49o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟY ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΥΠΑΡΧΩ
Το 49ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και συγκεκριμένα το τμήμα «Ημέρες Ανεξαρτησίας» μας ξεναγεί και φέτος για τρίτη συναπτή χρονιά, στα πιο κρυφά μονοπάτια του παγκόσμιου κινηματογράφου. Σημαντικός σταθμός του φετινού τους ταξιδιού, το αφιέρωμα στον ιδιοσυγκρασιακό Άγγλο σκηνοθέτη Τέρενς Ντέιβις, ένας από τους πλέον αυθεντικούς δημιουργούς του σύγχρονου βρετανικού κινηματογράγου, ο οποίος παραμένει στο καλλιτεχνικό παρασκήνιο, εκπροσωπώντας έναν κινηματογράφο πολυσύνθετο και καινοτόμο, απαλλαγμένο από αφηγηματικές συμβάσεις, που αντιστέκεται σε κάθε είδους κατηγοριοποίηση.
Οι «Ημέρες Ανεξαρτησίας» παρουσιάζουν την πλήρη φιλμογραφία του αρχίζοντας από το αυτοβιογραφικό “The trilogy” -αποτέλεσμα της ένωσης των μικρού μήκους “Children” (1976), “Madonna and child” (1980) και “Death and transfiguration” (1983)- και κλείνοντας με την πιο πρόσφατη δουλειά του “Of time and city”. Το τελευταίο, ένα λυρικό πορτρέτο της Λίβερπουλ, γενέτειρας του δημιουργού, προβλήθηκε στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Η ρετροσπεκτίβα συμπληρώνεται από δίγλωσση μονογραφία για το σκηνοθέτη.
Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΜΟΥ
Έτσι ορίζει τη σχέση του με τον κινηματογράφο ο Βρετανός σκηνοθέτης, ο οποίος γεννήθηκε στο Λίβερπουλ το 1945 και ήταν ο νεότερος γόνος μιας πολυμελούς εργατικής οικογένειας Ιρλανδών. Μεγάλωσε σε ένα εξαιρετικά καταπιεστικό περιβάλλον όπου το δίπολο «αρσενικό» (στο πρόσωπο του αυταρχικού και βάναυσου πατέρα του) «θηλυκό» (στο πρόσωπο της προστατευτικής και στοργικής μητέρας του, την αγάπη της ζωής του, όπως λέει ο ίδιος, όταν αναφέρεται σε αυτήν) αντιπροσώπευε το απόλυτο κακό απέναντι στο απόλυτο καλό. «Ο πατέρας μου ήταν ακραία βίαιος, ιδιαιτέρως με τη μητέρα μου», έχει πει ο ίδιος.
«Η μητέρα μου και τα αδέρφια μου άρχισαν να φεύγουν από το σπίτι αναζητώντας μιαν αξιοπρεπή ζωή, μακριά από την κατεστραμμένη, άθλια καθημερινότητα που ζούσαμε. Αυτή η κατάσταση με κυρίευσε αρνητικά, σχεδόν ψυχωτικά».Στον κατεστραμμένο παιδικό του κόσμο ήρθαν να προστεθούν το βάρος του Καθολικισμού και οι βασανιστικές ενοχές για την ομοφυλοφιλία του. Εκείνη την εποχή στην Βρετανία η ομοφυλοφιλία ήταν αδίκημα, που μπορούσε να σε οδηγήσει στη φυλακή.« Η σεξουαλικότητά μου ερχόταν σε σύγκρουση με τους αυστηρούς θρησκευτικούς κανόνες. Προσπαθούσα με προσευχές, μέχρι να ματώσουν τα γόνατά μου, να ζητήσω από τον Θεό να με συγχωρέσει. Αν μπορούσα να αλλάξω, να γίνω "κανονικός", όπως κάθε άλλος άνθρωπος, θα το είχα κάνει.” Οι πληγές των παιδικών του χρόνων δεν έκλεισαν ποτέ. Αλλά αυτές οι αγωνιώδεις συγκρούσεις είναι που πυροδότησαν τη δημιουργικότητά του, οδηγώντας τον κατευθείαν στην αγκαλιά της τέχνης.. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του με τη στήριξη του Βρετανικού Κινηματογραφικού Ινστιτούτου σκηνοθετώντας μία μικρού μήκους για παιδιά, η οποία καταπιάνεται με ένα αυτοβιογραφικό θέμα.
Στην Εθνική Κινηματογραφική Σχολή θα σκηνοθετήσει τις δύο επόμενες μικρού μήκους ταινίες του, “Η Παναγία και το βρέφος” και “Θάνατος και μεταμόρφωση”. Οι τρεις αυτές ταινίες σχημάτισαν την “Τριλογία” του Τέρενς Ντέιβις. Το “Mακρινές φωνές, ασάλευτες ζωές”, ένα αριστούργημα για την μεταπολεμική Βρετανία, ήταν διεθνής αποκάλυψη και κέρδισε μεταξύ άλλων το Βραβείο FIPRESCI στις Κάννες, τα βραβεία της Κριτικής Επιτροπής σε Λος Άντζελες και Τορόντο και τη Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Με το “Βίβλος από νέον”, έδωσε νέα στροφή στην καριέρα του προσαρμόζοντας για τη μεγάλη οθόνη ένα μυθιστόρημα του συγγραφέα John Kennedy Toole και γυρίζοντας την ταινία στις ΗΠΑ. Η πιο πρόσφατη ταινία του “Για το χρόνο και την πόλη”, η οποία έκανε πρεμιέρα στις Κάννες το 2008, κάνει αριστοτεχνική χρήση του αρχειακού υλικού για να καταγράψει μια συναισθηματική και κριτική ματιά για την αστική ανάπτυξη του Λίβερπουλ τα τελευταία 50 χρόνια.
Οι ταινίες του, με βασικό τους άξονα το παράδοξο του χρόνου -σχετικός και συγκεκριμένος, πεπερασμένος και αδιάκοπος - και την αποσπασματική φύση της ανθρώπινης μνήμης, εκκινούν στην πλειοψηφία τους, από τα προσωπικά του βιώματα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα (και για πολλούς ένα από τα αναμφισβήτητα αριστουργήματα του σύγχρονου αγγλικού κινηματογράφου), το βραβευμένο “Distant voices, still lives”. Εντούτοις, ακόμη και φιλμ όπως τα “The neon bible” (1995) και “The house of mirth” (2000), που αποτελούν διασκευές λογοτεχνικών έργων, διατηρούν έντονο το βιωματικό τους στοιχείο. Στιλιστικά το έργο του διακρίνεται για τον αυθεντικό λυρισμό του, με τη μουσική να παίζει το ρόλο ενεργού χαρακτήρα -σχολιαστή και τη σκηνοθεσία να «ενορχηστρώνει» μια αφήγηση ρευστή, δομημένη διεξοδικά πάνω στις παύσεις, τις σιωπές και τις ελλείψεις. Το προσωπικό σινεμά του Τέρενς Ντέιβις αποτελεί «ξένο σώμα» σε μια κινηματογραφική βιομηχανία όπου πολλοί σκηνοθέτες μοιάζουν να είναι λογιστές.
Δεν είναι τυχαίο που εδώ και χρόνια ταλαιπωρείται για να βρει χρήματα για τις ταινίες του (έχει γυρίσει μόνο πέντε μεγάλου μήκους ταινίες,). Για αυτόν το λόγο δεν καταλαβαίνει και την επιτυχία που είχε η τελευταία του ταινία “Of time and city” και πως είναι δυνατόν να τον έχουν καλέσει σε τόσα φεστιβάλ. «Για να μου κάνουν τόσα αφιερώματα θα πιστεύουν ότι είμαι πεθαμένος.», αναφέρει σαρκαστικά ο ίδιος. Ίσως κάτι να ξέρουν, μπορεί πράγματι αυτή να είναι και η τελευταία μου ταινία.». Εμείς ελπίζουμε πως όχι. Διότι ο προσωπικός, βιωματικός μικρόκοσμος, που περιγράφει μας προτρέπει να σκεφθούμε, μας αγγίζει και κυρίως μας συγκινεί.
Ο ΤΕΡΕΝΣ ΝΤΕΙΒΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ
ΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ, ΤΙΣ ΤΑΝΙΕΣ ΤΟΥ
«Πάντοτε αισθανόμουν ένας αουτσάιντερ. Και πάντοτε ήθελα, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο, να γίνω ένας απόλυτα συνηθισμένος άνθρωπος.»
«Η ζωή μου καταστράφηκε για πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Από την ηλικία των 18, άρχισαν να με απασχολούν έντονα ζητήματα σχετικά με τη φύση του χρόνου· η ανθρώπινη μνήμη, η θνητότητα. Άρχισα να γοητεύομαι από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο. Η ανθρώπινη μνήμη δεν ακολουθεί γραμμική πορεία. Περνάμε από τη μια συναισθηματική κατάσταση στην άλλη, ανακαλούμε αστραπιαία μια στιγμή που συνέβη σαράντα χρόνια πριν. Αυτή η αποσπασματικότητα δεν μας προκαλεί σύγχυση, επειδή ο άνθρωπος εντάσσει κάθε μεμονωμένο περιστατικό σε μια αλληλουχία γεγονότων. Στο σινεμά έχεις τη δυνατότητα να οργανώσεις το υλικό σου με τέτοιο τρόπο για να μην προκαλέσεις σύγχυση στον θεατή. Αν γνωρίζεις τι θέλεις να εκφράσεις, ακόμα και μέσα από μια κατοπτρική, αποσπασματική διαχείριση της μνήμης, οι θεατές ανταποκρίνονται αναγνωρίζοντας την καταγωγή και το νόημα των εικόνων.»
«Για να μπορέσεις να γυρίσεις μια ταινία σωστά, πρέπει να βρεις εννιά διαφορετικούς παραγωγούς. Αν και αυτή η δύσκολη κατάσταση δεν με εκπλήσσει πια. Ζούμε σε μια από τις λεγόμενες πιο πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης και είμαστε εντελώς απολίτιστοι σε πάρα πολλούς τομείς. Αρκετοί νέοι άνθρωποι στην Βρετανία παλεύουν να κάνουν τέχνη ακόμα και με πρωτόγονες συνθήκες. Μας έχει καταβροχθίσει η αμερικανική κουλτούρα, οι πάντες μιμούνται τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Σε είκοσι χρόνια δεν θα υπάρχει ίχνος βρετανικής κουλτούρας. Δυστυχώς, γίναμε η 51η Πολιτεία της Αμερικής.»
Η Τριλογία
Ήταν ένα έργο μαθητείας μου. Χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί (1974-1983). από πολλές πλευρές είναι ένα ανεπεξέργαστο, σχεδόν αδέξιο έργο, ειδικά το πρώτο μέρος, μέχρι να φτάσω στο τρίτο μέρος, είχα αν μη τι άλλο, βρει την φωνή μου. Και στις τρεις προσπαθούσα να συμβιβαστώ με τους δαίμονες και τους φόβους μου και ταυτόχρονα να κάνω τα διερευνητικά πειράματα μου στον κινηματογραφικό και αφηγηματικό χρόνο.
Μακρινές φωνές, ασάλευτες ζωές
Περιόρισα την ιστορία στον πατέρα, την μητέρα, τις δυο μεγαλύτερες αδελφές και τον μεγαλύτερο αδελφό μου. Ο πόνος τους ήταν τόσο μεγάλος που ήθελα να τον εξερευνήσω... Ο καιρός περνά και μαζί με αυτόν και οι ζωές μας, οι αναμνήσεις μας όμως είναι αιώνιες.
Η περίοδος από τον θάνατο του πατέρα μου όταν ήμουν 7 χρόνων μέχρι το τέλος του δημοτικού στα έντεκα μου ήταν μια τετραετία κατά την οποία ήμουν ευτυχέστερος από ποτέ. Βρισκόμουν σε μια κατάσταση μόνιμης έκστασης. Όταν ήμουν επτά η μεγαλύτερη αδελφή μου με πήγε να δω το “Τραγουδώντας στην βροχή” και κόλλησα. Με πήγαιναν ή πήγαινα μόνος μου στον κινηματογράφο με κάθε δυνατή ευκαιρία. Ο παράδεισος μου όμως δε θα διαρκούσε πολύ. Πριν ακόμη ξεκινήσω το γυμνάσιο, είδα κάτι άνδρες να χτίζουν έναν τοίχο πίσω από το σπίτι μου. Έκανε ζέστη και φορούσαν μόνο τα τζιν τους και ήξερα ότι δεν θα έπρεπε να κοιτάζω τους άνδρες με τέτοιον τρόπο. Μέσα σε μια στιγμή, ο παιδικός μου παράδεισος πέθανε. Η ταινία απεικονίζει το θάνατο του παράδεισου αυτού και χαρτογραφεί όλους τους τρόμους που εμμελείς να έρθουν.
Το Σπίτι της Ευθυμίας
Νομίζω πως είναι η πιο ώριμη δουλειά μου. Αγαπούσα το μυθιστόρημα αυτό της Ηντιθ Γουόρτον για πάνω από 15 χρόνια. Η γλώσσα και η αφήγηση είναι υπέροχες και αδημονούσα να κρατήσω το ύφος του βιβλίου. Έκανα κάποιες αλλαγές, νομίζω όμως πως διατήρησα την ακεραιότητα του βιβλίου και της άγριας σάτιρας του.
Για τον Χρόνο και την Πόλη
«Δεν είναι απλώς ένας αποχαιρετισμός στην γενέθλια πόλη μου, το Λίβερπουλ, αλλά επίσης ένας στοχασμός πάνω στον χρόνο, την απώλεια, την μεταμέλεια και την ευτυχία- πολλή ευτυχία. Πρόκειται για μια βαθιά υποκειμενική, καθόλου γραμμική χρονολογικά, προσέγγιση του Λίβερπουλ των παιδικών μου χρόνων. Οι προθέσεις μου ήταν ταπεινές. Οι Μπιτλς, που δεν μου άρεσαν ποτέ άλλωστε, και το ποδόσφαιρο δεν ήταν τόσο σημαντικά στοιχεία στη δική μου μνήμη.
Προσπάθησα να ανασύρω με ακρίβεια όσα με άγγιξαν βαθιά, να είμαι συνεπής στις προσωπικές μου μνήμες, στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον χρόνο»,
Φιλμογραφία
1976-1983 Η τριλογία του Τέρενς Ντέιβις:
Παιδιά (1976), Η Παναγία και το βρέφος (1980), Θάνατος και μεταμόρφωση (1983)
1988 Μακρινές φωνές, ασάλευτες ζωές
1992 Η μεγάλη μέρα τελειώνει
1995 Βίβλος από νέον
2000 Το σπίτι της ευθυμίας
2008 Για το χρόνο και την πόλη
Ρέα Κατσανεβάκη
49ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ