49o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟY ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ
Ολοκληρώθηκαν οι συναντήσεις του «Κουβεντιάζοντας», παράλληλη εκδήλωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, μεταξύ σκηνοθετών και άλλων επαγγελματιών του κινηματογραφικού χώρου, στο Αντλιοστάσιο. Όπως γράψαμε ήδη σε προγενέστερο δημοσίευμα επί μια εβδομάδα σκηνοθέτες των ταινιών από όλα τα διαφορετικά τμήματα του φεστιβάλ, παραγωγοί, αγοραστές, ηθοποιοί και δημοσιογράφοι αλλά και διαπιστευμένο κοινό είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν ή και να συμμετάσχουν ενεργά σε συζητήσεις επικεντρωμένες σε θέματα που απασχολούν τους σύγχρονους δημιουργούς -από τις εμπειρίες τους κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, τη σχέση με τους ηθοποιούς και τις δυσκολίες στην ανάπτυξη και τη χρηματοδότηση των έργων τους ως την επαφή τους με το κοινό μετά τις προβολές.
Φόρουμ επικοινωνίας και συζήτησης, το οποίο προσέφερε την ευκαιρία σε επαγγελματίες ή μη του χώρου να γνωριστούν σε προσωπικό επίπεδο, να ανταλλάξουν απόψεις και να μοιραστούν τις εμπειρίες τους. Η ανεπίσημη, χαλαρή και φιλική ατμόσφαιρα μεταξύ των προσκεκλημένων βοήθησε σημαντικά στο να γνωρίσουμε καλύτερα ο ένας τον άλλο και κυρίως εκτός από την καλλιτεχνική αξία των δημιουργών και την ανθρώπινη πλευρά τους. Προσωπικά το θεωρώ από τις πιο ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις του Φεστιβάλ και περιμένω με ανυπομονησία το επόμενο στα πενηντάχρονα γενέθλια του το 2009.
ΠΟΣΟ ΕΥΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ;
Την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου συμμετέχοντες ήταν οι σκηνοθέτες: Πέτρος Σεβαστίκογλου («Τρεις στιγμές», Διεθνές Διαγωνιστικό/Ελληνικό πρόγραμμα), Σαμπόλτς Τολνάι («Η κλεψύδρα», Διεθνές Διαγωνιστικό), Κωνσταντίνος Καρύδας («Dreaming to change», Digital Wave) και Παναγιώτης Καραμήτσος («Τρυφερότητα», Ελληνικό πρόγραμμα).
«Εγώ κατάγομαι από τη Σερβία, αλλά η ταινία μου γυρίστηκε σε συμπαραγωγή με την Ουγγαρία», είπε, ξεκινώντας την κουβέντα ο Σαμπόλτς Τολνάι. Και συνέχισε: «Μιλάει για την Γιουγκοσλαβία και προσπαθεί κατά κάποιον τρόπο να ανιχνεύσει τις ρίζες των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν εκεί. Ενώ η πρώτη μου ταινία ήταν πολύ απλή, ετούτη την απόλαυσα μάλλον λιγότερο, γιατί ήταν πιο απαιτητική στα γυρίσματα και είχαμε προβλήματα με τη χρηματοδότηση. Κατανάλωνα περισσότερη ενέργεια στο οργανωτικό κομμάτι, παρά στο κινηματογραφικό! Πέρασα πολύ καιρό ψάχνοντας ντοκουμέντα για το σενάριο, επειδή η ταινία εκτυλίσσεται στο παρελθόν. Αλλά δεν ήθελα να ξεχωρίσω το τώρα με το τότε, γιατί πιστεύω πως ο χρόνος είναι ένας κύκλος και ζούμε ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες. Το σενάριό μου βασίζεται στη μυθιστορηματική τριλογία του Ντανίλο Κις. Ήμουν μικρός όταν έγινε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία και για αυτό έφυγα από τη Σερβία και πήγα στην Ουγγαρία. Όταν επέστρεψα, είχα χάσει την κοινότητά μου. Άρχισα να ψάχνω τις ρίζες μου, τα παλιά σπίτια, αλλά κανείς δεν ήταν εκεί. Για αυτό και επέλεξα αυτά τα βιβλία, γιατί συμπεριλαμβάνουν και τη δική μου ιστορία».
«Σπουδάζω στο κινηματογραφικό τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μου αρέσει να κάνω ταινίες, αυτή ήταν η πρώτη μου προσπάθεια να κάνω μια μεγάλου μήκους ταινία», συνέχισε ο νεαρός Κωνσταντίνος Καρύδας. «Δεν τα κατάφερα ακριβώς, και μου βγήκε πάλι γύρω στα 30 λεπτά. Η ίδια η ιστορία της ταινίας με βοήθησε για να την κάνω σχετικά εύκολα. Εγώ απόλαυσα πολύ τη διαδικασία, δεν ξέρω για τους υπόλοιπους! Κύλησε όμορφα και η καλύτερη φάση για μένα ήταν κατά τη διάρκεια του μοντάζ. Ένα από τα όνειρα που παρουσιάζονται στην ταινία μου, το είχα δει στην πραγματικότητα και από κει ξεκίνησαν όλα. Άρα η προσωπική μου ζωή είναι εκεί», υπογράμμισε μεταξύ άλλων ο δημιουργός.
«Όλοι λένε πως η δεύτερη ταινία γίνεται πιο εύκολα, γιατί έχεις την εμπειρία από την πρώτη. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι την πρώτη φορά δεν έχεις ιδέα τι πρόκειται να ακολουθήσει, ενώ τη δεύτερη ξέρεις, και τρέμεις από το φόβο! Έχεις επίγνωση ότι ακολουθούν δυσκολίες, και ας μην ξέρεις ακριβώς ποιες είναι αυτές», παραδέχτηκε ο Πέτρος Σεβαστίκογλου. «Η ζωή τρέχει γρήγορα και το καθήκον του καλλιτέχνη είναι να συλλάβει σε εικόνες αυτή τη ζωή που καλπάζει», ανέφερε στη συνέχεια ο σκηνοθέτης. «Οπότε, σταματάμε το χρόνο και δείχνουμε στο κοινό τις στιγμές που επιλέξαμε. Στην ταινία μου, δε χρησιμοποιώ το χρόνο για να κοιτάξω πίσω, αλλά μπροστά. Το 20χρονο ζευγάρι βλέπει στο μέλλον, πώς θα είναι 20 και 40 χρόνια μετά, αν δεν τολμήσουν να δράσουν. Αυτό κάνουμε στον κινηματογράφο, διαστέλλουμε ή συστέλλουμε το χρόνο για να αναδείξουμε πράγματα. Είναι αναπόφευκτο να δίνεις κομμάτι του εαυτού σου στη δουλειά σου. Το πόσο γενναιόδωρος θα είσαι, θα κρίνει το πόσο καλός σκηνοθέτης είσαι. Το πόσο τολμάς να δείξεις αυτά που έχεις μέσα σου. Είναι σα να λες τα πάντα στον καλύτερό σου φίλο. Αν κρατάς μυστικά από το κοινό σου, δεν είσαι ένας καλός φίλος», επεσήμανε ο Πέτρος Σεβαστίκογλου.
«Η ταινία μου είναι ένα στοίχημα και μια απόδειξη ταυτόχρονα», δήλωσε ο Παναγιώτης Καραμήτσος. «Το στοίχημα ήταν πως δεν είχαμε τίποτα, ήμαστε μια ομάδα ρομαντικών καλλιτεχνών και φάνταζε πολύ δύσκολο να κάνουμε την ταινία. Τελικά κάναμε μια ρεφενέ καλλιτεχνική ταινία. Η απόδειξη είναι ότι καταφέραμε να κάνουμε την ταινία. Αυτό που θέλω να περάσω στους Έλληνες κινηματογραφιστές είναι το «Just do it», απλά κάντε το. Η πρώτη μεγάλου μήκους είναι ένα τεστ στον εαυτό σου για να μάθεις το πόσο σκηνοθέτης είσαι. Ήταν δύσκολο σαν εμπειρία, αλλά και πολύ ευχάριστο», κατέληξε ο δημιουργός.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ… ΚΡΙΤΙΚΗ
Ιδιαίτερα παθιασμένη ήταν η συζήτηση των καλεσμένων του «Κουβεντιάζοντας», που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 20 Νοεμβρίου, στο Αντλιοστάσιο. Στη συζήτηση, που συνεχίστηκε πέρα από την προγραμματισμένη της διάρκεια, συμμετείχαν ο Μπράιαν Πέρα («Πώς τα βλέπω εγώ», Focus), ο Τομ Σου-γιου Λιν («Άνεμοι του Σεπτέμβρη», Διεθνές Διαγωνιστικό), ο Αλέξανδρος Αβρανάς («Without», Διεθνές Διαγωνιστικό/Ελληνικό Τμήμα), η Τζένα Τερρανόβα (υπεύθυνη προγράμματος του Tribeca Film Festival) και ο Ρόναλντ Μπέργκαν (κριτικός κινηματογράφου, The Guardian).
«Η ταινία μου μιλάει βασικά για την απώλεια, τη μνήμη και τις σχέσεις», ανέφερε στο ξεκίνημα της συζήτησης ο Μπράιαν Πέρα. «Την έκανα με δικά μου λεφτά, για αυτό και είχα τόση ελευθερία. Μερικοί μάλιστα λένε πως ίσως είχα περισσότερη ελευθερία από ότι θα έπρεπε». Στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης σημείωσε: «Πριν από λίγο καιρό εξέδωσα ένα μυθιστόρημα και ήρθα αντιμέτωπος με μια αντίληψη που είναι πολύ δημοφιλής αυτή την περίοδο στην Αμερική και έχει να κάνει με την αντικειμενικότητα στην κριτική. Εγώ πιστεύω πως είναι αναπόφευκτο για έναν κριτικό να είναι υποκειμενικός. Μεγάλωσα διαβάζοντας τις κριτικές της Πολίν Καέλ στο New Yorker, η οποία σιχαινόταν τον Γούντι Άλεν, ενώ εγώ τον λατρεύω. Απλά ένιωθα ότι αυτή είναι η άποψή της, και αυτό ήταν εντάξει. Είναι ένας διάλογος».
«Η δική μου ταινία αφορά και αυτή στις σύγχρονες σχέσεις. Είναι το μόνο πράγμα που έχουμε και στενοχωριέμαι όταν βλέπω πως οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει να δίνουν σημασία στους διπλανούς τους», τόνισε ο Αλέξανδρος Αβρανάς και συνέχισε: «Ο κινηματογράφος είναι πάντα προσωπική υπόθεση, αλλά δεν έχει καμία σημασία πια από τη στιγμή που θα συναντήσει το κοινό του. Αυτό που έχει σημασία είναι το αν ή το κατά πόσο το προσωπικό στοιχείο θα επικοινωνηθεί στους θεατές. Πιστεύω ότι πρέπει να κρατάς έναν άξονα εσύ ο ίδιος, και μετά να έχεις τις πόρτες ανοιχτές ώστε το κοινό να διαβάσει ό,τι θέλει και να εμβαθύνει όσο θέλει. Πρέπει να γίνεσαι ένας καθρέφτης για το κοινό».
«Πιστεύω πως ένας κριτικός πρέπει να είναι εντελώς ειλικρινής», δήλωσε στη συνέχεια ο Ρόναλντ Μπέργκαν. «Η αντίδρασή μου σε μια ταινία είναι η ίδια με όταν λέω την άποψή μου σε έναν φίλο μου. Ξεκινάω πάντα από το θετικό και καταλήγω στο αρνητικό -αν υπάρχει. Για αυτό όμως διαφωνώ με τους κριτικούς που είναι φίλοι με κάποιους σκηνοθέτες. Αν πάω για φαγητό με κάποιον σκηνοθέτη ή ηθοποιό δε θα γράψω μετά κριτική για την ταινία του. Δεν μπορείς να πεις αυτό που θες σε κάποιον, αν είναι καλός και συμπαθητικός». Σχετικά με το αν παίζουν κάποιο ρόλο τα αυτοβιογραφικά στοιχεία μιας ταινίας, ο κριτικός σημείωσε: «Δε με νοιάζει αν μια ταινία είναι αυτοβιογραφική ή όχι. Ο κριτικός κρίνει αυτό που βλέπει στην οθόνη. Ο Ρολάν Μπαρτ είχε μιλήσει για το θάνατο του δημιουργού και είχε τονίσει τη σημασία του κειμένου -πρέπει να βλέπεις μια ταινία ως μια ταινία. Προσπαθώ να μη διαβάζω τη σύνοψη μιας ταινίας ή τη βιογραφία του σκηνοθέτη της, προτού την δω. Μπορεί να ξέρω ίσως περισσότερα πράγματα για το έργο του Μπέργκμαν, αλλά το πόσα βιογραφικά στοιχεία του ιδίου υπάρχουν στις ταινίες του δεν έχει σημασία. Αν και, όταν βλέπεις ταινίες σαν τις σημερινές, καταλαβαίνεις πως ο δημιουργός γνωρίζει πολύ καλά το πλαίσιο, το περιβάλλον της δράσης». Ο Μπέργκαν έκανε όλο το κοινό να γελάσει δυνατά λέγοντας, όταν αναφορικά με την ταινία του Τομ Σου-γιου Λιν που έχει εφήβους για πρωταγωνιστές, σχολίασε: «Μισώ τους εφήβους, στη ζωή και στον κινηματογράφο. Προσπαθώ να τους αποφύγω όσο μπορώ και πιστεύω πως πρέπει να πάνε όλοι τους σε ένα έρημο νησί και μετά να επιστρέψουν ενήλικοι και να απορροφηθούν από την κοινωνία!»
«Στην Ταϊβάν εκτιμούμε πολύ τους κριτικούς», απάντησε στον Μπέργκαν ο Λιν, «ίσως γιατί είμαστε πολύ ευγενικοί ως λαός και δεν εκφράζουμε την άποψή μας στους άλλους και αυτό δημιουργεί προβλήματα. Η κοινότητά μας είναι μικρή κι όλοι γνωριζόμαστε, οπότε όταν ένας φίλος σου κάνει μια κακή ταινία, δεν ξέρεις τι να του πεις. Αλλά το αποτέλεσμα είναι πως όλοι κάνουμε κακές ταινίες γιατί είμαστε όλοι ευγενικοί μεταξύ μας και δε λέμε τι πραγματικά σκεφτόμαστε! Οπότε όταν ένας σωστός κριτικός εκφράσει τη γνώμη του, λειτουργεί ως καθρέφτης για τον κινηματογράφο μας». Και συνέχισε: «Το να κάνεις ταινία στην Ταϊβάν είναι πολύπλοκο. Οι σκηνοθέτες της ηλικίας μου, κοιτάζουμε την ιστορία της χώρας μας και προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο διαφυγής από αυτήν. Σκηνοθέτες όπως ο Χου Χσιάο Χσιέν, ο Έντουαρντ Γιανγκ και ο Τσάι Μινγκ Λιανγκ έχουν θέσει ένα πρότυπο στα διεθνή φεστιβάλ. Αλλά αυτό ήταν τη δεκαετία του ’80. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά αρκετοί σκηνοθέτες, τώρα στα 40 τους, έκαναν μια ταινία, πήγαν σε ξένα φεστιβάλ, αλλά δεν έκαναν επιτυχία και πλέον είναι χρεωμένοι τρομερά και δουλεύουν με άθλιες συνθήκες για την τηλεόραση. Αυτό μας φοβίζει».
«Είμαι υπεύθυνη προγράμματος στο φεστιβάλ Tribeca στη Νέα Υόρκη», ανέφερε, παίρνοντας το λόγο, η Τζένα Τερρανόβα. «Η δουλειά μας δεν είναι αυτή του κριτικού. Σαφώς και βλέπουμε τις ταινίες με κριτική ματιά και έχοντας τους κριτικούς υπόψη, γιατί εννοείται πως θέλεις το πρόγραμμα του φεστιβάλ σου να αρέσει τόσο στους κριτικούς, όσο και στο κοινό. Σκέφτεσαι το κοινό που θα έρθει στις ταινίες σου, θες να τους προσφέρεις ταινίες που θα δυσκολεύονταν να βρουν κανονική διανομή, θες να τους φέρεις κάτι από τον υπόλοιπο κόσμο. Παλιότερα έκανα τη δουλειά του αγοραστή, που είναι διαφορετική. Εκεί ενδιαφέρεσαι μεν για τους κριτικούς και τι θα πουν, αλλά επειδή πρόκειται για επένδυση σκέφτεσαι πόσα λεφτά θα διαθέσεις στο μάρκετινγκ της κάθε ταινίας και πώς θα την προωθήσεις. Σκέφτεσαι ακόμα πιο σοβαρά το κοινό».
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ, ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ
Για συναισθήματα, πάθη και κινηματογραφικά όνειρα που μοιράστηκαν με τους ήρωές τους, μίλησαν οι συμμετέχοντες του Κουβεντιάζοντας που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 21 Νοεμβρίου. Στη συζήτηση πήραν μέρος η Κόριννα Αβρααμίδου, σκηνοθέτιδα της ταινίας «Ο τελευταίος γυρισμός» (Ελληνικό τμήμα), η Γκρέισι Ότο, ηθοποιός στην ταινία «Τρία τυφλά ποντίκια» (Διεθνές Διαγωνιστικό), ο Ντιαστέμ, σκηνοθέτης του «Ο θόρυβος των άλλων γύρω μας»(Διεθνές Διαγωνιστικό) και ο Αμπντολρεζά Καχανί σκηνοθέτης του «Εκεί πέρα» (Διεθνές Διαγωνιστικό), μαζί με τον ηθοποιό του Μαζντάκ Μιραμπεντινί.
«Η ταινία μου είναι μια ιστορία αγάπης που εκτυλίσσεται το 1974», σημείωσε η Κόριννα Αβρααμίδου. «Αναφέρεται σε κάποιους ανθρώπους, η ζωή των οποίων πρόκειται σύντομα να ανατραπεί από τον πόλεμο. Είναι μια ταινία για την απώλεια της αθωότητας, για το τέλος μιας εποχής. Κόσμος που το έχει δει λέει ότι τους αγγίζει, επειδή είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα που να έχει ζήσει, αγαπήσει και χάσει τα πάντα. Καθώς ανέπτυσσα το σενάριο, με ρωτούσαν αν θα κάνω ιστορία αγάπης ή πολιτική ταινία. Η απάντηση για μένα ήταν πως θα κάνω μια ιστορία αγάπης σε πολιτικό φόντο. Η αγάπη είναι που χαρίζει δύναμη στην ιστορία, γιατί στο τέλος όλα χάνονται, στο τέλος όλη η χώρα χάνεται, οπότε οι προσωπικές διαφορές χάνονται κι αυτές».
«Ο σκηνοθέτης της ταινίας Μάθιου Νιούτον προσπαθούσε να πει μια ιστορία για τους Αυστραλούς άντρες, οι οποίοι δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν, δε μιλάνε μεταξύ τους -τουλάχιστον όχι όπως κάνουν οι γυναίκες», είπε στη συνέχεια, η σκηνοθέτης, ηθοποιός και μοντέρ Γκρέισι Ότο. Σε ερώτηση για το ποια από τις τρεις ιδιότητες προτιμά, απάντησε: «Μπορεί να έχω σκηνοθετήσει μικρού μήκους ταινίες μόνο, αλλά αυτό θέλω να κάνω. Στη συγκεκριμένη ταινία είμαι ηθοποιός γιατί όλες οι άλλες δουλειές είχαν καταληφθεί ήδη, ενώ ξεκίνησα να κάνω το μοντάζ γιατί είχαμε όλο το υλικό στο σπίτι μας. Το απόλαυσα, αλλά προτιμώ πάνω από όλα να είμαι σκηνοθέτις».
«Όταν γράφεις ένα βιβλίο ή όταν κάνεις μια ταινία η φιλοδοξία είναι να δημιουργήσεις συναίσθημα», τόνισε ο Ντιαστέμ. «Σε αυτή την ταινία χρησιμοποιώ την τέχνη, επειδή όλοι οι χαρακτήρες είναι καλλιτέχνες, τραγουδούν, χορεύουν, παίζουν θέατρο, για να τη συνδέσω με τη ζωή, η οποία σημαίνει συναίσθημα. Επίσης ήθελα να δείξω τη σύνδεση μεταξύ αυτού που οι χαρακτήρες δείχνουν προς τα έξω και αυτού που πραγματικά νιώθουν», διευκρίνισε και συνέχισε: «Μας έκανε πολύ μεγάλη έκπληξη η αντίδραση του κοινού της Θεσσαλονίκης -ιδίως επειδή πρόκειται και για την πρώτη φορά που προβάλλεται εκτός Γαλλίας. Στην προβολή ακούγαμε τον κόσμο να γελάει σε διαφορετικά σημεία από ότι το γαλλικό κοινό. Είναι όμως εύκολο ακόμα και για το ξένο κοινό να ταυτιστεί με την ταινία γιατί αφορά στην τέχνη και τους καλλιτέχνες, έχει τραγούδι και χορό, και τα συναισθήματα έχουν διεθνή απήχηση».
«Έχω μάθει πως όταν δεν προσπαθείς να δείξεις τα συναισθήματα και τις σχέσεις θα ζωντανέψουν από μόνα τους», εξήγησε ο Αμπντολρεζά Καχανί. «Με την ταινία μου ήθελα να τονίσω την ρουτίνα της καθημερινότητας. Πως ένα ζευγάρι, όπως το ζευγάρι της ταινίας, χάνει σημαντικές στιγμές, επηρεασμένο απ’ αυτήν. Δεν ξέρω αν το πέτυχα, αλλά ο στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια απλή, έντονη, χαμηλού προϋπολογισμού ταινία», κατέληξε.
«Η ταινία βασίζεται εν μέρει στην πραγματική ζωή μου, και την κοινή μας φαντασία ως συν-σεναριογράφοι», σημείωσε τέλος ο Μαζντάκ Μιραμπεντινί. «Είχα επιστρέψει στο Ιράν από την Αμερική, κι επειδή είχαμε δει ο ένας την ταινία του άλλου, θέλαμε να συνεργαστούμε και κάπως έτσι προέκυψε το «Εκεί πέρα», είπε, κλείνοντας τη συζήτηση ο πρωταγωνιστής της ταινίας.
Ρέα Κατσανεβάκη
49ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ