρου. Η εικόνα δύο ανθρώπων που κάθονται σε μια καφετέρια και φλυαρούν, ταιριάζει στην τηλεόραση και όχι στον κινηματογράφο. Θέλω να υπάρχει οπτική γλώσσα, να μιλάει η εικόνα, με τη βοήθεια της μουσικής και των ήχων. Ίσως οι ταινίες μου να υστερούν στην αφήγηση, αλλά είναι όμορφες στην εικόνα και είμαι περήφανος για αυτό. Για μένα προσωπικά ο κινηματογράφος ήταν μια διέξοδος, για αυτό δε μου αρέσει ο ρεαλιστικός κινηματογράφος. Προτιμώ μια ταινία να σε βάζει σε έναν άλλο, μυστηριώδη κόσμο».
Με αφορμή την μικρού μήκους ταινία του «I am digital», ο Τζόμπσον μίλησε για τον μελλοντικό «θάνατο» του φιλμ: «Το φιλμ 35mm έχει τελειώσει, είναι θέμα χρόνου να χάσει τα πρωτεία. Σήμερα, η πλειοψηφία των ανθρώπων του χώρου κρατά περίεργη στάση απέναντι στον ψηφιακό κινηματογράφο, ωστόσο στο μέλλον οι περισσότεροι σκηνοθέτες θα γυρίζουν τις ταινίες τους ψηφιακά», υποστήριξε, διευκρινίζοντας πως «η ψηφιακή επανάσταση δε γίνεται σήμερα. Συνέβη πριν από 15-20 χρόνια, απλώς τώρα βλέπουμε τα αποτελέσματά της».
Δεν παρέλειψε, εξάλλου, να μιλήσει για τις εναλλακτικές οδούς προώθησης ταινιών που έχουν γυριστεί με ψηφιακά μέσα. «Χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, για μια ταινία δεν υπάρχουν πλέον μόνο οι κινηματογραφικές αίθουσες και το DVD. Για παράδειγμα, η Sony ενδιαφέρθηκε να δημιουργήσει ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι με βάση το «I am digital», αλλά και να αποτελέσει αφορμή για μια ταινία μεγάλου μήκους, που θα παρέχεται μέσω της κονσόλας παιχνιδιών PS3 ή μέσω κινητών τηλεφώνων. Επιπλέον, συζητώ με την Apple για τη δημιουργία μιας πλατφόρμας, που θα επιτρέπει την προβολή και πώληση ψηφιακών ταινιών μέσω του διαδικτύου».
Ο Ρίτσαρντ Τζόμπσον, που από το 2007 έχει ιδρύσει, στην πατρίδα του, το Jobson Digital Film School, μια σχολή στην οποία διδάσκει τις θεμελιώδεις αρχές του ψηφιακού κινηματογράφου, σε επίδοξους μιμητές του, ολοκλήρωσε το masterclass δίνοντας συμβουλές προς αρχάριους: «Στην σχολή μου, προσπαθώ να βοηθήσω τους σπουδαστές, δείχνοντάς τους τρόπους για να αναπτύξουν μια σεναριακή ιδέα μέσα από τις ψηφιακές δυνατότητες. Στην punk μουσική σκηνή, χρειαζόσουν απλώς τρεις συγχορδίες και να έχεις κάτι να πεις. Το ίδιο ισχύει και με τον ψηφιακό κινηματογράφο. Ένας πρωτάρης στον χώρο θα πρέπει να έχει ξεκάθαρες ιδέες για την ταινία που θέλει να κάνει, να ασχοληθεί σοβαρά και να αξιοποιήσει την εικόνα, γιατί αν επενδύσει υπερβολικά στο διάλογο θα πρόκειται για μεγάλο λάθος. Παράλληλα, θα πρέπει να βρει φιλόδοξους ηθοποιούς, αλλά και εξίσου φιλόδοξους συνεργάτες για το post-production. Και σε καμία περίπτωση να μην αφαιρεί στοιχεία από το σενάριο, εφόσον μειωθεί ο προϋπολογισμός της ταινίας, αλλά αντίθετα να αναζητεί δημιουργικές λύσεις».
Ρέα Κατσανεβάκη
ΜΕ ΤΟΝ ΝΤΑΦΟΕ ΚΑΙ ΤΟ ΤΖΟΜΠΣΟΝ
49ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ